Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 6

Καλ.

Ο αέρας χτυπά το ζεστό ακόμα σώμα μου καθώς οι δυο μας φεύγουμε από το Lust. Το χέρι του βρίσκεται στο χαμηλό μέρος της πλάτης μου και όταν είμαστε έξω, σταματά και με παρακολουθεί.

«Πώς ήρθες;»

«Με αυτοκίνητο», λέω, δείχνοντας το αμάξι που ήταν παρκαρισμένο λίγα μέτρα πιο πέρα. Σε αντίθεση με το Σάββατο, δεν υπάρχουν πολλά αυτοκίνητα.

«Μπορείς να οδηγήσεις;» Σηκώνει το πιγούνι μου με τον δείκτη του και γνέφω καταφατικά. «Εντάξει. Θα πάω με τη μοτοσυκλέτα, μπορείς να με ακολουθήσεις».

«Καλώς».

Με παρακολουθεί για λίγα δευτερόλεπτα πριν κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του, αφήνοντας το πρόσωπό μου και περπατώντας προς μια σταθμευμένη μοτοσυκλέτα. Δεν ξέρω πολλά για αυτά τα οχήματα, επομένως δεν ξεχωρίζω καν τη μάρκα, προτού αναγκάσω τον εαυτό μου να περπατήσει μέχρι το αυτοκίνητό μου, να αφήσω την τσάντα μου στα πίσω καθίσματα και μετά να περιμένω να φορέσει το κράνος του και να ξεκινήσει να οδηγεί πριν τον ακολουθήσω.

Είμαι πίσω από τον Ντόριαν περίπου δεκαπέντε λεπτά πριν σταματήσει, σε ένα μικρό εστιατόριο. Είναι μια πιτσαρία με φωτεινή ταμπέλα.

Βγαίνω από το αυτοκίνητο αφού παίρνω την τσάντα μου και μετά πλησιάζω τον Ντόριαν, ο οποίος εξακολουθεί να αφιερώνει τον χρόνο του στο όχημά του.

Παίρνοντας θάρρος, σταματάω λίγα βήματα από αυτόν.

«Αυτί είναι ραντεβού;» ρωτάω.

«Όχι... Θέλεις να είναι ραντεβού;» με ρωτάει. «Σκέφτηκα ότι μπορεί να θέλεις να βάλεις έναν πιο ανεπίσημο τίτλο όπως... Δείπνο γιατί δεν έχω φάει μεσημεριανό και δεν μπορώ να ζήσω με καφέ».

«Πώς ξέρεις ότι δεν έχω φάει μεσημεριανό;»

«Υποψίες, συν ότι σε είδα στην καφετέρια του πανεπιστημίου», ανασηκώνει το φρύδι. «Έχεις πρόβλημα με τη διατροφή σου;»

Ξεφυσάω.

«Είσαι διατροφολόγος;»

Κάτι λάμπει στα σκοτεινά μάτια του.

«Ξεκίνα να τρως μεσημεριανό αλλιώς θα υπάρξουν συνέπειες», μουρμουρίζει.

«Αυτό είναι το πράγμα για το οποίο ανησυχεί ένας μόνιμος κύριος», επισημαίνω, «και εσύ δεν είσαι».

«Πώς ξέρεις, αν δεν είχες ποτέ ένα μόνιμο;» με ρωτάει.

«Και εσύ είχες μόνιμες υποτακτικές;»

Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει.

«Ας πάμε μέσα».

Τον ακολουθώ ρωτώντας:

«Είναι ευαίσθητο θέμα;»

«Όχι, αλλά είναι κάτι για το οποίο δεν θέλω να μιλήσω».

«Γιατί;»

«Γιατί έτσι». Σπρώχνει την πόρτα και μου κάνει νόημα να μπω μέσα. Καθόμαστε σε ένα τραπεζάκι με δύο θέσεις και μου δίνει ένα από τα μενού. «Σου αρέσει η πίτσα, σωστά;»

«Όχι», όταν βλέπω το συνοφρύωμα του, αναστενάζω. «Είναι ένα αστείο».

«Φυσικά», με κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα, «διάλεξε».

«Το ίδιο μου κάνει», μουρμουρίζω κοιτάζοντας την ποικιλία από πίτσες στο μενού.

«Διάλεξε, Καλ», επαναλαμβάνει κοιτώντας με.

Του δίνω ένα νωχελικό χαμόγελο.

«Είμαι εντάξει με ό,τι διαλέξετε, κύριε καθηγητά», μουρμουρίζω. «Μερικές φορές μου αρέσει να παίρνουν αποφάσεις για μένα».

Ένα λοξό χαμόγελο καλύπτει τα χείλη του και μετά σπρώχνει ξανά το μενού προς την κατεύθυνση μου.

«Δεν μου λες πότε να πάρω αποφάσεις για σένα, Καλέντουλα, εγώ αποφασίζω πότε θα το κάνω», μου λέει, «διάλεξε λοιπόν την πίτσα».

Αναστενάζοντας, παραιτούμαι. Η αλήθεια είναι ότι τα λόγια του και ο τρόπος με τον οποίο του φάνηκε αδιάφορο το σαρκαστικό μου σχόλιο με αναστατώνουν με τρόπο που δεν μου αρέσει.

Ένα κορίτσι με ένα μπλουζάκι με το λογότυπο του χώρου έρχεται και παίρνει την παραγγελία μας, μία πίτσα ναπολιτάνα και δύο μπύρες πριν μείνουμε ξανά μόνοι.

«Πόσα χρόνια είστε καθηγητής;»

«Μπορούμε να κάνουμε σεξ αλλά δεν μπορείς να μου μιλάς στον ενικό;»

«Η συνήθεια υποθέτω», ανασηκώνω τους ώμους μου.

«Πριν από περισσότερο από μια δεκαετία», απαντά, εκφοβίζοντάς με με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου. Δεν μπορώ καν να σκεφτώ καθαρά γιατί το σώμα μου καίγεται πάνω στην καρέκλα και δεν μπορώ να πάρω το μυαλό μου από αυτό που κάναμε πριν από λίγο. «Τι θα κάνεις όταν αποφοιτήσεις;»

«Η διδασκαλία τράβηξε την προσοχή μου για λίγο, αλλά δεν νομίζω ότι είμαι ικανή να εξηγήσω κάτι που θα έπρεπε να είναι προφανές σε έναν ενήλικα».

«Για τι πράγμα μιλάς;»

Αναστενάζω.

«Για το Περηφάνεια και Προκατάληψη» λέω, θυμώντας το μάθημα που είχα μαζί του. «Νομίζω ότι είναι ασέβεια να μελετάς λογοτεχνία χωρίς να έχεις μια βασική έννοια της λογοτεχνίας».

«Υποτίθεται ότι θα μάθει κανείς εκεί».

«Ναι, αλλά πρέπει και εσύ να συνεισφέρεις κάτι από το δικό σου κίνητρο», λέω, διαγράφοντας το γραμμικό σχέδιο του τραπεζομάντηλου με το χέρι μου. «Οπότε απέκλεισα τη διδασκαλία. Μου αρέσει περισσότερο ο εκδοτικός κόσμος».

«Πότε ξεκίνησες να γράφεις;»

«Πριν από μερικά χρόνια», του λέω. «Νομίζω ότι ήμουν είκοσι περίπου».

«Και από πότε ξέρεις ότι είσαι υποτακτική;»

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και περιμένω τη σερβιτόρα να βάλει την πίτσα και την μπύρα ανάμεσά μας πριν απαντήσω.

«Ξέρω ότι είμαι υποτακτική από την πρώτη μου φορά, νομίζω», μουρμουρίζω. «Το αγόρι με το οποίο ήμουν μαζί του, ο Ουίλιαμ... Νομίζω ότι ήταν αυτός που με βοήθησε να ανακαλύψω λίγο περισσότερα πράγματα που μου άρεσαν», εξηγώ.

«Γιατί χωρίσατε;»

«Ίσως ήμουν περισσότερο μαζοχίστρια για τα γούστα του και δεν ένιωθε άνετα», ανασηκώνω τους ώμους. «Συνεχίζουμε να μιλάμε και νοιάζομαι γι' αυτόν, αλλά δεν ήμασταν συμβατοί ως σεξουαλικός δεσμός».

Γνέφει καταλαβαίνοντας τι λέω σαν να έχει περάσει το ίδιο πράγμα.

«Καταλαβαίνω».

«Μπορώ να υποθέσω ότι αποδείχτηκες επίσης πιο σαδιστής από κάποια υποτακτική αναζητούσε;» ρωτάω διστακτικά.

«Αυτό είναι αλήθεια», καθαρίζει το λαιμό του. «Οι περισσότερες υποτακτικές του συλλόγου με φοβούνται».

«Γιατί; Εμένα μου φαίνεται ότι δεν σκοτώνεις ούτε μια μύγα», λέω με λίγη κοροϊδία.

Στενεύει τα μάτια του προς την κατεύθυνση μου και γρυλίζει: «Συμπεριφέρσου».

«Αλλιώς τί θα κάνεις;» Γέρνω ελαφρά πάνω από το τραπέζι.

Αρπάζει το πιγούνι μου και σκάβει τα δάχτυλά του στο δέρμα μου.

«Είσαι περίεργη να το ανακαλύψεις;»

Ναι.

«Ίσως», μουρμουρίζω χαμογελώντας.

Με αφήνει, σπρώχνει μια από τις μπίρες προς την κατεύθυνση μου και με κοιτάζει.

«Φάε», σηκώνω το μπουκάλι της μπύρας και το φέρνω στο στόμα μου, πίνοντας μια γουλιά. «Είπα να φας, όχι να πιεις».

«Γιατί να σε ακούσω, Ντόριαν; Δεν είσαι ούτε καθηγητής μου ούτε αφέντης μου», επισημαίνω.

Ξέρω ότι παίζω ένα επικίνδυνο παιχνίδι και το να προκαλέσω έναν σαδιστή δεν θα πρέπει να είναι στην καθημερινή μου λίστα με τις υποχρεώσεις, αλλά είναι διασκεδαστικό να αναμένω τιμωρία.

Αν και, παρατηρώντας πόσο έξυπνος είναι ο Ντόριαν και γνωρίζοντας για το γούστο μου για τον πόνο, μάλλον δεν θα με άγγιζε καν απότομα, για να με τιμωρήσει.

«Καλέντουλα, μην ψάχνεις για μπελάδες», με προειδοποιεί.

«Ποτέ, καθηγητά», του χαμογελάω αθώα και μετά δαγκώνω τη φέτα της πίτσας. Η γεύση του τυριού χτυπάει τον ουρανίσκο μου πριν πω: «Λοιπόν, συνέβη κάτι στο Lust για να σε φοβούνται οι υποτακτικές ή είναι απλώς μια προκατάληψη;»

«Έκανα μερικές σκηνές με μια υποτακτική που είπε ψέματα για το γούστο της για τον πόνο», λέει αργά. «Όπως μπορείς να φανταστείς, τα πράγματα δεν πήγαν καλά».

«Είναι ακόμα στο Lust;»

«Όχι».

«Τι κρίμα», λέω ειλικρινά, «δεν έχει νόημα να λέμε ψέματα για τα γούστα μας. Είναι κάτι που έρχεται στο φως βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα και... το να κάνεις κάτι που δεν σου είναι ευχάριστο δεν είναι διασκεδαστικό».

«Όχι, δεν είναι», συμφωνεί. «Πώς τα πήγαινες με τους κυρίαρχους στους άλλους συλλόγους;»

«Δεν πήγα σε πολλά κλαμπ, μόνο σε ένα», ξεκαθαρίζω. «Το Σπάρτακος. Τα πράγματα πήγαιναν καλά, φαντάζομαι. Δεν ήταν ένα μέρος που ήταν τόσο ελεγχόμενο όσο το Lust αλλά ήταν καλό».

«Ο Ντέμιαν είναι έχει εμμονή», βρυχάται.

«Το έχω παρατηρήσει», χαμογελάω, «αλλά είναι μια καλή αλλαγή. Το κάνει να μοιάζει με ένα ασφαλές μέρος».

«Το Lust είναι ασφαλής», λέει. «Γι' αυτό ο Ντέμιαν έβαλε οθόνες και πλέον υπάρχουν και χώροι για... συναισθηματική υποστήριξη».

«Αναφέρεσαι για το δωμάτιο;» ρωτάω διασκεδαστικά. «Το ανέφερε ο Ντέμιαν».

«Ήταν ιδέα της Χάρμονι και της Λιάνας», εξηγεί. «Τις γνώρισες, σωστά;»

«Ναι, φαίνονται συμπαθητικές».

‹Είναι».

«Δεν φαίνεται να σε φοβούνται», επισημαίνω.

«Η Λιάνα δουλεύει στο πανεπιστήμιο και με ξέρει λίγο καλύτερα».

«Και η Χάρμονι;»

«Νομίζω ότι την τρομάζω λίγο αλλά δεν πρόκειται να το πει», μου χαμογελάει λοξά. «Τέλος πάντων, τόσο αυτές όσο και ο Ντέμιαν, ο Αντρέι και ο Νικολάι είναι εξαιρετικοί άνθρωποι».

«Η Χάρμονι έχει όντως σχέση και με τους δύο;»

«Λειτουργεί για' αυτούς», μουρμουρίζει. «Ήταν αυτό που χρειάζονταν και οι τρεις τους και πραγματικά... Γνωρίζω την Χάρμονι από τότε που μπήκε στο κλαμπ και δεν μπορούσε να βρει τον προσανατολισμό της, οπότε ο Νικ και ο Αντρέι ήταν μια καλή αλλαγή».

«Και η Λιάνα;»

«Από όσο ξέρω, ήρθε στο Lust για να μάθει κάτι για τη διατριβή της και κατέληξε παντρεμένη με τον Ντέμιαν, κάπως».

«Τι είδους πληροφορίες θα μπορούσε να βρει στο Lust».

«Η διατριβή της αφορούσε τη σεξουαλική ψυχολογία», μου λέει. «Τόσο αυτή όσο και η Χάρμονι είναι πολύ έξυπνες. Η Χάρμονι με βοήθησε να προετοιμαστώ για το σεμινάριο Λογοτεχνίας το περασμένο εξάμηνο».

«Αυτό με τη Θεία Κωμωδία;» γνέφει. «Η Άμπερ το έκανε και λέει ότι ήταν υπέροχο. Είχα πάρα πολλά μαθήματα για να μπορέσω να το πάρω».

«Άμπερ;» ρωτάει με περιέργεια.

«Η Άμπερ είναι η καλύτερή μου φίλη, σπουδάζει και αυτή στο πανεπιστήμιο, «διευκρινίζω. «Άμπερ Λέστραντ».

«Ω, η Λέστραντ», κάνει ένα ήχο με την γλώσσα του. «Καλή φοιτήτρια».

Γελάω και με κοιτάζει με ανασηκωμένο φρύδι.

«Συγγνώμη, αλλά ακούστηλες υπερβολικά σαν καθηγητής».

«Είμαι καθηγητής, Καλέντουλα».

Ξεφυσάω.

«Τι πρέπει να κάνω για να σταματήσεις να με αποκαλείς έτσι;»

«Είναι το όνομα σου».

«Τι διορατικός που είστε, καθηγητά», του χαμογελάω, «αλλά σοβαρά, το μισώ».

«Γιατί;»

«Είναι σαν να ρωτάμε γιατί πρέπει να μισούμε τον Χίτλερ. Είναι κάτι προφανές».

«Εξαρτάται. Αν ρωτούσες τον Γιόζεφ Γκάιμπελς, θα το διέψευδε», μου λέει. «Για σένα είναι ένα γελοίο όνομα, για μένα είναι ένα μοναδικό».

«Ευχαριστώ, τώρα μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη».

«Μη είσαι σαρκαστική μαζί μου, Καλέντουλα», μου λέει πιάνοντας το μπουκάλι της μπύρας του. «Δεν είναι ευγενικό».

«Δεν θέλω να είμαι ευγενική».

«Θα έπρεπε να είσαι. Σε κανέναν δεν αρέσουν τα μικρά κοριτσάκια».

Παίρνω μια ανάσα.

«Νόμιζα ότι στους σαδιστές ναι και ότι τους άρεσε να τα τιμωρούν».

«Δεν είναι τιμωρία αν είναι μαζοχίστρια», μου λέει, επιβεβαιώνοντας ότι σίγουρα θα ήταν από τους σαδιστές που θα σε χάιδευαν με ένα φτερό για να μην απολαύσεις τον πόνο. «Ή κάνω λάθος;»

«Την τελευταία φορά που το έλεγξα, δεν ήμουν σαδιστής».

«Ναι μαζοχίστρια όμως», επισημαίνει και ανασηκώνω τους ώμους μου. «Η φίλη σου, Άμπερ, γνωρίζει γι' αυτό;»

«Ξέρει για τον Lust», του λέω. «Είναι η επαφή μου για έκτακτη ανάγκη», προσθέτω. «Εξάλλου, δεν σχεδίαζα να πάω σε ένα νέο κλαμπ χωρίς να έχω κάποιον ως προστασία».

«Καλό μου φαίνεται».

«Επίσης ξέρει... πώς έφτασα στο κλαμπ», μουρμουρίζω, «αλλά δεν έχουμε μιλήσει από το Σάββατο, οπότε δεν πρόλαβα να πω περισσότερα».

«Και θα της το πεις;»

Αρνούμαι.

«Δεν θεωρώ απαραίτητο να βάλω την φίλη μου στη θέση να πρέπει να μου κρατήσει αυτό το μυστικό», λέω με ειλικρίνεια.

«Θα της πεις ψέματα, λοιπόν;»

Και πάλι αρνούμαι.

«Θα παραλείψω μόνο την πολύ μικρή λεπτομέρεια ότι είσαι ο καθηγητής μου».

Τον βλέπω να γέρνει πίσω στην πλάτη και σταυρώνει τα χέρια του.

«Νομίζει κι αυτή ότι είμαι πικρόχολος γέρος;» με ρωτάει με ανασηκωμένο φρύδι και γελάω.

«Η αλήθεια είναι ότι και οι δύο πιστεύουμε ότι όλοι οι καθηγητές είναι», το παραδέχομαι, «αλλά εσύ και ο Λίκορντ έχετε την πρώτη θέση», τον ακούω να βρυχάται και προσθέτω: «Ήμασταν πεπεισμένες ότι και οι δύο είστε εν μέσω διαζυγίου και η μόνη στιγμή ευτυχίας σας είναι όταν βασανίζετε τους καημένους φοιτητές σας».

«Τον τελευταίο καιρό, να βασανίζεις φοιτητές καταλήγει να είναι βαρετό».

«Γιατί;»

«Κοίτα την ομάδα σου, Καλ, δεν μπορούν να καταλάβουν ούτε τα βασικά ενός βιβλίου».

«Προς υπεράσπιση της ομάδας μου, το έκανες περίπλοκο, καθηγητά», λέω. «Τέλος πάντων, η κλασική λογοτεχνία μπορεί να είναι λίγο ανιαρή».

«Εσένα σου αρέσει» μου λέει. «Τουλάχιστον έχεις διαβάσεις τα βιβλία για τα μαθήματα».

Λοιπόν...

«Μπορώ να ομολογήσω κάτι, κύριε καθηγητά;» Σκύβω ελαφρά πάνω από το τραπέζι και χαμογελάω όταν συνοφρυώνεται. «Την τελευταία φορά που διάβασα το Περηφάνεια και Προκατάληψη ήμουν δεκαπέντε χρονών».

«Τι ξεδιάντροπη».

«Αλήθεια», φέρνω τη φέτα της πίτσας στο στόμα μου και τον κοιτάζω. «Δεν θα φάτε, κύριε καθηγητά;»

Μένουμε λίγο ακόμα στο μικρό οικογενειακό εστιατόριο, μιλώντας για ασήμαντα πράγματα, αν και δεν μπήκαμε σε πολλές λεπτομέρειες της προσωπικής μας ζωής. Νομίζω ότι αυτό θα γίνει με τον καιρό και όχι σε μια αναγκαστική κουβέντα.

Ακριβώς όπως όταν διδάσκει τα μαθήματά του, ο Ντόριαν μιλάει με αποφασιστικότητα για οποιοδήποτε θέμα και πολλές φορές πρέπει να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι δεν είμαστε στην τάξη και ότι δεν μπορώ να τον κοιτάξω κατάματα. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει, γιατί με συνεπαίρνουν τα λόγια του και ο τρόπος που μιλάει για τη λογοτεχνία.

«Γιατί μισείς τόσο πολύ τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα;» με ρωτάει όταν τελειώσαμε το γεύμα.

«Επειδή παρουσιάζει μια πραγματικότητα που είναι υπερβολικά σεξιστική και εξωπραγματική», του λέω. «Η οικογένεια Καπουλέτοι προσπαθούν να την παντρέψουν στο Παρίσι, χωρίς καν να λάβουν υπόψη ότι είναι κορίτσι. Εξάλλου, η ιδέα του ρομαντισμού που προτείνουν είναι... φρικτή. Δεν είναι έντονοι χαρακτήρες, μοιάζει περισσότερο με εμμονή ή ιδιοτροπία παρά με ιστορία αγάπης».

Γνέφει καταφατικά.

«Καταλαβαίνω, αλλά αναλύεις μια ιστορία πεντακοσίων ετών, Καλ», επισημαίνει. «Δεν μπορείς να το ερμηνεύσεις ως κάτι σύγχρονο, προσπάθησε να κάνεις μια ανάγνωση αντίστοιχη του αιώνα και της εποχής που γράφτηκε. Για σένα, η Ιουλιέτα είναι κορίτσι, αλλά σκέψου ότι η μέση διάρκεια ζωής το 1500 ήταν είκοσι πέντε ή τριάντα ετών και ότι τα δεκαπέντε ήταν η μισή της ζωή».

«Το καταλαβαίνω και το ξέρω, αλλά αυτό δεν με κάνει να θυμώνω λιγότερο με τον Σαίξπηρ».

Γελάει.

«Είσαι θυμωμένη με έναν άνθρωπο που τον έχουν ήδη φάει τα σκουλήκια;»

Κάνω ένα μορφασμό.

«Αυτή ήταν μια περιττή νοητική εικόνα».

«Τι βιβλία προτείνεις, λοιπόν;»

«Ίσως ένα γραμμένο από γυναίκα, όπως το Ανεμοδαρμένα Ύψη».

«Το Περηφάνεια και Προκατάληψη γράφτηκε επίσης από μια γυναίκα».

«Ναι, αλλά η Τζέιν Όστεν ξεκίνησε τις δημοσιεύσεις της με ένα αντρικό ψευδώνυμο», εκείνος δεν μου λέει τίποτα. Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι είναι επίσης ένα καλό βιβλίο».

«Θα τα έχω υπόψη μου», γνέφει ελαφρά.

«Λέγεσαι Ντόριαν λόγω του βιβλίου του Όσκαρ Ουάιλντ;»

«Όχι», με κοιτάζει με διασκέδαση. «Το όνομά μου είναι αυτό επειδή το όνομα του παππού μου ήταν αυτό».

«Ω».

«Γιατί σε ονόμασαν Καλέντουλα;»

«Υποθέτω ότι ήταν πολύ αργά για έκτρωση και αποφάσισαν να με τιμωρήσουν με το όνομα», ξεφυσάω και μετά προσθέτω την αλήθεια: «Οι γονείς μου είναι βοτανολόγοι και οι δύο. Είμαστε τρεις αδερφές και οι τρεις μας έχουμε πάρει το όνομά μας από λουλούδια».

«Τρεις αδερφές;»

«Η Αμάραντα είναι η μεγαλύτερη και η Μελίσα η μικρότερη».

«Εσύ είσαι στη μέση; Αυτό εξηγεί πολλά πράγματα».

«Τι πράγματα;»

«Ότι είσαι προβληματική».

Αναστενάζω.

«Δεν έχω προσπαθήσει ακόμα να γίνω προβληματική, κύριε καθηγητά», του χαμογελάω. «Δεν έχουμε ακόμα αυτή την εμπιστοσύνη».

«Δηλαδή, αν αποκτήσεις αυτή την εμπιστοσύνη, θα πρέπει να αντέξω την αναίδεια σου;»

«Ίσως», μουρμουρίζω.

Λίγα λεπτά αργότερα, η σερβιτόρα έρχεται με τον λογαριασμό, γιατί ο χώρος είναι έτοιμος να κλείσει. Αν και επιμένω να πληρώσουμε και οι δύο, αρνείται και πληρώνει πριν προλάβουμε να φύγουμε από το εστιατόριο.

«Θα πας σπίτι;» Κουνώ καταφατικά το κεφάλι, προσπαθώντας να μην ανατριχιάσω από τον φρέσκο αέρα ή την εγγύτητά του. Και τα δύο πράγματα έχουν κάνει το δέρμα μου να αναριγήσει. «Θα με ξεμπλοκάρεις στο μπλοκ ή θα με ενημερώσεις με σήματα καπνού ότι έφτασες με ασφάλεια;»

Γελάω, βγάζω το τηλέφωνό μου από την τσέπη μου και αφαιρώ τον περιορισμό.

«Χαρούμενος τώρα;»

«Ικανοποιημένος».

Βγάζω ένα ξεφύσημα.

«Είναι πιο ωραίο όταν δεν συμπεριφέρεσαι σαν πικρόχολος γέρος, Ντόριαν», λέω, προτού γείρω προς τα εμπρός, φιλήσω αναιδώς το μάγουλο του και αρχίσω να περπατάω προς το αυτοκίνητό μου. »Ευχαριστώ για το δείπνο!»

Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά στο στέρνο μου καθώς ξεκινάω το όχημα και πριν τελειώσω τη ρύθμιση της ζώνης μου και βγω στο δρόμο, εκείνος είναι στο ποδήλατο και φοράει το κράνος του.

Μόλις φίλησα τον σαδιστή στο μάγουλο;

Μόλις είχα δείπνο με τον καθηγητή μου;

Ω, θεά του μαζοχισμού. Τι επικίνδυνο παιχνίδι παίζω;

Οδηγώ σπίτι, αυτή τη φορά χωρίς μουσική. Όταν φτάνω, δεν αργώ να είμαι στο μπάνιο. Βγάζω τα ρούχα μου και γυρίζω για να θαυμάσω προσεκτικά τα σημάδια στον πισινό μου.

Οι μώλωπες, όταν είσαι μαζοχίστρια, είναι υπενθυμίσεις του πόσο καλά πέρασες. Υπάρχει μια ιστορία πίσω από αυτά, που σε ταξιδεύει πίσω στη στιγμή που ήσουν χαμένη, έτοιμη να έχεις οργασμό ή να τελειώσεις με μια κραυγή.

Αντί να με τρομάζουν, οι μελανιές με κάνουν να χαμογελάω.

Θα ήταν πολύ διαφορετικό αν κάποιος έβαζε το χέρι πάνω μου χωρίς την άδειά μου, προφανώς. Μέρος της απόλαυσης προέρχεται από το ότι έδωσα τη συγκατάθεσή μου και το πλέγμα πόνου και ευχαρίστησης στον οποίο με οδήγησε ο Ντόριαν.

Μέχρι να βγω από το ντους, είμαι λίγο κουρασμένη και νιώθω ότι λειτουργώ με το απόθεμα ενέργειας μου, αλλά δεν μπορώ παρά να πάω στο κρεβάτι, να ανοίξω το φορητό υπολογιστή και να ανοίξω το μπλοκ, σε μια νέα ανάρτηση.

Διαγράφω τις δύο τελευταίες απόπειρες γραφής, που είναι θλιβερές, και ξεκινάω με κάτι νέο.

Ο σαδιστής με την μάσκα, λέγεται ο τίτλος και ίσως, απλώς ίσως, είναι εμπνευσμένο από τον καθηγητή μου της Κλασικής Λογοτεχνίας... ή από τον άνθρωπο που άφησε τον πισινό μου με μελανιές.

Είναι το ίδιο άτομο, Καλ.

Οι λέξεις κυλούν με ένα τρόπο που έχει καιρό να συμβεί και καταφέρνω να γράψω κάτι αξιοπρεπές για αυτό που συνέβη την πρώτη μου νύχτα στο Lust. Ελέγχω την ορθογραφία, διορθώνω μερικές επαναλαμβανόμενες λέξεις που δεν είχα προσέξει και το δημοσιεύω. Υπάρχουν τουλάχιστον εκατό "likes" τα πρώτα λεπτά και κλείνω το λάπτοπ λίγο μετά, για να κοιμηθώ.

Έχω μαθήματα αύριο και πρέπει να ξυπνήσω νωρίς. Επιπλέον πρέπει να δουλέψω το απόγευμα. Δουλεύω σε βιβλιοπωλείο, οπότε, πρακτικά, δεν μπορώ να το ονομάσω δουλειά, αλλά μάλλον όνειρο.

Είναι το κύριο εισόδημά μου από χρήματα, εκτός από το να γράφω στο μπλοκ.

Γνωρίζοντας ότι ο Ντόριαν μπορεί να δει το κείμενο, αφήνω ένα νευρικό γέλιο με την πιθανή αντίδρασή του και αποκοιμιέμαι, λίγο αργότερα.

•••

Έχουμε το μάθημα Φιλολογίας με την Άμπερ και αυτή βρίσκει θέσεις και για τις δυο μας ενώ εγώ αγοράζω καφέ. Είμαι στην ουρά, χτυπάω το πόδι μου νευρικά γιατί απομένουν μόνο λίγα λεπτά μέχρι το μάθημα και σιχαίνομαι να καθυστερώ, αλλά οι υπάλληλοι της καφετέριας φαίνεται να πηγαίνουν να πάρουν τον καφέ από την Βραζιλία.

Ξεφυσάω και όταν έρθει επιτέλους η σειρά μου, παραγγέλνω έναν μαύρο καφέ και έναν καπουτσίνο για την φίλη μου, πριν μπορέσω να πάω στην αίθουσα.

Πριν φύγω από την καφετέρια, μπορώ να δω τον Ντόριαν να μπαίνει μέσα, αλλά κοιταζόμαστε μόνο για ένα δευτερόλεπτο προτού πρακτικά φύγω τρέχοντας, γιατί αυτή τη στιγμή, ανησυχώ περισσότερο μήπως αργήσω παρά οτιδήποτε άλλο.

«Ευχαριστώ», η Άμπερ παίρνει τον καφέ που της προσφέρω και λιγότερο από ένα λεπτό, μπαίνει στην τάξη ο καθηγητής της Φιλολογίας.

Χασμουριέμαι μερικές φορές, γιατί η αλήθεια είναι ότι ο τρόπος που διεξάγει το μάθημα είναι πολύ βαρετός και μονότονος και το κεφάλι μου εστιάζει σε οτιδήποτε άλλο όσο μιλάει ο άντρας.

Όταν τελειώσουν οι δύο ώρες του μαθήματος, έχω ήδη γεμίσει μια ολόκληρη σελίδα με μουντζούρες και μόλις φύγουμε με την Άμπερ από την αίθουσα, δεν μπορώ να μην πω:

«Κόντεψα να με πάρει ο ύπνος».

«Το έχω παρατηρήσει. Κάποια στιγμή σχεδόν ροχάλιζες», κοροϊδεύει. «Δεν έχουμε μιλήσει για την επίσκεψή σου στο κλαμπ, μαζοχιστό φυτό».

«Σταμάτα να με λες έτσι», παραπονιέμαι.

«Ούτε με αφήνεις να σε λέω Καλέντουλα».

«Να με λες Καλ».

«Μπα, σου αρέσει όταν σε λέω καλ και σκοπός μου είναι να σε ενοχλήσω», επισημαίνει. «Ο σύλλογος λοιπόν...»

«Ήταν εντάξει, ήταν ευχάριστο», της λέω, καθώς περπατάμε στο διάδρομο.

«Κάποιο ενδιαφέρον άτομο; Κατάφερες να γνωρίσεις τον μυστηριώδη τύπο;»

«Ναι, γνωριστήκαμε», της δίνω κάποιες ασαφείς λεπτομέρειες, ακριβώς την στιγμή που περνάμε απ' την αίθουσα της Κλασικής Λογοτεχνίας, αναστενάζω όταν βλέπω ότι ο Ντόριαν κάνει μάθημα.

«Αυτός ο άνθρωπος είναι ένας κούκλος, κρίμα που είναι κακοδιάθετος».

«Ένας κούκλος;» λέω κοροϊδευτικά. «Έχεις ελαττωματικό αισθητήρα ομορφιάς».

«Δεν μπορείς να αρνηθείς ότι είναι όμορφος», μου λέει. «Σίγουρα, αν ήταν συνοφρυωμένος όλη μέρα, θα ήταν πιο χαριτωμένος».

«Επαναλαμβάνω, ο αισθητήρας ομορφιάς σου είναι ελαττωματικός. Ο καθηγητής Μπένετ είναι άσχημος».

«Ίσως η λεξικολογική σου πλευρά να κυριαρχεί αυτή την εβδομάδα», ξεφυσάει.

«Άμπερ!»

Αυτή γελάει.

«Παρεμπιπτόντως, μίλησα με τον Χάρι», μου λέει, καθώς οι δυο μας προχωράμε προς την καφετέρια. Είναι σχεδόν μεσημέρι, οπότε το μέρος μυρίζει ήδη φαγητό. «Έδειξε κατανόηση, οπότε δεν θα γνωρίσω τους γονείς του ακόμα».

Όταν καθόμαστε σε ένα από τα τραπέζια και πάει να μου πάρει καφέ και το μεσημεριανό της, μένω μόνη μου και χτυπάει το τηλέφωνό μου. Με έκπληξη βλέπω ότι είναι ένα μήνυμα από τον Ντόριαν, μέσα από το μπλοκ και το ανοίγω.

"Τι θα φας για μεσημεριανό;" λέει.

"Θα πιω καφέ και θα πάω σπίτι", απαντώ.

"Δεν το πιστεύω. Πάω στην καφετέρια και ελπίζω να σε δω να τρως κάτι αλλιώς θα θυμώσω", νιώθω τον θυμό στις λέξεις του.

Τι φόβος...

Κοιτάζω τριγύρω και βρίσκω τον Ντόριαν στην είσοδο, να περπατά στον κοινόχρηστο χώρο και θα μπορούσα να ορκιστώ ότι ο σφυγμός μου εκτοξεύεται στα ύψη. Έχει το τηλέφωνο στο χέρι του και φαίνεται να διαβάζει κάτι, λίγο πριν σηκώσει τα μάτια του και συναντήσει τα δικά μου.

Απομακρύνω το βλέμμα μου γρήγορα, αλλά το κουδούνισμα του τηλεφώνου μου με ενημερώνει ότι με είδε να τον παρακολουθώ.

"Φαγητό, Καλέντουλα. Τώρα".

"Η Άμπερ το αγοράζει", απαντώ.

Στέλνω μήνυμα στη φίλη μου, λέγοντάς της να ανταλλάξει τον καφέ με ένα σάντουιτς ή οτιδήποτε για φαγητό και ένα μπουκάλι νερό.

"Δεν μπορείς να πιεις καφέ για μεσημεριανό", μου γράφει ο καθηγητής.

"Η. Άμπερ. Θα. Φέρει. Φαγητό", απαντώ.

"Νόμιζα ότι είχες ξεκάθαρους τους ορθογραφικούς κανόνες, Καλέντουλα. Χρειάζεσαι κάποια μαθήματα;"

Πριν προλάβω να του απαντήσω, η Άμπερ επιστρέφει με ένα σάντουιτς και ένα νερό για μένα, καθώς και πατάτες για τον εαυτό της.

«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τρως, είναι κάτι περίεργο προερχόμενο από σένα».

Ανασηκώνω τους ώμους και την ευχαριστώ για το φαγητό πριν κοιτάξω ξανά το τηλέφωνό μου.

"Αν χρειαζόμουν ιδιαίτερα μαθήματα, δεν θα ήταν μαζί σου. Χρειάζομαι έναν καλό καθηγητή, όχι έναν πικρόχολο γέρο".

"Σου αρέσει να με προκαλείς, κοριτσάκι;"

Τον εντοπίζω ανάμεσα στον κόσμο και παρατηρώ ότι με κοιτάζει. Χαμογελώ ελαφρά και του γράφω:

”Ποτέ καθηγητά. Είμαι καλό κορίτσι".

«Σε ποιον χαμογελάς;» με ρωτάει η Άμπερ.

«Σε κανέναν».

«Μιλάς με τον άγνωστο;» κοιτάζει το τηλέφωνό μου. «Είναι όμορφος;»

«Είναι, ναι».

«Πόσο χρονών είναι;»

«Είναι λίγο μεγαλύτερος», λέω αδιάφορα, «αλλά θέλω να μου πεις για τη συζήτηση με τον Χάρι. Είπες ότι το πήρε καλά;»

Το τηλέφωνό μου δονείται αλλά το αγνοώ, ακούγοντας τη φίλη μου να μιλάει για τη συνομιλία της με τον Χάρι. Γύρω στη μία το μεσημέρι, πηγαίνει στο μάθημά της στα Λατινικά και εγώ μένω λίγο ακόμα, προχωρώντας λίγο σε μια άλλη ιστορία και μετά, βελτιώνω μερικές εργασίες σε κάποια μαθήματα

«Γεια σου, Καλ», μια αντρική φωνή με κάνει να πάρω τα μάτια μου από τις σημειώσεις μου και βλέπω τον Άλεξ με ένα χαμόγελο στα χείλη.

«Γεια», μουρμουρίζω.

Τα ξανθά μαλλιά του πέφτουν πάνω από το ένα του μάτι καθώς κάθεται εκεί που καθόταν η Άμπερ πριν και ανασηκώνω τα φρύδια μου κοιτάζοντάς τον.

«Πώς είσαι;»

«Απασχολημένη», δείχνω τις σημειώσεις μου και εκείνος γνέφει.

«Φυσικά», χαμογελάει. «Σε πειράζει να σου κάνω λίγη παρέα; Τα άλλα τραπέζια είναι κατειλημμένα».

«Α, μην ανησυχείς», αρχίζω να φυλάω τα τετράδια και τα στυλό μου. «Εγώ ήδη έφευγα οπότε μπορείς να μείνεις σε αυτό το τραπέζι».

«Καλ...» αναστενάζει, χαμογελάει σαν να είναι ο πρίγκιπας της Δανίας και αναστενάζει. «Δεν ξέρω γιατί δεν με συμπαθείς».

«Σε συμπαθώ, Άλεξ», του λέω. «Είσαι καλό παιδί και νομίζω ότι θα μπορούσαμε να είμαστε φίλοι, αλλά εσύ θέλεις κάτι άλλο», του επισημαίνω, γιατί το έχει ξεκαθαρίσει κάθε φορά που μου έλεγε να βγούμε.

«Μπορούμε όμως να είμαστε φίλοι;»

«Φυσικά», χαμογελάω, «αλλά τώρα, πραγματικά πρέπει να φύγω».

«Καταλαβαίνω», ξύνει το πιγούνι του και βιάζομαι να φυλάξω τα πράγματα και να φύγω.

Μπαίνω στο αμάξι πριν περάσω τη ζώνη ασφαλείας στο στήθος μου και ξεκινήσω το όχημα. Το βιβλιοπωλείο όπου εργάζομαι απέχει δέκα λεπτά από εδώ και όταν φτάνω, ο Νόρμαν, το αφεντικό μου, είναι πίσω από τον πάγκο.

Του γνέφω καθώς μιλάει με έναν πελάτη και αφήνω τα πράγματά μου στο δωμάτιο του προσωπικού πριν φορέσω το καρτελάκι με το όνομα μου.

Η αλήθεια είναι ότι το κομμάτι που μου αρέσει περισσότερο στη δουλειά μου είναι όταν κάποιος έρχεται να πάρει ένα βιβλίο για κάποιον άλλο. Νομίζω ότι είναι κάτι όμορφο, γιατί είναι σαν να του δίνουν ζωή και να δίνουν ένα βιβλίο είναι κάτι τόσο προσωπικό και γεμάτο στοργή, που νομίζω ότι είμαι πραγματικά θαυμαστής αυτών των ανθρώπων.

Έι, είδα αυτό το βιβλίο και σκέφτηκα εσένα.

Για λίγο μπαίνουν λίγοι άνθρωποι ψάχνοντας συγκεκριμένα πράγματα και μετά μπαίνει ένας από τους αγαπημένους μου πελάτες.

«Γεια σας», είναι ένας τύπος γύρω στα είκοσι, που μου χαμογελάει.

«Γεια σας, μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;»

«Έψαχνα ένα βιβλίο για την κοπέλα μου», λέει, «αλλά δεν ξέρω ποιο να πάρω».

«Φυσικά, θέλεις να μου πεις τι της αρέσει συνήθως να διαβάζει για να σου δώσω επιλογές;»

Μου λέει για τα γούστα της κοπέλας του, μιλώντας για κάποιες νεανικές ιστορίες και του προσφέρω μερικά βιβλία. Όταν το επιλέξει, πηγαίνει στον πάγκο και ο Νόρμαν τον χρεώνει.

Λίγη ώρα αργότερα, ένας άλλος άντρας μπαίνει μέσα. Δείχνει λίγο νευρικός και περπατάει κατευθείαν προς το μέρος μου.

«Με συγχωρείτε, έχετε βιβλία ψυχολογίας;»

«Σίγουρα, ψάχνετε για συγκεκριμένο συγγραφέα;»

«Κάτι από τον Φρόιντ», λέει. «Η κόρη μου είναι ψυχολόγος».

«Ω, αυτό είναι υπέροχο», τον ξεναγώ στα ράφια των βιβλίων ψυχολογίας και καταλήγει να επιλέξει ένα που έχει τη λέξη ασυνείδητο στον τίτλο.

Αφού ο Νόρμαν είναι στο τηλέφωνο, θα τον χρεώσω εγώ. Μου δίνει μια πιστωτική κάρτα με το όνομα Άρνολντ Στίβεν και τον χρεώνω για το βιβλίο πριν του ευχηθώ ένα καλό απόγευμα και τον δω να εξαφανίζεται από το βιβλιοπωλείο.

Το υπόλοιπο απόγευμα περνάει ήσυχα και, στις οκτώ το βράδυ, βοηθάω το αφεντικό μου να κλείσει το μέρος και να σβήσει τα φώτα πριν φύγει.

«Πρόσεχε, Καλ», με αποχαιρετά ο σχεδόν εξήνταχρονος άντρας και μπαίνω στο αυτοκίνητο πριν οδηγήσω στο σπίτι.

Έχω πολλά αδιάβαστα μηνύματα και απαντώ πρώτα σε αυτά των γονιών μου, που μου λένε να φάμε μαζί μια από αυτές τις μέρες. Συμφωνήσαμε να βρεθούμε την Πέμπτη και μετά, βλέπω αυτά της Άμπερ και αργότερα, ανοίγω το μπλοκ.

"Μου άρεσε η τελευταία ιστορία!", λέει ένα από τα σχόλια στο προφίλ μου. Συνεχίζω να κατεβαίνω, παρατηρώντας ότι όσα έγραψα για τον Ντόριαν τα υποδέχτηκαν πολύ καλά. Βλέπω επίσης προσωπικά μηνύματα και προσέχω σχολαστικά πώς να απαντήσω σε ψευδείς κυρίαρχους. Είναι αρκετά εύκολο να τους ανακαλύψεις, γιατί οι περισσότεροι χρησιμοποιούν την λέξη υποτακτική χωρίς τη συγκατάθεσή μου. Είναι ηλίθιοι. Αν ήταν πραγματικοί κυρίαρχοι, θα ήξεραν ότι αυτό δεν είναι σωστό. Αυτός, εν μέρει, ήταν ο λόγος που με είχε γοητεύσει τόσο πολύ το ΣυμμετρίαΠόνου, γιατί ήταν πολύ ξεκάθαρο για μένα ότι δεν ήμουν υποτακτική του και ότι, σε κάθε περίπτωση, μπορούσαμε να μιλήσουμε.

Όταν βλέπω τη συζήτηση με τον Ντόριαν, ​​πανικοβάλλομαι όταν βλέπω ότι δεν του έχω απαντήσει από το μεσημέρι.

"Τι έφαγες για μεσημεριανό;" λέει.

"Λοιπόν... είμαστε πιο κοντά στο δείπνο παρά στο μεσημεριανό, δεν νομίζεις;" Απαντώ.

«Πόσο σε ελκύουν τα προβλήματα, Καλέντουλα", απάντησε λίγα λεπτά αργότερα, "ίσως αποφασίσεις να συμπεριφερθείς".

"Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό".

"Επίτρεψέ μου να σου το εξηγήσω".

"Λυπάμαι, αλλά δεν έχω χρόνο. Ο καθηγητής μου είναι ένας πικρόχολος γέρος που μας άφησε αρκετό διάβασμα και δεν θέλω να θυμώσει μαζί μου..."

"Δεν ανησυχείς που εγώ είμαι θυμωμένος μαζί σου;"

"Μπα, δεν μπορείς να βλάψεις ούτε μια μύγα", τα χέρια μου τρέμουν λίγο όταν το απαντώ αυτό.

"Μπορώ να σου αποδείξω το αντίθετο", και μετά, προσθέτει, "πήγαινε να κάνεις την εργασία σου. Τα λέμε αύριο στην τάξη. Μην αργήσεις".

"Ας αργήσω, λέω εγώ".

"Καλέντουλα..."

"Θα είμαι εκεί εγκαίρως αν σταματήσεις να με αποκαλείς έτσι".

"Δεν θα μου λες εσύ πώς μπορώ να σε λέω, κοριτσάκι. Κάνε την εργασία σου και κοιμήσου νωρίς".

"Κρίμα, σκεφτόμουν να δω τα Φιλαράκια μέχρι τα ξημερώματα..."

"Σταμάτα να μαζεύεις τιμωρίες", θα μπορούσα να ορκιστώ ότι σχεδιάζει πώς να τις εκτελέσει

"Θα το σκεφτώ".

"Κοιμήσου νωρίς αλλιώς θα το μάθω αύριο και θα σε κάνω να μείνεις μετά τα μαθήματα".

Χαμογελώ καθώς φτιάχνω άλλο ένα φλιτζάνι καφέ και εξετάζω τις επιλογές μου, παρόλο που είναι προφανές. Κάποια σίγουρα θα έμενε ξύπνια νωρίς το πρωί.

Αλλά εκείνος δεν θα το μάθαινε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro