Αγγελικά μονοπάτια (12)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο
Γύρισα τρομαγμένη από την άγνωστη αυτή φωνή και μπροστά μου αντίκρισα έναν νεαρό. Δεν πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερός μου, ίσως 2 ή 3 χρόνια. Μοιάζαμε στα χαρακτηριστικά. Είχε κατάμαυρα, σαν τα δικά μου μαλλιά και μάτια στο χρώμα του πάγου, ένα τόνο πιο ανοιχτό από τα δικά μου, σχεδόν γκρι.
"Και ποιος είσαι εσύ, για να 'χουμε και καλό ερώτημα;" του είπα εκνευρισμένα που χάλασε την ηρεμία μου, και μάλιστα με τον πιο αναιδή τρόπο!
"Ονομάζομαι Ντέιμον" είπε με ένα χαιρέκακο χαμόγελο.
"Και τι θες εδώ, Ντέιμον; Είσαι κι εσύ κάποιος του.. παλατιού;" του είπα ειρωνικά.
"Ω, όχι πριγκίπισσα. Εγώ είμαι πολύ καλύτερος από όλους μέσα σε αυτό το παλάτι" είπε περιφρονητικά. Το 'πριγκίπισσα' ήταν ακόμη πιο εκνευριστικό από το ' μικρή' που με φωνάζει ο Άγγελος.
"1ον: Έχω κι όνομα, με λένε Ιωάννα, όχι πριγκίπισσα και 2ον: Έχεις πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, αν νομίζεις ότι είσαι καλύτερος"
"Μα πριγκίπισσα, ξέρω το όνομά σου κι όχι μόνο! Ξέρω πολύ περισσότερα για εσένα απ' όσα μπορείς να φανταστείς." είπε αδιάφορα, επαναλαμβάνοντας το καινούργιο μου.. παρατσούκλι.
"Ποιος είσαι;" ρώτησα με τα από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής.
Άρχισε να με πλησιάζει με αργό και σταθερό βήμα. Όταν ήρθε αρκετά κοντά μου, σήκωσε το χέρι του, με σκοπό να χαϊδέψει το μάγουλό μου.
"Μη μ' αγγίζεις!'' του είπα απότομα, κάνοντας ένα βήμα πίσω.
"Όπως επιθυμείς... πριγκίπισσα." είπε, κι ένα λοξό χαμόγελο παραμόρφωσε τα χαρακτηρίστηκα του.
"Λοιπόν, θα απαντήσεις στην ερώτησή μου;" επανέφερα την συζήτηση στο αρχικό της θέμα.
Ο Ντέιμον, άρχισε να γελά ειρωνικά.
''Πραγματικά δεν ξέρεις τίποτα; Δεν ξέρεις τον λόγο που είσαι εδώ;"
"Όχι'' η αλήθεια είναι πως ήθελα πολύ να μάθω τον λόγο που.. συμβαίνουν όλα αυτά.
"Είναι πραγματικά αξιολύπητο εκ μέρους τους. Να μην ξέρεις.. τόσα χρόνια." είπε, πιο σοβαρός τώρα.
"Τι εννοείς;" είχε αρχίζει να με φοβίζει το γεγονός ότι, ένας άγνωστος, ήξερε πράγματα για εμένα που σε 'μενα ήταν άγνωστα, ενώ εγώ δεν ήξερα τίποτα για εκείνον, παρά μόνο το όνομά του.
"Σου λένε ψέματα, Ιωάννα. Όλη σου τη ζωή. Δεν είσαι απλά άλλο ένα συνηθισμένο κορίτσι, όπως σε έκαναν να νομίζεις τόσα χρόνια." δεν με είπε πριγκίπισσα... τα πράγματα πρέπει να είναι στ' αλήθεια σοβαρά, ειρωνεύτηκα, από μέσα μου.
"Δεν σε καταλαβαίνω." του είπα ψυχρά.
"Τι δεν καταλαβαίνεις, Ιωάννα; Αλήθεια τώρα, δεν έχεις αναρωτηθεί, γιατί είσαι εδώ; Γιατί ο Άγγελος ή η Ορόρα, αρνούνται να σου πουν το οτιδήποτε;" με κοιτούσε αδιάφορα, με τα χεριά σταυρωμένα.
"Δε.. δεν.. μα θα μου πουν έτσι δεν είναι;" οι άμυνες μου είχαν σπάσει πλέον. Τον κοιτούσα λυπημένα, ελπίζοντας πως όλα αυτά είναι μόνο ένα κακό όνειρο, και μόλις ξυπνήσω, θα είμαι στο κρεβάτι μου στην Αθήνα, μαζί με τον πατέρα και την αδελφή μου.
Σαν να διάβασε τις σκέψεις μου, το βλέμμα του μαλάκωσε λίγο, ή μπορεί να ήταν κι η ιδέα μου. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη, αφού τα μάτια μου είχαν βουρκώσει.
"Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη μοίρα σου, πριγκίπισσα. Μπορείς μεν να την κατευθύνεις αλλά κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα αλλάξεις. Δεν μπορείς να αλλάξεις αυτό που είσαι." είπε πιάνοντας το χέρι μου.
"Τι είμαι;" ρώτησα κοιτώντας τον στα μάτια, κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου. Εκείνος τότε με το άλλο του χέρι χάιδεψε το πρόσωπό μου, παίρνοντας μακριά το αδέσποτο δάκρυ.
"Είσαι μία πριγκίπισσα" είπε και γέλασα. Βασικά πρέπει να ήμουν πολύ αστεία. Έκλαιγα και γέλαγα ταυτόχρονα. Αξιοθρήνητο ε;
"Μη γελάς" είπε " είναι αλήθεια. Δεν σε αποκαλώ τυχαία έτσι από την πρώτη στιγμή που σε είδα".
"Φύγε μακριά της!" άκουσα κάποιον να φωνάζει, με την φωνή του να αντηχεί σε όλο τον κήπο, κάνοντας κάποια περιστέρια να φύγουν τρομαγμένα.
"Άγγελε" ψιθύρισα.
Με κοίταξε με θυμωμένο ύφος, κι η ανάσα μου πάγωσε. Τα μάτια του, ήταν τόσο διαφορετικά.. τρομακτικά θα έλεγα. Ήταν τόσο ανοιχτόχρωμα, σχεδόν λευκά. Μόλις αντιλήφθηκε ότι τον παρατηρώ, γύρισε απότομα το βλέμμα του και κοίταξε τον Ντέιμον.
"Τι θες εδώ;' του είπε άγρια.
"Απλή περιέργεια. Ήθελα να δω ποια είναι η Ιωάννα, το κορίτσι για το οποίο δεν σταματάω να ακούω εδώ και χρόνια" είπε άνετα. Τόσο ήρεμα που καταντούσε εκνευριστικό ακόμα και για 'μένα.
"Ή μήπως ήρθες να την πάρεις" κάγχασε ο Άγγελος.
Να με πάει που;
"Νομίζεις πως είμαι χαζός; Δεν θα έκανα ποτέ κίνηση στην αυλή του εχθρού. Όχι με τόσους αγγέλους να φρουρούν το κάστρο!" συνέχισε να είναι ήρεμος, σαν να μιλάμε για τον καιρό κι όχι να λέμε για κάστρα κι αγγέλους. Αγγέλους;!
Όχι, δεν μπορεί. Αγγέλους... αυτή η λέξη τριγυρνάει στο μυαλό μου, όλη την ώρα. Σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα τα μάτια του Άγγελου να με κοιτάνε ανήσυχα. Κοίταξα πρώτα εκείνος, και μετά τον Ντέιμον με γουρλωμένα μάτια.
"Τι είπες μόλις τώρα; Άγγελοι;" ρώτησε τον Ντέιμον, ο οποίος με κοίταξε ξαφνιασμένος.
"Τώρα είναι δικιά σου δουλειά να της εξηγήσεις. Καλή τύχη." είπε ψυχρά στον Άγγελο. Τότε κατάμαυρα φτερά ξεπήδησαν από την πλάτη του, και με ένα άλμα βρέθηκε να πετάει στον συννεφιασμένο πλέον ουρανό.
"Είναι αλήθεια;" ήταν το μόνο που είπα, μετά από δευτερόλεπτα νεκρικής σιγής. Στράφηκα να αντικρίσω τον Άγγελο, όμως εκείνος κοιτούσε πεισματικά κάτω.
"Άγγελε, μίλησέ μου! Είναι αλήθεια;!" απαίτησα
"Ναι μικρή, είναι"
"Και γιατί δεν μου το είπες από την αρχή; Γιατί με έφερες εδώ; Γιατί χάλασες την ζωή μου!" φώναξα.
"Δεν μπορείς να καταλάβεις. Δεν είναι όλα τόσο απλά, μικρή" είπε λυπημένα, κι άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου.
"Μην με πλησιάζεις" είπα ψυχρά.
Ήμουν απίστευτα θυμωμένη κι απογοητευμένη. Απ' ότι φαίνεται όλοι ξέρουν τι γίνεται με εμένα, ενώ εγώ μάλλον, δεν ξέρω τίποτα.
"Καλύτερα να μιλήσεις με την Ορόρα" είπε μετά από αρκετή ώρα, κι άρχισε να απομακρύνεται, διασχίζοντας σιωπηλά τον κήπο.
Μια αστραπή σχίζει τον ουρανό και ξεσπάει καταρρακτώδεις βροχή. Το ξέσπασμα αυτό μου θυμίζει τον εσωτερικό μου κόσμο. Θέλω να τρέξω, να φωνάξω και να βρω το δίκιο μου, μα πάνω απ' όλα την αλήθεια, που μου έχουν στερήσει.
Γεμάτη θυμό κατευθύνομαι με βιαστικά βήματα προς το παλάτι, ακλουθώντας τα βήματα του Άγγελου.
"Ορόρα, Ορόρα!" φώναζα σαν τρελή μέσα στο κάστρο. Δεν υπήρχε κανείς. Είναι σαν η βροχή να τους έκανε να εξαφανιστούν.
"Ορόρα!" ξαναφώναξα στο άδειο παλάτι, με την φωνή μου να κάνει αντίλαλο στους πέτρινους τοίχους
Θα μεβρειςστοδωμάτιό μου. Ανέβατησκάλατουχολ. Τρίτη πόρταδεξιά.
Η φωνή της Ορόρας. Στο κεφάλι μου. Πάλι!
"Βγες απ' το κεφάλι μου!" ούρλιαξα τόσο δυνατά με αποτέλεσμα τα τεράστια παράθυρα αριστερά και δεξιά μου να τρίξουν.
Μετά από λίγο, αφού ο θυμός και η περιέργεια μου για την αλήθεια, υπερνίκησαν του εγωισμού μου, αποφάσισα να ανέβω, να την βρω.
Στην κορυφή της σκάλας, μπροστά μου, υπήρχαν δύο τεράστιοι διάδρομοι. Και κάθε 5-7 μέτρα και μία πόρτα. Από την δεξιά πλευρά όμως, όπως μου είχε πει και η Ορόρα, δεν υπήρχαν παρά μόνο τρεις πόρτες, και για άλλη μία φορά πολλά πορτραίτα.
"Τρίτη πόρτα δεξιά" μουρμούρισα.
Ένα. Δύο. Τρία. Εδώ ήμαστε, η τελευταία πόρτα του διαδρόμου. Χτυπάω απαλά δύο φορές.
"Περάστε" ακούστηκε η ήρεμη φωνή της.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και πιάνω το χρυσό σκαλιστό πόμολο. Ώρα για την αλήθεια..
"Καλησπέρα Ιωάννα"
"Γεια" είπα απλά.
"Λοιπόν για να είσαι εδώ σημαίνει, προφανώς, πως κάτι σοβαρό έγινε ή κάτι θες να μάθεις. Σε ακούω" πως μπορεί να είναι τόσο.. χαλαρή;
"Βασικά και τα δύο συνέβησαν, Ορόρα. Έμαθα, ότι.. ότι είστε άγγελοι τέλος πάντων." της είπα και φάνηκε να την ανησυχεί λίγο αλλά δεν έχασε στιγμή την ψυχραιμία της.
"Οπότε θες εξηγήσεις" είπε κι ένευσα καταφατικά. Άφησε έναν ελαφρύ αναστεναγμό, και ξεκίνησε.
"Είναι αλήθεια. Είμαστε άγγελοι. Θα σου τα εξηγήσω όλα, πριν όμως σου πω τον λόγο που είσαι εδώ πρέπει να σου πω κάποια βασικά πράγματα, που πρέπει να ξέρεις για να καταλάβεις πιο εύκολα, περί τίνος πρόκειται"
"Όπως;" ρώτησα, σηκώνοντας τα φρύδια μου.
"Καταρχήν, πως είμαι η μητέρα σου" μου είπε, κοιτώντας με σταθερά στα μάτια.
Αποκλείεται. Αποκλείεται η Ορόρα να είναι η μητέρα μου. Εγώ έχω μητέρα, τη λένε Ελίζα και είναι ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο.
"Κι αν καταλαβαίνω καλά, από την έκφρασή σου, δεν πιστεύεις τα λεγόμενά μου" είπε πίνοντας μία γουλιά από το τσάι της.
"Δεν είναι και τόσο εύκολο" ξεφύσησα ειρωνικά.
"Κοίτα, Ιωάννα, ξέρω πως δεν σου είναι εύκολο, αλλά..."
"Αλλά τι; Μου ανατρέπεται τη ζωή μέσα σε μία μέρα! Ξαφνικά μαθαίνω για την ύπαρξη αγγέλων, ότι κάτι τρέχει με 'μένα και ότι είσαι η μητέρα μου!" είπα εκνευρισμένα.
Δεν είπε τίποτα. Σηκώθηκε από την καρέκλα της κι ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Έσκυψε προς το μέρος μου, κι άγγιξε απαλά το μάγουλό μου. Εγώ απλά έκλεισα τα μάτια μου, κι έμεινα να απολαμβάνω το χάδι της. Το χάδι της μητέρας μου.
"Ξέρω ότι είναι πολλά" είπε σιγανά "Υπάρχουν ακόμα τόσα που πρέπει να μάθεις... αλλά δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή. Πήγαινε στο δωμάτιό σου, να ξαπλώσεις, να ηρεμήσεις. Αφομοίωσε πρώτα αυτά, κι ύστερα θα έρθει κι η ώρα που θα τα μάθεις όλα."
"Εντάξει. Μπορώ όμως πρώτα να σε ρωτήσω κάποια πράγματα;" ρώτησα.
"Πες μου"
"Να αφού εσύ είσαι άγγελος, κι εγώ είμαι η κόρη σου.. είμαι κι εγώ άγγελος;"
Χαμογέλασε ελαφρά, και το πρόσωπό της μαλάκωσε.
"Μικρή μου, εσύ είσαι ακόμα πιο ιδιαίτερη." είπε χαμογελαστά.
"Τι εννοείς;"
"Είσαι άγγελος, αλλά όχι μόνο." συνέχισε αινιγματικά.
"Δηλαδή; Σε παρακαλώ, εξήγησέ μου. Μόνο αυτό, και μετά θα φύγω." παρακάλεσα. Έπρεπε να μάθω.
"Είσαι σίγουρη;" ψιθύρισε.
"Απολύτως" απάντησα με αυτοπεποίθηση.
"Εντάξει τότε" αναστέναξε " Εγώ είμαι η βασίλισσα των αγγέλων, η πιο ισχυρή των τελευταίων αιώνων, πράγμα που σε καθιστά πριγκίπισσα. Και πριν ρωτήσεις οι άγγελοι είναι σχεδόν αθάνατοι, αλλά αυτό είναι κάτι που θα το μάθεις αργότερα. Τέλος πάντων, πριν πολλά χρόνια άγγελοι και σκοτεινοί άγγελοι ήταν σε πόλεμο. Εγώ είχα μόλις στευθεί βασίλισσα, μετά τον θάνατο των γονιών μου. Ήμουν πολύ νέα, 19 χρονών για την ακρίβεια.
Ο πόλεμος είχε στοιχίσει εκατομμύρια ζωές αγγέλων, κι έπρεπε να δοθεί ένα τέλος. Ένα βράδυ λοιπόν κανονίστηκε μία συνάντηση με τον βασιλιά των σκοτεινών αγγέλων, με σκοπό μια διπλωματική λύση, για το τέλος του πολέμου. Πήγα στη συνάντηση εκείνο το βράδυ. Κι εκεί γνώρισα τον πατέρα σου" είπε νοσταλγικά.
Και τότε κατάλαβα.
"Ο βασιλιάς" δεν ήταν ερώτηση, αλλά διαπίστωση.
"Ακριβώς. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Δεν είχε καμία σχέση με μένα εξωτερικά. Είχε μαύρα μαλλιά και μάτια, όπως όλοι οι άγγελοι του είδους του. Όμως είχε καλή καρδιά, το ένιωθα. Η συνάντηση δεν έγινε καν. Ο Εδουάρδος μου ζήτησε να πάμε μια βόλτα στον κήπο του παλατιού του, κι εγώ δέχτηκα. Ο πόλεμος σταμάτησε για ένα διάστημα. Ο πατέρας σου ερχότανε συχνά για επισκέψεις, με την πρόφαση της συζήτησης μαζί μου. Αλλά το μόνο που κάναμε ήταν βόλτες στον κήπο ή μιλάγαμε για άσχετα θέματα στο δωμάτιό μου." σταμάτησε για λίγο κι έμεινε να κοιτάει το πάτωμα.
"Ορόρα;" της είπα μετά από λίγο.
Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε με μία κενή έκφραση, που με έκανε πραγματικά να ανησυχήσω.
"Καλά είμαι" είπε απλά
"Μπορείς να συνεχίσεις;"
"Ναι. Λοιπόν όπως σου έλεγα, μετά από πολύ καιρό, επισκέψεων, οι σύμβουλοί μου θεώρησαν καλό να παντρευτούμε. Είπαν πως έτσι θα σταματούσε ο πόλεμος, κι επειδή είχαν παρατηρήσει την ιδιαίτερη συμπάθια του βασιλιά προς εμένα, αλλά και την ανταπόκρισή μου, είπαν πως θα ζούσαμε ευτυχισμένοι. Αυτό όμως που δεν ήξεραν ήταν πως, ο Εδουάρδος, με είχε ήδη ζητήσει σε γάμο."
Είχα μείνει να την κοιτάω έκπληκτη. Ένας έρωτας μεταξύ ενός αγγέλου κι ενός σκοτεινού αγγέλου. Η απόλυτη ένωση του άσπρου με το μαύρο.
"Ο γάμος μας ήταν το μεγαλύτερο γεγονός εδώ και πολλούς αιώνες. Θεωρούταν ανήκουστη μια τέτοια ένωση, αδιανόητο" συνέχισε "τον ερωτεύτηκα, πολύ. Κι αυτός το ίδιο, κι έτσι ξεπεράσαμε όλες τις δυσκολίες και παντρευτήκαμε. Όμως η ευτυχία δεν κρατάει για πάντα. Ψάχνοντας παλιά αρχεία και ρωτώντας του γηραιότερους, μάθαμε πως δεν μπορούσαμε να κάνουμε παιδί. Ήταν κάτι απαγορευμένο, ιεροσυλία, έλεγαν. Όμως εμείς δεν σταματήσαμε, προσπαθούσαμε ξανά και ξανά. Αλλά μετά από 4 χρόνια ο πατέρας σου, δολοφονήθηκε."
Τα μάτια μου πρέπει να είχαν βγει σχεδόν από την θέση τους.
"Ποιος το έκανε αυτό;" ρώτησα θυμωμένη.
"Ο Όρεν" είπε με μίσος.
"Ποιος είναι αυτός"
"Ο αδελφός του"
Σοκαρίστηκα. Ο ίδιος του ο αδελφός, ο θείος μου, τον σκότωσε!
"Γιατί;"
"Γιατί αν μία στο εκατομμύριο καταφέρναμε να κάνουμε παιδί, θα ήταν πιο ισχυρό από τον ίδιο. Και μετά τον γάμο και την ένωση του βασιλείου, ένα παιδί θα τον απέκλειε αυτομάτως από τον θρόνο, στην περίπτωση που ο Εδουάρδος κι εγώ πεθαίναμε." κούνησε το κεφάλι της, λες και προσπαθούσε να διώξει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της.
"Και μετά; Τι έγινε;"
"Κι ύστερα, το πένθος σκόρπισε σε όλο το βασίλειο. Άγγελοι κι από τις δύο πλευρές ήρθαν στην κηδεία του. Όμως ο Όρεν τους δίχασε, κι ο πόλεμος ξανάρχισε, και συνεχίζεται μέχρι και τώρα." είπε τελικά.
"Κι εγώ; Πως γεννήθηκα, αφού ο πατέρας μου είχε πεθάνει;" απόρησα.
"Αυτό που δεν ήξερε ο Όρεν όμως, είναι πως τα είχαμε καταφέρει. Είχα μείνει έγκυος σε εσένα, ένα μήνα πριν τον θάνατο του Εδουάρδου. Είχα μέσα μου τη μεγαλύτερη δύναμη που υπάρχει. Είσαι ο πιο δυνατός συνδυασμός δυνάμεων, Ιωάννα. Έχεις τις δυνάμεις και των αγγέλων και των σκοτεινών αγγέλων. Είσαι σχεδόν άτρωτη!" είπε με δέος.
"Και γιατί με έδωσες στην Ελίζα και στον Χρήστο; Γιατί δεν με κράτησες εδώ, να μεγαλώσουμε μαζί και να σε λέω 'μαμά';" παραπονέθηκα.
"Κοριτσάκι μου... δεν μπορούσα, όσο κι αν το ήθελα. Αν ο Όρεν σε έβρισκε, θα σε σκότωνε. Ήσουν ένα μυστικό, που έπρεπε να κρατηθεί κρυφό." είπε λυπημένα.
"Ποιοι ξέρουν για μένα;" ρώτησα.
"Εγώ, ο Άγγελος, η Έμμα, η Ζακλίν και.. ο Όρεν."
Wtf, η Ζακλίν;! Από που κι ως που; Τέλος πάντων, άλλο με καίει τώρα.
"Ο.. ο Όρεν;" ρώτησα τρομαγμένη.
"Δυστυχώς ναι. Δεν ξέρω πως το έμαθε, αλλά το σίγουρο είναι πως σε ψάχνει." απάντησε σκεπτική
"Και η Ζακλίν; Τι σχέση έχει με.. με όλο αυτό;"
"Η Ζακλίν δουλεύει για τον Όρεν."
Κάποιος με δουλεύει! Η Ζακλίν δουλεύει για τον άνθρωπο που με θέλει νεκρή, για τον άνθρωπο που σκότωσε τον πατέρα μου, για το τέραςχωρίς έλεος! Η φίλη μου η Ζακλίν, ο άνθρωπος που θα έβαζα μέσα στο σπίτι μου.
"Ιωάννα είσαι καλά; Έχεις χλομιάσει" είπε η Ορόρα.
"Καλά είμαι.. είναι απλώς κάπως.. περίεργο. Το αίσθημα της προδοσίας" είπα κοιτώντας το πάτωμα.
"Αχ αγάπη μου. Έλα 'δω" μου είπε και χώθηκα στην αγκαλιά της.
"Ευχαριστώ" είπα σιγανά.
Με έσπρωξε λίγο για να δει το πρόσωπό μου. Η απορία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
"Για πιο πράγμα Ιωάννα;" είπε πικρά.
"Που με αγαπάς, μαμά"
Το πρόσωπό της άλλαξε. Πήρε μία γλυκιά έκφραση, και το βλέμμα της πρόδιδε μόνο στοργή.
"Πήγαινε πάνω, να ξεκουραστείς. Θα τα πούμε στο βραδινό." είπε και σηκώθηκε γρήγορα από τον καναπέ, κι εξαφανίστηκε στους σκοτεινούς διαδρόμους του πύργου.
Μετά από λίγο, βρισκόμουν στο δωμάτιό μου, μπροστά από τον ολόσωμο καθρέπτη, να με παρατηρώ. Η Ορόρα είπε πως όλοι οι σκοτεινοί άγγελοι έχουν μαύρα μαλλιά και μάτια, κι όπως διαπίστωσα οι άγγελοι έχουν πάντα ανοιχτόχρωμα μαλλιά και πάντα γαλανά μάτια.
Κι αυτό που βλέπω στον καθρέπτη είναι μία ανάμιξη. Αγγίζω με τα ακροδάχτυλα μου τα κατάμαυρα μαλλιά μου και κοιτάζω βαθιά μέσα στα γκριζογάλανα μάτια μου.
"Γεια πριγκίπισσα!"
Γύρισα απότομα προς τον γυάλινό μου τοίχο και το σαγόνι μου έπεσε μέχρι το πάτωμα.
"Τι θες εσύ εδώ;" είπα αγριεμένα.
"Έτσι υποδέχεσαι την φίλη σου;" με ειρωνεύτηκε.
"Εσύ δεν είσαι φίλη μου Ζακλίν! Είσαι μια υποκρίτρια!" της φώναξα.
"Μα τι εννοείς Ιωάννα;" άρχισε να με πλησιάζει "είμαι φίλη σου" είπε ήρεμα, μα εγώ μπορούσα να διακρίνω την μοχθηρία στο βλέμμα της. Τηνένιωθα.
"Φύγε μακριά μου!" φώναξα.
Ένα κακιασμένο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της.
"Μοιάζετε τόσο πολύ. Οι ίδιες ηλίθιες, παρορμητικές, λάθος αντιδράσεις. Είσαι τόσο χαζή όσο κι ο πατέρας σου!" είπε περιφρονητικά.
Κατέβασα το κεφάλι μου, έκλισα τα μάτια μου κι έσφιξα τις γροθιές μου. Ένιωσα μία περίεργη ενέργεια να με καταβάλει. Άνοιξα απότομα τα μάτια μου, και τα κάρφωσα στα μαύρα δικά της. Το επόμενο δευτερόλεπτο ήταν κολλημένη στον τοίχο ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Άπλωσα μπροστά το χέρι μου για να την ελέγχω καλύτερα.
Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέπτη. Τα μάτια μου ήταν γκρίζα, σχεδόν άσπρα και τα μαλλιά μου γυάλιζαν σαν μετάξι.
Χαμογέλασα στον εαυτό μου, και στράφηκα ξανά στην Ζακλίν. Με κοιτούσε σοκαρισμένη.
Όπως είχα απλωμένο το χέρι μου, άρχισα να σφίγγω την παλάμη μου. Ένιωθα σαν να πιάνω στ' αλήθεια τον λαιμό της, κι εκείνη φάνηκε να το καταλαβαίνει, αφού γούρλωσε τα μάτια της και πήρε μία κοφτή ανάσα.
Ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Γύρισα και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον Άγγελο. Πιο πίσω, στην πόρτα, στέκονταν η Ορόρα με μία παγωμένη έκφραση στο πρόσωπό της. Ο Άγγελος πάλι φαίνονταν πιο ψύχραιμος.
"Ιωάννα, ηρέμισε. Πρέπει να την αφήσεις." μου είπε αγχωμένος. Τελικά δεν ήταν και τόσο ήρεμος όσο φαίνονταν.
"Σκότωσε τον πατέρα μου." είπα ψυχρά και η παλάμη σου έκλεισε εντελώς.
Η Ζακλίν έβγαλε μία απελπισμένη κραυγή κι αίμα πετάχτηκε από το στόμα της λερώνοντας τα πάντα τριγύρω. Κατέβασα το χέρι μου και το σώμα της έπεσε μπροστά μου, σαν άψυχη κούκλα.
Και τότε μόνο συνειδητοποίησα τι έκανα.
"Τη σκότωσα;" είπα με φανερή φρίκη στη φωνή μου.
Τα παγωμένα και χλωμά πρόσωπα του Άγγελου και της Ορόρας, τα έλεγαν όλα.
Ω όχι!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Διπλα ειναι ο Adam Gregory στο ρολο του Ντέιμον ^^
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro