Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 6

"Μήπως αύριο να μην έρθεις στο Κάστρο;" την ρώτησε επίμονα η Μαριλένα στο δωμάτιό τους, λίγο πριν κοιμηθούν, "Να κάνεις μια βόλτα, να αλλάξεις λίγο παραστάσεις βρε κορίτσι μου".

"Όχι! Είναι χειρότερο να κρύβεσαι από αυτό που συμβαίνει μέσα σου!"

"Καληνύχτα, καλό μας ξημέρωμα" την αποχαιρέτισε δίπλα της η καλή της φίλη.

Άφησαν ένα διακριτικό όμορφο φως να συνοδεύει αυτό του φεγγαριού που έπεφτε μέσα από το παράθυρο. Η Σιμώνη έριξε μια ματιά στον μαυρόμαβιο όγκο του κάστρου. Λαμπύριζαν τόσο παράξενα οι ακρογραμμές του.

Αυτό το αχνό χλωμό φως ήταν πάλι που ήρθε να φωτίσει τον ονειρικό της κόσμο για μια ακόμα φορά. Για να σχηματίσει ξανά το ίδιο σχεδόν γνώριμο σκηνικό του ονείρου της. Το ατέλειωτο πέτρινο μονοπάτι με κάτι σαν επάλξεις στα δεξιά του. Κάτω ακριβώς μια απέραντη θάλασσα στο ίδιο γκριζόμαυρο χρώμα του ουρανού. Και η ίδια εκεί, ρυθμική, εκφραστική μπαλαρίνα με το ραβδί της και εκείνο το βαθυκόκκινο κάτι σαν μαντήλι να ανεμίζει στον ουρανό. Όμως τούτη τη φορά αυτό που ξεχώριζε και κυριαρχούσε ήταν εκείνα τα τεράστια χέρια! Δύο τεράστια χέρια λες σαν από κάποιο γίγαντα, αντρικά χέρια, που ξεφύτρωναν απ' τα βάθη του ουρανού. Και σαν αυτά τα δύο χέρια να έπλεκαν ολόγυρα στη μπαλαρίνα που ακροβατούσε θανάσιμα στο κενό, μια επιβλητική προστασία, έτοιμα να την πιάσουν στη στιγμή εκείνη που θα μπορούσε να χρειαστεί.

Για μια ακόμα φορά η Σιμώνη άνοιξε τα μάτια της! Απότομα και έντονα αυτή τη φορά. Χωρίς τον προηγούμενο τρόμο. Σαν να το περίμενε. Μόνο που εκείνα τα πελώρια χέρια ένιωθε στην πλάνη του ονείρου να της δίνουν μια αίσθηση προστασίας και σιγουριάς. Σηκώθηκε αθόρυβα απ το κρεβάτι της. Πήγε στο παράθυρο. Τα μάτια της προσπάθησαν να συναντήσουν τον όγκο και τις σκιές του κάστρου απέναντι. Είδαν κάποια σύννεφα να ταξιδεύουν από πάνω του στήνοντας έναν χορό από παιχνίδια στο φως.

"Τι θέλεις από μένα Λαίδη Έλινορ;" ψιθύρισε μέσα της ίσα να ακουστεί η φωνή της.

Ένιωθε πάλι να την κυριεύει η ίδια δύναμη που ένιωσε και πάνω στα τείχη. Χωρίς να το νιώθει, σαν να αχνοπατούσε άνοιξε την πόρτα του δωματίου και βγήκε έξω στην προχωρημένη νύχτα. Εκστασιασμένη λες και βρισκόταν σε έναν άλλο εντελώς κόσμο.

"Έρχομαι..." ψιθύρισε στον δυνατό άνεμο που άρχισε να κατεβαίνει σε ριπές και να δέρνει το πρόσωπό της. Τα μάτια έγιναν ένα με το ασημένιο του φεγγαριού. Άρχισε να βηματίζει σταθερά αποφασιστικά προς τη γέφυρα που οδηγεί στο κάστρο. Από μακριά έλεγες και ήταν μια εξώκοσμη μορφή μέσα στους ίσκιους.

Χωρίς να ξέρει πως και γιατί τα βήματά της την έφεραν στις σκοτεινές πέτρινες σκάλες που οδηγούσαν στα υπόγεια τμήματα του Κάστρου. Η μορφή της είχε γεμίσει αλλόκοτες σκιές που άφηνε το παιχνίδισμα από τα ελάχιστα φώτα. Η απέραντη σιωπή στους υπόγειους διαδρόμους ήταν κάτι που σου πάγωνε την καρδιά. Η Σιμώνη διέσκισε δαιδαλώδεις διαδρόμους ώσπου κάποια στιγμή ένιωσε το κορμί της να σταματά σε ένα σημείο αριστερά. Κάπου στο παιχνίδισμα λογικής και έκστασης ένιωθε να είχε ξαναπεράσει από εκείνο το σημείο αλλά δεν θυμόταν καλά. Όλα στο νου της είχαν πάρει μια διάσταση ενός χρόνου που τα όρια του δεν υπήρχαν. Το βλέμμα της σταμάτησε στον μεγάλο πέτρινο τάφο απέναντί της. Ήταν ο τάφος της Λαίδης Έλινορ και αυτό που τελευταία φορά έμεινε σε μια λογική της που αναχωρούσε για άλλους κόσμους ήταν ότι εκεί είχε σταματήσει ξανά.

Μια παράξενη λάμψη διαχέονταν μέσα στον σκοτεινό διάδρομο και ξαφνικά η ροή ενός μικρού κύματος αέρα άλλαξε την αίσθηση στο πρόσωπό της. Το βλέμμα της έμεινε στο κόκκινο μεταξένιο φουλάρι που ήταν περασμένο ανάμεσα στο πέτρινο άγαλμα της Λαίδης. Ναι, τότε ο κόσμος του ονείρου της φώτισε το φουλάρι αυτό όπως το έβλεπε να ακρανεμίζει στις χορευτικές της φιγούρες πάνω στα τείχη.

Άπλωσε τα χέρια της, πήρε το φουλάρι και το πέρασε στο λαιμό της. Το ένιωθε επάνω της ανάλαφρο, παράξενο, μυστηριακό. Η Λάμψη εκεί ολόγυρα δεν έλεγε να φύγει και τώρα πια την συνόδευε σε κάθε της βήμα.

"Θέλω να φύγω!", ψέλλισε. "Πρέπει να φύγω...." ακούστηκε η φωνή της απόμακρη λες και έρχονταν πίσω απ τους αιώνες. Άρχισε να βηματίζει στην αρχή σιγανά αλλά μετά πιο αποφασιστικά. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες που οδηγούσαν στην έξοδο. Λες και γνώρισε το μέρος σπιθαμή προς σπιθαμή.

Τότε πίσω, λες μακριά της, λες κοντά της, δεν μπορούσε να προσδιορίσει μια φωνή ήχησε στα αυτιά της:

"Μην πας! Στάσου! μην το κάνεις! Σ' αγαπώ!"

Μια φωνή δραματική, γεμάτη πόνο και αγωνία, που όμως δεν στάθηκε ικανή να σταματήσει τον αποφασισμένο πια βηματισμό της. Έφτασε πάλι εκεί ψηλά στα τείχη. Στην ίδια διαδρομή ακριβώς που πορεύτηκε και χθες.

Το φεγγάρι στον ουρανό χύθηκε να την ασημώσει χωρίς συστολή. Μια αργυρόχροη γραμμή έπεσε πάνω στα τείχη σαν φωτεινό ποτάμι. Την πήρε στην αγκαλιά του, τη σήκωσε ψηλά. Η Σιμώνη μπροστά της έβλεπε τον εαυτό της να περπατά στο μέρος εκείνο του ονείρου της. Ένιωθε τον εαυτό της σαν σκοτεινή μπαλαρίνα να προχωρά ρυθμικά στις άκρες του τείχους. Στις Επάλξεις. Εκεί, σαν ξορκισμένη νεράιδα της νύχτας. Ο νυχταγέρας χτύπαγε πάνω στα μάγουλα, στο κορμί της. Το κόκκινο μεταξένιο φουλάρι ανέμιζε στη δύναμη του αγέρα. Κάτω στα πόδια της μέτρα ολάκερα βάθος άφριζε η θάλασσα στο κανάλι ανταριασμένη από την οχλαγοή του ανέμου. Και η Σιμώνη βάδιζε. Τα βήματά της την έφερναν ίσια στο αδιέξοδο. Εκεί που οι επάλξεις τελείωναν. Στο χαλασμένο άνοιγμα. Στον γκρεμό. Στην πτώση.

Τα χέρια της ακολουθούσαν λες έναν ατέρμονο ρυθμό βγαλμένο απ τα βάθη των χρόνων.

Έφτασε στο τέλος. Στο άνοιγμα. Κάτω στα πόδια της το κενό. Η μορφή της αναμετρώταν με τον ίλιγγο. Κάτι ανάμεσα στις πέτρες και στον αέρα. Κάπου ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Το φεγγαρόφωτο ευθυγραμμίστηκε με το κορμί της και έτσι από μακριά έλαμπε σαν δέσμη φωτός σταλμένη απ τον ουρανό ίσια κάτω στα βαθιόμαυρα νερά της θάλασσας που περίμεναν. Που ήδη είχαν ανοίξει την αφρισμένη αγκαλιά τους να την δεχτούν. Την Σιμώνη. Ταυτισμένη πια σαν μια ψυχή με την Λαίδη Έλινορ των παλιών εκείνων αιώνων.

Ακροστάθηκε κάποια στιγμή.

"Είμαι δική σου...." αναφώνησε την ώρα που το σώμα της βάρυνε προς το κενό παίρνοντας θανάσιμη ρότα στην πτώση του.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Μαριλένα ξύπνησε απ την αντάρα του ανέμου. Έντρομη διαπίστωσε ότι το κρεβάτι της η φίλη της ήταν άδειο. Πετάχτηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα και άρχισε να ντύνεται. Στα λίγα λεπτά που της χρειάστηκαν να ντυθεί το μυαλό της έκανε τους συνειρμούς εκείνους για να σκεφτεί το μοναδικό μέρος στο οποίο θα μπορούσε να βρει την Σιμώνη. Και αυτό δεν ήταν παρά το κάστρο.

Χωρίς να χάσει χρόνο κατέβηκε σαν κυνηγημένη στην ρεσεψιόν. Στα επόμενα λεπτά στο μικρό cottage επικρατούσε συναγερμός. Είχαν ενημερωθεί ο Ρώμας, οι φύλακες του κάστρου και όσοι συνάδελφοι της Σιμώνης ενημέρωναν ο ένας τον άλλον.

Η Σκέψη της Μαριλένας ήταν σωστή. Και θεώρησε ότι ένα μονάχα πρόσωπο θα μπορούσε να βοηθήσει αποφασιστικά. Και αυτός ήταν ο Έντμοντ Ράιζ.

"Πρέπει να έρθετε! είναι επείγον!" του είπε στο τηλέφωνο. Από τον τόνο της φωνής της και την ώρα της κλήσης κατάλαβε ότι ήταν κάτι πολύ σοβαρό.

"Τι συμβαίνει;" την ρώτησε.

"Η Σιμώνη δεν είναι εδώ. Δεν είναι πουθενά. Πολύ φοβάμαι ότι είναι στο κάστρο", του είπε με φωνή γεμάτη αγωνία.

Εκείνος προσπάθησε να οργανώσει τις σκέψεις του.

"Περιμένετέ με! σε λίγα λεπτά είμαι εκεί", απάντησε κλείνοντας.

Σε λίγο ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στην ρεσεψιόν. Ο Ρώμας, οι φύλακες του κάστρου, συνάδελφοι της Σιμώνης, ακόμα και κάποιοι Άγγλοι που έμεναν εκεί.

"Πάμε! στο κάστρο! Πρέπει να ανοίξετε!" αντήχησε δυνατά η φωνή του Έντμοντ.

"Μα το κάστρο είναι κλειστό, πως μπορεί να μπήκε εκεί;" παρενέβη ο επικεφαλής της φύλαξης.

"Δεν είναι ώρα για τέτοιες απαντήσεις! πάμε πριν είναι αργά. Κάθε ώρα που περνάει είναι σημαντική"

Η Ομάδα ξεκίνησε το συντομότερο. Οργανωμένοι με τους επαγγελματικούς φακούς των φυλάκων αλλά και τους δικούς τους ατομικούς έφτασαν στο κάστρο. Στο φως του φεγγαριού στην προχωρημένη νύχτα φάνταζαν σαν μια σκούρα κινούμενη ουρά. Άνοιξαν το κάστρο.

"Στα τείχη! ακολουθείστε με!" τους πρόλαβε όλους ο Έντμοντ. Η Μαριλένα κρατούσε την ανάσα της ενώ η αγωνία της ήταν στο κατακόρυφο. Ανέβηκαν σκάλες, πέρασαν διαδρόμους. Έφτασαν ψηλά. Εκεί! Ο Άνεμος έδερνε αλύπητα τα πρόσωπά τους ενώ στα πόδια τους η θάλασσα αγκομαχούσε καθώς τσάκιζε με τη δύναμή της τα βράχια. Ο Έντμοντ οδηγούσε την ομάδα με ένα παράξενο πάθος στο πρόσωπο αλλά και στην καρδιά του. Τα μάτια του έψαχναν παντού. Τα προχωρημένα του χρόνια δεν στάθηκαν ικανά να ανακόψουν την ορμή του.

Ώσπου!

Λίγα μέτρα πριν απ το βάραθρο που ανοιγόταν στα τείχη ο Έντμοντ σταμάτησε λες και τον χτύπησε κεραυνός. Τα μάτια του έμειναν ασάλευτα, τρομαγμένα αριστερά πάνω στην εξοχές από τις μεγάλες πέτρες στα τείχη.

"Τι συμβαίνει;" φώναξε η Μαριλένα. Ο Ρώμας πίσω τους το ίδιο.

Ο Έντμοντ έμενε αποσβολωμένος, ασάλευτος αλλά και γεμάτος αγωνία. Γύρισε προς το μέρος τους. Τους έδειξε το μεγάλο κόκκινο φουλάρι που ανέμιζε στον αγέρα μαγκωμένο στις πέτρες.

"Είναι εδώ!" τους είπε λες μαγεμένος, "Ξαναγύρισε!"

Η Μαριλένα δεν τολμούσε να κάνει το ερώτημα που όμως ξεστόμισε ο Ρώμας.

"Ποιος είναι εδώ; δεν καταλαβαίνω!"

Το πρόσωπο του Έντμοντ συσπάστηκε απ την αγωνία. Ακούστηκε η φωνή του τρεμάμενη.

"Η Λαίδη Έλινορ!"

(Συνεχίζεται....)

Τι απόγινε η Σιμώνη Αυγεροπούλου; η θανάσιμη αγωνία απλώνεται στις καρδιές όλων.


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro