Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 8

Ντόριαν.

Η Καλέντουλα σχεδόν λιποθυμά στο δερμάτινο φορείο όταν τελειώσω να τη πηδάω. Δεν αργώ να την πάρω στην αγκαλιά μου και να τη μεταφέρω σε έναν από τους καναπέδες.

«Καλ», της πιάνω το πιγούνι και τινάζω ελαφρά το πρόσωπό της. Εστιάζει τα μάτια της στα δικά μου, χαμογελώντας ελαφρά πριν ακουμπήσει στο χέρι μου.

Κακομαθημένη μαζοχίστρια.

Προσαρμόζω τα ρούχα μου αφού βάλω μια από τις κουβέρτες γύρω της που αφήνει η εμμονικός Ντέμιαν κοντά σε κάθε σκηνή και μετά βάζω όλα τα πράγματά μου στην τσάντα μου πριν επιστρέψω κοντά της.

Τέλος πάντων, δεν είναι ότι σταματώ να την προσέχω στο μεταξύ. Όταν επιστρέφω στον καναπέ μαζί της, παρατηρώ το μακιγιάζ της λερωμένο και, μη μπορώντας να το αποτρέψω, χαμογελάω.

Τη σηκώνω από τον καναπέ, κάθομαι και την βάζω από πάνω μου, σκιαγραφώντας κάποια σημάδια στο στήθος της, που προκλήθηκαν από το μαστίγιο με ουρά. Αναριγεί και κουκουλώνεται πάνω μου και εγώ χαλαρώνω στην ράχη του καναπέ, αν και δεν κλείνω τα μάτια μου. Το σώμα της Καλ αισθάνεται πολύ ελαφρύ στο δικό μου και δεν μπορώ παρά να συνοφρυωθώ.

Θα έπρεπε να της χτυπήσω τον κώλο που ήταν τόσο απρόσεκτη με τον εαυτό της.

Πέρα από το να είμαι επιθετικός μαζί της, απολαμβάνω να την έχω από πάνω μου για λίγο και περνάω το χέρι μου από τα μαλλιά της. Αναστενάζει και, πάνω από τον ώμο της, μπορώ να δω τη Μαριάνα να μου χαμογελάει και μετά να δείχνει την Καλ και το μπουκάλι νερό στο χέρι της. Γνέφω καταφατικά και λίγα λεπτά αργότερα, επιστρέφει με ένα νέο μπουκάλι και μια σοκολάτα.

«Να ξέρεις ότι χαίρομαι πολύ που σε βλέπω με μια υποτακτική δεόντως γαμημένη επάνω σου», μου λέει ψιθυριστά πριν φύγει.

Αναστενάζω και αρνούμαι, αν και στην πραγματικότητα, δεν μπορώ να την αντικρούσω. Αυτό που κάνω με την Καλέντουλα δεν μπορούσα να το κάνω για μερικούς μήνες, αφού η Αμέλια έκανε φασαρία στο Lust, λέγοντας ότι είχα ξεπεράσει τα όριά μου, ενώ δεν το είχα κάνει.

Ψεύτρα κοκκινομάλλα.

Αυτό ήταν που προκάλεσε φόβο στις περισσότερες από τις υποτακτικούς εδώ. Δεν αγνόησα ποτέ τα όρια που θα μου έθετε μία υποτακτική, αλλά η Αμέλια είχε πει σκόπιμα ψέματα για την ανοχή της στον σαδισμό και τον πόνο και καταλήξαμε και οι δύο πληγωμένοι. Εγώ, γιατί επηρεάστηκε η εικόνα μου ως υπεύθυνος κυρίαρχος και εκείνη γιατί περνούσε μήνες δύσκολα μαζί μου, προσποιούμενη ότι ήταν χαρούμενη.

Ήμουν πολύ ανόητος για να το παρατηρήσω, απ' ότι φαίνεται ή ίσως προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι θα ήταν κάτι μακροπρόθεσμο.

«Καλέντουλα...» Μιλάω στη μικρή μαζοχίστρια που μισεί τον Σαίξπηρ στην αγκαλιά μου και κινείται ενώ χασμουριέται.

«Είμαι κουρασμένη», μουρμουρίζει.

«Αυτό συμβαίνει όταν ξενυχτάς κάνοντας ανόητα πράγματα αντί να κοιμάσαι», γρυλίζω.

«Μην είσαι πικρόχολος, καθηγητά», μου κλείνει το μάτι και χαμογελάει, «γιατί το να μείνεις ξύπνιος μέχρι αργά δεν σκότωσε κανέναν».

«Οι ρουτίνες σου είναι καταστροφή», επισημαίνω.

«Το ξέρω», έχει την ευπρέπεια να δείχνει λίγο αμήχανη. «Είναι κάτι που προσπαθώ να αλλάξω».

Ανοίγω το μπουκάλι με το νερό, καταφέρνοντας ακόμη να βάλω το κορίτσι στην αγκαλιά μου και το ακουμπάω στο στόμα της. Με κοιτάζει ξαφνιασμένη και βήχει πριν πιάσει το μπουκάλι.

«Πιες το».

«Δεν θα μπορούσες να το ζητήσεις;» παραπονιέται.

«Όχι», της λέω ήρεμα καθώς ανοίγω τη σοκολάτα και, όταν αφήνει το μπουκάλι στην άκρη, κάνω ακριβώς το ίδιο και με κοιτάζει θυμωμένη. «Φάε το».

Δαγκώνει μια μικρή μπουκιά πριν το αρπάξει και μου το χώσει αναιδώς στο στόμα.

«Η σοκολάτα κάνει τον κόσμο να χαίρεται, πικρόχολε γέρο», μου λέει.

Σπρώχνω τη σοκολάτα μακριά από το πρόσωπό μου με ένα ξεφύσημα και πιάνω τον καρπό της σφιχτά.

«Μην είσαι ασεβής, Καλέντουλα».

Γελάει και μου ξαναβάζει τη σοκολάτα στο στόμα.

«Απελευθερώνει ενδορφίνες», επιμένει, «και εγώ έχω ήδη αρκετές ενδορφίνες», μου λέει και μετά κλείνει τα μάτια της βγάζοντας ένα ρουθούνισμα.

Η μύτη της χτυπάει στην κλείδα μου καθώς πιέζεται επάνω μου και εγώ σφίγγω την κουβέρτα περισσότερο γύρω της.

«Θα μιλήσεις για ενδορφίνες, Καλέντουλα;»

«Ίσως», μουρμουρίζει, «αλλά νυστάζω».

«Πρέπει να πας σπίτι και να κοιμηθείς», προτείνω.

Γνέφει καταφατικά αλλά δεν κάνει πολλά για να κουνηθεί.

«Είμαι άνετα εδώ».

«Μπορούμε να μείνουμε εδώ όλη τη νύχτα», λέω με λίγη κοροϊδία.

Εξακολουθεί να φαίνεται πολύ επηρεασμένη για να καταλάβει τον σαρκασμό μου και περιμένω λίγο να συνέλθει, αλλά φαίνεται όλο και πιο κοντά στο να αποκοιμηθεί και εξετάζω τις επιλογές γιατί σίγουρα δεν είναι σε θέση να οδηγήσει.

«Κακομαθημένο…» Τσιμπάω το χέρι της και ανοιγοκλείνει τα μάτια. «Πρέπει να πας σπίτι και να πέσεις στο κρεβάτι», επιμένω, «αλλά δεν είσαι σε θέση να οδηγήσεις. Θέλεις να σε πάρω;»

Δεν κάνω υπεκφυγές. Τώρα είμαι αρκετά μεγάλος για να το πω χωρίς ιδρωμένες παλάμες ή απώτερα κίνητρα. Της το προσφέρω όπως θα το πρόσφερα σε οποιαδήποτε γυναίκα που είχα γαμήσει και που ακόμα ήταν επηρεασμένη.

«Ήρθα με το αυτοκίνητο».

«Το ξέρω», της λέω, γιατί έχω δει το όχημα της έξω από το κλαμπ. «Θα αφήσω τη μοτοσυκλέτα εδώ και θα σε πάρω», εξηγώ.

«Είναι αργά».

«Σταμάτα να βρίσκεις δικαιολογίες, κατοικίδιο».

«Εντάξει», με κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα και μετά σηκώνεται.

«Πρέπει να πάω να μιλήσω με τον Ντέμιαν», της λέω. «Μπορείς να μείνεις λίγα λεπτά μόνη;»

«Δεν έχω προβλήματα εγκατάλειψης, καθηγητά, δεν πρόκειται να κλάψω σαν κουτάβι αν φύγεις για λίγο».

Της χαμογελάω και εκμεταλλεύομαι την εγγύτητά της για να τη φιλήσω.

«Μέχρι να επιστρέψω, ελπίζω να έχεις ντυθεί και να έχεις τελειώσει τη σοκολάτα», της λέω, προτού την αφήσω μόνη της και αναζητήσω τον ιδιοκτήτη του Lust. Ως συνήθως, είναι στη διαδικασία να ενοχλήσει την υποτακτική του πριν με δει και μου χαμογελάσει.

«Γεια σου, Ντόριαν».

«Γεια σου, Ντέμιαν. Πρέπει να σου μιλήσω», απομακρύνεται λίγο από τη μελαχρινή και αναστενάζω. «Θα πάρω την Καλ στο σπίτι της με το δικαίωμα της αυτοκίνητο και πρέπει να αφήσω τη μοτοσυκλέτα εδώ για το βράδυ».

«Φυσικά», μου λέει χωρίς δισταγμό. «Άφησέ τη μέσα στο γραφείο μου», χωρίς να διστάζει, μου πετάει τα κλειδιά.

«Είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει πρόβλημα;»

«Κανένα πρόβλημα».

Δεν αργώ να πάρω τη μοτοσυκλέτα και να την αφήσω στο γραφείο του Ντέμιαν Κόσλοβ πριν επιστρέψω και του δώσω τα κλειδιά.

«Θα την ψάξω τη Δευτέρα», υπόσχομαι.

«Αν θέλεις αύριο, πάρε με τηλέφωνο να σου ανοίξω».

Αφού του δώσω ένα ελαφρύ χτύπημα στον ώμο σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ψάχνω για τη μαζοχίστρια, που είναι ήδη ντυμένη και τελειώνει τη σοκολάτα.

«Φεύγουμε, Καλέντουλα», λέω, κάνοντάς της νόημα να έρθει πιο κοντά. Το κάνει, αρπάζοντας την τσάντα μου κατά τη διαδικασία και της την αρπάζω από τα χέρια πριν την πιάσω από το μπράτσο, όχι απότομα, αλλά κυρίως για να τη σταθεροποιήσω γιατί δεν φαίνεται να έχει ακόμη πλήρως σωματικά συντονιστεί.

Αποχαιρετώ τον Ντέμιαν, ο οποίος ρίχνει μια ματιά στην Καλ, φροντίζοντας να έχει όλες τις νοητικές ικανότητες της, γιατί ο ιδιοκτήτης είναι ένας εμμονικός Ρώσος, με κόμπλεξ ήρωα και δεν θα άφηνε έναν κυρίαρχο να βγει έξω απ' τη λέσχη του με μία υποτακτική που δεν έχει πλήρως τις αισθήσεις της και όταν φτάνουμε στην πόρτα, ο Όουεν απλώνει το χέρι του μπροστά μας, με αποτέλεσμα το στήθος μου να συγκρουστεί με την πλάτη της κακομαθημένης.

«Θα πας μαζί του;» τη ρωτάει.

«Εμ,... Ναι, γιατί;»

«Είναι άλλη μια από τις εμμονές του Ντέμιαν», εξηγώ. «Δεν αφήνει τις υποτακτικές να πάνε με κάποιον, εκτός αν ο Όουεν βεβαιωθεί ότι έχει επίγνωση της απόφασής της».

«Ω, αυτό είναι υπέροχο», χαμογελάει η Καλ στον φρουρό. «Έχω πλήρη επίγνωση του τι κάνω, να υπογράψω κάτι;»

«Όχι, μόνο ο λόγος σου αργεί». Ο Όουεν μου κάνει ένα νεύμα πριν μας αφήσει να βγούμε και σταματώ μπροστά στο αυτοκίνητό της.

«Δώσε μου τα κλειδιά σου», απλώνω το χέρι μου προς την κατεύθυνση της και μου τα δίνει, αφού τα έβγαλε από τη μικρή της τσάντα.

«Θα οδηγήσεις;» ρωτάει.

«Δεν νομίζω ότι εσύ μπορείς να το κάνεις». Κλείνω τον συναγερμό του αυτοκινήτου και ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού για να μπει μέσα. Μετά περπατάω γύρω από το αυτοκίνητο και μπαίνω πίσω από το τιμόνι. «Ζώνη», όταν δεν κουνιέται καν, ξεφυσάω, γέρνω ανάμεσα στα καθίσματα και περνάω την ζωήν μπροστά απ' το στήθος της, πιάνοντας το πιγούνι της μετά. «Είσαι ένα ιδιότροπο κοριτσάκι που δεν μπορεί να ακολουθήσει εντολές;»

Χασμουριέται.

«Μπορείς να με αφήσεις να κοιμηθώ, σε παρακαλώ;»

«Πες μου τη διεύθυνση του σπιτιού σου», την ρωτάω. Μου λέει την οδό, τον αριθμό, ακόμη και τον αριθμό του διαμερίσματός της και οδηγώ σιωπηλά, παίζοντας λίγη μουσική πολύ ήσυχα στο ραδιόφωνο. Η Καλ δεν κοιμάται αλλά έχει τα μάτια της κλειστά, σε κατάσταση απόλυτης χαλάρωσης ενώ εγώ χτυπάω τα δάχτυλά μου στο τιμόνι του αυτοκινήτου της.

Φαίνεται αρκετά προσεγμένο και τακτοποιημένο και έχει ένα άρωμα λουλουδιών που είναι αρκετά απαλό.

Όταν φτάνω στο κτίριο που ανέφερε, σταθμεύω, σβήνω τη μηχανή και βάζω χειρόφρενο πριν την κοιτάξω. Φαίνεται να κοιμάται εντελώς τώρα και αναστενάζω πριν σκύψω.

«Καλ...» κινείται. «Κακομαθημένο, πρέπει να ξυπνήσεις».

«Είμαι ξύπνια».

«Ναι, σίγουρα», γουρλώνοντας τα μάτια μου, βγαίνω από το αυτοκίνητο, το περικυκλώνω και ανοίγω την πόρτα της. «Μπορείς να κατέβεις;»

Προσπαθεί πολύ να βγάλει τη ζώνη ασφαλείας αλλά δεν φαίνεται καν να έχει τη δύναμη να το κάνει.

«Ευχαριστώ», μουρμουρίζει όταν το κάνω για εκείνη και τη βοηθάω. Περπατάμε και οι δύο προς την είσοδο και την περιμένω να βρει τα κλειδιά στην τσάντα της και να ανοίξει την πόρτα. Δεν φαίνεται καν να αμφιβάλλει ότι θα μπω μαζί της, γιατί περιμένει ευθέως να την ακολουθήσω. «Θα φροντίσεις να πάω στο κρεβάτι, κύριε καθηγητά;»

Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να με σοκάρει που με αποκαλεί έτσι, γιατί εκατοντάδες φοιτητές το κάνουν κάθε μέρα, αλλά ο σχεδόν πρόστυχος τρόπος που χρησιμοποιεί τον τίτλο μου με διεγείρει.

«Ναι, θα φροντίσω να πέσεις στο κρεβάτι και να κοιμηθείς, κακομαθημένο».

Την ακούω να αναστενάζει και να σουφρώνει τα φρύδια.

«Οι περισσότεροι αφέντες έχουν ωραία, γλυκά λόγια για τις υποτακτικές και εσύ με λες κακομαθημένι», παραπονιέται.

«Ω, καημένη, θέλεις να κλάψεις;» Την κοροϊδεύω και ανοίγω την πόρτα του ασανσέρ, αφήνοντάς την να περάσει, πριν την κλείσω και πατήσω το κουμπί του ορόφου που ανέφερε στο αυτοκίνητο. Όταν κατεβαίνουμε, πηγαίνει κατευθείαν σε μια πόρτα στα δεξιά και ανοίγει ένα μεσαίου μεγέθους διαμέρισμα.

Κοιτάζω το μέρος με λίγη περιέργεια, προσπαθώντας να το αφήσω να μου αποκαλύψει κάτι για αυτό, όπως τα περισσότερα σπίτια λένε κάτι για τους ιδιοκτήτες τους και το διαμέρισμα της Καλ αποκαλύπτει...

«Είσαι σκέτη καταστροφή, Καλέντουλα», ξεφυσάω, κοιτάζοντας τα περιτυλίγματα του φαστ φουντ στο τραπέζι του σαλονιού.

«Δεν είμαι, απλά δεν πρόλαβα να καθαρίσω σήμερα», δικαιολογείται. Ωστόσο, τα σχόλιά της για την έλλειψη ρουτίνας και την αποδιοργάνωση στη ζωή της βουίζουν ξανά στο μυαλό μου.

Τρίβω το πρόσωπό μου πριν την ξανακοιτάξω.

«Πού είναι το δωμάτιό σου κακομαθημένο;»

«Δεν παίρνω τις παραμονές σχέσεις στο δωμάτιό μου την πρώτη φορά που έρχονται», λέει σταυρώνοντας τα χέρια της.

Παράνομες σχέσεις; Σοβαρά, το είπες αυτό;

«Δεν είμαι παράνομη σχέση, Καλέντουλα. Είμαι αφέντης», της χαμογελάω με κάθε κύτταρο σαδισμού μέσα μου και προσθέτω. «Σκοπεύω να φροντίσω να σε πάρει ο ύπνος πριν φύγω».

«Τι συμπονετικός που είσαι, καθηγητά, ευχαριστώ», μου χαμογελάει αργά πριν δείξει έναν διάδρομο. «Είναι εκεί πέρα».

Της κάνω νόημα να προχωρήσει και την ακολουθώ. Το δωμάτιό της είναι πολύ πιο τακτοποιημένο, με το κρεβάτι στρωμένο και τα ρούχα της ταξινομημένα, οπότε ίσως αυτό που είπε πριν να ισχύει και το διαμέρισμά της να μην είναι τόσο καταστροφικό όσο φαίνεται.

«Βγάλε τα ρούχα σου και πέσε στο κρεβάτι», της λέω.

«Πρέπει να κάνω ένα μπάνιο».

«Αυτό που χρειάζεσαι είναι ύπνος», της υπενθυμίζω. «Μετά βίας στέκεσαι όρθια».

«Είναι αλήθεια, αλλά δεν μου αρέσει να κοιμάμαι βρώμικη», μου λέει. «Θα κάνω ένα γρήγορο ντους», υπόσχεται.

«Πού είναι το μπάνιο;»

«Θα μου σαπουνίσεις την πλάτη, κύριε καθηγητά;»

Συγκρατώ το χαμόγελό μου στο θράσος της κοπέλας και αρνούμαι.

«Θα φροντίσω να μην σε πάρει ο ύπνος εκεί», της λέω. «Το μπάνιο, Καλέντουλα, πού είναι;»

Πριν το επισημάνει, βγάζει τα ρούχα της και μόλις είναι γυμνή, μου γυρίζει την πλάτη, περπατώντας εντελώς όπως τη γέννησε η μητέρα της. Τα σημάδια στο δέρμα της με κάνουν να χαμογελάσω και να κάνουν τη νύχτα μου ακόμα πιο φανταστική, γιατί φαίνονται τόσο άψογα στο ανοιχτόχρωμο δέρμα της. Μέρος του σαδισμού μου μου επιτρέπει να απολαμβάνω να βλέπω πόσο καλά τη σημάδεψα και τα κόκκινα αυλάκια στο δέρμα της με κάνουν να θέλω να τη χτυπήσω ξανά.

Τα μελετάω καθώς εισέρχομαι μαζί της στο μπάνιο.

«Είπες ότι δεν θα μου σαπουνίσεις την πλάτη, κύριε καθηγητά». Η Καλ μου χαμογελά και παρατηρώ την ξεθωριασμένη λάμψη στα μάτια της, πριν περάσω από δίπλα της και ανοίγω τη βρύση, περιμένοντας να ζεσταθεί το νερό.

Όταν γυρίζω, τη βλέπω να σκιαγραφεί κάθε μελανιά και κάθε γραμμή που άφησε το μαστίγιο στο δέρμα της, με το βλέμμα της εντελώς στραμμένο σε αυτό, όπως οι περισσότεροι μαζοχιστές. Τους αρέσει να έχουν αυτές τις υπενθυμίσεις, αυτά τα σημάδια ως υπενθύμιση αυτού που έκαναν και απόλαυσαν, όπως και σε έναν σαδιστή.

«Καλέντουλα, μπες στο ντους».

«Είσαι βρώμικος κι εσύ αφέντη» μου λέει βάζοντας τα χέρια της στο πουκάμισό μου. Τη σταματάω πριν καν προλάβει να ξεκουμπώσει τι πρώτο κουμπί και την κοιτάζω με κάπως προσποιητό θυμό.

«Πότε σου έδωσα την άδεια να με γδύσεις, κακομαθημένο;» Αφήνει τα χέρια της να πέσουν στο πλάι της. «Μπες στο ντους», όταν το κάνει, με ένα αναστεναγμό, βγάζω τα ρούχα μου και την ακολουθώ μέσα.

Δεν σκοπεύω να τη γαμήσω, ούτε καν να κάνω κάτι σεξουαλικό μαζί της, αλλά είναι αλήθεια ότι και οι δύο χρειαζόμαστε ένα ντους και πρέπει να συνέλθω πριν πάω σπίτι.

Ο Καλ κάνει ένα γρήγορο ντους ενώ εγώ το ίδιο, χωρίς να ακουμπάμε ο ένας τον άλλο. Πρέπει να κρατήσω τα χέρια μου μακριά της για να μην μπω στον πειρασμό να αφήσω περισσότερα σημάδια στο σώμα της και όταν είμαστε καθαροί, κλείνει το νερό.

«Θέλεις καφέ;» με ρωτάει.

«Είναι αργά, δεν θα πιούμε καφέ», της λέω.

«Μην είσαι πικρόχολος, Ντόριαν», λέει.

«Είμαι λογικός, Καλέντουλα», απαντώ, πετώντας μια πετσέτα προς την κατεύθυνση της και αρπάζοντας μια για μένα. «Εάν πιεις καφέ, δεν θα μπορείς να ξεκουραστείς καλά», επισημαίνω, «και πρέπει να βελτιώσειε τα προγράμματα ύπνου σου».

«Το ξέρω», αναστενάζει. «Θα το κάνω», υπόσχεται.

Στη συνέχεια, τυλίγει το ύφασμα γύρω από το σώμα της και αναστενάζει.

«Πέσε στο κρεβάτι», της λέω, όταν έχω φορέσει τουλάχιστον τι εσώρουχο και το παντελόνι μου.

«Έμεινε η μοτοσυκλέτα στο Lust;» με ρωτάει, καθώς οι δυο μας μπαίνουμε στο δωμάτιο.

«Ναι γιατί;»

«Πώς θα επιστρέψεις;»

Αναστενάζω, γιατί ούτε εγώ το ξέρω.

«Δεν νομίζεις ότι είμαι αρκετά μεγάλος άντρας για να το σκεφτώ αυτό μόνος μου;» Της αρπάζω την πετσέτα και την αφήνω να πέσει στο πάτωμα. «Που είναι οι πιτζάμες σου;»

«Δεν φοράω πιτζάμες», μου λέει αργά, πριν καθίσει στην άκρη του κρεβατιού και αλλάξει θέμα. «Δεν είναι σωστό να φύγεις στις... δύο το πρωί».

«Είναι μόνο δώδεκα η ώρα», επισημαίνω.

«Είναι το ίδιο. Είναι αργά».

«Υπάρχουν πιο πρωτότυποι τρόποι να μου ζητήσεις να περάσω τη νύχτα εδώ, κακομαθημένο», ένα χαμόγελο γεμάτο διασκέδαση χαράσσεται στα χείλη μου.

Δεν είμαι παιδί, είμαι τριάντα επτά πια και πάνω κάτω, ξέρω πότε μια γυναίκα με φλερτάρει σεξουαλικά και ποια είναι τα ενδιαφέροντά της. Το ότι θέλει να παίξει αυτό το μικρό παιχνίδι μαζί μου καθιστά σαφές ότι είναι ακόμα αρκετά νεαρή και δεν πρέπει καν να της είναι ξεκάθαρο τι θέλει.

Εκείνη ξεφυσάει.

«Αυτό είναι ανόητο», μου λέει κλείνοντας τα μάτια. «Δεν είμαι έφηβη που δεν ξέρει πώς να ζητά πράγματα, Ντόριαν», μου λέει. «Κατά τη γνώμη μου μπορείς να περάσεις τη νύχτα εδώ ή να φύγεις».

Γουρλώνω τα μάτια μου και την κοιτάζω.

Ίσως ξέρει τι θέλει.

Δεν θα υπήρχε πρόβλημα να το κάνω, αφού άφησα στη Κάντρεα αρκετό φαγητό για να επιβιώσει μια εβδομάδα χωρίς εμένα και δεν έχω τίποτα να κάνω αύριο, αλλά δεν ξέρω αν είμαστε έτοιμοι να περάσουμε αυτή τη γραμμή.

Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι το κακομαθημένο είναι φοιτήτρια μου, που όχι μόνο πηδάμε στο Lust, αλλά πρέπει να τη βλέπω και να με διαψεύδει στα μαθήματα Τρίτη και Παρασκευή.

Πριν πάρω οποιαδήποτε απόφαση, τσιμπάω τη γέφυρα της μύτης μου και αναστενάζω.

«Θα πέσεις στο κρεβάτι ή θα σε βάλω εγώ;» της λέω βλέποντας ότι δεν μου έχει δώσει σημασία. «Είσαι σε κάποια επαναστατική φάση που θα έπρεπε να ξέρω, Καλέντουλα;»

«Απλώς η συνηθισμένη επανάσταση», μου χαρίζει ένα μικρό χαμόγελο πριν μετακινήσει τα σεντόνια και μπει κάτω από αυτά, σφυρίζοντας στην επαφή του υφάσματος με το μελανιασμένο δέρμα της.

«Πονάς;»

«Εσύ τί νομίζεις;» μου γρυλίζει.

«Καημένη», κοροϊδεύω, απλώνοντας το χέρι για να χουφτώσω το πηγούνι της. «Πονάει πολύ;» ίσως η ερώτησή μου να μοιάζει πάλι χλευασμός, αλλά σοβαρά ρωτάω. Εξακολουθώ να μην γνωρίζω την ανοχή της στον πόνο και το να γνωρίζω ότι αυτό θα μπορούσε να είναι ένα όριο σηματοδοτεί ορισμένα πράγματα.

«Όχι, είμαι καλά», λέει. Τα μάτια της μοιάζουν με μείγμα πολλών χρωμάτων και γνέφω πριν την απελευθερώσω.

«Εντάξει, τότε πήγαινε για ύπνο».

Βγάζει ένα γέλιο.

«Δεν θα μου διαβάσεις μια ιστορία για να κοιμηθώ, κύριε καθηγητά;»

«Όχι, Καλέντουλα».

«Τι πικρόχολος».

Κρύβω το χαμόγελό μου και τσιμπάω το μηρό της, κάνοντας την να τσιρίξει.

«Σταμάτα να με λες έτσι, κακομαθημένο».

«Αλλιώς τί θα κάνεις;»

«Γιατί πάντα με προκαλείς, ε;» Την σκεπάζω εντελώς με τις κουβέρτες πριν ξεφυσήξω. «Σταμάτα να δοκιμάζεις την υπομονή μου».

Εκείνη τσιρίζει πριν μετακινήσει τις κουβέρτες και με κοιτάξει κατάματα.

«Θυμάσαι που είπα ότι μπορείς να μείνεις; Λοιπόν όχι!»

«Τι κρίμα», λέω, παρατηρώντας ότι αστειεύεται ξεκάθαρα. «Τώρα κοιμήσου, δεν θα το ξαναπώ».

Αναστενάζει κοιτώντας με για λίγα δευτερόλεπτα πριν κουνήσει αρνητικά το κεφάλι της.

«Πρέπει να βουρτσίσω τα δόντια μου».

Πρόκειται να γελάσω, δεν μπορώ να συγκρατηθώ.

«Κάνε το και πέσε στο κρεβάτι. Εγώ έχω κάτι να κάνω», την ενημερώνω, αφήνοντας το δωμάτιό της για να κατευθυνθώ στο σαλόνι όπου άφησα το τηλέφωνό μου. Για κάθε ενδεχόμενο, γράφω στον Ντέμιαν ότι η Καλέντουλα είναι ήδη στο σπίτι, σώα και αβλαβής και με όλα τα μέλη της εκεί που πρέπει, και μετά περνάω τον χρόνο μου κοιτάζοντας τα υπερφορτωμένα ράφια βιβλίων που καταλαμβάνουν έναν ολόκληρο τοίχο. Σε αντίθεση με το δωμάτιό της, είναι αρκετά ακατάστατα, αν και φαίνεται να έχουν κάποια λογική.

Η αλήθεια είναι ότι οι άψογα οργανωμένες βιβλιοθήκες μου φαίνονται ένα ψέμα, γιατί είναι σκέτο πλασάρισμα για τα κοινωνικά δίκτυα και οι πραγματικές έχουν μια κάποια αποδιοργάνωση, όπως και τα βιβλία. Δεν λέω ότι πρέπει να τα σημαδέψεις, να τα κακομεταχειριστείς ή να καταστρέψεις το δέσιμο, αλλά να τους δώσεις μια χρήση που δικαιολογεί το να κόψεις ένα δέντρο για να τα φτιάξεις. Εξάλλου, τι νόημα έχει να έχεις μια βιβλιοθήκη σε τέλεια τάξη αν την έχεις μόνο για φωτογραφίες;

Περίεργος να μάθω τι διαβάζει αυτή που μισεί τον Σαίξπηρ, πλησιάζω και κοιτάζω μερικές από τις ράχες, ανακαλύπτοντας ότι μοιραζόμαστε αρκετούς τίτλους, τους οποίους έχω επίσης στη βιβλιοθήκη μου και ότι έχει επίσης πολλά άλλα μυθιστορήματα για νέους, καθώς και μερικά βιβλία για σεξουαλικότητα, ψυχολογία και βοτανική.

Είναι σίγουρα καλή σε πολλούς τομείς.

Ένα γυναικείο καθάρισμα του λαιμού με κάνει να γυρίσω και βλέπω τον Καλ να φοράει μερικά ρούχα.

«Κουτσομπόλη», σταυρώνει τα χέρια της, «τι κάνεις ψαχουλεύοντας στη βιβλιοθήκη μου;»

«Γιατί φοράς το πουκάμισό μου;» αναρωτιέμαι όταν παρατηρώ ότι είναι σίγουρα δικό μου.

«Επειδή μπορώ».

Ξεφυσάω.

«Δεν μπορώ να φύγω χωρίς το πουκάμισό μου, Καλ», της λέω.

«Τι κρίμα, θα πρέπει να μου το βγάλεις ή να μείνεις», μου χαμογελάει. «Σου υπόσχομαι ότι το κρεβάτι μου είναι άνετο και ότι δεν ροχαλίζω», μου χαμογελάει, πριν εξαφανιστεί στο διάδρομο και αναστενάζω ακολουθώντας την.

Κακομαθημένο, νομίζεις ότι θα με χειραγωγήσεις;

«Καλέντουλα, το πουκάμισό μου», απλώνω το χέρι μου προς το μέρος της και αρνείται.

«Σου είπα ήδη, θα πρέπει να μου το βγάλεις ή να μείνεις».

Περπατάω και βάζω τα χέρια μου στο στρίφωμα του ρούχου και το ξεκουμπώνω, παίρνοντας το χρόνο μου, συνεχίζοντας να παρακολουθώ τις εναλλαγές της διάθεσης στο πρόσωπό της. Από τη διασκέδαση μετατρέπεται σε θυμό και απογοήτευση και μετά παραμένει ακίνητη.

«Πέσε στο κρεβάτι» τηε λέω για πολλοστή φορά.

«Θα σου ανοίξω την πόρτα», μουρμουρίζει προσπαθώντας να με προσπεράσει.

«Στο κρεβάτι».

«Μου έβγαλες το πουκάμισο», επισημαίνει, «άρα φεύγεις, σωστά;»

«Σου το έβγαλα γιατί είπες ότι δεν φοράς ρούχα για τον ύπνο, ιδιότροπο κοριτσάκι», χωρίς πολλή σκέψη, την κάνω να πέσει στο στρώμα, τη σκεπάζω και την παρατηρώ. «Θα κοιμηθείς ή θα με παρακολουθείς;»

«Είναι περίεργο να κοιμάμαι με ένα άτομο που κάθεται στην άκρη του κρεβατιού μου, καθηγητά», μου χαμογελάει. «Ο ύπνος εδώ θα σου αφαιρέσει τη θέση του σαδιστή;» ρωτάει.

«Όχι, αλλά ήθελες να κρατήσεις τα πράγματα στη λέσχη και προσπαθώ να το σεβαστώ. Η πρόθεσή μου ήταν να σε αφήσω εδώ, να φροντίσω να κοιμηθείς και να φύγω».

«Μπορεί να αρχίσω να έχω προβλήματα εγκατάλειψης εξαιτίας αυτού», λέει κοροϊδευτικά.

Ξεφυσάω.

«Μην είσαι χειριστική, δεν πρόκειται να μείνω», επαναλαμβάνω.

Δεν νομίζω ότι πρέπει να περάσουμε αυτή τη γραμμή ακόμα.

«Λοιπόν, να σου ανοίξω την πόρτα;»

Το σχεδόν λυπημένο βλέμμα που μου ρίχνει με κάνει να διστάσω για λίγα δευτερόλεπτα και να συνοφρυωθώ.

«Γιατί έχεις αυτή την έκφραση;»

«Αυτή είναι η έκφραση μου, καθηγητά», μου λέει ενώ κουνάω το πουκάμισό μου για να αφαιρέσω κάποιες από τις τσακίσεις.

«Καλή ξεκούραση, κακομαθημένο». Χωρίς να μπορώ να το αποτρέψω, μπλέκω το χέρι μου στα μαλλιά της και τη φιλάω, απολαμβάνοντας το καυτό, υγρό στόμα της πάνω στο δικό μου. Η γεύση μέντας της οδοντόκρεμας εισβάλλει στο στόμα μου και χάνω τη μάχη ενάντια στον εαυτό μου αποφασίζοντας να μείνω. «Είπες ότι δεν ροχάλιζες;»

«Δεν το κάνω».

Είναι κοριτσάκι, διάολε.

«Καλά λοιπόν», ξύνω το πιγούνι μου. «Αυτό θα μπερδέψει τα πράγματα μεταξύ μας;»

Δεν φαίνεται να εκπλήσσεται από την ερώτησή μου, ούτε καν να προσβάλλεται, και αυτό με χαλαρώνει λίγο. Γνωρίζοντας ότι και οι δύο θα έχουμε τα πράγματα ξεκάθαρα και οι προσδοκίες μας για το τι κάνουμε ξεκαθαρίζονται και για τους δύο.

«Όχι, αυτό δεν αλλάζει τίποτα», μου λέει. «Δεν θα περιμένω να μου δώσεις ένα κολιέ ή να κάνουμε σχέση», προσθέτει.

«Τέλεια, τότε είμαστε και οι δύο στην ίδια σελίδα», μουρμουρίζω.

«Έτσι φαίνεται», μετακινώ τις κουβέρτες στη μία πλευρά, βγάζω το παντελόνι μου και μετά, ξαπλώνω στο κρεβάτι μαζί της, σε απόλυτη σιωπή, περιμένοντας να πει την επόμενη βλακεία: «Λοιπόν, κύριε καθηγητά, θα μου διαβάσεις ένα παραμύθι;»

«Αν συνεχίσεις να με ενοχλείς, θα σου βάλω ένα ηχητικό βιβλίο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας».

«Εντάξει, θα κοιμηθώ τώρα», αναστενάζει.

«Κακομαθημένο».

«Πικρόχολε», απαντά.

Τα σώματά μας είναι κοντά, αλλά δεν ακουμπάμε μεταξύ μας, οπότε πρέπει να απλώσω λίγο το χέρι για να την τσιμπήσω κι εκείνη τσιρίζει.

«Σταμάτα να με λες έτσι, Καλέντουλα».

Γελάει, κάθεται στο κρεβάτι και μπορώ να δω τα σκούρα μάτια της να λάμπουν ελαφρά στο σκοτάδι.

«Συγγνώμη».

«Είσαι ένα ιδιότροπο κοριτσάκι που χδειαζεται να την μορφώσουν».

«Τότε ευτυχώς που είσαι καθηγητής», μουρμουρίζει, πριν κλείσει τα μάτια της, βολευτεί λίγο και χωρίς να πει τίποτα άλλο.

Η αναπνοή της ηρεμεί εντελώς και ο ύπνος φαίνεται να την παρασύρει γρήγορα καθώς κοιτάζω το ταβάνι, όχι τόσο κουρασμένος.

Κοιτάζω την Καλ μερικές φορές, απόλυτα σίγουρος ότι κοιμάται, πριν σηκωθώ από το κρεβάτι και οργανώσω λίγο τα ρούχα μου, γιατί δεν μου αρέσει να τα αφήνω όλα πεταμένα εδώ κι απ' εκεί.

Καπνίζω ένα τσιγάρο, φυσώντας τον καπνό από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, και μετά πηγαίνω στο μπάνιο για ένα λεπτό για να ξεπλύνω το πρόσωπό μου και το στόμα μου.

Όταν λίγο-πολύ νιώθω λίγο κουρασμένος, ξαναμπαίνω στο κρεβάτι και τσιτώνομαι λίγο όταν το χέρι της Καλ τυλίγεται γύρω από την κοιλιά μου, αλλά εκείνη αναστενάζει, βολεύεται καλύτερα και ξανακοιμάται σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Τρίβω το πρόσωπό μου, εκπνέω και κοιτάζω το σκοτεινό ταβάνι για άλλα δύο λεπτά πριν χαλαρώσω αρκετά για να κοιμηθώ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro