9. Βλέμματα.
~Η αληθινή ομορφιά των ματιών βρίσκεται στο βλέμμα.~
•Γεωργία Σάνδη, 1804-1876, Γαλλίδα συγγραφέας.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Τα χέρια της έχουν μείνει να ξεκουράζονται στο στέρνο του. Η ανάσα της έχει κοπεί και η καρδιά της χτυπάει με δύναμη κάτω από στήθος της που κάπως, με κάποιο τρόπο, έχει ενωθεί με τη δική του. Εκείνος την κοιτάει χαμένος, πελαγωμένος! Τα μάτια του έχουν κολλήσει εδώ και ώρα στα πανέμορφα δικά της που τον κοιτούν χωρίς κανένα δισταγμό. Λες και φοβάται, τραβάει το βλέμμα του από το δικό της και εκείνη ξυπνάει.
Σαν δύο δάχτυλα να χτυπούν κοντά στα αυτιά της, βγαίνει από τη νάρκη που έχει πέσει. Σκύβει το βλέμμα της στις λευκές παντόφλες της. Εκείνος, απροσδόκητα, κάνει προσεκτικά ένα βήμα πίσω, σκύβει μουδιασμένος και πιάνει για εκείνη το μπαστούνι που τόση ώρα έχει πέσει στο καθαρό πλακάκι. Η Stacy πίσω τους έχει πάθει σοκ από αυτό που βλέπει και δεν μπορεί να το πιστέψει· η φίλη της έπεσε πάνω στον Alec James και ανάθεμα αν το έχει καταλάβει!
«Συ..συγγνώμη!» ψελλίζει μ' ένα ξερό βήξιμο. Τα μάτια της κοιτούν ακόμα τις παντόφλες της.
«Πρόσεχε που πας.» η ψυχρή, σχεδόν θυμωμένη φωνή του την ταρακουνάει. Εκνευρισμένη σηκώνει ξανά τη ματιά της πάνω του. Δύο κεχριμπαρένια μάτια τον εγκλωβίζουν ξανά. Νιώθει πάλι αυτόν τον ακατανόητο και ταυτόχρονα δυνατό φόβο.
Μα τι φοβάται;
Την κοπέλα; Τον εαυτό του; Ή μήπως τα συναισθήματα που προκαλεί η κοπέλα στον εαυτό του;
Η σκέψη αυτή περνάει φευγαλέα από το μυαλό του. Έχει χωρίσει πρόσφατα και τον επηρέαζαν τα πάντα! Ναι, αυτό είναι!
«Σου ζήτησα συγγνώμη! Ένα «δεν πειράζει» αρκούσε!» απαντάει με θράσος στο θράσος του και όλη της η καλή διάθεση εξατμίζεται αυτόματα. Τα μαγικά μάτια της λάμπουν από θυμό και μόνο στην ιδέα ότι αυτός ο άνδρας την ειρωνεύεται! Την ειρωνεύεται! Ο άνδρας μπροστά της σχεδόν γελάει, όμως όταν αντιληφθεί ότι δεν κάνει καμιά πλάκα, σοβαρεύει ξανά.
«Στη θέση σου θα πρόσεχα περισσότερο τα λόγια μου!» η αλαζονεία του χτυπάει ταβάνι, κάτι που της προκαλεί ακόμα πιο δυνατό γέλιο. Τον τσατίζει. Έχει συνηθίσει να τον αναγνωρίζουν όλοι. Το κύρος του είναι γνωστό ακόμα και σε ανθρώπους που καμία απολύτως σχέση έχουν με τον χορό. Αλλά όχι, η μικρή μπροστά του δεν νοιάζεται να μάθει ποιος είναι ο άνδρας μπροστά της. Το μόνο που τη νοιάζει είναι ότι κάποιος έχει το θράσος να της την πει.
«Για να είσαι στη θέση μου, πρέπει να έχεις τρόπους!» ειρωνεύεται, υψώνοντας το καλοσχηματισμένο φρύδι της. Το ελεύθερο χέρι της τώρα τοποθετείτε στη μέση της με τουπέ. Ο κολλητή της γουρλώνει τα μάτια. Σκέφτεται ασταμάτητα έναν τρόπο για να την προειδοποιήσει, μα έχει πελαγώσει.
'Μα τι στο καλό έχω πάθει; Θα μπορούσα απλά να τον προσπεράσω χωρίς να απαντήσω!' σκέφτεται, όμως η ειρωνεία συνεχίζει να είναι καρφωμένη στο γλυκό πρόσωπο της.
Ο Alec, που πια έχει κοκκινίσει ελαφρά, ένα βήμα μπροστά. Είναι και πάλι πρόσωπο με πρόσωπο. Η αναίδεια της τον τρελαίνει. Η κοπέλα δεν κουνιέται ούτε στο ελάχιστο, πράγμα που κάνει τον γοητευτικό άνδρα να παραξενευτεί, χωρίς ωστόσο να το δείξει.
'Είναι με το ζόρι ένα-εξήντα-πέντε! Δεν με φοβάται καθόλου;'
Κοιτάει το πρόσωπο της με θυμό. Αυτή η κοπέλα είναι εκνευριστική και εγωίστρια και αναιδής και...και...και όμορφη. Πολύ όμορφη.
«Θα σου απαντούσα, αλλά είναι που δεν σκορπάω το χρόνο μου σε ασήμαντα πράγματα!» το λέει τόσο σιγανά και με τόση ένταση που και η ίδια με το ζόρι το ακούει. Στα λόγια του αναφωνεί γελώντας. Τον κοροϊδεύει! Κάτι τους κάνει να θέλουν να σταματήσουν, μα δεν μπορούν. Λες κι ο χρόνος έχει κολλήσει σε αυτή τη χαζή διαμάχη.
«Θα μου απαντούσες, μόνο αν είχες κάτι καλύτερο να πεις!» τον τσατίζει περισσότερο σαν παιδί πέντε χρονών με το πιο ειρωνικό της χαμόγελο και, με όση δύναμη έχει, κάνει κίνηση να φύγει. Το χέρι του τυλίγεται γύρω από το δικό της και τη φέρνει ξανά κοντά του. Ένας ηλεκτρισμός διαπερνά και τους δύο! Το σώμα της γυρίζει. Το χρώμα της φωτιάς ενώνεται ξανά με εκείνο της θάλασσας. Ποιός θα κερδίσει; Σκύβει το κεφάλι του ελαφρά. Ένα άρωμα γεμίζει το οσφρητικό της πεδίο. Κάτι σαν...σαν...
«Την τελευταία λέξη τη λέω πάντα εγώ!» ψιθυρίζει αργά στο αυτί της και ύστερα, αφήνοντας την -σχεδόν με το ζόρι- φεύγει συνεχίζοντας τη διαδρομή του προς το κυλικείο μ' ένα αυτάρεσκο χαμόγελο να προσπαθεί να απλωθεί στα γεμάτα χείλη του.
Η Valery έχει μείνει να κοιτάει την πλάτη του καθώς απομακρύνεται. Θυμός γεμίζει κάθε εκατοστό του κορμιού της από την αλαζονεία και τα λόγια του. Στην πραγματικότητα, κανένας δεν πιστεύει, ούτε δίνει βάση σε όσα έχουν ειπωθεί σε αυτόν τον διάδρομο. Μα αγνοούν κάτι πολύ σημαντικό·
Όλα μόλις άρχισαν.
Valery.
Το σώμα μου έχει παγώσει, όσο συνεχίζω να κοιτώ τον άδειο πλέον διάδρομο. Στ'αυτιά μου παίζουν ακόμα τα λόγια του: «Την τελευταία λέξη τη λέω πάντα εγώ!». Κοκκινίζω; απότομα θυμωμένη από όλο αυτό που προηγήθηκε. Δεν αντέχω, ξεσπάω.
«Τον παλιο-» μαλάκα.
«Εμ Valery;»
«Μα τι θράσος! Τι-»
«Valery!»
«Τι σκοτεινή αύρα! Τι-»
«VALERY!» φωνάζει η Stacy και γυρίζω να την κοιτάξω ακόμα πιο έξαλλη που με διακόπτει.
«ΤΙ;» αφήνει μια ανάσα.
«Ξέρεις σε ποιον είπες ότι δεν έχει τρόπους;» με πλησιάζει αργά, καθώς αναρωτιέται δειλά. Την κοιτάζω με απορία, λίγο πριν γυρίσω το κεφάλι μου στο σημείο που στεκόταν προηγουμένως. Ύστερα κοιτάω ξανά εκείνη.
Μπα, έχει και όνομα το κινούμενο θράσος;
«Μμ, σε ποιόν;» η φωνή μου είναι εντελώς αδιάφορη, παρόλο που έχει κεντρίσει την περιέργεια μου. Μα τι τρελός ήταν αυτός, θεέ μου! Γυάλιζε το μάτι του!
«Στον Alec James.» ο δισταγμό είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στο χρώμα της φωνής της. Σηκώνω αδιάφορα τους ώμους. Αχά, και;
«Εγώ τον μόνο Alec James που ξέρω είναι ο κυνηγός ταλ-» οι λέξεις μου σταματούν απότομα μόλις το συνειδητοποιήσω. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα, σχεδόν πέφτουν από τις κόγχες και, σαν να με χτύπησε ρεύμα τινάζομαι. Την κοιτάω τρομοκρατημένη.
«Όχι.» ψελλίζω σοκαρισμένη. Δεν μπορεί να μου συμβαίνει στ'αλήθεια αυτό. Χαμογελάει διστακτικά.
«Όχι, όχι, όχι!» κρύβω τα χείλη μου στα χέρια μου, έτοιμη να τρέξω και να ρίξω τα μούτρα μου. Μα η εγωίστρια μέσα μου όχι να τρέξω, ούτε να με νοιάξει δεν μου επιτρέπει!
«Α-αυτός είναι;» από την απάντηση της κρίνεται η ψυχική μου κατάσταση. Οπότε, όταν με επιβεβαιώσει μ' ένα κούνημα του κεφαλιού, ένα επιφώνημα βγαίνει από τα χείλη μου, ενώ λίγα δευτερόλεπτα μετά αρχίζω και γελάω νευρικά.
Αφού δεν με θέλει, γιατί το συνεχίζω;
«Ωραία!» σχεδόν φωνάζω. Η Stacy μου λέει να χαμηλώσω τη φωνή μου, κοιτώντας γύρω της μ' ένα απολογητικό βλέμμα.
«Πρώτα παθαίνω ατύχημα! Μετά μου λένε ότι δεν μπορώ να χορέψω! Και τώρα, μόλις προσέβαλα τον καλύτερο και ισχυρότερο κυνηγό ταλέντων χορού στην Ευρώπη!» μετράω στα δάχτυλα μου όλα τα τρελά που μου έχουν τύχει μέσα στο τόσο μικρό χρονικό διάστημα του Σεπτεμβρίου, με τα χέρια μου να τρέμουν από το παραλήρημα.
«ΚΆΤΙ ΆΛΛΟ;» αναρωτιέμαι, ενώ κοιτάω προς το ταβάνι του νοσοκομείου. Αν είμαι τυχερή μπορεί και να μου απαντήσει.
«Ρε Valery, μπορείς να ηρεμήσεις λίγο; Ήταν απλά μια άτυχη στιγμή!» στ' αλήθεια προσπαθεί να με ησυχάσει, μα μόνο χειρότερο το κάνει εν τέλει! Τι μας λες!
«Όλη μου η ζωή είναι μια άτυχη στιγμή! Κι εγώ άνθρωπος είμαι ρε παιδιά, πόσα να αντέξω πια;!» κουνάω τα χέρια ασταμάτητα, προσπαθώντας να διώξω την ένταση και τον εκνευρισμό που νιώθω. Ξεφυσάει. Μαζί της κι εγώ.
«Πάμε στο δωμάτιο!» οριακά διατάζω, γυρνώντας την πλάτη μου και ξεκινώντας ήδη να περπατάω.
«Δε θα πάρουμε εκείνον τον χυμό;» ψελλίζει αργά με ακόμα μεγαλύτερο δισταγμό, κάνοντας δειλά βήματα για να με πλησιάσει.
«Δεν θέλω!» κάνω σαν πεισματάρικο παιδί και το ξέρω! Αλλά έχω τόσα νεύρα αυτή τη στιγμή που απλά δεν με νοιάζει. Τελικά, με πιάνει από το χέρι απαλά και αρχίζουμε να περπατάμε προς το δωμάτιο μου.
Alec.
«Ορίστε ο καφές σας!» λέει η κοπέλα πίσω από τον πάγκο μ' ένα μικρό χαμόγελο. Αφού την ευχαριστήσω σιγανά πηγαίνω και κάθομαι σε ένα τραπέζι, λίγο πιο απόμακρο από τα άλλα. Να έχω και την ησυχία μου.
Το μυαλό μου δεν έχει σταματήσει να σκέφτεται εκείνη την κοπέλα που σίγουρα μου έχει ανεβάσει την πίεση με τα λόγια της. Μα τι αγενής! Ωστόσο, όσο κι αν δεν το θέλω, πρέπει να παραδεχτώ πως ήταν όμορφη. Αρκετά όμορφη. Αλλά κακότροπη! Και είχε το θράσος να πει σε μένα για τρόπους! Μα πώς τόλμησε! Εγώ φταίω που την έπιασα για να μην πέσει. Θέλω να δω το τουπέ της όταν η ομορφιά σπάσει!
«ALEC!» η δυνατή και κάπως ενοχλητική φωνή της Galena ακούγεται δίπλα στο αυτί μου. Τινάζομαι ελαφρά, καθώς την κοιτάω ξαφνιασμένος και πολύ, πολύ έκπληκτος. Στέκεται μπροστά μου εκνευρισμένη, με το αψεγάδιαστο, τέλεια βαμμένο πρόσωπο της κατακόκκινο και τα χείλη της πεσμένα, να γέρνουν προς τα κάτω οριακά με παράπονο. Είναι κάτι παραπάνω από έξαλλη.
«Γιατί φωνάζεις;» αναρωτιέμαι μπερδεμένος, υψώνοντας το βλέμμα μου στον ουρανό. Πιάνω τον εαυτό μου να κουράζεται από την συμπεριφορά της και απορεί: ήταν πάντα έτσι κι εγώ απλά δεν έβλεπα, ή τώρα που χωρίσαμε σταμάτησα να τα βρίσκω όλα χαριτωμένα; Να τα λατρεύω όλα σαν να είναι η θεά μου; Πόσο ηλίθιος μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος...
«Γιατί σου μιλάω τόση ώρα και με αγνοείς! Ούτε που κατάλαβες πότε ήρθα!» μιλάει σαν να μην το πιστεύει το πόσο αδιάφορη μου περνάει, σχεδόν πετώντας την μαύρη τσάντα της με δύναμη στην λευκή καρέκλα του κυλικείου. Γελάω ελαφρά, μα σύντομα το κρύβω πίσω από ένα μικρό βήξιμο. Ζω την καλύτερη μέρα της ζωής μου!
Αlec-Galena
3-0.
Τελικά, κάθεται στην καρέκλα απέναντι μου κοιτώντας με με μισό μάτι. Κουνάει το πόδι της νευρικά κάτω από το τραπέζι, κοιτώντας με θυμό δεξιά κι αριστερά σε μια προσπάθεια να μείνει σιωπηλή. Πίνω μια γουλιά από τον ζεστό καφέ μου, κοιτώντας ειδοποιήσεις στο κινητό μου. Κάνει ήδη πολύ κρύο κι έχουμε μόνο είκοσι Σεπτεμβρίου.
«Πού ταξιδεύεις;» παλεύει ώρα να μην ρωτήσει και φαίνεται από τη δυσαρέσκεια της.
«Πουθενά, εδώ είμαι.» σχεδόν μουγκρίζω. Την παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου να πιέζει τα χείλη της με νεύρο. Το πόδι της κουνάει ακόμα πιο γρήγορα κάτω από τραπέζι, γεγονός που με κάνει να αναρωτιέμαι αν έχει κατάλαβε ότι την έχω καταλάβει.
«Έβγαλα τον γύψο.» με ενημερώνει. Ναι, εγώ σε έφερα να τον βγάλεις.
«Σιδερένια.»
«Δεν με πήρες ούτε ένα τηλέφωνο!» ξεφυσάει. Η φωνή της βγαίνει κόφτη και μ' ένα μικρό παράπονο. Οι λέξεις κάνουν το στόμα μου να ανοίξει ελαφρά, ενώ απευθείας στρέφω το βλέμμα μου πάνω της. Πατάω το πλαϊνό κουμπί και η οθόνη του κινητού μου σβήνει.
«Ορίστε;»
«Λέω. Δεν με πήρες ούτε ένα τηλέφωνο, να προσπαθήσεις να με πείσεις να τα ξανά βρούμε, ή κάτι!» ένα γέλιο βγαίνει από τα χείλη μου στα μισά της πρότασης. Με κοιτάει εκνευρισμένη που γελάω και χρειάζεται να σφίξω τη γροθιά μου για να μην αρχίσω να ουρλιάζω εδώ, μπροστά σε όλους. Δεν το πιστεύω αυτό που ακούω!
«Δεν έκανα κάτι κακό για να σε ψάξω, να σε πάρω τηλέφωνο και να σε πείσω να τα ξανά βρούμε. Στην τελική, εσύ ήθελες να χωρίσουμε. Εσύ μου γύρισες το δαχτυλίδι και με άφησες, εσύ όλα. Δεν καταλαβαίνω καν το νόημα αυτή της συζήτησης!» η απάθεια μου κάνει τα μάτια της να γουρλώσουν σχεδόν την ίδια στιγμή από την έκπληξη.
«Μα εγώ-»
«Εσύ πρέπει κάποια στιγμή να μεγαλώσεις και να καταλάβεις πως δεν είσαι πια δέκα χρονών και ότι δεν θα περνάει πάντα το δικό σου. Οι άνθρωποι δεν είναι ρούχα, Galena. Βαριόμαστε τον έναν, παίρνουμε άλλον και μόλις βαρεθούμε και τον άλλον γυρίζουμε στον μαλάκα!» λέω με όση ψυχραιμία μου έχει μείνει και το στόμα της ανοίγει ελαφρά από το σοκ.
«Όχι, εγώ δεν-» προσπαθεί να μιλήσει, όμως την διακόπτω ξανά.
«Βαρέθηκα εδώ. Σήκω να σε πάω σπίτι σου.» το σώμα μου σηκώνεται από την καρέκλα, καθώς βάζω το κινητό στην τσέπη μου. Εκείνη μένει να με κοιτάει χαμένη. Πιάνω τα πράγματα μου, λίγο πριν αρχίσω να περπατάω προς την έξοδο. Σταματάω ύστερα από τρία βήματα και κοιτάω μπροστά, όταν συνειδητοποιήσω ότι δεν είναι δίπλα μου.
«Θα έρθεις ή θα φύγεις με ταξί;» ρωτάω δυνατά ώστε να με ακούσει και ύστερα από λίγο ακούω το βήμα της κοντά μου να με ακολουθεί με δισταγμό.
Περπατάω χωρίς να της δώσω την παραμικρή σημασία μέχρι το αμάξι. Ξεκλειδώνω και μπαίνουμε μέσα στην απόλυτη σιωπή. Ανάβω τη μηχανή και μόλις σε ένα λεπτό ξεκινάμε για το σπίτι της.
ΓΕΙΆ ΣΑΣ ΚΟΤΟΠΟΥΛΑΚΙΑ ΜΟΥ!🐥🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας!
Μεθαύριο ξεκινάει η άδεια μου και απλά δεν μπορώ, μετράω τις ώρες!
Πάμε στο κεφάλαιο;
Στην περίπτωση που χαρήκατε στο προηγούμενο κεφάλαιο επειδή έπεσε πάνω του, ήθελα απλά να σας πω ότι δεν συμπαθεί ο ένας τον άλλον. Και τέτοιο γουρούνι που είναι ο Alec καλά κάνει η Valery!
Αλλά ξέχασα, εμείς σε αυτό το προφίλ αγαπάμε τα γουρουνάκια🤭.
Εγώ γελάω με τη Stacy που ήθελε να αρχίζει να φωνάζει MAYDAY MAYDAY MAYDAY!
Και εν τω μεταξύ, η Galena τι φάση; Τι πατάτα ήταν αυτή που πέταξε; Οκευ φιλενάδα, θέλω λίγο να ηρεμήσεις.
Αααυταααααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιοοοοςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro