Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 32

Συνθλίβομαι πάνω σε ένα από τα πάνελ του ανελκυστήρα, το σώμα του Ντόριαν πιέζει το δικό μου καθώς με παρακολουθεί. Δεν με έχει φιλήσει ακόμα, αλλά το στόμα του είναι πολύ κοντά στο δικό μου.

Όταν ανοίγει η πόρτα, με οδηγεί στο διαμέρισμά μου και τα χέρια μου τρέμουν ελαφρά καθώς την ανοίγω και τον αφήνω να μπει. Δεν ξέρω πόση ώρα του παίρνει για να βγάλει το παλτό του και να το αφήσει στο τραπεζάκι του σαλονιού. Με παρακολουθεί για λίγα δευτερόλεπτα πριν αναστενάσει.

«Δεν ξέρω τι να κάνω με σένα, Καλέντουλα», μου λέει. «Θέλω να σε βάλω στα γόνατα και να σε χτυπήσω μέχρι να κλάψεις ενώ την ίδια στιγμή θέλω να σε βάλω σε αυτόν τον καναπέ και να σε αγκαλιάσω».

«Μπορείς να τα κάνεις και τα δύο», μουρμουρίζω.

«Μπορώ, σωστά;» Κάνει ένα βήμα προς την κατεύθυνση μου και με κοιτάζει σιωπηλός πριν τσιμπήσει τη γέφυρα της μύτης του. «Στο νοσοκομείο με έκανες να πιστέψω ότι δεν σου καίγεται καρφί», μουρμουρίζει. «Λες ότι μισείς τα ρομαντικά κλισέ, αλλά μου δήλωσες την αγάπη σου εν μέσω μιας καταιγίδας και έφυγες χωρίς να με αφήσεις να εξηγήσω γιατί η Αμέλια ήταν στο σπίτι μου».

«Ντόριαν...»

«Ξέρεις γιατί ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα πεθαίνουν στο τέλος;» με διακόπτει, «γιατί δεν μιλούσαν ούτε επικοινωνούσαν, γιατί αν ο ηλίθιος Ρωμαίος είχε πει στην ηλίθια Ιουλιέτα ποια ήταν τα σχέδιά του, θα ήταν κι οι δυο ζωντανοί», λέει με μια έκφραση πολύ πιο κοντά σε αυτή του καθηγητή παρά σε αυτή του κυρίαρχου. «Την επόμενη φορά που θα αποφασίσεις να κρύψεις λέξεις και να μην εκφραστείς σωστά μαζί μου, θα σε κάνω να γράψεις κάθε γαμημένη σκέψη που έχεις στο κεφάλι σου και να μου τη διαβάζεις ξανά και ξανά μέχρι να απομνημονεύσεις κάθε πρόταση, έγινα ξεκάθαρος;» Κάνει άλλο ένα βήμα πιο κοντά και μένω ακίνητη. «Πρώτα οι τιμωρίες, μετά η συζήτηση», μουρμουρίζει. «Βγάλε τα ρούχα σου, κακομαθημένο».

«Όχι», τολμώ να πω. «Δεν μπορείς απλά να δίνεις μία ηλίθια δικαιολογία για ποιο λόγο η πρώην σου φορούσε τα ρούχα σου και να περιμένεις να μείνω γυμνή μπροστά σου σαν να μην συνέβη τίποτα».

Για λίγα δευτερόλεπτα δεν λέει τίποτα.

«Θα μετρήσω μέχρι το πέντε και αν όχι, θα κάνουμε τα πράγματα διαφορετικά», ορίζει. «Έχεις μια περίεργη εμμονή στο να δραπετεύεις από μένα, όπως την πρώτη νύχτα στο Lust ή χθες αλλά όχι σήμερα, Καλ», λέει. «Δεν πρόκειται να φύγεις σήμερα πριν τελειώσω την κουβέντα».

«Δεν χρειάζεται να βγάλω τα ρούχα μου για να μιλήσουμε». Ξέρω ότι είμαι πεισματάρα και πολύ μη συνεργάσιμη αλλά δεν με νοιάζει. «Μπορείς να μείνεις στον καναπέ όσο φτιάχνω καφέ».

«Θες να με ξεγελάσεις; Νομίζεις ότι δεν ξέρω ότι πίνεις περισσότερο καφέ αυτές τις μέρες από όσο σου επιτρέπεται;» μου γρυλίζει. «Σε ξέρω, Καλέντουλα».

«Αν με ξέρεις, ξέρεις ότι δεν πρόκειται να βγάλω τα ρούχα μου και να σε αφήσω να με αγγίξεις», μουρμουρίζω.

«Όχι, Καλ», πλησιάζει περισσότερο. «Σε ξέρω και γι' αυτό ξέρω ότι αυτό που χρειάζεσαι, αυτό που χρειαζόμαστε και οι δύο, είναι να με αφήσεις να σε αγγίξω πριν μιλήσω», μουρμουρίζει, «γιατί και οι δύο πρέπει να μιλήσουμε ξανά την ίδια γλώσσα». Καταπίνω και αφήνω τον εαυτό μου να πειστεί από τα λόγια του. Βγάζω το βαμβακερό μπλουζάκι μου πριν το ρίξω στο πάτωμα, με τα μάγουλά μου κόκκινα. «Καλό κορίτσι, βλέπεις;» βάζει το χέρι του στο μάγουλό μου αργά και μου είναι αδύνατο να μην ακουμπήσω πάνω του για να βγάλω μετά τα υπόλοιπα ρούχα μου.

Θεά του μαζοχισμού, τον μισώ.

Ακόμα κι όταν ξέρω ότι η γυμνότητα που περιμένει από εμένα σήμερα ξεπερνάει κάτι το σωματικό και η ιδέα με τρομάζει λίγο, είμαι ήρεμη. Ίσως ήρθε η ώρα να κάνω αυτό το πράγμα της απόλυτης χαλάρωσης, δίνοντας είσοδο στον εγκέφαλό μου και αφήνοντάς τον να αντιμετωπίσει όλα τα συναισθήματά μου ταυτόχρονα.

Δεν είναι κακό αν το επιτρέψω.

Φεύγει από κοντά μου και πηγαίνει προς τον καναπέ μου, αν και δεν κάθεται, αλλά τον προσπερνά και πηγαίνει προς τα ράφια μου, εκεί που είναι τα βιβλία μου.

«Ψάχνεις για κάτι συγκεκριμένο, καθηγητά;»

«Το αντίγραφό σου του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας», λέει. Περπατάω εκεί και το βρίσκω γρήγορα, γιατί ξέρω πού είναι. Του το δίνω και τον κοιτάζω με σύγχυση, καθώς δεν καταλαβαίνω τι προσπαθεί να κάνει, αλλά δεν με αφήνει να χαζεύω πολύ, γιατί πιάνει το ένα μπράτσο μου και πηγαίνει μαζί μου στον καναπέ, όπου αφήνεται να πέσει και με τοποθετεί στα πόδια του.

Η κοιλιά μου είναι στριμωγμένη στα γόνατά του και η γροθιά του κλείνει στα μαλλιά μου, αναγκάζοντάς με να καμπυλώσω λίγο την πλάτη μου πριν λαχανιάσω.

«Μπορώ να μιλήσω, κύριε;»

«Τι συνέβη;»

«Νομίζω ότι θα με τιμωρήσεις άδικα», μουρμουρίζω.

Γελάει.

«Ίσως... αλλά μην ξεχνάς ότι μου έδωσες το σώμα σου για να κάνω ό,τι θέλω με αυτό», απαντά, «ακόμα και γι' αυτά που μπορεί να σου φαίνονται άδικα», γλιστράει το χέρι του αργά στη σπονδυλική στήλη και ρίγη ηδονής με διαπερνάνε. «Θα είναι δέκα για τις βλακεία του νοσοκομείου, είκοσι επειδή έφυγες χωρίς να με αφήσεις να εξηγήσω και άλλες δέκα που δεν απαντούσες στο τηλέφωνό μου όλη μέρα». Ω, Θεά του μαζοχισμού. «Σε πόσα μας αφήνει αυτό, Καλ;»

«Σαράντα, κύριε», μουρμουρίζω.

«Θα προσθέσω άλλα πέντε για τον καφέ και άλλα πέντε... γιατί μου αρέσει», λέει. «Αυτό μας αφήνει στα πενήντα, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, κύριε», η φωνή μου βγαίνει ελαφρώς τρεμάμενη. Η διέγερση από την πρόβλεψη του πόνου και η νευρικότητα για την τιμωρία είναι εμφανής.

«Μέτρα για μένα», ζητάει πριν ξεκινήσει.

Στην αρχή το κάνει με το χέρι του. Ολόκληρη η παλάμη του χτυπά τα μάγουλα του κώλου μου χωρίς δισταγμό και με κάθε πρόθεση να με πληγώσει. Μοιράζει δέκα σε κάθε ένα. Τότε το χτύπημα έρχεται με το βιβλίο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, σαν να χρησιμοποιούσε τα δικά μου επιχειρήματα εναντίον μου.

«Τριάντα», μουρμουρίζω όταν φτάνει σε αυτόν τον αριθμό, μετά από δέκα χτυπήματα με το βιβλίο. Σταματάει για λίγο αλλά δεν μειώνει το κάψιμο του δέρματός μου. Με κάνει να σηκωθώ και τα πόδια μου που τρέμουν μετά βίας με κρατούν όταν με αφήνει. Απομακρύνεται δύο βήματα και βγάζει τη ζώνη από τη μέση του πριν μου μιλήσει.

«Στα γόνατα, πρόσωπο και χέρια στον καναπέ», μουρμουρίζει, «άνοιξε τα πόδια σου», μπαίνω στη θέση που μου ζητάει ενώ ακούω το τρίψιμο του δέρματος με το χέρι του, πριν χτυπήσει το εσωτερικό του αριστερού μου μηρού για πρώτη φορά. Από ένστικτο κλείνω τα πόδια μου. «Κράτα τα χωριστά αλλιώς θα προσθέσω κι άλλα, μικρή μαζοχίστρια», με μαλώνει και ο ίδιος τα χωρίζει απότομα.

Αυτή τη φορά, το χτύπημα συγκρούεται στον πισινό μου και συνεχίζει, ενώ πρέπει να μετρήσω δυνατά και να νιώσω κάθε αυλάκωση στο δέρμα μου.

Ο αριθμός τριάντα επτά χτυπάει το αιδοίο μου. Το δέρμα γλείφει το ευαίσθητο σώμα μου και τσιρίζω καθώς παλεύω να μείνω στη θέση μου και να μην κουνηθώ. Το να φτάσουμε στα πενήντα αισθάνεται αιώνιο, αν και ίσως δεν πέρασε τόσος χρόνος.

Το δέρμα στον κώλο και τους μηρούς μου καίγεται και το αιδοίο μου πάλλεται από πόνο. Τα δάκρυα πέφτουν ανεξέλεγκτα στα μάγουλά μου καθώς νιώθω την ύπουλη υγρασία να με προδίδει.

Ο Ντόριαν δεν λέει τίποτα, μέχρι που φτάνει στο τελευταίο χτύπημα και στέκεται πίσω μου, αφήνοντας τη ζώνη του στην άκρη για να περάσει τα χέρια του πάνω από το μελανιασμένο δέρμα μου.

Πιέζει τα σημεία που θα μελανιάσουν και παίρνω κουρασμένες ανάσες πριν πιάσει τα μαλλιά μου, με τραβήξει προς το μέρος του και η πλάτη μου κολλήσει στο πουκάμισό του. Φέρνει τα δάχτυλά του κάτω από το μπροστινό μέρος του σώματός μου μέχρι να τα αφήσει ανάμεσα στους μηρούς μου και να χωρίσει τις πτυχές μου, τρίβοντας την πονεμένη μου κλειτορίδα πριν τα εισχωρήσει στο στόμα μου.

«Αυτή είναι η γεύση του πόνου, κακομαθημένο».

Κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά καθώς με το δάχτυλο γαμάει το στόμα μου και τσιμπάει τις θηλές μου πριν με αφήσει.

Επειδή περνούν λίγα λεπτά χωρίς να κάνω τίποτα, τολμώ να ρωτήσω:

«Τελειώσαμε;»

Γελάει.

«Αλίμονό σου που το πιστεύεις» μου λέει. «Σου δίνω μόνο λίγα λεπτά ξεκούρασης», προσθέτει, καθώς με βοηθάει να σηκωθώ και αρχίζει να περπατά προς το δωμάτιό μου κρατώντας με απ' το χέρι. «Είπα ότι θα σε κάνω να πάψεις να είσαι κακομαθημένη και μιλάω σοβαρά», σφυρίζει πριν ανοίξει την πόρτα του δωματίου μου.

Κρατώ την αναπνοή μου, γιατί ξέρω ότι το κρεβάτι είναι άστρωτο και το παλτό που δεν επέστρεψα τη μέρα στο νοσοκομείο είναι ακόμα στο μαξιλάρι μου γιατί έχω προσκολλήσει σε αυτό για να κοιμηθώ τις τελευταίες μέρες. Ανοίγω το στόμα μου, έτοιμη να δικαιολογηθώ, να πω έστω και κάτι ηλίθιο, αλλά το μόνο πράγμα που ξεφεύγει από τα χείλη μου είναι ένα αξιολύπητο:

«Μπορώ να σου εξηγήσω».

Ο Ντόριαν δεν λέει τίποτα. Μου αφήνει το χέρι, πηγαίνει προς το κρεβάτι μου και βγάζει το ρούχο από το μαξιλάρι μου. Συνοφρυώνεται ελαφρά καθώς το κάνει αλλά παραμένει σιωπηλός.

«Θα τα πούμε αργότερα», ορίζει και παρακολουθώ έκπληκτη να πιάνει τις άκρες του σεντονιού και το σκίζει για να αφήσει μερικές μακριές λωρίδες. «Ξάπλωσε».

«Μόλις μου έσκισες τα σεντόνια».

«Θα σου αγοράσω άλλ», το υποβαθμίζει. «Δεν σε βλέπω ξαπλωμένη και σου ζήτησα να το κάνεις», μουρμουρίζει. «Χρειάζεται να συνεχίσω με τη ζώνη για να με καταλάβεις;»

«Όχι, κύριε», πλησιάζω στο κρεβάτι και πριν προλάβω να καθίσω, με καθοδηγεί μπρούμυτα, αφού έβαλε ένα μαξιλάρι στο ύψος της λεκάνης μου. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ξαπλώνω, νιώθοντας ολόκληρο το δέρμα μου να τραβιέται από το χτύπημα.

«Τι υπάκουο κορίτσι», περνάει το χέρι του στα μαλλιά μου προτού χρησιμοποιήσει τα κομμάτια απ' το σεντόνι μου για να δέσει τα χέρια μου στο κεφαλάρι και τα πόδια μου σε κάθε πόδι του κρεβατιού, κρατώντας τα πόδια μου χωριστά. «Θέλω να έχεις τα μάτια σου κλειστά για αυτό το κομμάτι, Καλ».

Υπακούω και κλείνω τα μάτια μου, αναγκάζοντας τον εαυτό μου να τα κρατήσει έτσι ενώ τον ακούω να κυκλοφορεί στο δωμάτιό μου και να ψάχνει για κάποια πράγματα που άφησε πίσω κατά τη διάρκεια της παραμονής του εδώ. Λίγο μετά, ένα ζεστό υγρό πέφτει στα πόδια μου και τρομάζω.

«Τί...;»

«Λάδι», λέει. «Κράτα τα μάτια σου κλειστά και το στόμα σου ανοιχτό μόνο για να απαντήσεις σε αυτό που ρωτάω», αρχίζει να κάνει μασάζ στις γάμπες μου, που ήταν επίσης θύματα της ζώνης, και διαγράφει κάθε κοκκινωπή γραμμή στο δέρμα μου, πιέζοντας τα δάχτυλά του στους κόμπους των μυών. Το κάνει αυτό για λίγα λεπτά, εξουδετερώνοντας τον πόνο και δημιουργώντας έναν αναπόφευκτο στροβιλισμό ενθουσιασμού, προϊόν του να έχω τα χέρια του στο σώμα μου, και καθώς σηκώνεται αργά, το κεφάλι μου έχει χαθεί στις σκέψεις. «Πρέπει να κάνουμε μια συζήτηση με ειλικρίνεια, Καλ», μουρμουρίζει, «μια συζήτηση χωρίς μυστικά».

«Είμαι πάντα ειλικρινής μαζί σου, καθηγητά».

«Είσαι;» τα χέρια του ανηφορίζουν προς στον πισινό μου και ένα βογγητό πόνου ξεφεύγει από το στόμα μου. «Τότε πες μου, Καλ...» αρχίζει να ρωτάει, φέρνοντας το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου, σέρνοντας το λάδι στην υγρασία των πτυχών μου και γλιστρώντας ένα δάχτυλο μέσα μου. «Ήταν αλήθεια αυτό που είπες χθες το βράδυ;» Καταπίνω, όχι ακόμα τόσο μαγεμένη από τη γοητεία του ώστε να απαντήσω. «Σκληρό κορίτσι... Εντάξει, μην απαντάς αν δεν θέλεις. Θα μάθω πάντως».

«Ήταν αλήθεια...» λέω. «Είναι αλήθεια».

«Άρα με μισείς».

«Κι εσύ».

Γελάει.

«Εξαρτάται από την αντίληψή σου για το μίσος, Καλέντουλα», μουρμουρίζει. «Από πότε έχεις αυτά τα συναισθήματα για μένα;»

«Δεν ξέρω», μουρμουρίζω. «Ίσως θα έπρεπε να ελέγξεις το ημερολόγιό μου, καθηγητά», αστειεύομαι.

Πέρα από το να εκνευριστεί από την έλλειψη συνεργασίας μου, συνεχίζει να κάνει μασάζ στο δέρμα μου σιγά σιγά, ενώ εισχωρεί περιστασιακά ανάμεσα στα πόδια μου, κρατώντας με ζεστή.

«Ήξερα ότι σε μισούσα όταν συνειδητοποίησα ότι η ιδέα να σε αγγίξει ή να σε πληγώσει ο Άλεξ με τρέλαινε», προσπαθώ να κουνηθώ αλλά οι περιορισμοί με εμποδίζουν. «Είμαι ειλικρινής μαζί σου και το ίδιο περιμένω από σένα. Όχι άλλα αστεία, Καλ».

«Όχι άλλα αστεία», υπόσχομαι. «Εγώ... εγώ... νομίζω πως...»

«Συνέχισε...» Τα δάχτυλά του βυθίζονται μέσα μου και λαχανιάζω.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ όταν το κάνεις αυτό».

«Ίσως αυτό να είναι το καλύτερο».

Καταπίνω.

«Όταν... όταν... οι ιστορίες και οι νύχτες και... οι σοκολάτες για κολικούς», μουρμουρίζω με το κεφάλι μου βυθισμένο στην ομίχλη των ενδορφινών. «Δεν το ήθελα ποτέ με κανέναν».

«Καλό κορίτσι, το βλέπεις; Μπορείς να είσαι ειλικρινής μαζί μου...» με προτρέπει με ένα φιλί ανάμεσα στις ωμοπλάτες μου και τα δάχτυλά του αγγίζουν τα ευαίσθητα σημεία που με οδηγούν στον οργασμό.

Για λίγα δευτερόλεπτα μένω άναυδη και λαχανιάζω.

«Μπορείς να με λύσεις, σε παρακαλώ;»

«Για ποιο λόγο; Δεν τελειώσαμε ακόμα».

«Θέλω να σε αγγίξω», ψιθυρίζω. «Θέλω να σε αγγίξω και δεν θέλω να συνεχίσω να κοιμάμαι με το παλτό σου στο μαξιλάρι μου. Σε θέλω εσένα», κλαψουρίζω, γιατί ξαφνικά νιώθω συντετριμμένη. Θέλω να ελευθερώσω τα χέρια μου και να τον αγγίξω αλλά δεν μπορώ, δεν κάνει τίποτα για να με ανακουφίσει.

«Ηρέμησε», μουρμουρίζει, «αν συνεχίσεις να τραβάς, θα κάνεις κακό στον εαυτό σου και δεν το θέλω αυτό», μου τραβάει τα μαλλιά και μουρμουρίζει κοντά στο αυτί μου. «Ο μόνος εδώ που μπορεί να σε πληγώσει είμαι εγώ, κακομαθημένο κορίτσι, αυτό είναι το προνόμιό μου».

Ψάχνω για αέρα έξω από το μαξιλάρι καθώς βγάζει τα ρούχα του. Το ξέρω από το ήχο του φερμουάρ και τους υφάσματος.

«Σε παρακαλώ... με έχεις ήδη τιμωρήσει».

«Όχι αρκετά», λέει, «αλλά σκοπεύω να σου κάνω άλλα πράγματα, εκτός από το να σε τιμωρήσω», η γλώσσα του ακολουθεί τη γραμμή της σπονδυλικής μου στήλης μέχρι το λαιμό μου, όπου αρχίζει να ρουφάει απαλά το δέρμα, σημαδεύοντάς με. «Ωστόσο, πριν συνεχίσω, πρέπει να ομολογήσω ότι εγώ ξέρω πότε έμαθα ότι σε αγαπούσα», μουρμουρίζει. «Ήταν όταν σε είδα στο πάτωμα της κουζίνας μου, να μοιάζεις με ένα αθώο κοριτσάκι, να παίζεις με την Κάντρεα σα να μην υπήρχε τίποτα άλλο και... Ανάθεμα, Καλ, αυτή είναι μια εικόνα που θέλω να δω εκεί», το σώμα του πιέζεται πάνω στο δικό μου και η λεκάνη του σπρώχνει τον μελανιασμένο κώλο μου. «Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ μια αιωνιότητα γιατί αυτό υπάρχει μόνο στα μυθιστορήματα μυθοπλασίας, αλλά θέλω αυτό μεταξύ μας να διαρκέσει πολύ», δάκρυα κυλούν στα μάτια καθώς τον νιώθω να γλιστράει μέσα μου και το υπόλειμμα του πόνου μαζί με τον οργασμό με ζαλίζει. «Δώσε του ότι τίτλο θέλεις, φτιάξε μια λέξη αν πρέπει αλλά αυτό... αυτή η απαγορευμένη σχέση που έχουμε είναι αυτό που θέλω».

«Με αγαπάς;» Η ερώτηση ξεφεύγει από το στόμα μου πριν προλάβω να σκεφτώ καθαρά.

Ο Ντόριαν σπρώχνει μέσα μου, παραβιάζοντας το μυαλό μου.

«Σ' αγαπώ, κακομαθημένο κορίτσι. Εσένα και τα ξεσπάσματα σου, τα οποία μετά βίας αντέχω».

«Λατρεύεις τα ξεσπάσματα μου, καθηγητά», λαχανιάζω.

«Έχεις δίκιο».

Σφίγγω τα μάτια μου καθώς εκείνος κινείται και το χέρι του κατευθύνεται στα μπράτσα μου για να με ελευθερώσει από τους περιορισμούς.

«Μπορώ να σε ακουμπήσω;»

Ο Ντόριαν απομακρύνεται από κοντά μου χωρίς να μου απαντήσει και με ελευθερώνει από τους περιορισμούς. Δεν έχει έρθει ακόμα αλλά δεν αργεί να με βάλει από πάνω του και να με κρατήσει από τους γοφούς ενώ προσπαθώ να τον δω μέσα από τα δάκρυα. Ο άντρας μου φιλάει τα μάγουλα και μετά το στόμα μου και μπορώ να γευτώ το τσιγάρο, τη πικρή γεύση των δακρύων μου και την διέγερση.

«Μην περιμένεις λουλούδια και σοκολάτες από εμένα», λέει με το στόμα του πιεσμένο στο δικό μου, «δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος και αν το θέλεις αυτό από εμένα θα σε απογοητεύσω», μουρμουρίζει, «αλλά σε αγαπώ και σε θέλω στη ζωή μου όσο εσύ θέλεις να είσαι σε αυτή», με φιλάει.

«Ντόριαν...»

Κάνει μία ώθηση μέσα μου, αναγκάζοντάς με να κλείσω τα μάτια από την ένταση και το ένα του χέρι περιβάλλει τον λαιμό μου.

«Ξέρω ότι σου είπα ότι το χέρι μου θα σου ταίριαζε σαν περιλαίμιο, αλλά πραγματικά σου αξίζει κάτι καλύτερο από ένα χέρι στο λαιμό σου», τότε, το κάνει. Πλησιάζει προς τα ρούχα του και βγάζει μια λεπτή, χρυσή αλυσίδα, με ένα μικρό λουκέτο πάνω της. Έχει ένα γράμμα Ντ χαραγμένο και είναι όμορφο. «Το θέλεις, Καλ; Θέλεις να φορέσεις το περιλαίμιο μου;»

Όλο μου το σώμα τρέμει όταν γνέφω. Ο Ντόριαν χαμογελάει και με φιλάει καθώς τα χέρια του προσαρμόζουν τη λεπτή αλυσίδα γύρω από το λαιμό μου. Παρόλο που είναι ελαφριά, η παρουσία της με πνίγει και δεν μπορώ ούτε να καταπιώ από το συναίσθημα. Όταν η κλειδαριά κλείνει, όλα φαίνονται να μπαίνουν στη θέση τους. Το σώμα μου προσαρμόζεται στον Ντόριαν, η αναπνοή μου σταματά και τελειώνουμε και οι δύο. Τα χέρια μου περιβάλλουν τους ώμους του και τα νύχια μου σκάβουν το δέρμα του καθώς προσκολλώμαι πάνω του σαν να εξαρτάται η ζωή μου από αυτό.

«Νόμιζα... Νόμιζα ότι δεν το ήθελες αυτό».

Φιλάει τον λοβό του αυτιού μου και τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου δευτερόλεπτα αργότερα.

«Αυτό είναι το μικρό μας μυστικό», μουρμουρίζει.

«Εσυ έχεις το κλειδί;» γνέφει.

Για λίγα λεπτά δεν κάνουμε τίποτα. Το σώμα μου πέφτει πάνω από το δικό του ενώ το κεφάλι μου εκτοξεύει πυροτεχνήματα, συναγερμούς πυρκαγιάς και ουρλιάζει. Είναι ένας μπερδεμένος ανεμοστρόβιλος συναισθημάτων που δεν μπορώ να σταματήσω και το μόνο πράγμα που με κρατάει πίσω είναι η αγκαλιά του Ντόριαν και η ζεστασιά του κορμιού του.

«Καλ... Με εμπιστεύεσαι;» Τον παρατηρώ σιωπηλή και γνέφω. «Επομένως κατήγγειλε τον Άλεξ».

Τεντώνομαι. Η ομίχλη των ενδορφινών εξαφανίζεται μαγικά καθώς αντικαθίσταται από σύγχυση.

«Έχουμε ήδη μιλήσει γι' αυτό, δεν πρόκειται να το κάνω», του λέω με τρεμάμενη φωνή. «Δεν πρόκειται να θέσω τη δουλειά σου σε κίνδυνο».

«Δεν κινδυνεύει η δουλειά μου», λέει ήρεμα, «ούτε οι σπουδές σου. Εμπιστεύσου με και κάνε το. Εκείνος ο βλάκας δεν θα έπρεπε να μπορεί να σε βλάψει».

«Ντόριαν...»

«Με εμπιστεύεσαι;»

Βγάζω ένα νευρικό γέλιο.

«Εκμεταλλεύεσαι την ευαλωτότητά μου».

«Ποτέ», με φιλάει στο μάγουλο και αφήνει τα χείλη του εκεί. «Λατρεύω την ευαλωτότητά σου, αλλά δεν θα τη χρησιμοποιούσα εναντίον σου».

«Αν μας είδε ο Άλεξ στο γραφείο σου, αν ξέρει...»

«Από πότε φοβάσαι έναν ανόητο σαν αυτόν;» ρωτάει. «Υπομένεις περιορισμούς, ταπείνωση, χτυπήματα στους γλουτούς και να σε πηδάνε μπροστά σε εκατοντάδες ανθρώπους, αλλά φοβάσαι μήπως κάποιος ανόητος πει ότι κοιμάσαι με τον καθηγητή σου».

«Φοβάμαι για το μέλλον μας. Δεν θέλω να είμαι η φοιτήτρια που γαμάει τους καθηγητές, ούτε εσύ ο διεστραμμένος καθηγητής».

«Αν σου έλεγα ότι το μέλλον μας δεν κινδυνεύει, θα το έκανες;»

Τον παρακολουθώ για λίγα δευτερόλεπτα χωρίς να πω τίποτα. Αν ήξερα ότι πραγματικά δεν θα έχανε τη δουλειά του και δεν θα έχανα τη θέση μου στο πανεπιστήμιο, μπορεί να είχα καταγγείλει τον Άλεξ την Πέμπτη όταν με νάρκωσε.

«Θα το έκανα, ναι».

«Τότε δεν χρειάζεται να το σκεφτείς δύο φορές», μου λέει. «Την Πέμπτη ξεκαθάρισες τις προτεραιότητές σου», μουρμουρίζει.

«Δεν είχα σκοπό να το πω όπως το είπα», του ψιθυρίζω, προσπαθώντας να κρυφτώ επάνω του. «Είχα ναρκωθεί, δεν θυμάμαι καν τις ακριβείς λέξεις».

«Είπες ότι το πανεπιστήμιο μας ήταν πάνω από εμάς και το σέβομαι αυτό», μου λέει αργά, «αλλά δεν πρόκειται να σε αφήσω να δώσεις προτεραιότητα σε αυτό έναντι της απόπειρας κακοποίησης. Αύριο θα μιλήσουμε με τον Νικ για να μάθουμε πώς να συνεχίσουμε με αυτό», μουρμουρίζει πριν με φιλήσει αργά για μερικά δευτερόλεπτα ενώ νιώθω το βάρος όλων των πραγμάτων να πέφτει πάνω μου.

Ο Ντόριαν μου πρόσφερε ένα περιλαίμιο και το δέχτηκα. Σφράγισε μια ένωση μεταξύ μας, ως αφέντη και υποτακτική. Μου είπε ότι με αγαπάει και του το είπα κι εγώ. Θέλει να καταγγείλω τον Άλεξ και ξεκαθάρισε τις προτεραιότητές του. Ενώ εγώ έβαζα τις σπουδές του και τη δουλειά του πάνω από εμάς, ανέβασε τον πήχη πιο ψηλά και ξεκαθάρισε ότι υπήρχε κάτι που είχε μεγαλύτερη σημασία για αυτόν: εγώ.

Τα δάκρυα κυλούν ελεύθερα στα μάγουλά μου καθώς με φιλάει και τα χέρια του τυλίγονται γύρω από το σώμα μου πριν πετάξει το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό στην άκρη και ξαπλώσει ξανά στο κρεβάτι. Βγάζω αρκετές κραυγές από τον πόνο και αυτό τον κάνει να γελάει, γιατί είναι αρκετά σαδιστής για να το κάνει αυτό.

«Καημένο μαζοχίστικο κορίτσι», αρπάζει τα μάγουλά μου και χαμογελάει πριν σκύψει και με φιλήσει. Τα δάχτυλά του κινούνται κάτω από το μάγουλό μου μέχρι το λαιμό μου και μιλάει. «Ακριβώς επειδή έχεις ένα περιλαίμιο δεν σημαίνει ότι θα σταματήσω να αφήνω το χέρι μου εδώ».

Δεν μπορώ να το αποφύγω, χαμογελώ. Η ορμή των ενδορφινών και των συναισθημάτων αναμειγνύονται μεταξύ τους και κάνουν χυλό στον εγκέφαλό μου.

«Σ’ αγαπώ κι ας είσαι σαδιστής, γέρος και πικρόχολος», μουρμουρίζω.

Ο Ντόριαν γέρνει ελαφρά το κεφάλι του και μου χαμογελάει.

«Νόμιζα ότι με μισούσες, Καλ», χωρίς να πει τίποτα άλλο πιάνει τους καρπούς μου και τους βάζει εκατέρωθεν του κεφαλιού μου, «αλλά, τώρα που έκλαψες λίγο και μιλήσαμε, θα σε γαμήσω».

«Με γάμησες ήδη».

«Δεν ήταν αρκετό», χαμογελάει. «Εξάλλου, ακόμα δεν σε έχω κάνει να πάψεις να είσαι κακομαθημένο», μουρμουρίζει, «και δεν έχω τελειώσει ούτε με τις τιμωρίες».

«Μα...» Μένω σιωπηλή γιατί τα δάχτυλά του που γλιστρούν στην κοιλιά μου μου αποσπούν την προσοχή. «Την Πέμπτη με άφησες να φύγω με τον Τρέβις».

«Τι περίμενες, Καλ;» με παρατηρεί. »Ήθελες να σε πάρω μαζί μου μετά από αυτά που είπες;»

«Ήλπιζα ότι θα με έπιανες από τα μαλλιά και θα με έσυρες στο αυτοκίνητό σου», παραδέχομαι.

«Δεν είχα αυτοκίνητο εκείνο το βράδυ, είχαμε πάει με αυτό του Νικ, θυμάσαι;»

Γνέφω καταφατικά, αν και εκείνο το βράδυ είναι λίγο θολό στο κεφάλι μου.

«Με άφησες να πάω με τον ξάδερφό μου και την Άνταμπελ».

«Καλύτερα να ήσουν μαζί του, εγώ ήμουν θυμωμένος μαζί σου και θα τελειώναμε άσχημα τη βραδιά», λέει. «Δεν λέω ότι ήταν δίκαιος θυμός, γιατί δεν ήταν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι...»

«Δηλαδή, κάθε φορά που θυμώνεις θα φεύγεις;»

«Όχι. Εκείνο το βράδυ, δεν είχες καν την πλήρη συνείδηση για να προσπαθήσεις να συζητήσεις με τον εαυτό σου».

«Γιατί δεν με έψαξες μετά;»

«Εσύ χρειαζόσουν χώρο και εγώ το ίδιο», μουρμουρίζει. «Ο Τρέβις με κρατούσε ενήμερο για το πώς ήσουν καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας».

«Ρώτησες για μένα;»

Η καρδιά μου φτερουγίζει όταν γλιστράει τους αντίχειρές του στο στήθος μου και με αρπάζει από τα πλευρά. Δεν μου έχει απαντήσει και είναι συνοφρυωμένος. Δεν καταλαβαίνω γιατί μέχρι που ρωτάει πότε ήταν η τελευταία φορά που έφαγα.

Δεν του απαντώ. Τα μάγουλά μου κοκκινίζουν και η απάντηση είναι προφανής. Η αλήθεια είναι ότι το στομάχι μου έκλεισε και μπόρεσα να πιω μόνο καφέ και τρία σμούθις με λίγη ζάχαρη από την Πέμπτη, γιατί στενοχωριόμουν πολύ για να φάω.

«Θα θυμώσεις».

«Δεν θα το κάνω», με κοιτάζει και αναστενάζει, απελευθερώνοντας το σώμα μου. «Το σεξ μπορεί να περιμένει, θα φας πρώτα».

«Όχι...» παραπονιέμαι, φέρνοντας το χέρι μου στο στήθος του για να μην απομακρυνθεί από κοντά μου όταν δω την πρόθεσή του να φύγει από το κρεβάτι και αρνείται, μπλέκοντας το χέρι του με το δικό μου. «Μπορούμε να φάμε αργότερα».

«Μη διαφωνείς μαζί μου», μου γρυλίζει. Εξαφανίζεται στο μπάνιο για λίγα δευτερόλεπτα και όταν επιστρέφει, μου δίνει το δικό του πουκάμισο, το οποίο κοιτάζω καχύποπτα χωρίς να καταλαβαίνω. «Φόρεσε το».

«Γιατί;»

«Επειδή μετά παραπονιέσαι που δεν σου τα δίνω, τοξικό κακομαθημένο» μου χαμογελάει καθώς του φοράει το εσώρουχο και το παντελόνι του πριν με πιάσει ξανά από το χέρι και με οδηγήσει έξω από το δωμάτιο. Η ζώνη του και το βιβλίο του Σαίξπηρ είναι ακόμα στον καναπέ μου αλλά δεν τους δίνω ιδιαίτερη σημασία.

«Τι είναι αυτό;» τον ρωτάω όταν βγάζει ένα ολοκαίνουργιο σημειωματάριο από την τσάντα του και το βάζει μπροστά μου μαζί με ένα στυλό.

«Για να γράψεις», επισημαίνει προφανώς. «Έχεις ένα καθήκον τώρα, Καλ. Θα γράφεις εκεί κάθε μέρα, για οτιδήποτε, δεν με νοιάζει... και εγώ θα το διαβάσω».

«Γιατί;»

«Επειδή έπρεπε να γράψεις αυτό που ήθελες να μου πεις», μου θυμίζει, «και ίσως το γράψιμο να είναι πιο εύκολος τρόπος έκφρασης για σένα».

Για λίγα δευτερόλεπτα μένω σιωπηλή. Ο Ντόριαν δεν ρωτάει καν αν θέλω ή όχι να το κάνω αυτό, απλά μου δίνει την εντολή να το κάνω γιατί είναι κάτι που πιστεύει ότι το χρειάζομαι.

Αφού καταπίνω, ρωτάω:

«Υπάρχουν κανόνες;»

«Αυτό που γράφεις πρέπει να είναι ειλικρινές», λέει. «Διαφορετικά, όχι, δεν υπάρχουν κανόνες εκτός από το ότι πρέπει να γράφεις κάτι κάθε μέρα».

Κρύβοντας την έκπληξη ότι πρέπει να το κάνω καθημερινά, αφήνω την αναιδή μου πλευρά να πάρει λίγο τον έλεγχο.

«Μπορώ να χρησιμοποιήσω χρωματιστά στυλό και να το διακοσμήσω;»

«Ναι».

«Με γκλίτερ και φωτογραφίες του Σρεκ;»

«Μην παίζεις μαζί μου, Καλέντουλα», με μαλώνει και μετά δείχνει μια από τις καρέκλες. «Ξεκινάς σήμερα».

«Τώρα;»

«Ναι, τώρα καθώς εγώ θα ετοιμάζω λίγο φαγητό».

Με κομμένη την ανάσα, κάθομαι και προσπαθώ να βρω μια στάση που θα απαλύνει τον πόνο στον πισινό μου ενώ σκέφτομαι τι διάολο να γράψω.

Το να μην έχω κανόνες σχετικά με το θέμα με κάνει να αποπροσανατολίζομαι.

Ο Ντόριαν φαίνεται να με αγνοεί καθώς ανοίγει το ψυγείο μου και ψάχνει για φαγητό, αλλά ξέρω ότι με κοιτάζει κάθε τόσο καθώς αφήνω τις λέξεις να κυλούν από το χέρι μου.

Χρειάζεται λίγος χρόνος για να ετοιμάσω το δείπνο και χρησιμοποιώ αυτόν τον χρόνο για να εκφράσω όλα όσα ένιωσα αυτές τις μέρες. Είμαι ειλικρινής—πολύ—και ξέρω ότι θα τον αφήσω να δει τα συναισθήματά μου όπως είναι.

Το δείπνο είναι παράξενα ήσυχο, ενώ το σημειωματάριο με τις εξομολογήσεις μου βρίσκεται στη μια άκρη του τραπεζιού. Όταν τελειώσουμε, μαζεύω τα πιάτα και άλλα πράγματα και τα αφήνω στο νεροχύτη ενώ παρακολουθώ τον Ντόριαν να αρπάζει το σημειωματάριο. Το αφήνει μπροστά του αλλά δεν το διαβάζει και θα ήθελα να περιμένει μέχρι να φύγω για να το διαβάσει αλλά δεν φαίνεται να έχει την ίδια ιδέα.

«Θα πάω για λίγο στο δωμάτιο», μουρμουρίζω.

«Όχι, Καλ, έλα εδώ», απομακρύνει λίγο την καρέκλα του από το τραπέζι και με κοιτάζει.

Με τη νευρικότητα στα όρια της τον πλησιάζω και τον αφήνω να με βάλει στην αγκαλιά του. Όπως εκείνη τη φορά που τον βοήθησα να διορθώσει την εργασία του, τοποθετεί τα χέρια του γύρω μου και ακουμπά το πηγούνι του στον ώμο μου πριν ανοίξει το σημειωματάριο.

Δεν πρόκειται να πω ψέματα, νιώθω εκτεθειμένη.

«Θα μπορούσες να το διαβάσεις μόνος σου, αργότερα», προτείνω.

«Όχι, ας το διαβάσουμε μαζί», λέει ήρεμα πριν δείξει την πρώτη λέξη που έγραψα. «Ξεκίνα, Καλ, θέλω να με βοηθήσεις να σε καταλάβω».

Έτσι, το διαβάζω και το αφήνω να με καταλάβει γιατί είναι ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει αυτό.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro