Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

4. Κλειστές πόρτες.

~Υπάρχουν πράγματα γνωστά και πράγματα άγνωστα και ανάμεσά τους υπάρχουν πόρτες.~

Jim Morrison, 1943-1971, Αμερικανός τραγουδιστής (των «Doors»).

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Το ανήσυχα, σφιγμένα χαρακτηριστικά του προσώπου της, δένουν απίστευτα, με τα ιδρωμένα μαλλιά της που τρίβονται στο μαξιλάρι. Τα αφυδατωμένα χείλη της έχον ανοίξει ελαφρά από τον τρόμο. Ο εφιάλτης την βασανίζει ακόμα και τώρα. Πάντα. Και το χειρότερο, είναι ότι το ξέρει. Και πρέπει να μάθει να ζει με αυτό κάθε μέρα της ζωής της.

Η κλειστή πόρτα του δωματίου της ανοίγει σιγανά. Τα νεύρα της τεντώνονται την ίδια στιγμή από φόβο. Ήρθε. Μόνο αυτό παίζει στο μυαλό της και η σκέψη αυτή από μόνη της φέρνει δάκρυα στα πανέμορφα κεχριμπαρένια μάτια της.

Το σώμα της κουνιέται χωρίς σταματημό κάτω από την λεπτή κουβέρτα του νοσοκομείου. Οι ανάσες της βγαίνουν κοφτές, το σώμα της τρέμει!

Το ιδρωμένο σώμα του είναι για ακόμα μια φορά πάνω από το δικό της, της τραβάει τα μαλλιά με λύσσα. Ο κόμπος στο λαιμό της την πνίγει, αλλά τι να κάνει; Τι μπορεί να κάνει; Ο φόβος έχει κατακλύσει κάθε σημείο του οργανισμού της και αυτό τον κάνει ακόμα πιο βίαιο, ακόμα πιο αμείλικτο. Τρέφεται από τον φόβο της σαν ένα μανιασμένο τέρας που το μόνο που θέλει είναι να κάψει, να καταστρέψει. Και το καταφέρνει.

Και η πόρτα μένει πάντα κλειστή.

Δάκρυα κυλούν από τα κλειστά μάτια της κι ένας λυγμός σκίζει τον λαιμό της. Το σώμα της τραντάζεται από το κλάμα και τότε, τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα. Θολά και μουσκεμένα, κοιτάζουν γύρω της. Μόνο όταν αντιληφθεί ότι είναι στο ήσυχο δωμάτιο του νοσοκομείου κι όχι στον προσωπικό της κύκλο στην κόλαση, εκπνέει από ανακούφιση. Ποιός να της το έλεγε ότι αυτό το δωμάτιο θα της έφερνε ανακούφιση;

«Όνειρο...» μουρμουρίζει στον εαυτό της.
«Ήταν ένα όνειρο!» τα άκρα της ακόμα τρέμουν. Προσπαθεί να ηρεμήσει τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς της χωρίς επιτυχία.

Μα μόνο όνειρο δεν ήταν.

Αυτή ακριβώς τη στιγμή στο δωμάτιο μπαίνει η Stacy κρατώντας ένα μεγάλο μαύρο polo σακίδιο. Όταν τη δει, αγουροξυπνημένη και ελαφρώς κλαμένη, της χαρίζει το πιο πλατύ της χαμόγελο που αμέσως ζεσταίνει την καρδιά της. Άλλωστε, ξέρει πολύ καλά τι είναι αυτό που βασανίζει την καλύτερη της φίλη.

«Καλημέρααα!» αφήνει το σακίδιο στην καρέκλα και αμέσως μετά προχωράει με άνεση προς το μεγάλο παράθυρο, όπου ανοίγει τις μπεζ κουρτίνες διάπλατα. Το πρωινό φως που μπαίνει την τυφλώνει στιγμιαία, μα η θέα του ηλιόλουστου Λονδίνου σχεδόν της κόβει την ανάσα. Χαμογελάει αχνά.

«Καλημέρα!» εύχεται.
«Πας διακοπές και μου το λες με τρόπο;» ρωτάει πειράζοντας την, καθώς υψώνει παράλληλα το φρύδι. Η φίλη της με τα μεγάλα μαύρα μάτια γελάει ελαφρά. Τη βοηθάει να σηκώσει λίγο το κρεβάτι. Της ψελλίζει ένα «ευχαριστώ».

«Με κατάλαβες!» γκρινιάζει, πιάνοντας την κόκκινη χτένα της φίλης της από το συρτάρι του κομοδίνου. Αρχίζει ήδη να της χτενίζει τα μαύρα μακριά μαλλιά.
«Ή τουλάχιστον, περίπου. Μόλις γύρισα!» συνεχίζει την πλάκα. Η Valery γυρίζει στα κλεφτά και την κοιτάει με απορία.

«Από που;»

«Από ένα εντελώς εξωτικό διαμέρισμα, μερικά τετράγωνα μακριά από την αγορά της ανεπανάληπτης Oxford street!» της λέει τάχα ενθουσιασμένη για το υπέροχο μέρος που επισκέφτηκε και ένα αχνό χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπο της Valery.

«Μου έχει λείψει το σπίτι μου...» παραδέχεται νοσταλγικά, μ' ένα μικρό χαμόγελο. Η Stacy τρίβει το χέρι της παρηγορητικά, λέγοντας της πως είναι λογικό. Αφήνει μια ανάσα, γυρίζοντας να την κοιτάξει. Σταματάει να τη χτενίζει.
«Του Ταζ του λείπω καθόλου;» ρωτάει με παράπονο που κάνει τη φίλη της να γελάσει.

«Όχι απλά του λείπεις, ούτε νερό δεν πίνει από τη στεναχώρια του!»

Χαμογελάει ξανά σε αυτό. O Ταζ είναι ο έρωτας της ζωής της. Είναι ένα πανέμορφο και χαριτωμένο Γκόλντεν Ριτρίβερ, κρεμ χρώματος που δίνει ζωή στο άλλοτε άδειο σπίτι της. Τον βρήκε όταν ήταν κουτάβι, περίπου πριν τρία χρόνια, δίπλα σε ένα κάδο μέσα σε ένα βρεγμένο χαρτόκουτο. Τον ερωτεύτηκε ακαριαία. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τον πάει σε έναν κτηνίατρο κι από εκεί στο σπίτι της.

«Θέλω τόσο πολύ να τον δω!» ζητάει σαν παιδί, την ίδια στιγμή που ο γιατρός Kouk μπαίνει στο δωμάτιο με την ομάδα του.

Alec.

Ένας συνεχόμενος, διαπεραστικός και άκρως εκνευριστικός θόρυβος ακούγεται δυνατά κάνοντας με να ανοίξω τα βλέφαρα μου αργά. Ανασηκώνω το σώμα μου ακόμα πιο αργά, προσευχόμενος να φύγει τώρα αυτός ο ελεεινός πόνος στο κεφάλι που με ζαλίζει. Κοιτάω γύρω μου χαμένος προσπαθώντας να βρω τον προσανατολισμό μου. Τι ώρα είναι; Τι μέρα και ποια χρονιά;

Τρίβω τα μάτια μου με τους κόμπους των δαχτύλων μου, ενώ ο απαίσιος θόρυβος συνεχίζει να σπάει τα τύμπανα μου και όχι μόνο! Τα παντζούρια που ξέχασα ανοιχτά το προηγούμενο βράδυ επιτρέπουν στο φως να λούσει το δωμάτιο μου και να με τυφλώσει όσο δεν πάει. Πιέζω το μαξιλάρι στο πρόσωπο μου. Ο επισκέπτης συνεχίζει να χτυπάει. Γαμώ το σπίτι.

«Τώρα!» φωνάζω σχεδόν μισό δευτερόλεπτο από τη στιγμή που συνειδητοποιώ πως όντως κάποιος μου χτυπάει το γαμημένο κουδούνι, ενώ ξεκάθαρα αρνούμαι να του ανοίξω! Σηκώνομαι, λοιπόν, με δυσκολία από το υπέροχο κρεβάτι μου, περπατώντας αργά προς την αναθεματισμένη πόρτα.

Πότε θα το αποσυνδέσω εγώ αυτό το κουδούνι!

Όταν ανοίξω την πόρτα και αυτός ο ενοχλητικός θόρυβος -επιτέλους- σταματήσει, το πρόσωπο με το οποίο έρχομαι αντιμέτωπος είναι ο προς το παρόν κολλητό μου με τον εκνευρισμό να κολυμπάει στο πράσινο βλέμμα του. Όταν με δει δε, αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο. Καγχάζει.

«Σοβαρά τώρα;» μοιάζει άφωνος, κοιτώντας με από πάνω μέχρι κάτω σχεδόν υποτιμητικά.

«Καλημέρα και σε σένα, Jason.» απαντώ ειρωνικά, γυρνώντας του πλάτη και προχωρώντας προς τον γκρι καναπέ, όπου τελικά βολεύομαι. Κλείνω τα μάτια μου που πονάνε ακόμα φρικτά. Τι ώρα είναι και γιατί έχει τόσο φως;

«Στις έξι το απόγευμα λέμε καλησπέρα!» με ενημερώνει δήθεν αθώα, όσο ανοίγει τα φώτα του σπιτιού ακολουθώντας με. Δυσανασχετώ.

«Σώπα!» μουρμουρίζω, τάχα πως δεν το ήξερα. Με στραβοκοιτάει.

«Τι χάλια είναι αυτά ρε; Δεν ντρέπεσαι;» αναρωτιέται δείχνοντας με χωρίς καμία ντροπή, καθώς βολεύεται κι αυτός στην πολυθρόνα δίπλα μου. Αφήνω ένα χασμουρητό, καθώς τεντώνω το κορμί μου απολαμβάνοντας κάθε μικρό ή μεγάλο «κρακ».

«Γιατί τι έχω;» ρωτάω και καλά προσβεβλημένος, βγάζοντας ένα τσιγάρο από το πακέτο μου.

«Τίποτα ρε! Κόκκινα, πρησμένα μάτια, άλουστα μαλλιά, αξύριστος όσο δεν πάει και γενικά δείχνεις χάλια. Κατά τ' άλλα είσαι έτοιμος για φωτογράφηση!» λέει με ένα ειρωνικό χαμόγελο, που οριακά με κάνει να θέλω να τον βαρέσω χρόνια τώρα!

Φίλος, όχι αστεία!

«Η Galena με χώρισε.» ανακοινώνω, αφήνοντας τον αναπτήρα μου στο χαμηλό μαύρο τραπεζάκι του σαλονιού. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα κι ένα πλατύ χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπο του.

«Αυτό αγόρι μου πρέπει να το γιορτάσουμε! Πού έχεις τα ποτά;» ρωτάει καθώς σηκώνεται όρθιος και αρχίζει να περιφέρεται μέσα στο χώρο πλησιάζοντας το μικρό μπαράκι λες και το σπίτι του ανήκει. Στριφογυρίζω τα μάτια μου απηυδισμένος. Καπνίζω λίγο από τον εθισμό.

«Εγώ την ήθελα! Εντάξει;» ρωτάω κάπως εκνευρισμένα, σπρώχνοντας λίγο με το πόδι μου το τραπεζάκι. Τα διακοσμητικά που έχω πάνω τρεμοπαίζουν. Με κοιτάει σχεδόν απογοητευμένος. Όχι απλά δεν την συμπαθεί, ούτε να την βλέπει δεν αντέχει!

«Αυτή σε ήθελε;» με κοιτάει πολύ έντονα, προκαλώντας ένα συνοφρύωμα ανάμεσα στα φρύδια μου. Σαστίζω για λίγο.

Με ήθελε; Ω, έλα τώρα! Προφανώς και με ήθελε, έξι χρόνια ήμασταν μαζί! Δεν γίνεται να μη με ήθελε, θα ήμουν βλάκας αν δεν καταλάβαινα κάτι τόσο, μα τόσο σημαντικό!

«Τι ερώτηση είναι αυτή; Προφανώς και με ήθελε!» απαντώ σφιγμένα, ρουφώντας ακόμα μια τζούρα από το τσιγάρο.

«Τόσο προφανώς, που άργησες πέντε δευτερόλεπτα να απαντήσεις!» λέει με ένα χαζό, μα ταυτόχρονα εκνευριστικά έξυπνο χαμόγελο. Η διαπίστωση του φέρνει ένα μεγάλο κύμα αμφιβολίας μέσα μου. Δεν γίνεται να ήμουν τόσο βλάκας...

«Ό,τι πεις.» δεν μ' αρέσει που έχω όλη αυτή την προσοχή πάνω μου. Φυσάω τον καπνό.
«Εσύ που χάθηκες αυτές τις μέρες;» είναι ξεκάθαρο ότι αλλάζω θέμα, αλλά δεν δίνει και τόση σημασία σε αυτό. Ευτυχώς για μένα δηλαδή. Ξαφνικά το βλέμμα του σκουραίνει, σοβαρεύει. Τον κοιτάω απορημένος από την απότομη αλλαγή της διάθεσης του.

«Δεν μπορείς να φανταστείς τι έχω περάσει αυτή την εβδομάδα!» εξομολογείται τρίβοντας τους κροτάφους του κουρασμένος. Τον κοιτάω οριακά επικριτικά.

«Πες μου ότι ασχολείσαι ακόμα με εκείνη την κοπέλα...» σχεδόν τον αποπαίρνω. Το βλέμμα του που μένει καρφωμένο στο παχύ άσπρο χαλί επιβεβαιώνει την σκέψη μου. Ξεφυσάω.
«Είσαι σοβαρός ρε;» ρωτάω εντελώς ρητορικά. Συνεχίζει να κοιτάει το χαλί εκνευρίζοντας με. Μα τω Θεώ, δεν βγάζω άκρη μαζί του.

«Θέλω απλά να βεβαιωθώ πως είναι καλά.» παραδέχεται, πειράζοντας ντροπαλά τον αυχένα του. Μουρμουρίζω ένα απογοητευμένο «πω ρε φίλε», περνώντας τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου.

«Το ξέρεις ότι μπορεί να πέθανε, έτσι;» ρωτάω κυνικά. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα στα λόγια μου και σχεδόν αμέσως κοκκινίζει. Μπορώ στ' αλήθεια να δω τους καπνούς να βγαίνουν από τα αυτιά του.

«Ούτε για αστείο μην το ξανά πεις αυτό, μ' ακούς; Το ξέρω πως ζει, απλά θέλω να βεβαιωθώ πως είναι καλά!» ο κοφτός τόνος του με κάνει να στριφογυρίσω τα μάτια μου, κοιτώντας για λίγο έξω από το παράθυρο. Το τσιγάρο σχεδόν καίγεται μόνο του.
«Τι κι αν αυτή η κοπέλα είναι η γυναίκα της ζωής μου, ρε Alec; Να μην το προσπαθήσω;» επιμένει, προκαλώντας μου ένα νευρικό γέλιο. Ζω την απόλυτη παράνοια, έτσι αισθάνομαι.

Ναι, έτσι θα τη γνωρίσεις τη γυναίκα της ζωής σου!

«Τι ακούω, Θεέ μου!» χτυπάω το χέρι μου στο μέτωπο μου με απελπισία.
«Τι στο καλό σε έχει πιάσει με αυτήν την κοπέλα;»

«Δεν μπορείς να καταλάβεις...» αφήνει μια ανάσα.
«ο τρόπος που με κοίταξε την ώρα που την έβγαζα από το αμάξι, ήταν σχεδόν λιπόθυμη φίλε! Κι όμως έβλεπες στο βλέμμα της πως ήθελε πάρα πολύ να ζήσει! Και έχει ένα βλέμμα η άτιμη...» ζει ξανά την ανάμνηση στο μυαλό του σχεδόν σαν μαγεμένος. Γέρνει το κεφάλι πίσω βάζοντας τα χέρια του στο πρόσωπο του. Λες κι αν κλείσει τα μάτια του η εικόνα της θα δυναμώσει. Κουνάω το κεφάλι αποδοκιμαστικά

«Ψάχνεις μια κοπέλα η οποία έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πέρασε δύο φανάρια με κόκκινο και παραλίγο να σκοτώσει πόσους ανθρώπους! Αν μη τι άλλο, το προκάλεσε αυτό που έπαθε!» τα σκληρά μου λόγια φαίνεται να τον θυμώνουν, μα δεν μπορώ να κάνω κάτι γι'αυτό. Έτσι είναι όταν είσαι ασυνείδητος και σκορπάς το θάνατο σε μια τυχαία βόλτα με το αμάξι.

«Σου έχω πει χίλιες φορές! Μουρμούριζε ασταμάτητα ότι δεν έπιαναν τα φρένα!» σφυρίζει μέσα από τα δόντια του. Μια ύστατη παράκληση να σταματήσω να μιλάω έτσι για εκείνη.

«Έστω!» υποχωρώ προσωρινά.
«Είναι ανάγκη να την ψάχνεις στα νοσοκομεία; Που στην τελική δεν σου δίνουν και κάποια απάντηση! Χάνεις απλά το χρόνο σου, φίλε.» προσπαθώ να τον φέρω στα λογικά του, όμως δεν δείχνει πρόθυμος να με βοηθήσει με αυτό.

«Θα κάνω ό,τι χρειαστεί, αρκεί να ξανά δω το σπάνιο χρώμα των ματιών της.» το ύφος του δηλώνει πως εννοεί κάθε λέξη από αυτά που λέει. Ωστόσο, η αναφορά στο χρώμα των ματιών της μου τραβάει σχεδόν αμέσως την προσοχή.

«Τι χρώμα μάτια έχει;» η περιέργεια μέσα μου φουσκώνει. Σηκώνει το βλέμμα του από τα χέρια του και με κοιτάει. Τα δευτερόλεπτα μέχρι ν' απαντήσει μοιάζουν αιώνας και, ειλικρινά, ρωτάω τον εαυτό μου γιατί με καίει τόσο πολύ, μα απάντηση δεν βρίσκω. Όταν, λοιπόν, απαντήσει, μου εξάπτει την περιέργεια όσο τίποτα άλλο.

«Κεχριμπαρένια.»


























Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας!

Εγώ συνεχίζω να γράφω το βιβλίο με τον κατά συρροή δολοφόνο και απλά............

Πάμε στα δικά μας!

Η Valery έχει εφιάλτες. Χμ. Τι να είναι άραγε αυτοί οι εφιάλτες. Εσείς τι λέτε;

Ο Alec το χαβά του όπως πάντα, δεν έχω να πω κάτι γι'αυτό το παιδί. Μια ζωή στον κόσμο του.

Ο Jason συνεχίζει τις προσπαθείς να βρει το κορίτσι μας. Τι λέτε, θα τα καταφέρει;

Αυτααααα.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιιοοοοοςςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro