Κεφάλαιο 13
Το σώμα μου απελευθερώνει αργά το άγχος καθώς ο Ντέμιαν με αγγίζει. Τα χέρια του γαντζώνονται σφιχτά στη μέση μου καθώς με φιλάει, και το μυαλό μου καταρρέει μπροστά στην ιδέα ότι δεν θα το έχω αυτό για λίγες μέρες -ελπίζω να είναι μόνο μέρες- και αυτό... με στεναχωρεί;
Ναι, αλλά δεν μπορώ να του το πω. Δεν μπορώ να πω στον Ντέμιαν κάτι σαν "έι, θα μου λείψεις όσο θα είσαι στη Ρωσία", γιατί δεν είμαι σίγουρη ότι θα το εκλάβει ως κάτι καλό, αλλά ως χειραγώγηση ή ότι μπορεί να επηρεάσει την ιδέα του να φύγει. Όχι, όμως, ο Ντέμιαν είναι πιο δυνατός από οτιδήποτε λέω εγώ.
Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να σταματήσω να σκέφτομαι τη Ρωσία και την απουσία του κυρίαρχου ενώ το στόμα του καταβροχθίζει το δικό μου και κάνει ακριβώς αυτό για να απενεργοποιηθεί το μυαλό μου.
Σκάσε, συνείδηση.
Η ένταση στους ώμους μου εξαφανίζεται καθώς βάζει τα χέρια του κάτω από τον κώλο μου και τυλίγει τα πόδια μου γύρω του, πιέζοντας με στον τοίχο. Το στόμα του συνθλίβει το δικό μου, τα χέρια του με έχουν καθηλώσει και τα πνευμόνια μου αρχίζουν να καίνε από την έλλειψη αέρα, κι όμως ποτέ δεν έχω νιώσει πιο άνετα από ό,τι τώρα.
Ο Ντέμιαν με κάνει να νιώθω έτσι, και αυτό με τρομάζει λίγο. Θα έπρεπε, έτσι δεν είναι; Είμαι... ερωτευμένη με έναν τύπο που θα πάει στη Ρωσία και δεν ξέρω τι είδους σχέση έχω μαζί του, γιατί δεν έχουμε μιλήσει ποτέ γι' αυτό.
Εννοώ...
Ο Ντέμιαν με βγάζει πάλι από τις σκέψεις μου όταν βάζει τα πόδια μου στο πάτωμα και με προτρέπει να βγάλω τα ρούχα μου. Το κάνω, συνειδητοποιώντας ότι δεν ντρέπομαι πλέον να το κάνω, όπως στην αρχή. Υποθέτω ότι εν μέρει αυτό οφείλεται στη συνήθεια να το κάνω μπροστά του, ότι σίγουρα γνωρίζει το σώμα μου καλύτερα από ό,τι εγώ τον εαυτό μου και ότι μου έχει αφαιρέσει κάθε σεμνότητα. Το έχει ξεκαθαρίσει περισσότερες από μία φορές: του αρέσουν τα βογγητά μου, του αρέσουν οι παρακλήσεις μου, και όλα τα πράγματα που μπορεί να με έφερναν σε δύσκολη θέση ή να επισκίαζαν μια σχέση πριν, τώρα απλά ρίχνουν λάδι στη φωτιά.
Τραβάω το φόρεμά μου πάνω από το κεφάλι μου και ο Ντέμιαν το πετάει αμέριμνος στον δερμάτινο καναπέ, έπειτα αγκιστρώνει τον δείκτη του στο εσώρουχό μου και με τραβάει πιο κοντά στο σώμα του. Το ύφασμα του παντελονιού του ακουμπάει τους γυμνούς μηρούς μου καθώς με κολλάει επάνω του και το πρόσωπό του γέρνει πάνω στο δικό μου, μέχρι που σηκώνει το πηγούνι μου και τα μάτια μας συναντιούνται.
Τα πράσινα μάτια του Ντέμιαν είναι εντελώς υπνωτιστικά και αιχμαλωτίζομαι στη μαγεία τους, καθώς χαμογελάει ελαφρά, έχοντας πλήρη επίγνωση της επίδρασης που έχει πάνω μου.
Απομακρύνεται μερικά βήματα χωρίς να πει κουβέντα και εγώ πιέζομαι στον τοίχο, περιμένοντας. Τον παρακολουθώ να κινείται προς τα ράφια που υπάρχουν όλα τα πονηρά πράγματα που έχω συνηθίσει και μετακινώ τα μάτια μου προς το σώμα του, σιωπηλά. Δεν μου έχει πει τίποτα ακόμα, δεν μου έχει δώσει κάποια εντολή, και αυτό με κάνει λίγο ανήσυχη. Το να στέκομαι εδώ, χωρίς να ξέρω τι περιμένει από μένα, με κάνει νευρική.
Τον βλέπω να αρπάζει μερικά σχοινιά και να πλησιάζει. Η απορία είναι ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου καθώς σταματάει μπροστά μου, αφήνει τα σχοινιά στο στρώμα και με κοιτάζει.
«Βγάλε το σετ εσωρούχων σου, μωρό μου», με καθησυχάζει το αίτημα. Είναι χαλαρωτικό να ξέρω τι πρέπει να κάνω, ακόμα κι αν δεν ξέρω ακόμα την επόμενη κίνηση του Ντέμιαν.
Υπάρχει κάτι καταπραϋντικό και σε αυτό, γιατί εκείνος αναλαμβάνει την ευθύνη και εγώ... χαλαρώνω.
Ξεκουμπώνω το σουτιέν μου, βγάζω το εσώρουχό μου και τα δύο κομμάτια κρατούν συντροφιά στο φόρεμα στον καναπέ.
«Τι είναι αυτά;» ρίχνω μια γρήγορη ματιά στα σχοινιά.
«Για να σε δέσω. Άφησε τα χέρια σου να πέσουν πλάγια του σώματος σου», με καθοδηγεί, καθώς τον βλέπω να πιάνει ένα από τα τέσσερα σχοινιά που μπορώ να αναγνωρίσω. «Ξέρεις τι είναι το shibari, μωρό μου;»
Αρνούμαι και στη συνέχεια λέω:
«Διάβασα κάτι στο... βιβλίο που μου δάνεισες, αλλά δεν εξηγούσε πολλά», μουρμουρίζω. Ο Ντέμιαν βγάζει ένα χαμηλό γρύλισμα, ακούγοντάς με. «Είναι ιαπωνικό, σωστά;»
«Ναι, είναι», γλιστράει το σχοινί κάτω από το στήθος μου, ρυθμίζοντάς το λίγο. Το τυλίγει γύρω από τα στήθη μου, μιμούμενος σχεδόν ένα σουτιέν χωρίς καπ, και συνεχίζει να δένει κόμπους και να φτιάχνει ένα περίπλοκο σχέδιο, απόλυτα συγκεντρωμένος σε αυτό. Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από το χαλαρή και συγκεντρωμένη έκφραση του και πρέπει να αναγκάσω τον εαυτό μου να μην είναι τόσο εμφανής με τις σκέψεις μου προς αυτόν.
Εκείνος όμως το ξέρει ήδη.
Ο Ντέμιαν πάντα ξέρει.
Τα μάτια του είναι σκοτεινά και τα χείλη του σταθερά κλειστά σε μια ευθεία γραμμή καθώς συνεχίζει να κάνει κόμπους στα σχοινιά και να δημιουργεί ένα μοτίβο στο δέρμα μου. Η τριβή του σχοινιού στο δέρμα μου είναι αντιφατικά ευχάριστη και παρόλο που στην πραγματικότητα δεν με περιορίζει, νιώθω το ίδιο όπως εκείνη την πρώτη φορά στο τραπέζι του bondage στο Lust.
Απελευθερωμένη.
Ο Ντέμιαν τελειώνει λίγη ώρα αργότερα, έχοντας πάρει τον χρόνο του για να συναρμολογήσει το μοτίβο του σχοινιού και στη συνέχεια δείχνει προς το κρεβάτι, λέγοντάς μου να ξαπλώσω ανάσκελα. Το κάνω, νιώθοντας τα σχοινιά να σφίγγουν περισσότερο γύρω από τα πλευρά μου καθώς παίρνω μια βαθιά ανάσα. Ο Ντέμιαν απομακρύνεται και τον ακολουθώ με τα μάτια μου καθώς πηγαίνει προς το μίνι μπαρ του δωματίου κοντά στον καναπέ. Τον παρακολουθώ με υπερβολική περιέργεια και τις ακριβείς κινήσεις του καθώς ανοίγει το μικρό ψυγείο και βγάζει κάτι που δεν μπορώ να δω.
«Μάτια στο ταβάνι, Λιάνα», λέει, χωρίς καν να με κοιτάξει.
«Πώς το κάνεις αυτό;» Ρωτάω, μεταφέροντας τα μάτια μου στο ταβάνι. «Δεν με κοιτούσες».
«Απλά το ξέρω», τότε πλησιάζει ξανά, και εκτός από ένα δοχείο, φέρνει ένα μαντήλι για τα μάτια και ένα ζευγάρι χειροπέδες. Το ερωτηματικό πρέπει να είναι στο πρόσωπό μου, γιατί όταν τον κοιτάζω στα μάτια, χαμογελάει. «Νόμιζα ότι σου είπα να κοιτάς το ταβάνι».
«Εγώ, ε, μάλιστα, αφέντη», ωστόσο, δεν το κάνω, όμως.
Θα έπρεπε, το ξέρω, αλλά η περιέργεια...
«Μωρό μου...» Υπάρχει μια προειδοποίηση στη φωνή του και θα έπρεπε να φοβάμαι, θα έπρεπε να φοβάμαι ότι θα μου κάνει κακό, αλλά δεν συμβαίνει. Υπάρχει μόνο μια σιωπηλή λαχτάρα, ένα ενθουσιώδης τέρας μέσα μου, που περιμένει... και περιμένει. Ο Ντέμιαν καλύπτει τα μάτια μου με το μαντήλι, φέρνει τα χέρια μου στο κεφαλάρι και μου βάζει χειροπέδες. Εμποδίζει τις κινήσεις μου και τις περιορίζει σε ρίγη και τρέμουλο καθώς καταλαμβάνει το σώμα μου. «Ήξερες ότι κι κάτι κρύο μπορεί να σε καίει, Λιάνα;» ψιθυρίζει, και κάτι παγωμένο αγγίζει τη δεξιά κλείδα μου.
Ο πάγος μπορεί να καίει, ακόμα και να νιώθεις σαν να κόβεσαι, αλλά ποτέ δεν θα μου περνούσε από το μυαλό ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να σε ερεθίσει. Το γλιστράει πάνω μου, κρατώντας μια ελαφριά πίεση του παγωμένου κομματιού νερού πάνω στο δέρμα μου και η επαφή με το ζεστό μου δέρμα κάνει μερικές σταγόνες να λιώσουν και να τρέξουν στο δέρμα μου. Κολλάνε στο λαιμό μου και μετά, στο στήθος μου και το κρύο κάνει τις θηλές μου να σκληραίνουν.
Λοιπόν, το κρύο και ο ερεθισμός.
Η θεραπεία τιυ σοκ χορηγείται κυρίως σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη να νιώσουν πόνο αλλά βγαίνουν από μια καταθλιπτική διαδικασία. Πιέζεις ένα κομμάτι πάγου κοντά στις φλέβες και σου προκαλεί το ίδιο συναίσθημα με το να κόβεις τον εαυτό σου, αλλά δεν είναι επιβλαβές.
Στο άτομο που το έχει ανάγκη, ωστόσο, βοηθάει. Έχει αυτή την αίσθηση. Δεν ξέρω αν ο πόνος είναι αυτό που χρειάζομαι, αλλά σίγουρα βγάζει ό,τι άλλο υπάρχει στο μυαλό μου εκτός από ζεστά χέρια και ένα κομμάτι πάγου που λιώνει αργά πάνω στο ζεστό μου δέρμα.
«Περίμενε...» Στριφογυρίζω καθώς ο πάγος συνεχίζει να κινείται προς τα κάτω στην κοιλιά μου, όλο και πιο χαμηλά, μέχρι που πιέζει ανάμεσα στις πτυχές του ευαίσθητου σημείου μου. «Α!»
«Είναι απλά πάγος, μωρό μου».
«Καίει», μουρμουρίζω, αλλά πιάνω τον εαυτό μου να σπρώχνει προς την κατεύθυνσή του.
«Το ξέρω, γατούλα, αλλά θα περάσει σε λίγο», συνεχίζει να γλιστράει το χέρι του μαζί με το κύβο πάγου και εγώ λαχανιάζω. Παρά την ψυχρή επαφή, το δέρμα μου καίει σαν χίλιοι δαίμονες και τα χείλη μου ανοίγουν, αφήνοντας το άρωμα του Ντέμιαν να παρασύρει το σώμα μου.
Μου μιλάει, πάντα, αλλά σήμερα είναι ιδιαίτερα πιο φλύαρος από τις περισσότερες μέρες. «Οι ρώγες σου είναι τόσο σκληρές...» και τις τσιμπάει. «Το στόμα σου τόσο λαχταριστό», και με φιλάει, «το ευαίσθητο σημείο σου τόσο υγρό...» και το αναλαμβάνει, επειδή διατρέχει με τα χείλη του το υγρό μονοπάτι που άφησε ο πάγος, τραβώντας ακόμα και τα σχοινιά και ρυθμίζοντάς τα, αν είναι δυνατόν. Κάποια στιγμή, σταματάει ανάμεσα στα πόδια μου, τα ανοίγει, φιλάει τους μηρούς μου και με καταβροχθίζει, κι εγώ τσιρίζω.
«Αυτό είναι κρύο!» Στριφογυρίζω καθώς η γλώσσα του κυκλώνει την κλειτορίδα μου μαζί με ένα κομμάτι πάγου. Ο Ντέμιαν γελάει, η ανάσα του χτυπάει τις πτυχές μου, αλλά συνεχίζει να παίζει με τη γλώσσα του και τον πάγο που λιώνει. Το κρύο νερό διαρρέει ανάμεσα στα κωλομάγουλά μου, με γαργαλάει και μου προκαλεί μια διφορούμενη αίσθηση παγωμένης ζεστασιάς.
«Μείνε ακίνητη», το χέρι του Ντέμιαν πιέζει το κάτω μέρος της κοιλιάς μου και με καρφώνει στο στρώμα. «Μείνε ακίνητη, Λιάνα», επαναλαμβάνει καθώς, παρά τη θέλησή μου, σπαρταράω για το άγγιγμά του.
Όταν κλαψουρίζω και κουνιέμαι ξανά, απομακρύνεται και εγώ ξεφυσάω. «Θα μείνεις ακίνητη τώρα, μωρό μου», κάτι τυλίγεται γύρω από τον αριστερό μου αστράγαλο και τον τραβάει στην άκρη του κρεβατιού, και μετά το ίδιο συμβαίνει και στο άλλο μου πόδι. Δεν υπάρχει τρόπος να κλείσω τα πόδια μου, και οι κινήσεις μου είναι πολύ πιο περιορισμένες από πριν, καθώς πιέζει το χέρι του ξανά πάνω στο ευαίσθητο σημείο μου και βάζει ξανά το στόμα του ανάμεσα στα πόδια μου.
Είναι βασανιστήριο. Η βραδύτητα με την οποία το κάνει είναι ένα μαρτύριο και σπάει κάθε νήμα της σκέψης μου λίγο-λίγο, μέχρι που το μόνο που υπάρχει στον εγκέφαλό μου είναι μια πίεση από τη ροή του αίματος και ένας μακρινός ήχος μπιπ. Βρίσκω τον εαυτό μου να προσπαθεί να κουνηθεί, να κλαψουρίζει σαν ένα σκύλο σε ζευγάρωμα, που ανυπομονεί για το άγγιγμά του, και δεν με νοιάζει.
Δηλαδή, με νοιάζει, αλλά δεν με ανησυχεί και δεν ντρέπομαι. Είναι ο Ντέμιαν, ο άνθρωπος που έχει δει κάθε χιλιοστό του δέρματός μου και του εγκεφάλου μου και όμως, έμεινε κοντά μου, ικανός να απομακρυνθεί με την πρώτη κρίση πανικού ή την πρώτη κραυγή.
Κατά κάποιο τρόπο, νιώθω ότι του το χρωστάω. Του χρωστάω τα πάντα από μένα, ακόμα και τον εγκέφαλό μου, να τον κάνει δικό του, να τον φροντίζει, να τον διαλύει, να τον προστατεύει, να τον αγκαλιάζει. Μπορεί κάνει μαζί μου ό,τι θέλει, γιατί ποτέ δεν θα με πληγώσει, ποτέ δεν θα με σπάσει πραγματικά ή θα με σπάσει μόνιμα, γιατί, στην πραγματικότητα, ο Ντέμιαν πάντα με σπάει.
Μετά με ξαναχτίζει.
Αυτό το κάνει καλύτερο.
Φρέσκα θεμέλια, νέα πανοπλία, και η γαμημένη του γλώσσα που με τρελαίνει, αποσπώντας με πάλι από τις σκέψεις μου.
«Σε παρακαλώ...» Σταμάτησα να αισθάνομαι άσχημα που ικετεύω εδώ και πολύ καιρό. Δεν ξέρω πότε, αλλά μου φαίνεται σαν μία αιωνιότητα.
«Τι θέλεις, μωρό μου;» Η βραχνή, υπνωτιστική φωνή του με κρατάει στην επιφάνεια. «Πρέπει να είσαι ακριβής».
Κατέστρεψέ με. Κάνε θρύψαλα όλη μου τη λογική, πάρε τις σκέψεις και... το σκοτάδι μου.
Βρέχω τα χείλη μου με τη γλώσσα μου πριν ανοίξω το στόμα μου. Το χέρι του αγκαλιάζει το ευαίσθητο σημείο μου, κρατώντας με πάντα στα όρια, χωρίς ποτέ να με αφήσει να τελειώσω.
«Θέλω να με πηδήξεις, αφέντη. Σε παρακαλώ», η φωνή μου είναι πιο χαμηλή και πιο βραχνή απ' ό,τι τη θυμάμαι, αλλά σε αυτό το σημείο, μπορεί να αμφιβάλλω ακόμα και για το όνομά μου.
Λιάνα, σωστά;
Ο Ντέμιαν σπρώχνεται επάνω πάνω μου και χουφτώνει τα μάγουλα μου για να με φιλήσει μετά. Μπορώ να γευτώ τον εαυτό μου στα χείλη του, και το σχεδόν μηδενικό κομμάτι πάγου γλιστράει ανάμεσα στα στόματά μας καθώς η γλώσσα του και η δική μου το μετακινούν. Είναι πολύ ερωτικό, πολύ συναρπαστικό και πολύ... Καίει.
Το ένα του χέρι βασανίζει τα στήθη μου, σφίγγει τις ρώγες μου και τις ζυμώνει καθώς ο πάγος λιώνει στο στόμα μου και η γλώσσα του παίζει και σκάβει μέσα στο δικό μου.
Όταν χορταίνει, φτάνει ξανά στο λαιμό μου, σταματώντας εκεί για λίγα δευτερόλεπτα. Στη συνέχεια, προς έκπληξή μου, μου λύνει τα πόδια και ξεκλειδώνει τις χειροπέδες.
«Όρθια», το κάνω, και τότε το χέρι του πιέζει ελαφρά τον ώμο μου και πέφτω στα γόνατα. Δεν χρειάζεται να το πει, γιατί το ξέρω.
Δεν χρειάζεται να τον δω για να καταλάβω ότι χαμογελάει ελαφρά, επίσης. «Τόσο καλό κορίτσι», μουρμουρίζει, και τα δάχτυλά του σφίγγουν στο πίσω μέρος του λαιμού μου. Νιώθω ένα τραχύ ύφασμα να ακουμπάει τον ώμο μου και καταλαβαίνω ότι κάθεται με τα πόδια του λίγο πιο χωρισμένα από τους ώμους μου. «Έλα λίγο πιο κοντά», το κάνω, απόλυτα σίγουρη ότι βρίσκομαι πλέον ανάμεσα στα πόδια του. Είμαι ανάμεσα στα πόδια του τώρα, και όταν γλιστράει τον αντίχειρά του στο κάτω χείλος μου, αντιστέκομαι στο να το ρουφήξω.
Δεν θα έπρεπε. Διεφθαρμένες, σεξουαλικές σκέψεις δεν είχαν περάσει ποτέ από το μυαλό μου, μέχρι που ο Ντέμιαν τις εξαπέλυσε πριν από λίγο περισσότερο από έναν μήνα. «Άνοιξε το όμορφο στόμα σου για μένα, μωρό μου», μουγκρίζει.
Το κάνω, και η άκρη του μέλους του περιγράφει τα χείλη μου πριν τελικά μπει στο στόμα μου. Τον γεύομαι: αλμυρό, αρρενωπό, και κλείνω τα χείλη μου γύρω του. Γλείφω, ρουφάω και κουνάω το κεφάλι μου, αν και το χέρι του στο πίσω μέρος του λαιμού μου κάνει μεγάλο μέρος της δουλειάς, και μάλιστα το παίρνει μέχρι το βάθος του λαιμού μου, προκαλώντας μου αναγούλα. Αποτραβιέται, με αφήνει να λαχανιάσω για μερικά δευτερόλεπτα, και όταν ανοίγω τα χείλη μου για να πω κάτι, το μόριο του εισβάλλει ξανά στο στόμα μου. Μπορώ μόνο να δονηθώ γύρω του, νιώθοντας εκστασιασμένη από το τράβηγμα στο τριχωτό της κεφαλής μου και την αίσθηση ότι κάνω κάτι γι' αυτόν.
«Σου αρέσει, μωρό μου;» η φωνή του είναι ένα χαμηλό γρύλισμα. «Σου αρέσει να ξέρεις ότι έχεις αυτή τη δύναμη πάνω μου;» Συνεχίζει: «Σου αρέσει να ξέρεις ότι μπορείς να με τρελάνεις με οποιοδήποτε μέρος του σώματός σου;» Η λαβή του χεριού του στο πίσω μέρος του λαιμού μου σφίγγει, και τότε το στόμα μου γεμίζει ασφυκτικά με το μέλος του. Είναι σκληρό, πρησμένο και υγρό. Το σάλιο στάζει από το στόμα μου, αλλά δεν φαίνεται να τον νοιάζει καθώς συνεχίζει να γαμάει το στόμα μου, μέχρι που νιώθω τους μηρούς του να σφίγγονται κάτω από τα χέρια μου και το σπέρμα να χτυπάει στο πίσω μέρος του λαιμού μου.
Μένει μέσα στο στόμα μου για μερικά δευτερόλεπτα, και όταν βγαίνει, καταπίνω το σάλιο μου, σπρώχνοντας τα υπολείμματα του σπέρματος έξω από το στόμα μου. Αναπνέω βαριά καθώς κρατιέμαι ακίνητη και περιμένω.
Όταν περνούν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, σκέφτομαι να ρωτήσω κάτι, αλλά ο Ντέμιαν κινείται γρήγορα, σέρνει το στόμα του στο δικό μου και με φιλάει έντονα.
Η μαυρίλα των δεμένων ματιών και τα σχοινιά που εξακολουθούν να με σφίγγουν γύρω μου σαν στενά ρούχα με κάνουν να παραληρώ, και όταν με βοηθάει να σηκωθώ στα πόδια μου, τα πόδια μου τρέμουν και όλο μου το σώμα λαχταρά την απελευθέρωση.
Ο Ντέμιαν με γέρνει μπρούμυτα στο κρεβάτι και ο κώλος και τα πόδια μου βρίσκονται στην εξωτερική πλευρά, ενώ οι φτέρνες μου εξακολουθούν να σκαλώνουν το πάτωμα. Δέχομαι ένα χαστούκι στον κώλο μου και τσιρίζω.
«Συμπεριφερόμουν πολύ καλά!»
«Το ξέρω, μωρό μου», το πουκάμισο του Ντέμιαν κολλάει στην πλάτη μου καθώς σκύβει από πάνω μου. «Αυτό δεν είναι τιμωρία. Το χτύπημα μπορεί να είναι τιμωρία ή μπορεί να είναι απελευθερωτικό. Δεν σε τιμωρώ, μωρό μου, σε απελευθερώνω», δεν λέει τίποτε άλλο και εγώ λαχανιάζω, χωρίς να ξέρω τι να περιμένω. Κρατάει τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου και συνθλίβει τους καρπούς μου με το ένα του χέρι, ενώ το άλλο διατρέχει τη γραμμή της σπονδυλικής μου στήλης, σταματάει στην αρχή του κώλου μου και μετά, άλλο ένα χαστούκι. Ξαφνιάζομαι και λαχανιάζω, αλλά δεν είναι τόσο επώδυνο. Συνεχίζει να το κάνει για μερικά λεπτά, ενώ το σώμα μου γίνεται υπερσυνειδητό των πάντων. Τα σχοινιά γδέρνουν το δέρμα μου από την τριβή, το μαντήλι τρίβεται στα μάτια μου, το ύφασμα του παντελονιού του Ντέμιαν χαϊδεύει το μπροστινό μέρος των μηρών μου, το καυτό του χέρι χαστουκίζει τον κώλο μου, ενώ το άλλο μου δένει με χειροπέδες τους καρπούς.
Λέει κάτι, αλλά δεν το ακούω. Οι αισθήσεις μου είναι υπερφορτωμένες και οι σφυγμοί μου είναι πολύ επιταχυνόμενοι. Το αίμα ρέει τόσο δυνατά που κουφαίνει τα αυτιά μου και νιώθω... Κλαίω; Γιατί στο διάολο κλαίω αφού δεν πονάει τίποτα;
Ο Ντέμιαν δεν σταματάει. Ένα κομμάτι μου, χαίρεται.
Τα δάκρυά μου είναι παράλογα, γιατί κανείς δεν με πονάει αυτή τη στιγμή.
Το σώμα του σταματά να αγγίζει το δικό μου για ένα δευτερόλεπτο, αλλά αμέσως μετά τοποθετείται πίσω από τα πόδια μου, διεισδύοντας στην υγρασία του ευαίσθητου σημείου μου. Το σώμα μου τον δέχεται με ευκολία, σαν να του ανήκει το μέρος και το σώμα μου να αναγνωρίζει τον μέλος του. Όλο μου το σώμα καίγεται και μετατρέπομαι σε στάχτη.
Γίνομαι ένα τίποτα, το σώμα μου χαλαρώνει μετά από έναν οργασμό που με αγκαλιάζει και τα πόδια μου σφίγγονται ακούσια καθώς οι πνεύμονές μου καίγονται για οξυγόνο.
Ο εγκέφαλός μου είναι μια μεγάλη χρωματιστή ομίχλη και δεν υπάρχει ίχνος της συνείδησής μου.
Λέω κάτι στον Ντέμιαν, δεν ξέρω τι, αλλά το στόμα μου κινείται και ο λαιμός μου σφίγγεται για τις λέξεις, αλλά μου είναι ξένες. Με σηκώνει, με σέρνει μαζί του στο κρεβάτι και όλα τα άλλα... εξαφανίζονται.
•••
Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνομαι είναι ένα χέρι που τρέχει πάνω-κάτω στο χέρι μου και ένα ύφασμα που τρίβεται πάνω στους γλουτούς μου. Αναστενάζω τρέμοντας και γαντζώνομαι στη ζεστασιά του κρεβατιού, πιέζοντας το χέρι μου στο σεντόνι.
«Είσαι πάλι μαζί μου, μωρό μου;»
Τα κρεβάτια δεν μιλάνε, έτσι δεν είναι; Ούτε έχουν καρδιά που χτυπάει κάτω από το σεντόνι.
Ανοιγοκλείνω τα μάτια αρκετές φορές, εστιάζοντας τα μάτια μου στο μήλο του Αδάμ στο λαιμό του άντρα που με κρατάει από πάνω του.
«Ντέμιαν;»
«Χμμ...» Δεν λέει πολλά πράγματα για μερικά δευτερόλεπτα, απλώς γλιστράει τα χείλη του στο μέτωπό μου και εγώ προσκολλώμαι σε αυτό, ακουμπώντας πάνω του. Σιγά σιγά επανέρχομαι στην πραγματικότητα και αποκτώ επίγνωση του σώματός μου, κάθε σπιθαμής του εαυτού μου.
«Νομίζω ότι με πήρε ο ύπνος».
«Όχι, δεν κοιμήθηκες», ψιθυρίζει. «Ήσουν σε κατάσταση ύπνωσης».
«Δεν το κατάλαβα ποτέ αυτό», ομολογώ, χωρίζοντας το κεφάλι μου από το σώμα του, αλλά εκείνος δεν το αφήνει, σφίγγεται πιο δυνατά πάνω μου, και η αλήθεια είναι ότι είμαι ευγνώμων, γιατί δεν θέλω να το αφήσει.
«Φαντάζομαι ότι σπούδασες σχετικά για ύπνωση στο πανεπιστήμιο», γνέφω αργά, εισπνέοντας στην πορεία το αρρενωπό του άρωμα. «Είναι κάτι τέτοιο, σαν το μυαλό σου να κλείνει για λίγο και να αναλαμβάνει το υποσυνείδητό σου», μου εξηγεί.
«Νόμιζα ότι κοιμόμουν».
«Όχι, μίλησες κιόλας».
«Μίλησα;» γνέφει. «Είπα κάτι που με εξέθεσε;»
Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι χαμογελάει.
«Ό,τι λέμε μας εκθέτει, μωρό μου», μουρμουρίζει, «αλλά δεν είπες τίποτα αποκαλυπτικό, εκτός από το ότι ο Σάιμον προφανώς απατά τον Μπρατ».
«Μόνο αυτό;»
«Δεν σε ρώτησα τίποτα, στην πραγματικότητα», βολεύεται λίγο. «Εσύ άρχισες να μιλάς γι' αυτό κι εγώ απλά άκουγα».
«Συγγνώμη γι' αυτό», ξεφυσάω, «άρα απλά το είπα αυτό;»
«Απλά αυτό».
«Αν με είχες ρωτήσει οτιδήποτε, πιθανότατα δεν θα μπορούσα καν να δώσω μια λογική απάντηση, έτσι δεν είναι;» μια νότα ανησυχίας χρωματίζει τη φωνή μου και προσθέτω. «Δεν υπάρχει κανένα φίλτρο στο υποσυνείδητο».
«Δεν χρειάζεται να έχεις φίλτρο μαζί μου», μουρμουρίζει αργά, «και δεν επρόκειτο να σε ρωτήσω κάτι ενώ ήσουν τόσο ευάλωτη. Εμπιστεύομαι αυτά που λες», καταπίνω, τρέμοντας ελαφρώς, φοβούμενη την προδοσία του ίδιου μου του εγκεφάλου επειδή μπορεί να είπα κάτι που δεν ήμουν έτοιμη να ξεστομίσω ακόμα.
Ότι τον αγαπώ, για παράδειγμα. Ότι θα μου λείψει όταν θα βρίσκεται στη Ρωσία. Ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο κάθε μέρα να είμαι μακριά του.
«Εντάξει».
«Υπάρχει κάτι που δεν μου λες, Λιάνα;» Η φωνή του δεν είναι ακριβώς σκληρή, αλλά έχει μια τραχιά χροιά.
«Όχι, δεν το κάνω», ψιθυρίζω, προσπαθώντας να μιλήσω όσο πιο ειλικρινά μπορώ. «Υποθέτω ότι φοβάμαι να ομολογήσω πού θα κρύψω το πτώμα του Σάιμον, αν όντως απατάει τον Μπρατ», καθαρίζω το λαιμό μου, εκτρέποντας διακριτικά το θέμα της συζήτησης.
Ο Ντέμιαν χασκογελάει χαμηλόφωνα, δεν λέει τίποτε άλλο και σβήνει το φως του κομοδίνου.
«Κοιμήσου λίγο, Λιάνα».
Το σκοτάδι με περιβάλλει και συνειδητοποιώ ότι το σώμα μου έχει απογυμνωθεί από τα σχοινιά και το μαντήλι.
«Είπες ότι θα μιλήσουμε», ψιθυρίζω πάνω στο πουκάμισό του, εισπνέοντας τη γνώριμη αρρενωπή μυρωδιά του. «Είπες... αφού παίξουμε, θα μιλήσουμε».
«Θέλεις να μιλήσουμε τώρα;»
«Ναι, σε παρακαλώ. Δεν θέλω να περιμένω άλλο», η φωνή μου είναι πιο αδύναμη απ' ό,τι θα ήθελα, αλλά θέλω να ξεριζώσω αυτό το θέμα από τον ανησυχητικό τομέα του εγκεφάλου μου. «Θα πας στη Ρωσία, λοιπόν;» Μετακινώ το χέρι μου πάνω στα κουμπιά, αποσπώντας την προσοχή μου.
«Την Δευτέρα το πρωί, ναι». Πολύ σύντομα, σκέφτομαι. «Θα επιστρέψω σε μια-δυο εβδομάδες, αν όλα πάνε καλά».
«Είναι καλά ο πατέρας σου;» Δεν μπορώ να εμποδίσω τον ανήσυχο τόνο να εισχωρήσει στη φωνή μου.
«Όχι, η αλήθεια όχι» Καθαρίζει το λαιμό του. «Αφήνει τον εαυτό του να πεθάνει».
«Λυπάμαι», σκύβω προς το μέρος του, πιέζοντας τον εαυτό μου πάνω του, προσπαθώντας να τον παρηγορήσω κάπως.
«Κι εγώ, μωρό μου, κι εγώ». Το χέρι του αγγίζει το μάγουλό μου, «αλλά το να είμαι στη Ρωσία δεν σημαίνει ότι μπορείς να είσαι ελεύθερη από μένα, γατούλα, σημαίνει απλώς ότι θα πρέπει να προσαρμοστούμε λίγο στο ότι βρισκόμαστε σε διαφορετικές χώρες».
«Πώς να προσαρμοστούμε;»
«Βιντεοκλήσεις και τέτοια», απαντάει σε χαμηλό τόνο.
«Βιντεοκλήσεις ή βιντεοκλήσεις;»
Γελάει.
«Σε ερεθίζει η ιδέα, μωρό μου;»
«Όχι...» Ψεύτρα.
«Νομίζω πως ναι», μετακινείται λίγο πάνω στο κρεβάτι, αλλά συνεχίζει να με κρατάει αγκαλιά για άλλα δύο λεπτά. «Τέλος πάντων, θα το δούμε στην πορεία». Ύστερα ξεκολλάει από πάνω μου, τραβάει την κουβέρτα από πάνω μου και τον παρακολουθώ να κινείται στο δωμάτιο, ενώ εγώ παλεύω να μείνω ξύπνια, αλλά τα μάτια μου κλείνουν, η ζεστασιά με αγκαλιάζει και με παίρνει ο ύπνος.
•••
Ξυπνάω ξανά, δεν ξέρω τι ώρα. Το δωμάτιο είναι ελαφρώς φωτισμένο από το πιο αμυδρό φως του κομοδίνου και όταν ανασηκώνομαι, αναζητώντας τη ζεστασιά του Ντέμιαν, αυτός έχει φύγει.
Γυρίζω και τον βρίσκω στον μαύρο καναπέ, δίπλα στο μίνι μπαρ, με ένα ποτήρι στο αριστερό του χέρι, το οποίο ακουμπά στο μπράτσο της πολυθρόνας. Με κοιτάζει επίμονα, αλλά τα μάτια του μοιάζουν να είναι πέρα από μένα. Δεν φαίνεται καν να με προσέχει πραγματικά μέχρι να του μιλήσω.
«Γεια», μουρμουρίζω, πιέζοντας το σεντόνι πάνω στο σώμα μου, για να κρατηθώ ζεστή. Έχει βγάλει το πουκάμισό του, αλλά φοράει ακόμα το παντελόνι του. Ούτε παπούτσια ούτε κάλτσες. «Είναι όλα εντάξει;»
«Ναι», απαντάει. «Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ, σε ξύπνησα;»
«Όχι, φυσικά κι όχι».
Κάτι ενστικτώδες στριφογυρίζει μέσα μου και σηκώνομαι, σχεδόν πηδώντας από το κρεβάτι. Δεν μπαίνω καν στον κόπο να πάρω το σεντόνι μαζί μου καθώς περπατάω προς το μέρος του. Υπάρχει μια στιγμή δισταγμού, όπου ξανασκέφτομαι αν είναι σωστό να πλησιάσω, αλλά ο Ντέμιαν διαγράφει κάθε αμφισβήτηση καθώς τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και με τοποθετεί πάνω στα πόδια του, αφήνοντάς μας και τους δύο στον μικρό καναπέ.
«Πρέπει να κοιμηθείς», μουρμουρίζει.
Αλλά τα χέρια του δεν με.αφήνουν.
«Θέλεις να μιλήσουμε γι' αυτό;» Το στήθος μου και το δικό του συνθλίβονται καθώς με κρατάει σφιχτά, χωρίς να λέει τίποτα.
Το μυαλό μου τρέχει μέσα από τις πιθανές αιτίες της αϋπνίας του, και γίνεται όλο και χειρότερα στο μυαλό μου.
«Πρέπει να ξαπλώσεις στο κρεβάτι σου, μωρό μου», μουρμουρίζει.
«Έλα μαζί μου», λέω, «και ας μιλήσουμε. Θα είμαστε πιο άνετα εκεί».
Δεν με αναγκάζει να ικετεύσω. Περπατάει μαζί μου μέχρι το κρεβάτι, μπαίνουμε κάτω από τα σκεπάσματα και με φιλάει.
Τα λίγα ρούχα που τον καλύπτουν εξαφανίζονται, και το σώμα του αιωρείται πάνω από το δικό μου, καθώς το σώμα μου στριμώχνεται πάνω στις κουβέρτες.
Με φιλάει για λίγα λεπτά, χωρίς να πιέζει για κάτι περισσότερο. Λίγο αργότερα, με σέρνει μαζί του, ξαπλώνοντάς με πάνω στο σώμα του, και χαλαρώνω στον χτύπο της καρδιάς του στο αυτί μου.
«Κοιμήσου, μωρό μου».
«Δεν θέλεις να μιλήσουμε;»
Λέει κάτι, αλλά δεν είμαι απόλυτα σίγουρη αν είναι στην γλώσσα μου, γιατί οι λέξεις μου είναι άγνωστες. Παρ' όλα αυτά, βάζω το χέρι μου γύρω του, αφήνω τη ζεστασιά του να με γεμίσει και τον ακούω, καταλαβαίνοντας τι λέει, ακόμα κι αν δεν είναι σε γλώσσα που καταλαβαίνω, καθώς ετοιμάζομαι να τον αφήσω να φύγει.
Ακόμα κι αν δεν το θέλω.
Ακόμα κι αν πονάει.
Ο Ντέμιαν θα φύγει.
Και φοβάμαι ότι αυτό που νιώθω γι' αυτόν θα καταλήξει να με καταστρέψει αν δεν του το πω πριν μπει στο αεροπλάνο. Ειδικά, επειδή κάτι μέσα μου μου λέει ότι το ταξίδι θα διαρκέσει περισσότερο από λίγες μέρες.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro