33. Θυμός.
~Να φοβάσαι την οργή του υπομονετικού ανθρώπου.~
•John Dryden, 1631-1700, Άγγλος ποιητής.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Το χρυσαφί βάζο που πέφτει με δύναμη στο καθαρό πλακάκι του σπιτιού του ηχεί δυνατά μέσα στο σπίτι. Ο Άλεκ την κοιτάζει αγχωμένος. Τα έχει κάνει κάτι παραπάνω από σκατά και μοιάζει να μην υπάρχει κανένας τρόπος να την ηρεμήσει!
«Βρε κοριτσάκι μου, σε παρακαλώ! Άσε με να σου εξηγήσω!» ζητάει από απόσταση, σχεδόν κρυμμένος πίσω από τον καναπέ του. Όσο δυνατός και να είναι, όσο κρατάει στα χέρια της πράγματα που σπάνε και είναι επικίνδυνα δεν πρόκειται να την πλησιάσει, παρόλο που το θέλει. Γιατί η αλήθεια είναι ότι αυτή η πλευρά της Βάλερι τον εξιτάρει ακόμα περισσότερο.
«ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΘΑ ΣΟΥ ΒΓΆΛΩ ΡΕ!» τσιρίζει έξαλλη, με τα μάτια της ψάχνουν μανιωδώς κάτι για να σπάσει, διαφορετικά θα του ανοίξει το κεφάλι στα δύο.
«Μα την έσπρωξα από πάνω μου, σου τ' ορκίζομαι!»
«Την κούπα!» μονολογεί πιάνοντας μια μωβ κούπα που είχε ξεμείνει στο τραπεζάκι του σαλονιού από το προηγούμενο βράδυ. Ανοίγει τα μάτια του διάπλατα.
«Βρε μωράκι μ-» πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, η κούπα σπάει στα πόδια του. Κάνει ένα βήμα πίσω. Δεν το ξέρει, αλλά αυτό ήταν αγορά της Γκαλένα. Ο Άλεκ θέλει να γελάσει.
«Μη. με. λες. έτσι!» γρυλίζει. Παίρνει βαθιές ανάσες, το σώμα της τρέμει και το μόνο που θέλει είναι να τον πλακώσει στα χαστούκια! Κι αυτόν, κι αυτήν. Δυστυχώς όμως, ή και ευτυχώς, η Γκαλένα πρόλαβε και έφυγε πριν ξεσπάσει η μπόρα. Τη ζημιά της άλλωστε την έκανε, γιατί να κάτσει παραπάνω;
«Απλά δεν το θεώρησα αρκετά σημαντικό!» σχεδόν ψιθυρίζει, ελπίζοντας ότι αυτό θα την ηρεμήσει. Το γκρι μαξιλαράκι που προσγειώνεται με φορά στο κεφάλι του τον βρίσκει απροετοίμαστο. Το πιάνει στα χέρια του λίγο πριν το αφήσει να πέσει στο πάτωμα.
«Δεν το θεώρησες αρκετά σημαντικό;» μια λάθος λέξη να πει ακόμα και θα βγει εκτός ορίων!
«Ναι...από τη στιγμή που την απέρριψα δεν-» το δυνατό της γέλιο τον αναγκάζει να σταματήσει να μιλάει και να αναρωτηθεί αν είπε τελικά τη μαλακία που ήθελε να αποφύγει.
«ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΏΣΩ ΤΖΈΙΜΣ!» ουρλιάζει πετώντας στο πάτωμα κάτι cd που βρήκε πρόχειρα σε ένα ράφι. Αυτό που του κάνει μεγαλύτερη εντύπωση είναι πως, εκτονώνει την οργή της σε πράγματα που πετάει στο πάτωμα. Όχι σε αυτόν, ποτέ σε αυτόν! Με εξαίρεση το μαξιλάρι του καναπέ, όλα τα άλλα καταλήγουν στο κρύο πλακάκι ανάμεσα τους. Κρατιέται να μη γελάσει στην παιδιάστικη έκρηξη της. Του φαίνεται αστείο.
«Πάντως για Αγγλίδα έχεις πολύ εκρηκτικό χαρακτήρα!» μουρμουρίζει πνίγοντας ένα γελάκι. Τα έχει δει όλα! Το άλλοτε γλυκό και ήρεμο κορίτσι του έχει μεταμορφωθεί σε έναν σίφουνα που καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμα του, όμως την ίδια στιγμή δεν μπορεί να αρνηθεί πόσο καυτή δείχνει έτσι. Στα λόγια του σταματάει απότομα ό,τι κάνει και τον κοιτάει με υψωμένο φρύδι.
«Θέλω να τον θυμάσαι τον εκρηκτικό μου χαρακτήρα, γιατί είναι η τελευταία φορά που τον βλέπεις. Όπως ακριβώς και μένα.» τρίζει μέσα από τα δόντια της με την πικρία να μη κρύβεται από τη χροιά της. Και εκεί ξυπνάει. Αγριεύει απότομα και την πλησιάζει, τα χέρια της πιάνουν απευθείας δύο μαξιλάρια μα δεν προλαβαίνει να του τα πετάξει, καθώς πιάνει τους καρπούς της με δύναμη και την ακινητοποιεί.
«Τι είπες;» γρυλίζει. Η ανάσα του χτυπάει το πρόσωπο της, ανάβοντας μέσα της μια φλόγα. Την καίει αργά, όμως η ζέστη εξαπλώνεται με ταχύτητα στο σώμα της.
«Νομίζω πως άκουσες!» τον καρφώνει με τα μάτια της στα δικά του. Η ματιά της έχει κοκκινίσει ελαφρά, η ίριδα έχει αλλάξει χρώμα από το θυμό της και πλέον θυμίζει έντονο πορτοκάλι, ενώ οι κόρες έχουν διασταλεί. Μόνο με ένα βλέμμα της κατακεραυνώνει όλη του τη δύναμη και τον κάνει ευάλωτο μπροστά της. Τον ξεγυμνώνει χωρίς να την νοιάζει αργά, έτοιμη να τον δεχτεί όπως ακριβώς είναι. Με λάθη, αδυναμίες, δυσκολίες και σκαμπανεβάσματα, όμως όχι με ψέμματα.
«Κόψε τις μαλακίες!» μουρμουρίζει με πυγμή. Την κρατάει κολλημένη πάνω του όσο αυτή προσπαθεί να απομακρυνθεί κουνώντας ασταμάτητα χέρια και πόδια.
«Εσύ τις ξεκίνησες!» επιτίθεται. Εκείνος ξεφυσάει ηττημένος. Γιατί αν μη τι άλλο έχει δίκιο. Βάζει μια τούφα πίσω από το αυτί της κι εκείνη παίρνει μια ανάσα γιατί δεν μπορεί να κρατηθεί. Το άγγιγμα του την ανατριχιάζει. Εκνευριστικά πολύ.
«Ωραία. Ας πούμε τα πράγματα όπως είναι. Έχεις δίκιο σε όλα. Ήταν μεγάλο λάθος που δεν στο είπα, όχι γιατί το έμαθες από αλλού, αλλά γιατί αυτό που έχουμε είναι σημαντικό για μένα και με τις βλακείες που κάνω το βλάπτω.» μιλάει αργά και με σταθερή φωνή, κοιτώντας την κατευθείαν μέσα στα μάτια. Τον κοιτάει κάπως σκεπτική και ταυτόχρονα έκπληκτη.
«Συνέχισε.»
«Ο λόγος που δεν στο είπα, είναι επειδή δεν ήθελα να σε ταράξω. Έχεις ήδη τόσα πράγματα στο μυαλό σου! Και μάλιστα σοβαρά, την υγεία σου για παράδειγμα. Ήξερα πως δεν θα έκλεινες μάτι από τη σύγχυση και ήσουν ήδη κουρασμένη. Και έπειτα, αυτό ήθελε η Γκαλένα, να μας κάνει να τσακωθούμε και το κατάφερε. Συγγνώμη.» εξηγεί απαλά και απολογητικά. Η Βάλερι δεν τον κοιτάει, το κεφάλι της είναι στραμμένο στο πλάι, η καρδιά της χτυπάει δυνατά και εκείνος τη νιώθει. Αγγίζει απαλά το πρόσωπο της προκειμένου να τον κοιτάει, εκείνη δυσανασχετεί και αντιστέκεται, μα τελικά τα καταφέρνει. Το μπλε χάνεται στο κεχριμπάρι κι αυτό με τη σειρά του λυγίζει.
«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, μικρό.» ψιθυρίζει πάνω στα χείλη της. Η Βάλερι αναστενάζει με παράπονο. Ανοίγει το στόμα της να μιλήσει, όμως το κλείνει ξανά. Της χαμογελάει πλατιά.
«Δεν είναι ανάγκη να το πεις αν δεν νιώθεις έτοιμη. Ξέρω τι αισθάνεσαι.» το ζεστό του βλέμμα τη στέλνει στα σύννεφα. Η ανακούφιση την αγκαλιάζει. Φοβάται να το πει, ξέρει τι είναι και δεν το αρνείται, απλά φοβάται. Ξεφυσάει, κοιτώντας γύρω της.
«Κοίτα πώς σου έκανα το σπίτι...αχ, θεέ μου ντρέπομαι τόσο πολύ!» κρύβει τα χέρια της στο πρόσωπο της, μα εκείνος κουνάει το κεφάλι δεξιά και αριστερά. Η σκέψη ότι όλα τα λάθη της ζωής της μαζεύονται και της δημιουργούν εκρήξεις οργής οι οποίες μπορεί να γίνονται κάθε φορά και χειρότερες της παγώνει την καρδιά. Αλλά δεν θα το επιτρέψει. Τα τραύματα της δεν την καθορίζουν. Με την πρώτη ευκαιρία θα ξεκινήσει ψυχοθεραπεία, το υπόσχεται στον εαυτό της.
«Δεν με νοιάζει το σπίτι, Βάλερι! Με νοιάζεις μόνο εσύ. Με συγχωρείς;»
«Μόνο αν με συγχωρήσεις κι εσύ!» ανασηκώνει τους ώμους με ένα μικρό χαμόγελο. Το γεμάτο ανακούφιση γέλιο του κόβει μια και καλή το τεταμένο κλίμα ανάμεσα τους και κάνει τη Γκαλένα και τις μηχανορραφίες της σκόνη. Την αγκαλιάζει σφιχτά, αφήνοντας ένα μικρό φιλάκι στο μέτωπο της κι εκείνη δεν αντιστέκεται, δέχεται με χαρά το χάδι του. Το σώμα της πάνω στο δικό του, όλα είναι στη θέση τους.
Και κάπως έτσι περνούν οι μέρες. Είναι πλέον πέντε Δεκεμβρίου! Πλησιάζουν Χριστούγεννα και η Βάλερι είναι έτοιμη να υποδεχτεί την αγαπημένη της εποχή του χρόνου! Τα Χριστούγεννα για τη Βάλερι ήταν πάντα το όνειρο που πατούσε παύση στον εφιάλτη της, εκείνες τις μερες πάντα φιλοξενούσαν κόσμο στο σπίτι και η Μαργαρίτα τους βόλευε κυριολεκτικά παντού! Στον ξενώνα, στο σαλόνι, στο δωμάτιο της Βάλερι. Με τόσο κόσμο μέσα στο σπίτι εκείνος αδυνατούσε να της κάνει όλα αυτά τα άρρωστα πράγματα που συνέβαιναν τον υπόλοιπο χρόνο μέσα σε εκείνο το σπίτι, σε εκείνο το δωμάτιο. Θεέ, εκείνο το δωμάτιο. Ωστόσο, όλος αυτός ο ενθουσιασμός έρχεται σε αντίθεση με τον Άλεκ. Εκείνος έχει σταματήσει να γιορτάζει αυτή τη γιορτή τα τελευταία σχεδόν δεκατρία χρόνια. Γι'αυτό, όπως είναι λογικό, στο σπίτι του δεν υπάρχει ούτε μια σειρά με φωτάκια. Και παρόλο που της το είπε ήδη αρκετές φορές η κοπέλα συνεχίζει να τον κοιτά σοκαρισμένη.
«Τι εννοείς δεν στολίζεις;» Ο Άλεκ συγκρατεί τον εαυτό του από το να γελάσει με δυσκολία, ωστόσο το μειδίαμα δεν μπορεί να κρυφτεί από τα χείλη του.
«Σου είπα, έχω σταματήσει τα τελευταία χρόνια να συμμετέχω σε όλα αυτά. Μου φαίνεται ανούσιο.» απαντάει χαλαρός, κάτι που κάνει τα μάτια της να γουρλώσουν από το σοκ. Δεν καταλαβαίνει την αντίδραση της, είναι μέρες σαν όλες τις υπόλοιπες, τίποτα δεν διαφέρει!
«Ωραία.» παύση.
«Ωραία, δεν πειράζει. Κανείς δεν είναι τέλειος, έτσι κι αλλιώς για όλα υπάρχει λύση. Θα πάμε να πάρουμε στολίδια!» τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα.
'Θα πάμε να πάρουμε...τι;'
«Στολίδια;»
«Ω, σωστά. Έχεις δίκιο! Και δέντρο και φωτάκια και...» αρχίζει να του απαριθμεί όλα όσα πρόκειται να αγοράσουν και δεν ξέρει αν του αρέσει η σαρωτική αύρα της μέσα στο σπίτι του ή αν το σφίξιμο στο στομάχι είναι από την επικείμενη κρίση πανικού. Θα της κάνει το χατήρι ή θα συνεχίσει να υποστηρίζει τη γνώμη του; Τα χέρια του ιδρώνουν, η ανάσα του βγαίνει βαριά.
'Δεν μου αρέσει αυτή η γιορτή! Δεν μου αρέσει αυτή η γιορτή!'
«Εντάξει!» τη διακόπτει.
«Εντάξει;»
«Θα πάμε να ψωνίσουμε!» παραδίνεται. Αρχίζει να τσιρίζει ενθουσιασμένη σαν παιδάκι, ενώ πέφτει στην αγκαλιά του. Νιώθει την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, της κάνει το χατίρι.
'Αχ, μικρό! Ό,τι θες με κάνεις.'
***
Η Βάλερι κοιτάει με ενθουσιασμό όλα τα έλατα που περιμένουν καρτερικά να στολιστούν, ενώ δίπλα της σχεδόν σέρνεται σαν το ζόμπι ο Άλεκ που αδυνατεί να συμμεριστεί τη χαρά της.
«Κοίτα αυτό!» λέει με δέος κοιτώντας ένα δέντρο περίπου δύο μέτρα Η ματιά του ελάχιστα το αγκαλιάζει. Ξινίζει.
«Μεγάλο είναι.» Η κοπέλα του κουνάει τους ώμους της, πηγαίνοντας λίγο πιο κάτω χωρίς φυσικά να σχολιάσει το βλέμμα του.
«Αυτό;» το δάχτυλο της δείχνει ένα δέντρο περίπου ενός μέτρου. Σηκώνει το φρύδι του ειρωνικά, κοιτώντας από πάνω μέχρι κάτω.
«Θάμνο θα στολίσουμε;» Τα δάχτυλα της τυλίγονται πιο σφιχτά γύρω από τη λαβή του κόκκινου καλαθιού. Παίρνει μια βαθιά ανάσα.
'Ψυχραιμία Βάλερι.'
«Μάλιστα.» συνεχίζουν την πορεία τους αμίλητοι. Ένα σκούρο πράσινο δέντρο με ανοιχτά κλαδιά ύψος ενάμιση μέτρου, εμφανίζεται μπροστά τους. Κοιτάει το δέντρο, μετά κοιτάει τον Άλεκ.
'Ένα, δύο, τρία, τέσσερα...'
«Αυτό;» η χαμηλή και συνάμα σταθερή της φωνή δηλώνει την προσπάθεια της να κρατήσει όση ψυχραιμία της έχει απομείνει.
'... έξι, επτά, οκτώ...'
«Μπα, πολύ ψεύτικο.» το απορρίπτει αδιάφορα, χωρίς να του ρίξει δεύτερη ματιά. Και η κλωστή σπάει. Η Βάλερι σταματάει απότομα να περπατάει κοιτώντας τον εκνευρισμένη. Της χάλασε και επίσημα τη διάθεση.
«Τι;» ρωτάει μπερδεμένος. Αφήνει το καλάθι σε έναν πάγκο και χωρίς να απαντήσει κατευθύνεται προς την έξοδο όλο ένταση. Ο μελαχρινός άνδρας βρίζει κάτω από την αναπνοή του, καθώς αρχίζει να την κυνηγάει.
«Βάλερι, περίμενε!» λέει όσο πιο δυνατά του επιτρέπεται, εκείνη αρνείται να του δώσει την παραμικρή σημασία. Έχει εμπεδώσει πια ότι στ' αλήθεια δεν του αρέσουν τα Χριστούγεννα και λάθος της που τον πίεσε. Ο Άλεκ πιάνει το χέρι της, μα εκείνη το τινάζει συνεχίζοντας απτόητη τη διαδρομή της.
«Ρε κοριτσάκι μου, περίμενε σε παρακαλώ!» ζητάει πιο ήρεμα. Το βήμα της σταματάει απότομα μπροστά από την μεγάλη πόρτα, μόλις οι αισθητήρες την εντοπίσουν, ανοίγει. Εκείνος χαμογελάει πλησιάζοντας την. Δίνει μια νοητή μικρή επιβράβευση στον εαυτό του, καθώς πιάνει μαλακά το χέρι της. Το θυμωμένο της βλέμμα σχεδόν κατασπαράζει το μπλε των ματιών του.
«Γιατί μου θύμωσες;» ρωτάει χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα, κάτι που θυμώνει ακόμα περισσότερο την μπαλαρίνα.
«Α, δεν ξέρεις.» συμπεραίνει γελώντας. Την κοιτάει απορημένος γιατί πραγματικά δεν ξέρει τι έκανε. Παίρνει μια ανάσα.
«Άλεκ, αν δεν ήθελες να αγοράσεις Χριστούγεννιάτικα μπορούσες απλά να μου το πεις. Το να έρθουμε και τελικά να μου σπάσεις τα νεύρα είναι απλά ηλίθιο!» εξηγεί, σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από το στήθος της.
«Δεν είπα ότι δεν θέλω!» προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, μάταια όπως φαίνεται αφού η Βάλερι συνεχίζει να τον κοιτά σηκώνοντας το φρύδι.
«Συνεχίζεις!» ο προειδοποιητικός της τόνος τον κάνει σχεδόν να γελάσει. Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε αυτή την εβδομάδα που τη θυμώνει και για να είναι ειλικρινής, πολύ του άρεσε το ποσό γρήγορα παίρνει φωτιά.
«Εντάξει, η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα να πάρουμε δέντρο και ό,τι άλλο συμβολίζει Χριστούγεννα. Αλλά δεν σου έσπασα επίτηδες τα νεύρα, τ' ορκίζομαι.» ξεφυσάει.
«Δεν θα ερχόμασταν εδώ αν μου έλεγες εξ αρχής ότι δεν θες. Ίσως να γκρίνιαζα λιγάκι, αλλά θα το σεβόμουν.» λέει αργά κοιτώντας απευθείας μέσα στις μικρές μπλε μπίλιες. Η μικρή λάμψη που αποκτούν κάθε φορά που την κοιτάει δεν περνάει απαρατήρητη από τη μαυρομάλλα και είναι ο λόγος που τελικά μαλάκωσε. Η λάμψη και το μικρό χαμόγελο που έχει σκαρφαλώσει στα χείλη του. Πιάνει το χέρι της μαλακά, εκείνη δέχεται το άγγιγμα του χωρίς να τραβηχτεί, τα δάχτυλα του κάνουν απαλό μασάζ στην αναστροφή της παλάμης της και κάπως, με έναν μαγικό τρόπο ο Άλεκ την ηρέμησε. Την τραβάει πάνω του αγκαλιάζοντας την σφιχτά, ανασαίνει βαθειά παίρνοντας μια καλή δόση από το άρωμα της.
«Πάμε;» τη ρωτάει αργά. Γνέφει θετικά κάπως κατσουφιασμένη. Πάει να στρίψει προς την έξοδο, μα τη σταματάει.
«Εε, που πας;» ρωτάει μπερδεμένος. Σμίγει τα φρύδια της
«Στο αμάξι;» η απάντηση της μοιάζει περισσότερο με ερώτηση.
«Δεν θα πάρουμε δέντρο;» ρωτάει τάχα έκπληκτος. Η Βάλερι σοβαρεύει απότομα.
«Συγγνώμη;»
«Δέντρο, λέω! Δεν θα πάρουμε; Μα καλά, που έχεις το μυαλό σου;» τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα.
'Με κοροϊδεύει;'
«Άλεκ τι» ψελλίζει χαμένη, όσο εκείνος την τραβάει από το χέρι προς τα δέντρα.
'Τι παθαίνει;'
«Νομίζω πως αυτό είναι μια χαρά.» η κοπέλα κοιτάει σαστισμένη ένα δέντρο ύψους σχεδόν ένα εβδομήντα. Τα κλαδιά του είναι πυκνά και όμορφα και το χρώμα του ένα φυσικό σκούρο πράσινο. Το χέρι του κρατάει ακόμα το δικό της, σφιχτά.
«Εννοείς ότι θα στολίσεις δέντρο;» ρωτάει σοκαρισμένη.
«Μαζί θα το στολίσουμε. Αν νομίζεις πώς ολόκληρο δέντρο θα το φτιάξω μόνος μου είσαι γελασμένη!» τα λόγια του συνοδεύονται από ένα πεταχτό φιλί. Του γελάει χαρούμενη μεν, υπερβολικά έκπληκτη δε.
«Άστο πάνω μου!»
***
«Δεν καταλαβαίνω γιατί να μην το κάνουμε οι δύο μας, θα είναι πιο ήσυχα.» το βλέμμα του μένει σταθερό στο δρόμο, στρίβοντας αριστερά.
«Είναι πιο ωραία με περισσότερα άτομα! Τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή, είναι γιορτή προσφοράς, αγάπης και είναι τέλειο να την περνάμε με άτομα που αγαπάμε και μας αγαπούν!» εξηγεί σαν να μιλάει σε ένα παιδί πέντε ετών. Μουγκρίζει δείχνοντας πως κατάλαβε, παρόλο που δεν συμφωνεί και τόσο. Γιατί δεν χρειάζεται να περιμένει τα Χριστούγεννα για να αγαπήσει και να προσφέρει.
«Εξάλλου έστειλα ήδη μήνυμα στη Στέισι και τον Τζέισον, τώρα δεν μπορούμε να το πάρουμε πίσω!» χαμογελάει ικανοποιημένη, κοιτώντας τον. Δείχνει σκεπτικός, προβληματισμένος.
«Τι σκέφτεσαι;»
«Δεν είναι κάπως...περίεργο, να έχεις τόσο στενές επαφές με τον Τζέισον;» η φωνή του βγαίνει χαμηλή. Γυρίζει να τον κοιτάξει έκπληκτη.
«Οχι; Ο Τζέισον είναι φίλος, τίποτα παραπάνω. Τον συμπαθώ πάρα πολύ και φυσικά, ας μην ξεχνάμε πως αν δεν ήταν εκείνος θα ήμουν νεκρή. Αν μη τι άλλο, θα φερόμουν, το λιγότερο, αχάριστα, αν τον απομάκρυνα επειδή έτυχε να νιώσει κάτι για μένα.»
«Έτυχε;» σχεδόν γελάει.
«Δεν τυχαίνουν αυτά τα πράγματα. Είναι σαν να μου λες πως και το δικό μας έτυχε.» ο εκνευρισμός, αν και μικρός, ακούγεται πεντακάθαρα στη χροιά του και δεν της περνάει απαρατήρητος. Όμως ο τρόπος με τον οποίον αναφέρεται στο μεταξύ τους της προκαλεί ταχυκαρδία και ένα μικρό χαμόγελο.
«Το δικό μας είναι άλλο. Έγινε με την πρώτη ματιά, από πλευράς μου τουλάχιστον. Ήταν ίσως γραφτό να συμβεί. Τα συναισθήματα του Τζέισον προς το πρόσωπο μου ήταν ίσως, δεν ξέρω, μια συγγραφική πινελιά για να απογειωθεί το βιβλίο. Τίποτα περισσότερο!» οι άκρες των χειλιών του τραβιούνται ελαφρά, ακούγοντας τη γεμάτη πάθος φωνή της να παρουσιάζει αυτό που ζουν σαν μυθιστόρημα. Τον τρελαίνει.
«Και ποιός το γράφει αυτό το βιβλίο; Να πάω να του πω δυο λογάκια!» το δυνατό της γέλιο γεμίζει το χώρο του αυτοκινήτου. Η καρδιά του χάνει έναν χτύπο.
«Ποιός ξέρει;» ανασηκώνει τους ώμους. Το ήρεμο και χαλαρό κλίμα που τόσο πολύ απολαμβάνει η μπαλαρίνα, πρόκειται σε μερικά δευτερόλεπτα να σκιστεί από τη φωνή του Άλεκ.
«Οι γονείς σου μένουν εδώ;» ρωτάει με περιέργεια, το σώμα της τσιτώνεται με μιας.
«Πώς σου ήρθε τώρα αυτό;» την πιάνει απροετοίμαστη και χρειάζεται να περάσει μια τούφα πίσω από το αυτί της, αποφεύγοντας να απαντήσει.
«Είναι Χριστούγεννα, όπως είπες και εσύ είναι μια οικογενειακή γιορτή.» η Βάλερι παίρνει μια βαθειά ανάσα.
«Δεν μιλάμε τα τελευταία πέντε χρόνια.» τα μάτια του γοητευτικού άνδρα δίπλα της ανοίγουν ελαφρά. Σταματώντας σε ένα φανάρι, βρίσκει την ευκαιρία να την κοιτάξει, η σύγχυση της είναι εμφανής, η περιέργεια γρατζουνάει τα σωθικά του. Δεν καταλαβαίνει.
«Γιατί;» η ερώτηση του βγήκε αυθόρμητα. Του φαίνεται εντελώς ξένο ότι υπάρχουν άτομα που δεν έχουν σχέση με τους γονείς τους. Ανοίγει το στόμα της να μιλήσει, μα δεν ξέρει τι να πει. Πώς να του εμπιστευτεί όλα αυτά που την πονάνε; Δεν ξέρει καν αν μπορεί!Βλέποντας την μάχη που δίνει με τον εαυτό της νιώθει κατέφθαναν τύψεις. Λες και τώρα κατάλαβε πως, άθελά του, πέρασε τη γραμμή της διακριτικότητας. Νιώθει ηλίθιος. Ξεκουράζει το χέρι του στο μπούτι της, τρίβοντας το ελαφρά.
«Με συγχωρείς μωρό μου, μου βγήκε πολύ αυθόρμητα. Δεν χρειάζεται να απαντήσεις!» σπεύδει να το σώσει και μάλλον τα καταφέρνει, αφού εκείνη παίρνει μια ανάσα και του χαμογελάει.
'Θα σου μιλήσω κάποια στιγμή, στο υπόσχομαι. Μου το χρωστάω.' λίγο πριν το αυτοκίνητο σταματήσει έξω από το σπίτι, ο Άλεκ εντοπίζει κάτι που μόνο άγχος του προσφέρει.
«Ωχ.» μονολογεί, μα η Βάλερι τον ακούει.
«Τι έγινε;»
«Οι γονείς μου.» και μέσα σε δύο δευτερόλεπτα, το άγχος πνίγει ως πάνω την κοπέλα με τα κεχριμπαρένια ματιά.
«Γαμώτο.» ψιθυρίζει. Ο Άλεκ παρκάρει με υπομονή και παίρνοντας μια ανάσα σβήνει τη μηχανή. Οι γονείς του δεν έχουν ιδέα για τη Βάλερι. Μόνο τότε με εκείνα τα δημοσιεύματα είχε αναφερθεί το όνομα της, αλλά εκείνος έσπευσε να τα διαψεύσει! Είναι κάπως διστακτικοί, ειδικά η μητέρα του.
Του είναι γνωστό άλλωστε πως η Εϊρίν έχει απογοητευτεί από τις επιλογές του. Ως προς τις συντρόφους του πάντα, διότι για τα επαγγελματικά και τον χαρακτήρα του είναι ίσως η πιο περήφανη μητέρα του πλανήτη! Ο πατέρας του από την άλλη, ανοιχτός και φιλικός προς όλους δεν το ψάχνει παραπάνω. Αν αρέσει στον Άλεκ, θα τη δεχτεί. Ωστόσο, η πιο αυστηρή πλευρά του, δεν χάνει την ευκαιρία να τον συμβουλεύει και να ακούει τους προβληματισμούς του.
Θεωρεί πως έχει κάνει καλή δουλειά με το γιο του. Γιατί, όπως λέει άλλωστε και η Εϊρίν, ο Άλεκ είναι ένα πιστό αντίγραφο του Στίβ Τζέιμς. Το μόνο που απλόχερα του χάρισε η μητέρα του, είμαι τα καταγάλανα μάτια που προκαλούν κατά καιρούς πολλές ανακοπές στα κορίτσια. Και η Βάλερι φυσικά δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο κυνηγός ταλέντων κοιτάει την κοπέλα δίπλα του καθησυχαστικά. Τι μπορεί να πάει στραβά άλλωστε; Βγαίνουν από το αυτοκίνητο φορτωμένοι με πράγματα, πλησιάζοντας αργά προς το μέρος τους.
«Καλησπέρα.» λέει αργά η Βάλερι κι ένα μικρό χαμόγελο κοσμεί το πρόσωπο της.
«Καλώς τους.» απαντάει συγκρατημένα η μητέρα του. Η κοπέλα μένει να την κοιτάζει με θαυμασμό. Η Εϊρίν Τζέιμς είναι μια άκρως γοητευτική γυναίκα. Ούσα πενήντα χρόνων, έχει την ικανότητα να ισοπεδώνει στο πέρασμα της τουλάχιστον δυο εικοσάρες. Είναι μια ντελικάτη γυναίκα, τα ξανθά μαλλιά της πέφτουν ελαφριές μπούκλες λίγο πιο πάνω από τους ώμους της, το μαύρο υφασμάτινο καμπάνα παντελόνι της με το σκούρο πράσινο πουλόβερ της πάνε φοβερά και τα άσπρα, σχεδόν αθλητικά παπούτσια της δείχνουν ότι μέσα σε όλα, είναι απλός άνθρωπος.
«Πώς κι από δω μαμά;» η φωνή του Άλεκ ακούγεται, ενώ παλεύει να ανοίξει την πόρτα. Η Βάλερι από την άλλη, ζορίζεται με τις τσάντες που κρατάει κι αυτή είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί πως έχουν πάρει όντως πολλά.
«Τι αγενείς! Έχουμε φορτώσει το κορίτσι! Φέρε μου τις τσάντες, δεσποινίς»
«Βάλερι! Ευχαριστώ πολύ.» απαντάει, ενώ χαμογελάει από ευγνωμοσύνη στον πατέρα του Άλεκ.
«Στιβ. Χαίρω πολύ.»
«Περάστε.» η πρόσκληση του Άλεκ τους κινητοποιεί και σε λίγο βρίσκονται στο σαλόνι.
«Ενοχλούμε;» η ερώτηση της συνοδεύεται από ένα έντονο βλέμμα προς τον γιο της, που την κοιτάει σαν να την παρακαλεί να μην αρχίσει. Η Βάλερι το παρατηρεί, τα μάγουλα της κοκκινίζουν.
«Όχι, προφανώς και όχι, απλά δεν σας περίμενα. Ήσασταν πολλή ώρα έξω;» ρωτάει, αφήνοντας το κουτί με το δέντρο στο χαλί.
«Και στο είπα βρε Εϊρίν, να τον πάρουμε ένα τηλέφωνο πρώτα! Όχι αγόρι μου, μόλις φτάσαμε και εμείς.» ο Στιβ, περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. Η Βάλερι σκέφτεται πως είναι μια κίνηση που κάνει πολύ συχνά και ο Άλεκ.
«Τι είναι αυτό;» ξαφνικά η μαμά του βάζει στο επίκεντρο της προσοχής το δέντρο. Ο Άλεκ ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, όμως η κοπέλα του τον προλαβαίνει.
«Χριστουγεννιάτικο δέντρο.» ενημερώνει με ενθουσιασμό, βγάζοντας το κασκόλ της και αφήνοντας το στον καναπέ, δίπλα στην τσάντα της. Στο σαλόνι του Άλεκ πέφτει σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα. Η Εϊρίν σχεδόν χλωμιάζει.
«Πήρατε δέντρο;» ο πατέρας του φαίνεται εξίσου σοκαρισμένος με την μητέρα του, κάτι που κάνει τη Βάλερι να μην ξέρει πώς να απαντήσει γιατί καταλαβαίνει πως εδώ υπάρχει κάτι βαθύτερο.
'Μα τι τους κάνει τόσο πολύ εντύπωση;'
«Ναι. Στην Βάλερι αρέσουν πολύ τα Χριστούγεννα και είπα να πάρω ένα δέντρο για το καλό!» τρίβει αμήχανα το σβέρκο του. Ο Στιβ κοιτάει άφωνος την γυναίκα του κι εκείνη με τη σειρά της πιάνει το χέρι του άνδρα της σχεδόν συγκινημένη.
«Είστε καλά; Θέλετε λίγο νερό;» η Βάλερι αντιλαμβανόμενη την ταραχή τους, ρωτάει ευγενικά. Το βουρκωμένο βλέμμα της Εϊρίν που πέφτει πάνω της, της κόβει την ανάσα. Είναι τρυφερό, γλυκό και θυμίζει σπίτι.
«Όχι, κορίτσι μου. Σε ευχαριστούμε πολύ.» της χαμογελάει εγκάρδια. Ο Στιβ ξεροβήχει.
«Νεράκι όχι, αλλά έναν γαλλικό θα τον έπινα.» λέει με ένα αστείο ύφος, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα και μοιάζει να πετυχαίνει.
«Πάω να σας φτιάξω.» λέει ο Άλεκ, μα η μπαλαρίνα τον σταματάει με το χέρι της στον ώμο του.
«Όχι, όχι. Κάτσε εσύ με τους γονείς σου, θα κάνω εγώ τους καφέδες.» και μέσα σε δευτερόλεπτα χάνεται στην κουζίνα. Στο σαλόνι η οικογένεια μένει να κοιτάζει ο ένας τον άλλον σαν να μην ξέρουν τι πρέπει να πουν και μετά, η γυναίκα σηκώνεται όρθια αποφασιστηκά.
«Πάω να τη βοηθήσω.»
«Μαμά!»
«Εϊρίν!»
«Σιωπή!» διατάζει. Την κοιτούν δολοφονικά, αλλά ξέρουν και οι δυο καλύτερα από το να της πάνε κόντρα.
Η Βάλερι έχει βάλει την καφετιέρα και περιμένει αγχωμένη τους καφέδες να γίνουν. Έχει την αίσθηση πως η μητέρα του αγαπημένου της δεν έχει σχηματίσει την καλύτερη εντύπωση μέχρι στιγμής κι αυτό της προκαλεί νευρικότητα. Η πόρτα της κουζίνας ανοίγει, η ξανθιά επισκέπτρια μπαίνει μέσα με ένα μικρό χαμόγελο το οποίο η Βάλερι της ανταποδίδει.
«Χρειάζεσαι βοήθεια;»
«Όχι, όχι. Πηγαίνετε να καθίσετε και έρχομαι εγώ σε λίγο.» σχεδόν της το ζητάει. Η Εϊρίν όχι μόνο δεν υπακούει, αντίθετα μπαίνει στην κουζίνα και κλείνει την πόρτα πίσω της.
«Μπορείς να μου μιλάς στον ενικό Βάλερι, εκτός κι αν πιστεύεις πως είμαι τόσο μεγάλη!» κάνει μια προσπάθεια να σπάσει τον πάγο και σχεδόν τα καταφέρνει. Η Βάλερι γελάει ελαφρά, ωστόσο η αμηχανία είναι σχεδόν απτή στην ατμόσφαιρα.
«Όχι, προφανώς όχι.» για λίγα δευτερόλεπτα το δωμάτιο βυθίζεται στην ησυχία.
«Με τον γιο μου» ξεροβήχει.
«είστε μαζί;» τα μάγουλα της κοκκινίζουν ελαφρά.
«Ναι, είμαστε.» αρκείται σε αυτό. Νιώθει τα χέρια της να ιδρώνουν. Αυτή η γυναίκα έχει μια πολύ θετική αύρα, ωστόσο στα μάτια της Βάλερι αυτή τη στιγμή είναι σαν σκιά στον τοίχο ενός παιδιού που φοβάται το σκοτάδι.
«O Άλεκ μας είχε πει ότι επρόκειτο για φήμες, αλλά μάλλον μας είπε ψέματα.» ψελλίζει σκεπτικά και κάπως θλιμμένα.
«Αν αναφέρεστε στα δημοσιεύματα, τότε να σας διαβεβαιώσω πως δεν είπε κανένα ψέμα. Τότε ίσα που γνωριζόμασταν, στην πορεία ήρθαμε πιο κοντά.» βιάζεται να εξηγήσει. Κουνάει τα χέρια της καθόλη τη διάρκεια που μιλάει, δείχνοντας πόσο αγχωμένη είναι. Η Εϊρίν σταματάει τις κινήσεις της, ακουμπώντας το χέρι της σε εκείνο της Βάλερι.
«Δεν σε ανακρίνω για κάτι, απλά θέλω να είμαι σίγουρη πως το παιδί μου θα είναι καλά.» τα μπλε μάτια που καρφώνονται στα μελιά δικά της, την χαλαρώνουν αισθητά. Ο ειδοποιητήριος ήχος της καφετιέρας τις απομακρύνει. Κατεβάζει τρεις κούπες από το ντουλάπι και τις βάζει σε έναν δίσκο. Τις γεμίζει προσεκτικά.
«Είναι πολύ όμορφη η αγάπη σας προς εκείνον.» ψελλίζει ασυναίσθητα.
«Η μητρότητα είναι κάτι περίεργο και συναρπαστικό ταυτόχρονα. Μια μέρα ξυπνάς και με κάποιο τρόπο ξέρεις ότι τίποτα δεν έχει πια σημασία, μόνο αυτό το πλασματάκι. Ξέρεις ότι αυτή είναι δουλειά σου ως μητέρα, να αγαπάς και να προστατεύεις τα παιδιά σου.» το λέει σαν να μην το πιστεύει ούτε η ίδια το συναίσθημα. Το βαζάκι με τη ζάχαρη σχεδόν πέφτει από τα τρεμάμενα χέρια της.
'Εγώ έχω δύο μαμάδες. Και καμιά δεν με αγάπησε αρκετά ώστε να με κρατήσει και να με προστατεύσει.' τα μάτια της βουρκώνουν στη σκέψη.
«Ναι.»
«Στον Στιβ να βάλεις μια κουταλιά ζάχαρη, σε μένα δύο.» λέει ανέμελα. Η Βάλερι σηκώνει το βλέμμα και της χαμογελάει γνέφοντας θετικά. Η Εϊρίν μένει να την κοιτάει, τα υγρά ματιά της κοπέλας δεν ξέφυγαν από το έξυπνο γαλάζιο βλέμμα της και την κάνει να αναρωτιέται αν είπαν κάτι κακό, κάτι που την έφερε σε δύσκολη θέση.
«Πάμε έξω;» ρωτάει ευγενικά. Κουνάει το κεφάλι θετικά. Η Βάλερι σχεδόν ανακουφισμένη πιάνει τον δίσκο.
«Εϊρίν;» τη σταματάει λίγο πριν της ανοίξει την πόρτα.
«Πες μου.» χαμογελάει.
«Δεν έχω σκοπό να τον πληγώσω. Και θα προσπαθήσω όσο τίποτα να μην το κάνω.» τώρα παίρνει και η γυναίκα μια ανάσα ανακούφισης. Το αινιγματικό της χαμόγελο γεμίζει την μπαλαρίνα με ερωτηματικά, μα η Εϊρίν δεν μιλάει. Έχει πλέον καταλάβει. Γιατί είναι εκείνη. Η κοπέλα με τα μαύρα μακριά μαλλιά και το ζεστό χαμόγελο, η μικρή μπαλαρίνα με τα κεχριμπαρένια ματιά. Είναι εκεί και είναι η σωστή για τον γιο της. Εύχεται μόνο να το ξέρει κι εκείνος.
«Ήρθαμε και εμείς!» Ο Αλεκ στρέφει αμέσως την προσοχή του στην κοπέλα του. Εκείνη του χαμογελάει και η καρδιά του επιστρέφει στη θέση της.
«Πού είστε τόση ώρα; Αργήσατε!»
«Εδώ μωρέ, τα λέγαμε.» απαντάει αόριστα η μητέρα του, όσο η Βάλερι σερβίρει τους καφέδες. Ο Στιβ κοιτάει με απορία τη γυναίκα του, εκείνη του κλείνει το μάτι. Το κουδούνι χτυπάει.
«Τα παιδιά θα είναι!» συμπεραίνει ο κυνηγός σχεδόν χαρούμενος, πηγαίνοντας προς την πόρτα.
«Βάλερι, εσύ δεν θα πιεις καφέ;» Η κοπέλα γυρνάει να κοιτάξει τον πατέρα του Άλεκ. Είναι ένας γοητευτικός άνδρας, με γκρίζους κροτάφους, η ομοιότητα του με τον άνδρα που έχει κατακτήσει μια θέση στη ζωή και την καρδιά της είμαι σχεδόν τρομακτική. Είναι σαν βλέπει τον Άλεκ σε είκοσι χρόνια.
«Όχι, όχι. Δεν είμαι φίλη του καφέ γενικά.»
«Ωπ, όλοι εδώ!» o Τζέισον κάνει χαρωπά μόλις μπαίνει στο σαλόνι.
«Αγόρι μου, τι κάνεις;» η Έϊριν με ένα γλυκό χαμόγελο, σηκώνεται και τον αγκαλιάζει.
«Κωλόπαιδο, ούτε ένα τηλέφωνο ρε;» ο Στιβ, δήθεν τον μαλώνει, ενώ ανταλλάσσουν μια φιλική χειραψία.
«Στιβ!» τον επιπλήττει η σύζυγος του, προσπαθώντας να κρύψει ένα μειδίαμα.
«Ε, είχα τρεχάματα.» προτιμά να μείνει σε αυτή την απάντηση, όσο αγκαλιάζει την Βάλερι χαμογελώντας της φιλικά. Κάτι που δεν αρέσει και τόσο στον κολλητό του, όμως το κουδούνι χτυπάει ακόμα μια φορά.
«Πάω εγώ!» η Βάλερι πηγαίνει με γρήγορο βήμα να ανοίξει. Πίσω από την πόρτα κρύβεται η ξανθιά φίλη της μπαλαρίνας, που εδώ και δύο μέρες έχει στοιχειώσει το μυαλό του πρασινομάτη άνδρα, ο οποίος ανυποψίαστος κάθεται στο σαλόνι γελώντας με την οικογένεια του αδελφικού του φίλου.
«Βρε καλώς την!» η φωνή της ανεβαίνει ελάχιστα από τον ενθουσιασμό.
«Άργησα;» τη φιλάει σταυρωτά, καθώς μπαίνει στο σπίτι.
Μόλις ο Τζέισον ακούσει τη φωνή της, γουρλώνει τα μάτια γεμάτος φρίκη. Γυρίζει το βλέμμα του προς εκείνη την κατεύθυνση, τα μαύρα μάτια της αγγίζουν στιγμιαία τα δικά του.
Και η καρδιά του σιωπά.
Γεια σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! Πώς πάει γ ζωή βρε παιδιά; Χρόνια πολλά ζουζουνάκια μου! Εύχομαι να είστε όλοι καλά!
Πάρτε ένα κεφάλαιο δωράκι από εμένα έτσι για το καλό!
Δεν έχω να πω κάτι, θα το αφήσω πάνω σας!
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αααντιιιιιοοοοοοςςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro