77. Στιγμές
Μετά από ακόμη μία εξαντλητική προπόνηση -έχουμε πάρει όλοι στα σοβαρά πλέον την υπόθεση "πρόκριση"- γυρίζουμε με τον Άλεξ στο σπίτι. Ανοίγω τυχαία το κινητό μου και βλέπω μήνυμα από τη μαμά: "Άρια έχω να πάω σε μία υποχρέωση. Θα αργήσω να γυρίσω. Αν πεινάσεις, έχω αφήσει λεφτά να παραγγείλεις. Φιλάκια, καληνύχτα!!"
Αχ, πόσο λυπάμαι που θα μείνω μόνη μου, με όλο το σπίτι δικό μου.. Πόσο λυπάμαι; ΚΑΘΟΛΟΥ!!
-Μάντεψε!! Έχω τέλεια νέα! λέω γεμάτη χαρά στον Άλεξ.
-Εμ, αποφάσισες επιτέλους να γίνεις ΠΑΟΚ; με ρωτάει με ελπίδα.
-Δεν είπα ότι έγινε θαύμα! Ούτε τρελάθηκα ακόμα.. του λέω ειρωνικά.
-Τρελή είσαι από μόνη σου εσύ! μου λέει αστειευόμενος, αλλά αποφασίζω να το παίξω θιγμένη.
-Τρελή να πεις το πρώτο σου παιδί και να είναι και αγόρι! του λέω θυμωμένη.
-Δεν σκοπεύεις αλήθεια να βγάλεις "τρελή" το γιο μας!! μου λέει και νιώθω το εγκεφαλικό να έρχεται!
-Τι είπες τώρα; τον ρωτάω έκπληκτη.
-Το γιο μας αγάπη μου, που θα κάνουμε μόλις παντρευτούμε..
-Θέλεις να με στείλεις έτσι; τον ρωτάω τρομαγμένη.
Τον αγαπώ, τον εκτιμώ, αλλά ποιος μίλησε για γάμους, πανηγύρια και μωρά; Μωρά; Θεέ μου!
-Μωρό μου, ηρέμησε. Πλάκα σου κάνω, μην φρικάρεις έτσι.. μου λέει και φεύγει ένα βάρος από πάνω μου.
-Για μια στιγμή νόμιζα ότι ήσουν ένας ψυχάκιας από αυτούς που κάνουν σχέδια για μια ολόκληρη ζωή και..
-Σταμάτα! Σου έκανα πλάκα! Μάθε ότι δεν είμαι κανένας ψυχάκιας και μάλιστα, είμαι εντελώς κατά του γάμου, δεν πρόκειται να παντρευτώ ποτέ..
-Ουφ.. λέω ανακουφισμένη.
-Αλλά το παιδί μας θα το αναγνωρίσω! λέει ενώ με το ζόρι συγκρατιέται να μην σκάσει από τα γέλια.
-Αν έχεις βάλει σκοπό να με αφήσεις έγκυο, μάθε ότι το σπίτι μου σήμερα είναι άδειο μέχρι αργά το βράδυ.. λέω με σαγηνευτικό ύφος.
-Μμ.. δεν είναι κακή ιδέα!! λέει στον ίδιο τόνο και με κλείνει στην αγκαλιά του.
Με τον Άλεξ να μην με αφήνει να ξεκολλήσω από πάνω του και να μην σταματάει λεπτό να με πειράζει φτάνουμε σπίτι μου.
-Έχετε τίποτα για φαγητό; Έχω πεθάνει της πείνας! λέει σαν την πρώτη φορά που είχε έρθει στο σπίτι μου και περνούσε κάτι πρωτογονικές κρίσεις.
-Αγροίκε, θα παραγγείλουμε πίτσα! του ανακοινώνω.
-Σουβλάκια και δεν σηκώνω κουβέντα!
-Είπα πίτσα, δεν θα το συζητήσουμε! φωνάζω.
-Εγώ είμαι ο φιλοξενούμενος, οπότε πρέπει να σεβαστείς την επιθυμία μου!
-Ωχ, Άλεξ με συγχύζεις απίστευτα! Εγώ πληρώνω, εγώ αποφασίζω! ΤΕΛΟΣ!
-Η μάνα σου πληρώνει και στοιχηματίζω ότι θα έπαιρνε το μέρος μου, οπότε;
-Και που στηρίζεις αυτό το τρομερό σου επιχειρήμα;
-Εμένα, κανείς δεν μπορεί να μου αντισταθεί.. Ούτε καν η μάνα σου, οπότε;
-Οπότε είσαι ένα τεράστιο ψώνιο και θα παραγγείλουμε πίτσα!
-Σουβλάκια! φωνάζει σαν μικρό παιδί που θέλει γλειφιτζούρι.
-Πίτσα! επιμένω εγώ.
-Σουβλάκια! αυτός.
-Σουβλάκια, υποχωρώ γιατί άρχισε να με κουράζει η όλη κατάσταση.
-Έτσι μπράβο! Καλό κορίτσι.. λέει και με πλησιάζει με ύπουλες διαθέσεις.
-Επειδή ξενέρωσα τρελά για πίτσα με την απαίσια γκρίνια σου, βλάκα!
-Δεν μιλάς όμορφα.. μου λέει και με πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής, εγκλοβίζοντάς με στην αγκαλιά του.
-Θα μιλάω όπως γουστάρω! Δεν θα μου πεις εσύ.. τον προκαλώ μπροστά -στην κυριολεξία- στα μούτρα του.
-Είσαι σπαστικά ξεροκέφαλη! μου λέει ενώ τα χείλη μας έχουν σχεδόν ενωθεί.
-Και καλά κάνω! του λέω με τσαμπουκά, αλλά αμέσως το πληρώνω.
Ο Άλεξ μου κλείνει το στόμα πριν προλάβω να πω κάτι παραπάνω και σε λίγο καταλήγουμε στον καναπέ. Θα μπορούσα να μείνω εδώ, μαζί του για αιώνες. Δεν ξέρω πόση ώρα περνάμε στον καναπέ - ο ένας πάνω στον άλλον - αλλά κάποια στιγμή το στομάχι μου διαμαρτύρεται πολύ έντονα.
-Πάω να παραγγείλω! λέω σε μια προσπάθεια να τον σηκώσω από πάνω μου.
-Σε λίγο.. λέει ακάθεκτος.
-Πεινάω ρε Άλεξ! διαμαρτύρομαι και τον πετάω από πάνω μου μουρμουρίζοντας κάτι δικά μου.
-Μπορείς κάποια στιγμή να προσπαθήσεις να γίνεις λίγο ρομαντική! μου λέει ενώ κατευθύνομαι στην κουζίνα.
Προκαλεί αμέσως την αντίδρασή μου και γυρίζω στον καναπέ, ορμάω πάνω του και του δείχνω έμπρακτα πόσο ρομαντική μπορώ να γίνω. Βασικά, επιθετική θα έλεγε κανείς αλλά αυτά αποτελούν ασήμαντες λεπτομέρειες. Μήπως έχετε αντίρρηση;
-Ουάου! λέει μόνο όταν σηκώνομαι και τον αφήνω σύξυλο στον καναπέ.
-Μας φτάνουν δέκα; φωνάζω από την κουζίνα ενώ σχηματίζω τον αριθμό της ψησταριάς.
-Κάν' τα δώδεκα μην φάμε ο ένας τον άλλον.
-Είσαι τραγικός!! λέω αλλά όχι τόσο δυνατά ώστε να με ακούσει.
Κάνω την παραγγελία και επιστρέφω στο σαλόνι. Ο αγροίκος ο δικός μου έχει βολευτεί στον καναπέ, έχει ανοίξει και την τηλεόραση και χαζεύει μια αθλητική εκπομπή.
-Σαν το σπίτι σου ε.. τον πειράζω.
-Ναι, δεν δίστασα και ιδιαίτερα! μου απαντάει χωρίς να πάρει τα μάτια του από την οθόνη.
-Το βλέπω! του απαντάω, αλλά καμία αντίδραση εκ μέρους του.
Μμ! Εμένα δεν θα με γράφεις Αλεξάκο! Αν θέλεις να έχουμε καλά ξεμπερδέματα..
Πηγαίνω μπροστά στην τηλεόραση, την απενεργοποιώ και κάθομαι ακίνητη, με τα χέρια στη μέση.
-Για να δεις τηλεόραση σε έφερα εδώ πέρα; τον ρωτάω συγχυσμένη.
-Είσαι πολύ "εσύ" όταν θυμώνεις! με πειράζει και έρχεται προς το μέρος μου για να με ηρεμήσει.
-Φύγε!! του φωνάζω ενώ με πλησιάζει και αρχίζω να τρέχω σε όλο το σπίτι για να μην με πιάσει.
Χα! Στην ταχύτητα είμαι καλύτερη Αλεξάκο, τι νόμιζες;
Ανεβαίνω στο δωμάτιό μου και κλείνω την πόρτα, ενώ στέκομαι από πίσω όμως όπως είναι αναμενόμενο ότι θα καταφέρει να με νικήσει. Σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα έχει καταφέρει να ανοίξει και τρέχω για να σωθώ, πέφτοντας πάνω στο κρεβάτι, εξαντλημένη.
-Έλα στοπ, κουράστηκα! τον παρακαλάω ενώ κρέμεται από πάνω μου.
-Κουραστήκαμε; Και υποτίθεται ότι έχει αντοχές το δεκάρι της ομάδας; Για να τα πω εγώ αυτά στο Χρήστο..
-Θα του πεις και πώς ακριβώς διαπίστωσες τις αντοχές μου; τον πειράζω.
-Πολύ μιλάς.. Και δεν πρέπει! λέει και με κάνει να σταματήσω με το γνωστό τρόπο..
Που - όπως πολύ σωστά μαντέψατε - εμένα δεν μου αρέσει, ΚΑΘΟΛΟΥ! Αχ..
-Τι είναι αυτό; πετάγεται ξαφνικά πάνω, διακόπτοντας το φιλί μας και δείχνοντας με το δάχτυλό του τον τοίχο που βρίσκεται απέναντί του.
-Τι είναι; ρωτάω δυσαρεστημένη για τη διακοπή και γυρνάω για να αντικρίσω..
Ωχ! Όχι, όχι, όχι!!! Η φανέλα του Άγγελου είναι ακόμα κρεμασμένη στον τοίχο μου. Καλά θυμάστε, η φανέλα που ανταλλάξαμε πριν έρθω στη Θεσσαλονίκη. Αμέσως έγινε αναπόσπαστο κομμάτι του δωματίου μου και ποτέ δεν σκέφτηκα να την κατεβάσω. Σημαίνει πολλά παραπάνω από τη σχέση μου με τον Άγγελο. Αυτή η φανέλα είναι όλες μου οι αναμνήσεις από την αγαπημένη μου ομάδα!!
Άντε να δω πώς θα το εξηγήσω αυτό στον Άλεξ μου..
-Σε παρακαλώ, για μία μόνο φορά, άφησέ με να μιλήσω, χωρίς να βγάλεις μόνος σου συμπεράσματα, χωρίς να φωνάξεις!
-Τι συμπέρασμα να βγάλω την τύχη μου μέσα; Το πράγμα μιλάει από μόνο του! Δεν υπάρχει κανένα συμπέρασμα να βγάλω!! φωνάζει και σηκώνεται από το κραβάτι κλωτσώντας την καημένη τη ντουλάπα μου.
-Δώσε μου μόνο μισό λεπτό να σου εξηγήσω και μετά φώναξε όσο θες! Τη φανέλα την πήρα όταν έφυγα από τα Γιάννενα ως ανάμνηση όλων των χρόνων μου στην ομάδα της καρδιάς μου!
-Αλλά όλως τυχαίως έχει πάνω το όνομα του Άγγελου!
-Μην με διακόπτεις!! ωρύομαι και σηκώνομαι όρθια πάνω στο κρεβάτι γιατί έτσι μόνο νιώθω ότι μπορώ να τον αντιμετωπίσω.
-Ναι, αυτό είναι το πρόβλημα τώρα. Μήπως θέλεις να κρατήσουμε χρόνο πόσο θα μιλάει ο καθένας;
-Η φανέλα έμεινε εκεί επειδή δεν μου φέρνει αναμνήσεις από τον Άγγελο, αλλά από όλη την ομάδα! Είναι μόνο ένα ενθύμιο και έμεινε εκεί από συνήθεια. Προσπάθησε λίγο να σκεφτείς ψύχραιμα. Δεν την κατέβασα από αμέλεια, αυτό και τίποτα παραπάνω!
-Δεν την κατέβασες εσύ, αλλά θα την κατεβάσω εγώ ΤΩΡΑ! Ή μάλλον δεν θα την κατεβάσω μόνο, θα τη σκίσω και θα την κάψω μπας και ησυχάσουμε επιτέλους από τον Άγγελο μια και καλή! φωνάζει και σκαρφαλώνει πάνω στην καρέκλα του γραφείου μου για να φτάσει τη φανέλα.
Αχ, δεν αστειεύεται! Μόνο και πειράξει έστω και μια κλωστή, πέθανε!!
-Μην τολμήσεις!! φωνάζω και με μια δρασκελιά διασχίζω το κρεβάτι και πηδάω πάνω στην καρέκλα - η οποία παρεπιπτόντως έχει ροδάκια και αρχίζει να μας πηγαίνει βόλτα - και ίσα που προλαβαίνω να του αρπάξω τη φανέλα από τα χέρια, αιφνιδιασμένος καθώς είναι από την έφοδό μου στην καρέκλα και την παρ' ολίγον πτώση μας.
Κρατώντας σφιχτά τη φανέλα στα δυο μου χέρια, τα κρύβω πίσω από την πλάτη μου και προσπαθώ απεγνωσμένα να κρατήσω την ισορροπία μου πάνω σε αυτήν την καταρραμένη κυλιόμενη καρέκλα, ενώ ο Άλεξ, μόλις λίγα εκατοστά μακριά μου, βράζει ολόκληρος από το θυμό του.
-Η φανέλα θα κατέβει, αλλά δεν πειράζεις ούτε μια κλωστή από αυτήν. Έγινα κατανοητή; του λέω με ύφος που δεν σηκώνει αντίρρηση.
-Τι θα κάνω πια με εσένα; Μου λες; με ρωτάει σε απόσταση αναπνοής, ενώ πλέον έχουμε καταφέρει να ισορροπήσουμε πάνω στην καρέκλα.
Κι εκεί που στεκόμαστε όρθιοι, πάνω σε μια καρέκλα με ρόδες, έτοιμοι να φιληθούμε, ο Άλεξ με πιάνει με το ένα χέρι από τον ώμο και με το άλλο από το κεφάλι για να με φέρει κοντά του και..
Να 'μαστε φαρδείς - πλατείς στο πάτωμα, ο Άλεξ ανάσκελα κι εγώ από πάνω του. Τα ακροβατικά μας μάραναν..
-Είσαι καλά; τον ρωτάω αλλά δεν προλαβαίνω να ελπίσω καν σε μια απάντηση, αφού με γυρίζει τούμπα και πλέον βρίσκεται αυτός από πάνω μου. Η φανέλα ακόμα στο δεξί μου χέρι, και τα χείλη μου ενωμένα με αυτά του Άλεξ. Και όλα αυτά, ενώ είμαστε πεσμένοι στο πάτωμα.
Ο Άλεξ με φιλάει παθιασμένα και επιθετικά, προσπαθεί μέσω του φιλιού μας να ξεσπάσει τα νεύρα του, αλλά αν είναι να ξεσπάει έτσι, να τον θυμώνω πολύ πιο συχνά! Τα αίματα έχουν ανάψει και κάποια στιγμή ο Άλεξ κάνει να μου βγάλει τη μπλούζα, ενώ εγώ νιώθω ότι έχω φτάσει άνετα τους πενήντα βαθμούς θερμοκρασία σώματος.
"Ντριιιν" ακούγεται ο ήχος του κουδουνιού και ο Άλεξ ανασηκώνεται με βλέμμα που άνετα σκότωνε τον ντελιβερά κι ας μας χωρίζουν τόσοι όροφοι.
-Βρήκε την ώρα!! λέει και πέφτει ανάσκελα δίπλα του.
Του δίνω ένα φιλί στο μάγουλο και τρέχω να ανοίξω την πόρτα.
-Άντε κοπέλα μου, νόμιζα ότι ήμουν σε λάθος όροφο τόση ώρα που έκανες να ανοίξεις! Ήμουν έτοιμος να φύγω.. λέει και ετοιμάζομαι να του πω δυο φωνήεντα.
-Μάγκα άσε τα φαγητά και μεταβολή, δεν θα σου δώσουμε και αναφορά! πετάγεται το μωρό μου από πίσω.
-Δεκαπέντε ευρώ παρακαλώ! λέει ευγενικά τώρα ο ντελιβεράς.
-Πάρ' τα κι έφυγες. Και να προσέχεις που κοιτούν τα μάτια σου μην σου τα βγάλω και σου τα δώσω να τα φας! Είναι κοπέλα μου! λέει και με φέρνει κοντά του κτητικά.
Να σκάσω εγώ, το μωρό μου!!! Τον αγαπώ!
-Εντάξει φίλος, χαλάρωσε.. Καλή σας όρεξη! λέει και φεύγει σαν βρεγμένη γάτα.
-Είσαι φαντασιόπληκτος και τρελός, αλλά σε αγαπάω!! του λέω και του δίνω ένα φιλί.
-Δεν είμαι καθόλου φαντασιόπληκτος, τον είδα πώς σε κοίταζε!
-Ρε μωρό μου, είμαι με τις φόρμες από την προπόνηση, ένα μαλλί στο μαύρο του το χάλι, τι να γυρίσει να με κοιτάξει ο άνθρωπος;
-Είσαι απίστευτα σέξι με τις φόρμες και εμένα μου αρέσεις περισσότερο έτσι! Αλλά βάζω στοίχημα ότι οι δικές μου θα σου πάνε πιο πολύ!!
-Τότε να μου δανείσεις μερικές!
-Μολών λαβέ! Έλα να τις πάρεις!! λέει και ανοίγει τη σακούλα με τα φαγητά.
-Θα έρθω!!
-Απειλή ή υπόσχεση;
-Υπόσχεση!!
Πεινάμε και οι δύο τόσο πολύ που τα δώδεκα σουβλάκια εξαφανίζονται στη στιγμή. Μόνο που χωρίς να το καταλάβω εγώ έχω ήδη φάει εφτά, όταν πάω να πάρω το όγδοο και ο Άλεξ με σταματάει.
-Ε, να σου πω, όλα μόνη σου θα τα φας;
-Μισά μισά ρε μωρό μου!
-Έχεις ήδη φάει εφτά! Πόσο γρήγορα τρως; Για όνομα του Θεού!!
-Πεινούσα ρε Άλεξ.. λέω απολογητικά και γελώντας.
-Θεέ μου! Με ζώο τα έφτιαξα;
-Άλεξ!!! φωνάζω θυμωμένη.
-Μην το πάρεις προσωπικά, αλλά πρέπει να γίνεις λίγο πιο θηλυκή κάποιες φορές..
-Όπως γουστάρω θα είμαι! Έτσι κι αλλιώς ήξερες τι έπαιρνες όταν τα έφτιαξες μαζί μου! του λέω και του βγάζω τη γλώσσα.
-Σε θέλω όπως είσαι! Πλάκα σου έκανα.. Αν ποτέ γινόσουν σαν υστερική χαζογκόμενα θα χωρίζαμε την άλλη μέρα το πρωί. Για αυτό σε ξεχώρισα, επειδή είσαι διαφορετική! μου λέει και με στέλνει..
-Σ' αγαπάω Άλεξ!
-Εγώ να δεις.. λέει και πάει να με φιλήσει, αλλά αφηρημένος καθώς είναι βρίσκω την ευκαιρία να αρπάξω το όγδοο σουβλάκι!
Χα! Αλεξάκο!!
Γεια σας! Καλές διακοπές αρχικά! Με γεια το λάπτοπ μου δεύτερον.. Ναι, κατάφερα να μείνω για τρεις μέρες χωρίς κανένα μέσο της τεχνολογίας (μόνο σε εμένα συμβαίνουν αυτά) για αυτό άργησα τόσο να ανεβάσω.. Όμως διακοπές έρχονται θα ανεβάζω πολύ πιο συχνά!!
Κεφάλαιο γεμάτο #αρεξ δεν έχετε παράπονο εσείς οι φανς του ζευγαριού..
Τα λέμε τη μέρα των Χριστουγέννων με την τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος στα Γιάννενα... Αναμείνατε!! <3
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro