Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

35. Εφιάλτες.

~Η πραγματικότητα μπορεί να καταστρέψει το όνειρο. Γιατί να μην μπορεί και το όνειρο να καταστρέψει την πραγματικότητα;~

•George Moore, 1852-1933, Ιρλανδός συγγραφέας.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Η πόρτα κλείνει με κρότο. Η Βάλερι κολλάει πάνω της, με την τσάντα να πέφτει από τα χέρια της όσο το σώμα της γλιστράει αργά προς τα κάτω. Παλεύει να πάρει μια ανάσα, ξανά και ξανά και ξανά, μα δεν μπορεί. Ένιωθε το οξυγόνο να φεύγει από μέσα της, με το χέρι του κολλημένο στο στόμα της.

Η φωνή του παίζει στο μυαλό της σαν κασέτα. Ψιθυρίζει. Μιλάει. Φωνάζει. Σβήνει; Ποτέ. Υπάρχει πάντα, ακόμα και στις πιο φωτεινές της μέρες. Πρέπει να σταματήσει, θέλει να σταματήσει. Ο κίτρινος φάκελος που φαίνεται ελάχιστα από την πεσμένη τσάντα της, κάνει το κλάμα της δυνατότερο. O Ταζ τη μυρίζει ασταμάτητα, γλύφοντας τα μάγουλα της. Η καρδιά της κοντεύει να σπάσει, νιώθει βρώμικη μετά από καιρό, νιώθει άδεια. Είναι άδεια. Της τα είχε πάρει όλα. Τόσο βίαια, τόσο άγρια...

Πετάει τα παπούτσια της σε μια άκρη, ενώ τρέχει να βάλει μια από τις playlist που χρησιμοποιούσε στα μαθήματα. Τυχερή μέσα στην ατυχία της, μπαίνει σύγχρονο και όχι κλασσική μουσική. Το τραγούδι ακούγεται πολύ δυνατά μέσα στο σπίτι. Τα μάτια της κλείνουν. Κουνάει το κεφάλι της αργά κυκλικά σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει, μα ξέρει πως υπάρχει μόνο ένας τρόπος. Παίρνει μια ανάσα.

Αρχίζει να χορεύει στο ρυθμό του τραγουδιού. Μιλάει για ένα κορίτσι, ένα κορίτσι που φοβάται, που ζητάει βοήθεια, που έχει χάσει τον εαυτό της. Μιλάει για ένα κορίτσι που κατηγορεί την ίδια για όλο αυτό το βάρος που σηκώνει, που έχει ανάγκη από κάποιον να την πιάσει από αυτό το ατελείωτο κενό που βρίσκεται από κάτω της. Κάποιον, που θα τη βοηθήσει να αναπνεύσει ξανά. Η Βάλερι αγκαλιάζει τον εαυτό της σφιχτά όσο χορεύει. Αργά, προστατευτικά. Στροβιλίζεται, πετάει στην ανάγκη της να ηρεμήσει. Τα πόδια της σηκώνονται αργά, στις μύτες των ποδιών της. Παλεύει ακόμα για μια ανάσα. Με τα δάχτυλα της να υποφέρουν από το βάρος, κινείται αργά μέσα στο χώρο, με βήματα μικρά. Μετά από τόσο καιρό, νιώθει ζωντανή. Μα πονάει, πολύ. Πού; Παλεύει να σκεφτεί. Μάλλον παντού.

Η ψυχή της μοιάζει σκισμένη, κουρελιασμένη από τα δικά του χέρια. Νιώθει ακόμα, πέντε χρόνια μετά,.το άγγιγμα του πάνω της. Νιώθει βρώμικη. Φταίει εκείνη; Ήταν μόνο ένα παιδί... Άλμα. Πόσο καιρό έχει να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της; Πόσο καιρό έχει να νιώσει τόσο ελεύθερη; Χορεύει χωρίς σταματημό, μα πρέπει όλα να χαλάσουν. Ένα μικρό τσούξιμο στη μέση που μεγαλώνει μέσα σε δευτερόλεπτα, και τα πόδια της δεν την κρατούν πια. Τα γόνατα της την προδίδουν. Πέφτει.

Η μουσική σταματάει να παίζει. Μόνο οι λυγμοί της σπάνε την ησυχία. Προσπαθεί να σηκωθεί, μα πονάει, δεν μπορεί. Πάλι δεν μπορεί. Σέρνεται μέχρι την τσάντα της, βγάζει το κινητό της. Πληκτρολογεί όπως-όπως τον αριθμό της Στέισι και περιμένει.

«Έλα Βάλερι, καλημέρα!» απαντάει χαρωπά, όμως το ηχηρό κλάμα της κολλητής της, της παγώνει το αίμα.

«Στ...Στέισι;» κοφτές ανάσες, λυγμοί που κάνουν την καρδιά της να ματώσει.
«Στέισι έπεσα.» Η κοπέλα τινάζεται όρθια, ο Στέφεν την κοιτάζει με απορία.

«Π-πώς; Μπορείς να σηκωθείς;» η καρδιά της κοντεύει να σπάσει, η κολλητή της κλαίει σπαρακτικά και εκείνη δεν μπορεί να κάνει τίποτα.

«Δεν...δεν μπορώ να κουνηθώ!» το λέει σαν συνειδητοποίηση για κάτι φριχτό. Όλο της το σώμα είχε μουδιάσει από τον πόνο. Υποφέρει.

«Μην κάνεις καμιά προσπάθεια να σηκωθείς, έρχομαι!» η κλήση τερματίζεται πριν η Βάλερι προλάβει να απαντήσει. Η κοπέλα με τα ξανθά μαλλιά καλεί στα γρήγορα ένα ασθενοφόρο, όσο εξηγεί στον Στέφεν τι έχει συμβεί. Το αυτοκίνητο του φυσικοθεραπευτή τρέχει στους δρόμους του Λονδίνου, προσπαθώντας να μην προσπεράσει ούτε ένα κόκκινο φανάρι. Η κοπέλα δίπλα του κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα, χτυπάει τα νύχια της πάνω στο πόδι της, κουνάει νευρικά τα μέλη της· η ανησυχία της είναι ξεκάθαρη.

Τη θαυμάζει πολύ. Είναι πάντα δίπλα στην κολλητή της, ακόμα και τις μέρες που αυτό φαντάζει δύσκολο και για τις δυο. Για καλή τους τύχη, δέκα λεπτά αργότερα φτάνουν έξω από το σπίτι της μπαλαρίνας. Ούτε ένα λεπτό μετά, φτάνει και το ασθενοφόρο. Η Στέισι βγάζει τα κλειδιά της και μπαίνει στο σπίτι, η καλύτερη της φίλη βρίσκεται στο πάτωμα, κλαμμένη και εξαντλημένη. Μόλις οι τραυματιοφορείς την πλησιάζουν, ο Ταζ τους γρυλίζει επιθετικά.

Με γρήγορες αλλά προσεκτικές κινήσεις, και με τη βοήθεια του Στέφεν, τη βάζουν στο ασθενοφόρο και κλείνουν τις πόρτες, αφήνοντας απ' έξω τη Στέισι που βρίζει θεούς και δαίμονες που δεν της επέτρεψαν να μπει. Ο Στέφεν την απομακρύνει με δυσκολία, βάζοντας την στο αυτοκίνητο. Εκείνη τρέμει.

«Στέισι, κοίταξε με!» διατάζει με ήρεμη φωνή. Γυρίζει το κεφάλι της προς αυτόν.

«Στέφεν, αν πάθει κάτι-» εκείνος ακουμπάει το δείκτη του στα χείλη της.

«Όλα θα πάνε καλά. Το πιστεύω, θα δεις, όλα θα πάνε καλά!» της το λέει με τέτοιο πείσμα που τελικά την πείθει. Οι παλμοί της κατεβαίνουν, η αναπνοή της χαλαρώνει, ακόμα και τ' αυτιά της σταματούν να βουίζουν. Τα μάτια του κλειδώνουν στα δικά της. Εκείνη, μη μπορώντας να ελέγξει τον εαυτό της, σκύβει και κολλάει τα χείλη της στα δικά του. Τρία δευτερόλεπτα μετά απομακρύνεται. Τα μάγουλα της έχουν κοκκινίσει και μοιάζει να θέλει ν' ανοίξει η γη να την καταπιεί. Την κοιτάει σαστισμένος, η καρδιά του κοντεύει να βγει έξω από το στήθος του.

«Ω, Θεέ μου. Συγγνώμ-» πριν προλάβει να ολοκληρώσει, υψώνει το χέρι του και τη σταματάει λίγο πριν την τραβήξει στην αγκαλιά του. Τα χέρια της τυλίγονται γύρω από το λαιμό του, αγκαλιάζοντας τον. Εκείνος έχει τα δικά του χέρια στη μέση της, στην απαλή, λεπτή, όμορφη μέση της.

«Στέισι» μοιάζει να θέλει να της πει τόσα πολλά, μα ν' αρχίσει από πού;
«θα με τρελάνεις.» ψιθυρίζει, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Εκείνη δεν μιλάει. Τα μάτια της είναι κλειστά, ενώ αναπνέει βαθιά. Απομακρύνονται αμίλητοι στα επόμενα δευτερόλεπτα, χωρίς ίχνος αμηχανίας ανάμεσα τους. Βάζουν τις ζώνες τους και το αυτοκίνητο ξεκινάει.

Μέχρι να φτάσουν στο νοσοκομείο, η Στέισι πρόλαβε να ειδοποιήσει τον κυνηγό, ο οποίος μόλις κατάφερε να του εξηγήσει ταραγμένη τι έχει συμβεί, χωρίς να απαντήσει τερμάτισε την κλήση και έφυγε για σφαίρα για τη μικρή του μπαλαρίνα. Ανησυχεί. Νιώθει την καρδιά του να σπάει κάτω από το στήθος του. Τι στο διάολο είχε συμβεί; Είχε σχέση με τους γονείς της;

Θέλει απελπισμένα να κάνει ένα τσιγάρο αυτή τη στιγμή. Χτυπάει τα δάχτυλα του ανυπόμονα πάνω στο τιμόνι, κάθε ανάσα που βγαίνει από μέσα του γεμίζει το μικρό χώρο του αυτοκινήτου με ανείπωτες ανησυχίες, μικραίνοντας τον ακόμα περισσότερο. Όταν επιτέλους φτάσει, σχεδόν με το ζόρι παρκάρει κι αρχίζει να τρέχει προς τα επείγοντα. Τα μάτια του σκανάρουν το χώρο και γρήγορα εντοπίζει την ξανθομάλλουσα κολλητή της κοπέλας του.

«Πώς είναι η Βάλερι;» είμαι το πρώτο που ρωτάει, μα η απάντηση δεν είναι αυτή που θέλει να ακούσει.

«Δεν την έχουν φέρει ακόμα, δεν ξέρω πως είναι Άλεκ. Ήταν πεσμένη στο πάτωμα, δεν μπορούσε να κουνηθεί...δεν...» μιλάει πολύ γρήγορα και κουνάει τα χέρια της ασταμάτητα. Τα μάτια της έχουν κοκκινίσει, νιώθει να πνίγεται από τον κόμπο που ανεβαίνει κάθε δευτερόλεπτο που περνάει στο λαιμό της. Ο Στέφεν την αγκαλιάζει. Το πόδι του Άλεκ κλωτσάει δυνατά έναν σιδερένιο κάδο, νιώθει το πόδι του να μουδιάζει για λίγο.

«Πώς γίνεται να φτάσαμε πιο γρήγορα από το αναθεματισμένο ασθενοφόρο; ΠΩΣ;» Μερικοί γυρνούν να τον κοιτάξουν ενοχλημένοι, αλλά ας κάνει έστω και ένας την κίνηση να του μιλήσει! Θα τον σκοτώσει επιτόπου. Δεν έχει διάθεση για καλοσύνη, το μόνο που τον νοιάζει είναι η μικρή του μπαλαρίνα που σίγουρα υποφέρει.

Στο ασθενοφόρο τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Τα αναφιλητά της Βάλερι δεν αφήνουν κανέναν να ηρεμήσει ούτε για ένα δευτερόλεπτο! Μέσα από μερικούς λυγμούς, ωστόσο, καταφέρνει να τους εξηγήσει για το ατύχημα και το χειρουργείο που έχει κάνει, κάνοντας μια νοσοκόμα να υποπτευθεί κάτι, που από το βλέμμα της η Βάλερι καταλαβαίνει ότι σίγουρα δεν είναι καλό. Το κορμί της πονάει, έχει ιδρώσει. Η φωνή του ματώνει ακόμα, τόσα χρόνια μετά, την καρδιά της. Αιμορραγεί.

'Το κλάμα μου του προκαλεί γέλιο. Κρατάει τα χέρια μου σφιχτά πάνω από το κεφάλι μου. Δεν σταματάει να με λεηλατεί ούτε για ένα λεπτό...

«Σε παρακαλώ, θα κάνω ό,τι θες! Δεν θα μιλάω σε αγόρια, θα σταματήσω το σχολείο μόνο σε παρακαλώ...σταμάτα!» τραντάζομαι από τους λυγμούς, δεν μπορώ ούτε να αναπνεύσω. Γελάει μέσα από τα αγκομαχητά του. Κλείνω τα μάτια μου, δεν αντέχω να τον ακούω, δεν αντέχω να τον βλέπω! Θα κάνω εμετό.

«Κάνεις ήδη ό,τι θέλω. Γι'αυτό σταμάτα τις κλάψες και παρ' το απόφαση, με εμένα ανάμεσα από τα πόδια σου θα σε βρουν για να σε θάψουν!» τα μακάβρια λόγια του συνοδεύονται από μια δυνατή ώθηση που μου κόβει την ανάσα.

Πονάω.'

Το κλάμα της δυναμώνει. Πότε θα τελειώσει αυτός ο εφιάλτης;

Οι σειρήνες του ασθενοφόρου τραβούν αμέσως την προσοχή του Άλεκ και της Στέισι. Σταματάει βιαστικά μπροστά από την είσοδο και, αν δεν ήταν ο Στέφεν να συγκρατήσει τον άνδρα με τα μπλε μάτια, θα είχε ορμήξει από την πρώτη κιόλας στιγμή μέσα. Οι πόρτες ανοίγουν και με προσοχή κατεβαίνει το φορείο. Το δυνατό της κλάμα κάνει τον Άλεκ ερείπιο. Δεν μπορεί να τη βλέπει έτσι, σπαράζει η καρδιά του. Η Στέισι τρέχει προς το μέρος της πιάνοντας της το χέρι.

«Κοριτσάκι μου, όλα θα πάνε καλά!» προσπαθεί να την καθησυχάσει. Οι λυγμοί της μεγαλώνουν, τόσο που σχεδόν την πνίγουν.

«Τον...τον Άλεκ! Στέισι, πες στον Άλεκ»

«Εδώ είμαι μωρό μου, εδώ!» λέει όσο πιο σταθερά μπορεί, κόβοντας στη μέση τα λόγια της. Η κοπέλα χαμογελάει ανακουφισμένη μέσα στον πανικό της. Παίρνει μια ανάσα κλείνοντας τα μάτια της για μερικά δευτερόλεπτα, ωστόσο τα δάκρυα συνεχίζουν να ερεθίζουν το δέρμα της.

Το φορείο σχεδόν τρέχει και μαζί του τρέχουν όσοι είναι εκεί για την μπαλαρίνα. Μέσα στο χάος που επικρατεί, σηκώνει το χέρι της αγγίζοντας όσο πιο ήρεμα μπορεί το μάγουλο του. Η καρδιά του χάνει έναν χτύπο. Τα χείλη της κάτι του ψιθυρίζουν. Πριν προλάβει να το επεξεργαστεί, την παίρνουν μακριά του, όσο μια νοσοκόμα προσπαθεί να τον σταματήσει από το να ακολουθήσει.

«Κύριε, λυπάμαι. Δεν επιτρέπεται η είσοδος από εδώ και πέρα.» Η λεπτή φωνή της κοκκινομάλλας περνάει απαρατήρητη. Προσπαθούσε να βρει τρόπο να τρέξει πίσω από το φορείο, χωρίς να χρειαστεί να σπρώξει την άμοιρη νοσοκόμα. Δεν της ρίχνει ούτε μια ματιά. Απλά τραβάει τα χέρια της από πάνω του. Τα αυτιά του βουίζουν και το μόνο που σκέφτεται είναι η λέξη που, με τόση απαλότητα, ψιθύρισε: Συγγνώμη.

Έχει περάσει μια ώρα. Ο Φρέντι Κουκ που σαν σκιά είχε περάσει πριν εξήντα λεπτά από μπροστά τους, δεν τους έκανε την τιμή να τους λυτρώσει με τη γνωμάτευση του. Στο χώρο αναμονής βρίσκονται τρεις. Η Στέισι, κάθεται σε μια από τις σιδερένιες καρέκλες με τα χέρια της στα μαλλιά της. Δεν μπορεί να καταλάβει, τι μπορεί να συνέβη και την έφερε σε τέτοια κατάσταση; Φυσάει και ξεφυσάει. Θέλει να μάθει νέα της Βάλερι εδώ και τώρα! Δεν μπορεί να περιμένει. Και έπειτα, χρειάζεται την ηρεμία του Στέφεν, ο οποίος μετά από διαταγή του γιατρού Κουκ μέσω μιας νοσοκόμας, μπήκε και εκείνος με τη Βάλερι. Ως φυσικοθεραπευτής, είπε, θα βοηθήσει.

Ο Τζέισον, ο οποίος ενημερώθηκε προ μισής ώρας, κάθεται κοντά στην κοπέλα με τα ξανθιά μαλλιά ή οποία για ακόμα μια φορά τον θεωρεί αόρατο. Ανησυχεί για τη Βάλερι αλλά ανάθεμα, δεν τη νοιάζει καθόλου που απέχουν ένα μέτρο;

Ο Άλεκ, σαν ακοίμητος φρουρός στέκεται μπροστά από τη σιδερένια σφραγισμένη πόρτα. Προσπαθεί σκληρά να πάρει οποιαδήποτε πληροφορία από κάθε νοσοκόμα που βγαίνει, αλλά αυτές ζητούν ένα τυπικό συγγνώμη αποφεύγοντας τον. Προχωράει πάνω-κάτω, κοιτώντας κάθε ένα λεπτό από το μικρό παραθυράκι στην σιδερένια πόρτα. Θέλει να τη σπάσει. Αυτή η πόρτα είναι το μόνο που τον εμπόδιζε από το να βρεθεί κοντά της. Και καμιά δεκαριά γιατροί. Σχεδόν μετράει τα δευτερόλεπτα. Δεν αντέχει άλλο! Για όνομα, κοντεύει να τρελαθεί! Κι είναι κι αυτό το γαμημένο ξέπνοο συγγνώμη που δεν έχει σταματήσει να τριγυρίζει στο μυαλό του.

Η πόρτα ανοίγει κινητοποιώντας και τους τρεις. Ο γιατρός Κουκ εμφανίζεται, έχοντας υιοθετήσει ένα απαθέστατατο ύφος. Είναι και για εκείνον εξαιρετικά δύσκολο όλο αυτό. Όταν τον ειδοποίησαν πως η δεσποινίδα Φέρι βρισκόταν στο νοσοκομείο σε επικίνδυνη ψυχική και σωματική κατάσταση, πάγωσε το αίμα του! Σχεδόν τρέχοντας, πήγε μέχρι τα επείγοντα όπου την αντίκρισε.

Χλωμή, με ένα τσούρμο γιατρούς από πάνω της, να τραντάζεται από το κλάμα. Τα μαλλιά της να έχουν ιδρώσει και να τον κοιτάει με παράπονο. Σάστισε. Δεν ήξερε τι να της πει, ήθελε απλά να την αγκαλιάσει ώσπου να ηρεμήσει. Όμως αυτό δεν γίνεται. Προσπάθησε να πνίξει τον υπερπροστατευτικό εαυτό που του βγάζει αυτή η κοπέλα και έφερε στην επιφάνεια τον επαγγελματία.

«Πως είναι; Είναι καλά;» ρωτάει με κομμένη την ανάσα ο Άλεκ. Τα χέρια του έχουν πιάσει το γιατρό από τα μπράτσα, στα μάτια του κολυμπάει η απόγνωση. Τους κοιτάει και τους τρεις.

«Έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο. Τα εσωτερικά ράμματα που υπάρχουν στην σπονδυλική της στήλη σχεδόν από θαύμα δεν έσπασαν. Ωστόσο, για να συνεχίσουν να είναι άθικτα θα πρέπει να καθηλωθεί στο κρεβάτι μια εβδομάδα. Επτά μέρες πλήρους ακινησίας. Οποιαδήποτε κίνηση, μπορεί να αποβεί μοιραία. Σε λίγο θα την μεταφέρουν στο δωμάτιο.» ο κυνηγός εκπνέει από ανακούφιση. Η καρδιά του επιστρέφει στη θέση της, είναι καλά και μόνο αυτό είχε σημασία. Θα της τα ψάλλει βέβαια, με την πρώτη κιόλας ευκαιρία, αλλά σημασία είχε που είναι καλά!

Η Στέισι από τον ενθουσιασμό της πέφτει στην αγκαλιά του Τζέισον. Ο άνδρας με τα πράσινα μάτια και τα κάστανα πυκνά μαλλιά, χωρίς να χάσει χρόνο τη σφίγγει πάνω του. Δύο δευτερόλεπτα διαρκεί η αγκαλιά τους και σαν να μην έγινε ποτέ, συνεχίζει να τον αγνοεί. Μετράει τους χτύπους του προσπαθώντας να ηρεμήσει, μα σχεδόν με έκπληξη συνειδητοποιεί πως του λείπει ένας.

«Μπορούμε να τη δούμε;» ρωτάει ενθουσιασμένη.

«Ναι, απλά οφείλω να σας ενημερώσω ότι η Βάλερι υπέστη μια μεγάλης έκτασης κρίση πανικού. Μέσα μαζί μας ήταν κι ένας από τους ψυχολόγους του νοσοκομείου. Της έχουμε χορηγήσει μια ηρεμιστική ένεση γιατί ήταν πολύ ταραγμένη και από λεπτό σε λεπτό θα κοιμηθεί, οπότε η επίσκεψη σας πρέπει να είναι σύντομη.» εξηγεί κάπως κοφτά. Συμφωνούν με ένα νεύμα. Αφού τους πει το δωμάτιο και τους χαιρετήσει τυπικά, φεύγει.

Το κρεβάτι που είναι ξαπλωμένη η Βάλερι περνάει αργά από μπροστά τους. Οι τρεις τους το πλησιάζουν και οι τραυματιοφορείς σταματούν. Τα πρησμένα ματιά της αντικρίζουν εκείνα του Άλεκ. Ο χρόνος σταματάει για λίγο.

«Γεια.» ψελλίζει ντροπαλά βλέποντας τους. Μέσα στη θολούρα που την αγκαλιάζει, μπορεί να ξεχωρίσει τα ανήσυχα πρόσωπα τους. Νιώθει τύψεις. Το χέρι του Άλεκ πιάνει μαλακά το δικό της, τρίβοντας το απαλά.

«Γειά σου μικρό.» ψιθυρίζει, φιλώντας απαλά την ανάστροφο της παλάμης της. Τα χείλη του της καίνε το δέρμα.

«Πως είσαι όμορφη;» ο Τζέισον με ένα εντελώς φιλικό χαμόγελο, της πειράζει τη μύτη. Εκείνη έκανε μια γκριμάτσα απόγνωσης.

«Σαν να έχω πιει.» παραδέχεται ζαλισμένη από το ηρεμιστικό που τρέχει στις φλέβες της, προκαλώντας τους ένα μικρό γελάκι. Η κολλητή της, την κοιτάει βουρκωμένη, παρόλα αυτά της χαμογελάει πλατιά.

«Στέισι...» σχεδόν μονολογεί. Η κοπέλα δεν αντέχει, λίγο η πίεση, λίγο η ένταση και το άγχος...ξεσπάει σε κλάματα. Αισθάνεται ανακουφισμένη που είναι καλά, όμως δεν μπορεί να διαγράψει από το μυαλό της την εικόνα της, πεσμένη στο έδαφος, να κλαίει χωρίς σταματημό. Θυμήθηκε την προηγούμενη φορά. Που την άκουσε να ουρλιάζει, άκουσε τα λάστιχα να σέρνονται, τον κρότο της σύγκρουσης. Θυμήθηκε όταν την είδε βουτηγμένη στο αίμα, να τη σέρνουν με το φορείο πιο γρήγορα απ'όσο χτυπούσε η καρδιά της. Θυμήθηκε όταν βγήκε ο γιατρός και της είπε πως σχεδόν την έχασαν, όμως πρόλαβαν να την επαναφέρουν Θυμήθηκε. Πως έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της.

«Μη μου το ξανά κάνεις ποτέ αυτό.» μουρμουρίζει μέσα από τους λυγμούς της. Οι δύο άντρες μένουν εμβρόντητοι να κοιτούν την άλλοτε δυναμική κοπέλα, να σπάει μπροστά στην κολλητή της. Η Βάλερι δακρύζει και εκείνη. Πόσο εγωιστικά φέρθηκε...

«Θα με πάνε στο δωμάτιο τώρα, να ξεσουρώσω από την ένεση. Να πάτε να ξεκουραστείτε. Ειδικά εσύ.» διατάζει και κάπως αδύναμα, δείχνει την ξανθομάλλουσα. Γνέφουν θετικά, παρόλο που κανένας δεν έχει σκοπό να φύγει πραγματικά. Οι νοσοκόμοι την παίρνουν από εκεί.

«Θα μείνω εγώ μαζί της, πηγαίνετε εσείς και ελάτε αργότερα.» ο τόνος του Άλεκ δεν παίρνει αντίρρηση. Η κολλητή της τον αγριοκοιτάζει, υψώνοντας το φρύδι
«Το εννοώ, Στέισι. Δεν ωφελεί να είμαστε όλοι εδώ. Εξάλλου, είσαι η μόνη μου μπορεί να πάει στο σπίτι της να φροντίσει τον Ταζ και να της φέρει μερικά ρούχα!» εξηγεί πιο ήρεμα και η Στέισι ανακαλύπτει πως ο Άλεκ έχει δίκιο. Ειδικά ο Ταζ θα είναι αρκετά ταραγμένος αυτή τη στιγμή. Χρειάζεται κάποιος που τον ξέρει. Οπότε, με βαριά καρδιά δέχεται.

Ο Στέφεν εμφανίζεται και της χαμογελάει. Εκείνη αποχαιρετώντας βιαστικά τους φίλους της, σχεδόν τρέχει προς το μέρος του.

«Όλα καλά;» ρωτάει αργά. Τα μάτια του την παρατηρούν, ωστόσο, είναι αδύνατο να μην προσέξει τον άνδρα που έσωσε τότε τη Βάλερι, να τους κοίτα τώρα με περιέργεια.

«Τώρα ναι.» απαντάει με ένα μισό χαμόγελο.
«Έχεις τελειώσει από εδώ; Γιατί θέλω να μιλήσουμε.» το μαύρο βλέμμα της μαρτυρά αποφασιστικότητα. Ο Στέφεν αγχώνεται την ίδια στιγμή.

«Ναι. Μπορώ να φύγω αλλά για λίγο. Πάμε;» κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι της και περπατώντας δίπλα-δίπλα βγαίνουν προς τα έξω. Έχει αρχίσει να κάνει κρύο και παρόλο που έχει σταματήσει να βρέχει, στον αέρα πλανάται το διακριτικό άρωμα της βροχής και του χειμώνα.

«Ας κάτσουμε εδώ.» προτείνει, βάζοντας μια τούφα πίσω από το αυτί της. Εκείνος υπακούει και κάθονται μαζί σε ένα παγκάκι, κάτω από ένα υπόστεγο.

«Λοιπόν, τι ήθελες να μου πεις;» το άγχος χρωματίζει τη φωνή του. Κάτι στο βλέμμα εκείνου του Τζέισον τον κάνει να ανησυχεί.

«Ήθελα να μιλήσουμε λίγο για το φιλί.» σαν το ακούσει αυτό, περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. Νιώθει την καρδιά του να χτυπάει ανεξέλεγκτα.

«Καταλαβαίνω, ήταν μια στιγμή αδυναμίας. Δεν χρειάζεται να νιώθεις άβολα.» σπεύδει να τη δικαιολογήσει. Εκείνη γελάει. Είναι υπερβολικά ήρεμη. Φαίνεται σίγουρη, τόσο για εκείνη όσο και για τις αποφάσεις της. Κοιτάει για λίγο το συννεφιασμένο ουρανό, προτού τρίψει τα μπράτσα της πάνω από το γαλάζιο φούτερ της.

«Βασικά, όχι.» την κοιτάει μπερδεμένος.
«Ούτε στιγμή αδυναμίας ήταν, ούτε άβολα νιώθω. Το ήθελα και το έκανα.» χαμογελάει φωτεινά στέλνοντας ρίγη στο σώμα του.

«Τότε;» η φωνή του, βραχνή και ζέστη, γαργαλάει τ' αυτιά της

«Λοιπόν, άκου» κάνει μια παύση και πλέκει τα χέρια της μεταξύ τους.
«θα είμαι ειλικρινής μαζί σου και θέλω να το εκτιμήσεις, γιατί σε ό,τι αφορά τα συναισθήματα μου δεν ανοίγομαι συχνά. Αλλά σήμερα θα κάνω μια εξαίρεση.» παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Φοβάμαι.» η δήλωση της, μικρή και σύντομη, του δημιουργεί απορίες. Την κοιτάει ερωτηματικά.

«Τι φοβάσαι;» δεν καταλαβαίνει. Δεν της έχει δείξει ότι την θέλει; Δεν προσπαθεί συνεχώς; Τι είναι αυτό που την τρομάζει;

«Εμένα..εμάς... Φοβάμαι πως αν δεθώ πάλι, δεν θα μπορώ να κρατήσω τίποτα για μένα και πως θα φάω τα μούτρα μου.» η φωνή της ίσα που ακούγεται πια. Σαν να έχει την εντύπωση πως κάποιος θα την ακούσει και όλα όσα είπε θα βγουν αληθινά. Κουνάει το κεφάλι του αργά, χαμογελώντας της αινιγματικά.

«Το καταλαβαίνω και το σέβομαι. Έχεις κάθε δικαίωμα να αισθάνεσαι έτσι, έχεις περάσει πολλά. Γι'αυτό έχεις όσο χρόνο θες μέχρι να νιώσεις έτοιμη. Δεν σε πιέζω για τίποτα.» την ενημερώνει πολύ αποφασιστικά κι αυτή του η κατανόηση λιώνει την καρδιά της. Χαμογελάει κι αυτή, λίγο πριν γελάσει.

«Το ξέρω ότι δεν θα με πιέσεις, όμως δεν θέλω χρόνο. Σου εξήγησα πώς νιώθω, επειδή θέλω να είμαι μαζί σου και δεν θέλω να το χαλάσω με τις φοβίες μου.» στα λόγια της, το πιο όμορφο χαμόγελο του κόσμου χαράζεται στο πρόσωπο του. Δαγκώνεται από χαρά.

«Εννοείς...» ψελλίζει, φτάνοντας χιλιοστά μακριά από το πρόσωπο της. Κουνάει το κεφάλι θετικά.

«Ζευγάρι.» επιβεβαιώνει. Δεν προλαβαίνει να τον κοιτάξει ούτε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω. Πιάνει στα χέρια του το κεφάλι της και τη φιλάει δυνατά. Κι είναι αλήθεια μαγικό το πόσες λέξεις χωράνε σε ένα φιλί.

Ωστόσο, λίγα μέτρα πιο πίσω, ο Τζέισον κρατώντας ένα χάρτινο ποτήρι με ζεστό καφέ που προοριζόταν για εκείνη, τους κοιτάει πελαγωμένος. Είναι η δεύτερη φορά που το ζει αυτό, όμως τσούζει λίγο περισσότερο από την πρώτη. Παίρνει μια ανάσα, πετάει τον καφέ στον κάδο δίπλα και φεύγει. Μπαίνει στο αυτοκίνητο χτυπώντας την πόρτα δυνατά. Κλείνει τα μάτια του

'Άργησα.'

***

Το δωμάτιο της Βάλερι είναι βυθισμένο στην ησυχία. Ο Άλεκ κάθεται αμίλητος στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι, κοιτώντας τον ανήσυχο ύπνο της κοπέλας. Τα χέρια της σχεδόν τρέμουν, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είναι σφιγμένα, παίρνει βαριές ανάσες, σαν να ζορίζεται που αναπνέει.

'Το τρίξιμο της πόρτας μου είναι το μόνο που ακούγεται στο ήσυχο μισοσκότεινο δωμάτιο, κάνοντας τα μικρά μου μάτια να ανοίξουν. Βήματα πλησιάζουν αργά το λευκό κρεβάτι μου και αμέσως ένα ελαφρύ τρέμουλο σκεπάζει το σώμα μου.

Ήρθε. Το ήξερα ότι θα έρθει, κάθε φορά που λείπει η μαμά έρχεται. Παίζουμε καλύτερα τότε, λέει...'

Έχει γίνει ένα κουβάρι στην άκρη του κρεβατιού, όσο ο Άλεκ χαϊδεύει τα μαλλιά της προσπαθώντας να την ηρεμήσει.

'Ένα δυνατό χέρι κλείνει το στόμα μου, γυρίζω το σώμα μου σε μια προσπάθεια να σηκωθώ απο το κρεβάτι.

«Σςςς.» κάνει σιγανά, βάζοντας τον δείκτη του μπροστά απο τα χείλη του. Σμίγω τα φρύδια μπερδεμένη.

«Μπαμπά;» η παιδική μου φωνή βγαίνει σιγανή κοιτώντας με απορία τον άνδρα μπροστά μου, όσο τρίβω τα μάτια μου νυσταγμένη.

«Τριανταφυλλένια μου» ψελλίζει. Βλέπω κάτι στα μάτια του μπαμπά που δεν το έχω ξανά δει. Μοιάζει να τρέμει.
«ήρθα να παίξουμε.» τρίβει τα χέρια του στην άσπρη του μπλούζα.

«Τώρα;»

«Δεν παίζουμε καλύτερα όταν λείπει η μαμά;» κάνει δύο βήματα προς το μέρος μου. Μου το έχει ξανά ρωτήσει αυτό, αλλά δεν ξέρω τι να του πω. Ήταν εκείνη τη φορά που ο μπαμπάς έβαλε τη γλώσσα του πάνω μου. Αλλά μου είπε να μην το πω στη μαμά.

«Ναι αλλά»

«Σσςς!» με διακόπτει.
«Κάνε ησυχία Βάλερι, ο μπαμπάς θέλει να διασκεδάσει.» ψιθυρίζει, καθώς σηκώνει το ροζ σεντονάκι μου.'

Ένας λυγμός συνοδεύει μια κόφτη ανασα. Σμίγει τα φρύδια της.

'Το χέρι του χαϊδεύει τα γόνατα μου τολμηρά. Μια δύναμη με κάνει να θέλω να μαζευτώ στην άκρη του κρεβατιού και να φωνάξω δυνατά. Με τραβάει με δύναμη απο τα πόδια, καθώς μου τα ανοίγει.

Με γρήγορες κινήσεις κατεβάζει τη πιτζάμα μου με τις καρδούλες, μαζί με το εσώρουχο μου. Μετά, ο μπαμπάς κατεβάζει και τη δική του πιτζάμα και βάζει πάνω του κάτι που μοιάζει με μπαλόνι. Το μεγάλο σώμα του μπαμπά κολλάει πάνω στο μικροσκοπικό δικό μου.

Ύστερα; Πόνος. Νιώθω μια μεγάλη, επίπονη πίεση στο κάτω μέρος του κορμιού μου.'

«Όχι...» ψελλίζει με σπασμένη φωνή, που ραγίζει τον Άλεκ. Τα μάτια της υγραίνονται και σύντομα, δάκρυα μουσκεύουν τα μάγουλα της. Ο κυνηγός δεν ξέρει τι να κάνει, αν την ξυπνήσει φοβάται ότι θα την τρομάξει περισσότερο.

'Όσο περνάει η ώρα ο πόνος που νιώθω με τρυπάει παντού πάνω μου, κάνοντας τα μάτια μου να γεμίσουν δάκρυα. Ο μπαμπάς πάνω μου αναστενάζει σιγανά, ενώ τα χέρια του κρατούν με δύναμη τα μακριά μαλλιά μου. Μου τα τραβάει. Κι αυτό με πονάει.

«Γιατί με πονάς μπαμπά; Τι σου έκανα;» σχεδόν κλαίω.'

«Σε παρακαλώ...μη! Σε παρακαλώ!» το σώμα της τραντάζεται, σαν να έχει σπασμούς. Ο Άλεκ είμαι όρθιος από πάνω της, δειλά-δειλά αγγίζει το χέρι της.

'Γιατί μπαμπά; Γιατί με πονάς;'

«Βάλερι;» την κουνάει απαλά.

«ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΏ!» φωνάζει καθώς τινάζεται όρθια. Τα μάτια της, θολά από τα δάκρυα, ανοίγουν διάπλατα. Οι λευκοί τοίχοι, τα έπιπλα του νοσοκομείου, το χέρι του μπλεγμένο με το δικό της, όλα αυτά την ανακουφίζουν ελάχιστα. Κοιτάει τον άνδρα δίπλα της. Το γαλάζιο ύφος του είναι ανήσυχο, δείχνει στ' αλήθεια να ανησυχεί για εκείνη. Και ξεσπάει σε κλάματα.

«Σσςς..ηρέμησε αγάπη μου. Όλα καλά τώρα!» ψιθυρίζει καθησυχαστικά στο αυτί της. Οι λυγμοί της μεγαλώνουν καθώς τον σφίγγει πάνω της. Φοβάται. Νιώθει το άγγιγμα του πάνω της, πιο δυνατό από ποτέ, να τη στοιχειώνει, να τη βασανίζει.
«Ήταν ένας εφιάλτης κοριτσάκι μου, πέρασε!» τρίβει παρηγορητικά την πλάτη της. Πιέζει τα χείλη της σε μια ευθεία γραμμή, μέσα από το κλάμα.

Εφιάλτης. Επαναλαμβάνει από μέσα της. Μα ξέρει.

Μόνο αυτό δεν ήταν.




























Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας!

Έβαλα μετά από καιρό κεφάλαιο στη Βάλερι! Δεν πιστεύω να έχετε παράπονο, 4.000 λέξεις ήταν.

Βάλερι που παθαίνει mental breakdown; Τσεκ.

Άλεκ που δεν ξέρει τι συμβαίνει; Τσεκ.

Κουκ που είναι υπέροχος όπως πάντα; Τσεκ.

Τα δύο Σ (Στέισι και Στέφεν) έγιναν επίσημα ζευγάρι; Τσεκ.

Τζέισον που τρώει τα λυσσακά του; Καλά να πάθει, τσεκ.

Όλα τα είχαμε σχεδόν.
Οπότε σας το παραδίδω❤️

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;

Αυτααααααα.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιιοοοοοοςςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro