Κεφάλαιο 8
Ο Γέρο Εντ, έγειρε το σώμα του πίσω στην πολυθρόνα δίπλα της. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
"Η Δύναμη της αγάπης Σιμώνη! Η Λαίδη Έλινορ ήταν ερωτευμένη με έναν νεαρό ηγεμόνα της περιοχής. Τον έλεγαν Λίαμ! Και εκείνος τη λάτρευε. Η Κατάσταση αυτή με την αλλαγή ψυχολογίας της τον έκανε να τρέχει σαν τρελός τότε να βρει τρόπο να την κάνει καλά. Και τι δεν έκανε, και τι δεν προσπάθησε. Τη μέρα που έγινε το κακό εκείνος έλειπε. Είχε πάει στο Εδιμβούργο να βρει γιατριά για την μελαγχολία της. Το σοκ για εκείνον μόλις έμαθε τον θάνατό της ήταν τρομερό. Θρήνησε σαν αλλοπαρμένος. Ύστερα...."
"Ύστερα τι;"
"Ύστερα ήταν σαν να χάθηκε και για εκείνον ο κόσμος. Τον έβλεπαν κι αυτόν στα τείχη κάποιες νύχτες να στέκεται εκεί που έπεσε η αγαπημένη του σαν να προσπαθούσε να την γλυτώσει. Έγινε απρόσιτος, κλείστηκε εντελώς στον εαυτό του. Μετά χάθηκε για πάντα. Κανείς δεν έμαθε τίποτα για αυτόν! Σε όσα χωριά, ρούγες και πόλεις έψαξαν οι δικοί του κανείς ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε ο Λίαμ. Ποτέ!"
"Τι ιστορία Θεέ μου;" έκανε η Μαριλένα.
"Οι θρύλοι των απλών ανθρώπων εκείνης της εποχής έλεγαν πολλά. Η Φαντασία οργίαζε. Κάποιοι περιέγραφαν ότι τον είχαν δει νύχτες πάνω στα τείχη αλλοπαρμένο να αναζητά την αγαπημένη του. Άλλοι ότι τον έβλεπαν με το άλογό του να τρέχει στο πουθενά. Όμως ο Λίαμ από τότε δεν έδωσε σημεία ζωής. "
"Τα έδωσε απόψε!" απάντησε με μια παράξενη δύναμη και έκφραση στη φωνή της η Σιμώνη. Εκείνος και η Μαριλένα δίπλα της την κοίταξαν με δέος.
"Τι λες;" την ρώτησε ο Έτνμοντ.
"Δεν θυμάμαι ακριβώς τι έγινε, πως έφτασα εκεί στην άκρη των τειχών. Εκείνο όμως που θυμάμαι και το νιώθω πολύ καλά είναι ότι τη στιγμή που το σώμα μου σαν να πέταγε στον γκρεμό, δύο δυνατά χέρια με τράβηξαν την τελευταία στιγμή και έτσι έπεσα στο μικρό κοίλωμα στην άκρη"
"Απίστευτο!" είπε η Μαριλένα. Η Σιμώνη, μέσα σε έντονη συγκίνηση λες και ζούσε ξανά τη σκηνή συνέχισε:
"Τον είδα!"
"Τι;"
"Τον είδα σας λέω! Εκεί, στο κενό με τα μάτια στον ουρανό, είδα αχνό το πρόσωπό του. Ένας άντρας. Και τα χέρια του! δύο δυνατά χέρια με τράβηξαν την ύστατη στιγμή. Είναι τόσο ζωντανό! το έζησα!" είπε με πάθος.
"Σε πιστεύουμε παιδί μου", απάντησε ο Έντμοντ συνεχίζοντας με έκσταση:
"Αιώνες ολάκερους ζούσε κάθε φορά την ίδια στιγμή. Τη στιγμή που η αγαπημένη του βούτηξε στο κενό. Τη στιγμή που δεν ήταν εκεί. Και καρτερούσε. Χρόνια ολάκερα να προλάβει. Να είναι εκεί την κρίσιμη ώρα. Να προλάβει λες αυτό που δεν έκανε τότε. Και το έκανε με σένα Σιμώνη! Τώρα θα είναι ήρεμος πια. Στην απέραντη αιωνιότητα. Δεν θα έχει πια λόγο να περιφέρεται σαν δικασμένη σκιά στα τείχη τις νύχτες. Όπου και να είναι. Όποιο κομμάτι της γης και να τον έχει αγκαλιάσει μπορεί πια να σταθεί γεμάτος γαλήνη δίπλα στην αγκαλιά της. Στη γυναίκα εκείνη που αγάπησε και λάτρεψε στη ζωή του"
Στο δωμάτιο του σπιτιού έπεσε απόλυτη σιωπή. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ακούγονταν μονάχα οι χτύποι απ τις καρδιές τους συγκινημένοι, αποσβολωμένοι, απορημένοι στην παράκρουση αυτή της λογικής που ζούσαν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το σεμινάριό τους είχε πια τελειώσει. Το πρωί της μέρας της αναχώρησης και του αποχωρισμού των ομάδων είχε τη δική του συγκίνηση. Δόθηκαν οι επόμενες συντεταγμένες για μια νέα τους συνάντηση.
Ο Γέρο Έντ στάθηκε μπροστά στην Σιμώνη. Τα βλέμματά τους αναμετρήθηκαν με συγκίνηση στον αποχωρισμό τους. Άπλωσε το χέρι του και της χάιδεψε τα μαλλιά στοργικά, προστατευτικά.
"Έζησα όλη μου τη ζωή σαν καθηγητής. Αφιέρωσα τις μελέτες μου σε ετούτο το κάστρο του Eilean Donan. Στο να διαβάζω τους θρύλους και τις παραδόσεις του. Νόμιζα ότι όλοι αυτοί ήταν απατηλοί".
"Σας ευχαριστώ για ότι κάνατε για μένα!" του απάντησε φορτισμένη.
"Αυτό είναι δικό σου, σου ανήκει!" της είπε και της προσέφερε το βιβλίο του κάστρου.
"Μα....εσείς ;"
"Έχω αντίγραφό του εγώ μην ανησυχείς. Τα χρόνια μου πέρασαν. Θα φύγω. Στα δικά σου χέρια είναι ασφαλές και έχει αξία", της είπε συγκινημένος.
"Σας περιμένω στην Αθήνα σύντομα!", του είπε παίρνοντας το βιβλίο.
"Θα έρθω παιδί μου, στο υπόσχομαι..."
Μια δυνατή αγκαλιά σφράγισε τον αποχαιρετισμό τους.
Το πούλμαν είχε πάρει ήδη τον ανήφορο στις φιδίσιες στροφές μέσα στο δάσος. Ο πρωινός ήλιος πορφυρόλαμπε στον ουρανό. Οι πυρόχρυσες ακτίνες του έπεφταν στα μάτια της Σιμώνης που από το παράθυρο άπλωνε το βλέμμα της στο θαλάσσιο κανάλι που συνεχώς μίκραινε στα μάτια της.
Το κάστρο έστεκε εκεί ολοφώτεινο. Οι κορυφές των τειχών φαίνονταν ολόφεγγες στην πρωτοξύπνητη μέρα.
Το βλέμμα της σάρωσε γοργόφτερα τα τείχη εκείνα που πριν μέρες και ώρες βίωσε το παράξενο εκείνο ταξίδι που το ανείπωτο όνειρό άνοιξε διάπλατα στις στιγμές της.
Ένιωθε ήρεμη, γαλήνια. Και σαν κομμάτι φαντασίας ένιωθε εκεί ψηλά στο κάστρο τα χέρια εκείνου που την έσωσε τη νύχτα αυτή. Ήρεμος, πια. Σαν να 'χε βρει η ψυχή του την ανάπαψη που γύρευε αιώνες τώρα.
Τέλος
~~~~~~~~~~~~~
Το παρόν διήγημα δημοσιεύτηκε στις 27 Μάρτη 2019 στο προσωπικό μου blog "ΗΔΥΠΟΤΟΝ" ( https://idipoton.blogspot.com/2019/03/3.html)
Αποτελεί δε την προσωπική μου συμμετοχή στο δικτυακό δρώμενο "Φωτοσυγγραφική σκυτάλη #3", του οποίου τις συμμετοχές μπορείτε να διαβάσετε εδώ: https://foto-syggrafikiskytali.blogspot.com/p/3.html
Κάθε αναφορά στους θρύλους και παραδόσεις του κάστρου είναι εντελώς φανταστική και ουδεμία σχέση έχει με την ιστορία του. Η Αναφορά έγινε καθάρα και μόνο για λογοτεχνική χρήση.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro