Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

32. Ψέματα.

~Αλλ' ουδέν έρπει ψεύδος εις γήρας χρόνου.

-Κανένα ψέμα δεν αντέχει στο χρόνο.~

•Σοφοκλής, 496-406 π.Χ

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Τα χέρια του Στέφεν κρατούν τη λεπτή της μέση ανάμεσα στα χέρια του απαλά, μετά από τόση υπομονή και δισταγμό την έχει εκεί μπροστά του και τη φιλάει. Η αλήθεια είναι πως περιμένει αυτή εδώ τη στιγμή αρκετό καιρό. Του είχε κάνει εντύπωση από την πρώτη κιόλας μέρα που την είδε! Ο τρόπος που κοιτούσε με θαυμασμό την καλύτερη της φίλη, το πόση δύναμη της δίνει και το πόσο πολύ την στηρίζει σε όλο αυτό που περνάει, αν μη τι άλλο τον εντιπωσίασε.

Η Στέισι ανταποκρίνεται χωρίς ακόμα να το έχει καταλάβει. Της βγαίνει τόσο φυσικά! Τα δάχτυλα της μπερδεύονται στα μαλλιά του που είναι μαλακά και ωραία και μυρίζουν όμορφα, νιώθει την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή κάτω από το στήθος της, τίποτα από όλα όσα ζει μαζί του δε μοιάζει λάθος! Λάθος. Στη σκέψη αυτή, τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα με τα κλειστά δικά του να κάνουν το στομάχι της κόμπο.

'Μα τι κάνω;'

«Ο..ο-οχι!» η φωνή της ακούγεται προτού προλάβει να το σκεφτεί παραπάνω.
«Οχι, όχι!» ψελλίζει μέσα από το φιλί τους καθώς απομακρύνεται αργά, με τα χέρια της τώρα να σπρώχνουν απαλά το στέρνο του.

«Τι έγινε;» ρωτάει ψιθυριστά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Τον καρφώνει στα μάτια χαμένη μη θέλοντας να σταματήσει από τη μια, μα ταυτόχρονα τόσο μπερδεμένη με τον εαυτό της από την άλλη.

«Στέφεν, εγώ» προσπαθεί να βρει τα λόγια της, μα ξαφνικά καμία λέξη δεν βγάζει νόημα ούτε στο μυαλό της ούτε πουθενά. Κι όσο σκέφτεται ότι βγήκε απλά για τρέξιμο...
«εσύ...»

«Εγώ» αρχίζει εκείνος, πιάνοντας το χέρι της τρυφερά στα δυο δικά του.
«δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό που νιώθω για σένα, ξέρω όμως ότι μου αρέσεις. Πολύ.» τον κοιτάει διχασμένη. Φοβάται. Η Στέισι Σμιθ, φοβάται. Κυρίως τον εαυτό της. Τον κοιτάει στα καθαρά του μάτια που δεν κρύβουν μέσα τίποτα κακό ή πονηρό και νιώθει αβοήθητη. Αν είχε έναν τρόπο να ξέρει πώς θα καταλήξει όλο αυτό αν το προσπαθήσει...

«Ναι αλλά εγώ...δεν ξέρω.» ξεφυσάει.
«Εννοώ, εντάξει, δεν μου περνάς απαρατήρητος προφανώς! Το αντίθετο θα έλεγα, αλλά είμαι κάπως μπερδεμένη. Ήταν ξαφνικό και-» βάζει το δείκτη του στα χείλη της που πριν λίγο ήταν ανάμεσα στα δικά του, διακόπτοντας το παραλήρημα της. Της χαμογελάει και για δυο δευτερόλεπτα η Στέισι ξεχνάει μέχρι και να αναπνέει.

«Έχεις όσο χρόνο θες. Πρώτη φορά μετά από το συμβάν με την πρώην μου νιώθω ενδιαφέρον για κάποια. Δεν πρόκειται να το αφήσω έτσι.» παραδέχεται με ένα μικρό χαμόγελο. Νιώθει να χαλαρώνει, όμως το άγχος υπάρχει ακόμα και την αναγκάζει να πάρει μια ανάσα.

«Πρέπει να φύγω.» ψελλίζει και σηκώνει το σώμα της από τον καναπέ χωρίς να τον κοιτάει.

«Θα σε πάω εγώ.»

«Όχι, δεν χρειάζεται. Εδώ δίπλα μένω.» αρνείται ευγενικά, μα δεν το δέχεται το όχι της σε αυτό.

«Δεν ακούω κουβέντα.» επιμένει και κάπως πιάνει τον εαυτό της να χαίρεται, μα αυτό μόνο την επιβεβαιώνει πως είναι κάτι παραπάνω από μπερδεμένη.

Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, σταματούν έξω από το σπίτι της. Παραδόξως και παρά το άγχος της, μιλούσαν ασταμάτητα σε ολόκληρη τη διαδρομή για όλα τα άσχετα θέματα χωρίς δυσκολία, το μόνο που πρόδιδε πώς αισθάνεται απέναντι του είναι το βλέμμα της που έμεινε κολλημένο ευθεία μπροστά, ενώ το δικό του πάνω της κι εκείνη το είχε καταλάβει. Σχεδόν μπορούσε να ακούσει την καρδιά του που σίγουρα δεν χτυπούσε φυσιολογικά.

«Φτάσαμε.» ψελλίζει αργά, με τη ματιά της ακόμα χαμένη οπουδήποτε εκτός από τη δική του, βγάζοντας τα κλειδιά της από την τσέπη του φούτερ. Τα μάγουλα της έχουν πάρει φωτιά και ξέρει ότι έχει κοκκινίσει υπερβολικά πολύ. Ο Στέφεν της χαμογελάει αινιγματικά, σαν να γνωρίζει κάτι που εκείνη αγνοεί. Και μάλλον όντως το κάνει, γιατί ο Στέφεν μπορεί ήδη να δει όλα τα υπέροχα πράγματα που θα ακολουθήσουν.

«Όμορφα.» σαν κι εσένα, σκέφτεται αυθόρμητα η κοπέλα και σαστίζει όταν καταλάβει ότι την πρόδωσε η ίδια της η σκέψη. Αυτό την κάνει να κοκκινίσει ακόμα περισσότερο. Ο άνδρας κάνει ένα βήμα μπροστά, προκαλώντας ακαριαία την αναστάτωση της.

«Στέφεν, εγώ-»

«Σσς!» σκύβει ελάχιστα. Τα χείλη του ακουμπούν το απαλό της μάγουλο τόσο τρυφερά που χάνεται ολόκληρη μέσα σε αυτή την επαφή. Αφήνει μια ανάσα, κλείνοντας τα μάτια της τη σκέψη ότι μόλις έχασε κι άλλο χτύπο.
«Καλή συνέχεια, όμορφη!» κάνει κεφάτα, κλείνοντας της το μάτι. Του γελάει ελαφρά.

«Καλή συνέχεια, Στέφεν.» μπαίνει στο ήσυχο σπίτι της κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Χαμογελάει ντροπαλά στον εαυτό της, με την πλάτη της ακόμα στην πόρτα.

'Τι συνέβη μόλις τώρα;'

***

Έχει πλέον βραδιάσει. Στο όμορφα στολισμένο Λονδίνο με τις φωτεινές ομπρέλες στους πολυσύχναστους δρόμους της πόλης, τις μεγάλες χριστουγεννιάτικες μπάλες στον ουρανό, τα υπέροχα τυλιγμένα δώρα και τα γεμάτα λαμπιόνια δέντρα, το ρολόι χτυπάει επτά. Η θερμοκρασία έχει κατέβει στους δύο βαθμούς ενώ τα μαύρα σύννεφα προοικονομούν από νωρίς ακόμα μια δυνατή βροχή.

Στο σαλόνι του Άλεκ στο αρκετά στολισμένο Μέιφερ βρίσκονται τρεις. Η μπαλαρίνα κοιτάει με εκνευρισμό την εγκυμονούσα πρώην σύντροφό του αγαπημένου της, που σαν να μην τρέχει τίποτα ζητά κάθε λογής τροφικό συνδυασμό, ενώ ο άνδρας της παρέας δεν ξέρει αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει. Του τρελού.

«Γκαλένα, θύμισε μου γιατί ήρθες;» ρωτάει αργά, τρίβοντας τους κροτάφους του χάνοντας την υπομονή του κάθε λεπτό που περνάει.

«Σου είπα, είχα μερικά πονάκια και φοβόμουν μόνη!» απαντάει εντελώς φυσικά, βάζοντας μια μπουκιά από το χοτ ντογκ στο στόμα της. Δεν έχει σταματήσει να τρώει. Την κοιτάει αγχωμένος μεν, δύσπιστος δε. Σε καμία περίπτωση δεν θέλει να συμβαίνει κάτι με το μωρό, αν μη τι άλλο είναι κομμάτι του. Μα κάτι δεν του κολλάει.

«Πολύ συχνά σε πιάνουν πόνοι. Είναι λογικό;» αναρωτιέται ελαφρώς ανήσυχος και του ανασηκώνει τους ώμους.
«Τελείωσε, αύριο θα πάμε στον γιατρό σου μαζί!» ανακοινώνει με σιγουριά, ξέροντας πως δεν παίρνει άλλη καθυστέρηση. Τα λόγια του της κόβουν την ανάσα ακραία και την αναγκάζει να αφήσει κάτω το φαγητό της. Και δεν ταράχθηκε μόνο εκείνη. Μόλις η Βάλερι ακούσει τα τέσσερα γράμματα που δημιουργούν τη λέξη μαζί νιώθει ένα μικρό βάρος στην αριστερά πλευρά του στήθους της.

«Εγώ καλύτερα να πηγαίνω.» ούτε που καταλαβαίνει πότε ακούστηκε η φωνή της. Ο Άλεκ την κοιτάει ξαφνιασμένος, ενώ η Γκαλένα χαμογελαστή λίγο πριν τεντωθεί και πάρει ένα υγρό μαντιλάκι από το τραπεζάκι για να καθαρίσει τα χέρια της.

«Γιατί μωρό μου; Δεν θες να κάτσεις λίγο ακόμα;» οι δύο λέξεις που τόσο τρυφερά και αυθόρμητα βγαίνουν από τα χείλη του κάνουν την καρδιά της να σκιρτήσει σαν παλαβή.

«Είμαι λιγάκι κουρασμένη.» απαντάει λακωνικά, ωστόσο το βλέμμα της ξεχειλίζει από έρωτα και κατανόηση. Η Γκαλένα νιώθει την ανάγκη να κάνει εμετό σε αυτό που βλέπει.

«Καλά. Θα σου καλέσω ένα ταξί.» απαντάει μουτρωμένος, πιάνοντας το κινητό του. Αφού τον ενημερώσουν πως σε δύο λεπτά θα είναι εκεί, τερματίζει την κλήση. Η κοπέλα με τα κεχριμπαρένια μάτια σηκώνεται όρθια και χαιρετώντας τη Γκαλένα όσο βάζει το μπουφάν της προχωράει ως την πόρτα με εκείνον να την ακολουθεί.
«Μόλις φτάσεις στο σπίτι θα με πάρεις τηλέφωνο.» πρακτικά την ενημερώνει και εκείνη γελάει ελαφρά

«Εντάξει, εντάξει!» μόλις περάσει την πόρτα γυρίζει να του μιλήσει μα, η φωνή της Γκαλένα που τον ζητάει την κάνει να υψώσει το φρύδι της. Γρυλίζει.

«Ήθελες να μου πεις κάτι;» ρωτάει εκείνος μ' ένα αθώο χαμόγελο.

'Έτσι και την αφήσεις να σε πλησιάσει θα σου βγάλω τα μάτια!'

«Όχι, τίποτα δεν ήθελα να πω. Πήγαινε μέσα, κρίμα είναι να περιμένει το κορίτσι!» το αίμα της έχει ανέβει στο κεφάλι γιατί ξέρει πολύ καλά ότι επίτηδες τον φώναξε, δεν είναι χαζή. Θέλει να πιάσει το αναθεματισμενα όμορφο πρόσωπο του και να τον φιλήσει μπροστά σε αυτό το ρωσικό μικρόβιο. Τα μάτια του την κοιτούν με μια ενοχλητική λάμψη, καθώς στηρίζεται στην κάσα της πόρτας. Είναι τόσο όμορφος που της σπάει τα νεύρα!

'Σε θέλω, βλάκα!'

«Θα αρχίσω να πιστεύω πως δεν συμπαθείς την Γκαλένα!» ψελλίζει με ένα πνιχτό γέλιο, με την ικανοποίηση να αστράφτει παντού πάνω στο πρόσωπο του. Φαίνεται ότι το ευχαριστείται κι αυτό την τσαντίζει ακόμα περισσότερο!Τυλίγει τα χέρια του γύρω από τη μέση της, τη στιγμή που το ταξί σταματάει μπροστά από το σπίτι του.
«Πρόσεχε, ναι;» τα μάτια της καρφώνουν τα δικά του και μετά βιας κρατάει το χαμόγελο από το να εμφανιστεί.

«Εσύ πρόσεχε!» σχεδόν κουνάει το δάχτυλο της μπροστά από το πρόσωπο του. Της πειράζει τη μύτη αφήνοντας επιτέλους ένα απαλό φιλί στα χείλη της. Μπαίνει στο όχημα κοιτώντας τον να της χαμογελάει. Δεν την θέλει κοντά του, γιατί σε αντίθεση με τον Άλεκ εκείνη μπορεί να δει ότι τα όρια της Γκαλένα φτάνουν πιο μακριά από τα δικά της κι αυτό την τρομάζει. Το ταξί ξεκινάει γυρίζοντας την σπίτι, μόνη με το κακό προαίσθημα της.

Ο Άλεκ κλείνει την πόρτα και κοιτάει την πρώην αρραβωνιαστικιά του βλοσυρά, γιατί προφανώς κατάλαβε και εκείνος πως επίτηδες τον φώναξε. Την εκνευρίζει πως αυτή τη φορά προχώρησε τη ζωή του και σταμάτησε να τρέχει πίσω της με απόγνωση. Δεν την είχε συνηθίσει σε αυτή τη συμπεριφορά, αλλά εκείνη ξέρει καλύτερα από το να τα παρατήσει. Αν έχει μάθει κάτι στα έξι χρόνια που ήταν με αυτόν τον άνθρωπο είναι πως δεν λειτουργεί σωστά υπό πίεση. Φυσικά, αυτό αφορά αποκλειστικά τα προσωπικά του, μα αρκεί.

Του χαμογελάει παιχνιδιάρικα, μ' εκείνο το βλέμμα που παλαιότερα του επιβεβαίωνε πως είχε καλή διάθεση. Φυσικά ο ένας ώμος της φαίνεται σχεδόν όλος μια που, εντελώς καταλάθος, η μια πλευρά της μπλούζας της είχε πέσει αρκετά. Τόσο που σχεδόν φαίνεται και το στήθος της.

«Γιατί με κοιτάς έτσι;» σχεδόν νιαουρίζει.

«Μη μιλάς έτσι, δεν είσαι πια είκοσι τρία.» και κάπως έτσι, με μια τόσο απλή πρόταση κατακεραυνώνει με μιας όλη της την αυτοπεποίθηση. Μαζεύεται κατευθείαν και προσπαθεί να συνέλθει από το δυνατό χαστούκι που με τα λόγια του της έριξε. Κάθεται απέναντι της χωρις να την κοιτάει κλείνοντας τα μάτια του. Αυτή η γυναίκα τον εκνευρίζει απίστευτα! Την ακούει να σηκώνεται μα δεν μπαίνει στον κόπο να ανοίξει τα βλέφαρα του, γιατί πιστεύει ότι θα φύγει. Η Γκαλένα όμως έχει άλλα σχέδια. Τον πλησιάζει αργά και πριν καλά-καλά το καταλάβει, κάθεται στα πόδια του με τα δικά της δεξιά και αριστερά του. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα, την κοιτάει σοκαρισμένος. Πιάνει τα μπράτσα της προσπαθώντας να την διώξει, όμως εκείνη έχει γαντζωθεί πάνω του.
«Τι στο διάολο κάνεις;» σχεδόν φωνάζει, σπρώχνοντας την μα δεν καταφέρνει τίποτα. Χώνει τα νύχια της στα μπράτσα του. Τον κοιτάει ερωτικά, δαγκώνοντας το κάτω χείλος της. Είναι αποφασισμένη.

«Άλεκ...είσαι πάντα τόσο συναισθηματικός!» σχεδόν ψιθυρίζει αισθησιακά. Στριφογυρίζει τα μάτια του ενοχλημένος, δείχνοντας της απροκάλυπτα την δυσαρέσκεια του, αλλά εκείνη δεν πτοείται.
«Πες μου, τι μπορεί να σου προσφέρει αυτό το κοριτσάκι; Είσαι ενθουσιασμένος μαζί της, τίποτα παραπάνω! Θυμήσου όλα αυτά που ζήσαμε μαζί.» πιέζει το σώμα της πάνω στο δικό του και νιώθει... τίποτα. Δεν συμβαίνει τίποτα. Ούτε πρήζεται, ούτε αλλάζουν οι ανάσες του, ούτε τίποτα. Σαν να έχει πεθάνει!
«Το ξέρω πως ακόμα με θες, μην το αρνείσαι. Μην προσπαθείς να κρυφτείς από μένα!» επιμένει ακόμα. Αρνείται να δεχτεί ότι δεν του προκαλεί καμία αντίδραση. Τα χείλη της συγκρούονται με το λαιμό του αργά, τα σέρνει αργά προς τα κάτω και βιαστικά του ξεκουμπώνει τα δυο πρώτα κουμπιά από το πουκάμισο του.

Και γίνεται το αναπόφευκτο: ο Άλεκ τα παίρνει κρανίο. Πιάνει επιθετικά το λαιμό της με το γυμνό του χέρι απομακρύνοντας τη μια και καλή από πάνω του. Βρίζει κάτω από τη βαθιά ανάσα του, προσπαθώντας να ηρεμήσει τα νεύρα του. Οι αναπνοές της γίνονται πιο δύσκολες κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, μα εξακολουθεί να τον κοιτάει ερεθισμένη.

«Αν προσπαθήσεις να μπεις ανάμεσα σε εμένα και τη Βάλερι, μα τω θεώ Γκαλένα, θα σε σκίσω!» γρυλίζει έξαλλος. Μοιάζει με θεριό ανήμερο που είναι έτοιμο να κατασπαράξει τη λεία του. Τον έχει εκνευρίσει όσο ποτέ άλλοτε και αν δεν σεβόταν την κατάσταση της, θα την είχε πετάξει έξω κλωτσηδόν! Τα μάτια της λάμπουν.

«Αυτό θέλω και εγώ, να με σκίσεις!» ψελλίζει χωρίς κανένα όριο, αγγίζοντας τον όσο πιο χαμηλά μπορεί. Τη σπρώχνει αηδιασμένος στην άλλη άκρη του καναπέ. Κουνάει το κεφάλι αποδοκιμαστικά.

«Είσαι χυδαία κοπέλα μου. Σε λυπάμαι.» σηκώνεται από δίπλα της και πλησιάζει τη βιβλιοθήκη του, κοιτώντας χαλαρός τα βιβλία του. Τον κοιτάει σοκαρισμένη, απογοητευμένη! Την απέρριψε. Μόλις την απέρριψε! Και όχι για πρώτη φορά. Νιώθει θυμωμένη. Θέλει να πέσει πάνω του και να τον χτυπήσει με όλη της τη δύναμη. Είναι από το είδος της γυναίκας που δεν αντέχει την απόρριψη. Δεν την σηκώνει το Εγώ της, την πονάει περισσότερο από σφαίρα. Ο Άλεκ τελικά αρπάζει ένα βιβλίο.
«Μπορείς να φύγεις; Θέλω να ξεκουραστώ.» αναφωνεί έκπληκτη όταν καταλάβει ότι τη διώχνει, σηκώνοντας τα χέρια της ως ένδειξη παράδοσης. Λίγο πριν ανοίξει την πόρτα, η φωνή του τη σταματάει.
«Αύριο στις δέκα να είσαι έτοιμη. Θα πάμε στη γυναικολόγο σου.» και το επόμενο που ακούγεται είναι η πόρτα που κλείνει με κρότο.

Αφήνει μια ανάσα ανακουφισμένος. Είναι τρομερό το πώς αυτή η γυναίκα προσπαθεί να τον ρίξει και πάλι στα νύχια της. Η αυτοπεποίθηση της ήταν, ανέκαθεν, στα ύψη μα ο Άλεκ είναι έτοιμος να το αλλάξει αυτό. Αρκετά τον παίδεψε. Το μήνυμα που φτάνει στο κινητό του τον ειδοποιεί πως η Βάλερι έφτασε στο σπίτι της ασφαλής. Στη σκέψη της χαμογελάει ονειροπαρμένα. Αυτή η κοπέλα τον κάνει να νιώθει όπως δεν είχε νιώσει ούτε την πρώτη φορά που ερωτεύτηκε!

Κοιτάει το κινητό αγχωμένος και ξεφυσάει. Το δίλημμα τον καίει από μέσα προς τα έξω, να πει στη Βάλερι για την προσπάθεια της Γκαλένα να τον ρίξει, ή να μην της το πει; Δεν θέλει να την αγχώσει, ούτε να την στεναχωρήσει. Θέλει μόνο να την κάνει να περνάει όμορφα και μέχρι στιγμής τα πάει τόσο καλά! Το διαβολάκι στον αριστερό του ώμο που τον επικροτεί στη σκέψη να μην πει κουβέντα, έρχεται σε αντίθεση με το αγγελάκι στο δεξί ώμο που τον κοιτάει απειλητικά με μισόκλειστα μάτια, σαν να του λέει μην τολμήσεις. Η ιδέα ότι θα το μάθει από αλλού δεν περνάει από το μυαλό του ούτε για μια στιγμή και τελικά, αυτό είναι και το λάθος του. Πατάει το εικονίδιο της αφού πάρει μια ανάσα.

«Γεια σου μικρό μου!» λέει χαρούμενα μόλις εκείνη απαντήσει.

«Γεια. Όλα καλά;» ακούγεται αγχωμένη παρόλο που φαίνεται ότι προσπαθεί να το κρύψει και το μισεί που της δημιουργεί ανασφάλεια. Δεν θέλει η Βάλερι να νιώθει όπως ένιωθε ο ίδιος με τη Γκαλένα. Δεν της αξίζει, σε κανέναν από τους δυο δεν αξίζει. Καλώς ή κακώς η Βάλερι δεν είναι χαζή, προφανώς και βλέπει πόσο ύπουλη είναι η πρώην του παρόλο που δεν ασχολείται με αυτό. Ο Άλεκ θαυμάζει απεριόριστα την αυτοσυγκράτηση της.

«Ναι, όλα εντάξει!» ψέματα. Θεέ μου πώς τα μισεί τα ψέματα!

«Η Γκαλένα είναι ακόμα εκεί;» προσπαθεί σκληρά να ακουστεί αδιάφορη κι ας είναι ξεκάθαρο πως δεν είναι. Η φωνή της βγαίνει σχεδόν ξένη στην αποτυχημένη προσπάθεια αδιαφορίας και ο Άλεκ σκέφτεται ότι είναι ευτυχισμένος που δεν μπορεί να προσποιηθεί κάποια που δεν είναι. Τον γεμίζει ασφάλεια αυτή η σκέψη.

«Όχι, έφυγε λίγο μετά από εσένα.» τρίβει το χέρι του στο παντελόνι του σε μια προσπάθεια να χαλαρώσει μα φαντάζει τόσο δύσκολο! Συνεχίζουν να μιλούν για περίπου δέκα λεπτά ακόμα ώσπου καληνυχτίζουν ο ένας τον άλλον και πέφτουν να κοιμηθούν.

Τα χαμόγελα που τόσες μέρες έχουν κολλήσει στα πρόσωπα τους, πρόκειται να χαθούν με το φως της μέρας καθώς αυτό που τους περιμένει δεν το έχουν φανταστεί.

Άλεκ.

«Κυρία Ιβανόφ, είστε η επόμενη!» ανακοινώνει η καστανή κοπέλα με τον ψηλό σφιχτό κότσο πίσω από το γραφείο και η πρώην μου γνέφει θετικά. Μόλις η πόρτα ανοίξει και μια κοπέλα που κλαίει προφανώς από χαρά βγει έξω αγκαλιά με τον μάλλον σύντροφό της, η γυναίκα δίπλα μου σηκώνεται. Την ακολουθώ στη σιωπή.

«Θα έρθεις μέσα;» αναρωτιέται ψυχρά.

«Προφανώς Γκαλένα! Είμαι ο πατέρας αυτού του μωρού, θέλω κι εγώ να το δω.» ψελλίζω αδιάφορα. Παίρνει μια ανάσα, χτυπώντας την μισάνοιχτη πόρτα.

«Περάστε.» ένας άνδρας γύρω στα πενήντα, μας κάνει νόημα να καθίσουμε στις δύο καρέκλες μπροστά από το σκούρο ξύλινο γραφείο. Μόλις το βλέμμα του συναντήσει την γυναίκα δίπλα μου τα μάτια του φωτίζονται. Ναι και κάποιος που χαίρεται όταν τη βλέπει. Παρόλα αυτά, θα ορκιζόμουν πως είχε γυναίκα γυναικολόγο.
«Γκαλένα! Μα πόσο χαίρομαι που σε βλέπω καλή μου!» σηκώνεται από τη θέση του και κάνει τον κύκλο του γραφείου για να την αγκαλιάσει στοργικά.

«Κύριε Αλέξανδρε και εγώ χαίρομαι πολύ! Είστε καλά;» ξαφνικά, η γεμάτη αυτοπεποίθηση γυναίκα που στεκόταν δίπλα μου πριν μερικά δευτερόλεπτα, έχει μεταμορφωθεί σε ένα γλυκό και ήσυχο κορίτσι. Ο Χριστός και η Παναγία. Την κοιτάω μπερδεμένος καθώς κάθομαι στην καρέκλα. Αφήνω τα κλειδιά του αυτοκινήτου, που με κρατούσαν απασχολημένο καθόλη τη διάρκεια της αναμονής, πάνω στο γραφείο.

«Πάντα ευγενικό αυτό το παιδί! Πότε θα σταματήσεις να με λες κύριο; Από τόσο δα μικρούλα σε ξέρω!» της λέει με καμάρι, ωστόσο, εγώ σταματάω να ακούω στη δεύτερη λέξη. Ευγενική. Ω ναι, κυρίως αυτό!

«Το ξέρετε ότι αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ, έτσι δεν είναι;» τα μάτια της τον κοιτούν με λατρεία και με θλίψη συνειδητοποιώ ότι σχεδόν είχα ξεχάσει αυτή την πλευρά της. Αναρωτιέμαι πότε σταμάτησε να είναι έτσι γλυκιά μαζί μου.

«Πες μου, γιατί ήρθες εδώ;» ρωτάει, ενώ κάθεται ξανά στην καρέκλα του.

«Λοιπόν» κάνει μια παύση.
«είμαι έγκυος και θέλαμε με τον σύντροφό μου να δούμε το μωρό.» χαμογελάει τρυφερά. Σχεδόν μου πέφτουν τα μάτια από τις κόγχες και κυλάνε στο καθαρό πλακάκι. Σύντροφό της; Καταβάλω μεγάλη προσπάθεια να μη γελάσω. Πιέζω τα χείλη μου και παίρνω μια ανάσα. Ψυχραιμία Άλεκ, είναι για το μωρό. Ο γιατρός την κοίτα συγκινημένος, παίρνει μια ανάσα.

«Συγχαρητήρια κορίτσι μου! Με το καλό!Λοιπόν, έλα να σε εξετάσω!» σηκώνεται, σφίγγοντας λίγο την γραβάτα του κι ένα κομμάτι μέσα μου τρελαίνεται στην ιδέα ότι θα δω το μωρό! Αλλά φυσικά, η Γκαλένα έχει άλλη άποψη.

«Εε Άλεκ, μπορείς να πας να μου φέρεις το κινητό από το αυτοκίνητο σε παρακαλώ πολύ;»

Τι;

«Τώρα;» τα χέρια μου έχουν γίνει μπουνιές. Είναι τρελή;

«Σε παρακαλώ; Πρέπει να κάνω ένα τηλέφωνο στην μαμα μου και το ξέχασα!»

«Δεν μπορεί να περιμένει;» γρυλίζω. Θέλω και εγώ να δω το παιδί μου.

«Έχει καθυστερήσει ήδη!» επιμένει υψώνοντας το φρύδι. Και να η Γκαλένα που όλοι αγαπήσαμε! Και είχα αρχίσει να ανησυχώ! Μουρμουριζοντας σηκώνομαι πλησιάζοντας την πόρτα.

«Αγόρι μου μην προσπαθήσεις να την κλείσεις, έχει χαλάσει και θα έρθουν αύριο να τη φτιάξουν.» με ειδοποιεί ο γιατρός και γνέφω αφήνοντας την ελάχιστα ανοιχτή. Λίγο πριν βγω από το ιατρείο βάζω τα χέρια στην τσέπη προκειμένου να βγάλω τα κλειδιά, αλλά προφανώς η τύχη δεν είναι με το μέρος μου σήμερα.

Τα ξέχασες στο γραφείο ηλίθιε.

Αναστενάζοντας γυρίζω προς τα πίσω ελπίζοντας ότι θα προλάβω να δω έστω και λίγο το μωρό. Το χέρι μου αγγίζει το πόμολο, όμως εκείνη τη στιγμή η φωνή της Γκαλένα φτάνει στα αυτιά μου.

«...έχουμε χωρίσει εδώ και λίγο καιρό.»

«Ω! Λυπάμαι. Και τότε γιατί τον σύστησες ως σύντροφό σου;» ρωτάει μπερδεμένος ο γιατρός. Έλα ντε!

«Γιατί προσπαθώ να ξανά γίνει. Γι'αυτό και η εγκυμοσύνη.» η αποφασιστική της φωνή με ανατριχιάζει. Σμίγω τα φρύδια μου μπερδεμένος και νιώθω την καρδιά μου να σταματάει. Τι στο καλό λέει;

«Συγγνώμη παιδί μου αλλά δεν σε καταλαβαίνω. Έμεινες έγκυος για να μην τον χάσεις;» η σχεδόν απογοητευμένη χροιά του φτάνει στ' αυτιά μου και ενώ είμαι έτοιμος να εισβάλλω στο γραφείο έρχεται η απάντηση της.

«Όχι. Δεν είμαι έγκυος. Είναι όλα ένα κόλπο προκειμένου να τον ξανά κερδίσω.» και χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Σπρώχνω την πόρτα με δύναμη, εκείνη χτυπάει στον τοίχο κάνοντας έναν δυνατό θόρυβο που τους κάνει να τιναχτούν. Η γυναίκα μπροστά μου με κοιτάει τρομαγμένη με μάτια ορθάνοιχτα. Το μακιγιάζ δεν μπορεί να κρύψει ούτε τον πανικό, ούτε το χλωμό της πρόσωπο.

«Έχεις...τρία δευτερόλεπτα.» παίρνω κοφτές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμήσω. Τα χέρια μου τρέμουν και το μόνο που θέλω είναι να πιάσω τον λευκό λαιμό της και να τον σφίξω γύρω από το κράτημα μου. Και να μη σταματήσω. Ω, θεοί, θέλω τόσο γαμημένα πολύ να μη σταματήσω!

«Άλεκ, άσε με να σου εξηγήσω!» έχει το θράσος να ζητήσει χαμηλόφωνα. Όλο μου το κορμί τρέμει λες και είμαι άρρωστος και νιώθω την φλέβα στο λαιμό μου έτοιμη να σπάσει. Θα τη σκοτώσω, ορκίζομαι ότι πρώτα θα τη δείρω και μετά θα τη σκοτώσω!

«Αυτό ήταν Γκαλένα. Ως εδώ. ΤΕΛΕΙΩΣΕ! ΕΞΆΝΤΛΗΣΕΣ ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΉ ΜΟΥ. ΔΈΧΤΗΚΑ ΤΗΝ ΑΝΑΙΣΘΗΣΊΑ ΣΟΥ, ΤΗ ΧΥΔΑΙΌΤΗΤΑ ΣΟΥ, ΣΟΥ ΕΠΈΤΡΕΨΑ ΠΟΛΛΆΚΙΣ ΝΑ ΜΕ ΠΑΤΉΣΕΙΣ ΛΕΣ ΚΑΙ ΉΜΟΥΝ ΧΑΛΊ ΑΛΛΆ ΩΣ ΕΔΏ! ΤΟ ΠΑΡΑΤΡΑΒΗΞΕΣ ΚΟΠΕΛΑ ΜΟΥ. ΤΑ ΙΣΟΠΈΔΩΣΕΣ ΌΛΑ!» ουρλιάζω. Έχω χάσει τον έλεγχο, έχω θολώσει και ούτε που καταλαβαίνω πόσο δυνατά την έχω πιάσει από τους ώμους. Τη βλέπω να μορφαζει, μα δεν χαλαρώνω ούτε λίγο. Εύχομαι να πονάει όσο έχω πονέσει εγώ τους τελευταίους μήνες.

«Δώσε μου ένα λεπτό. Μόνο ένα λεπτό!» ψελλίζει. Όσο ακούω τη φωνή της η ιδέα του στραγγαλισμού φαίνεται ολοένα και πιο ελκυστική και μου το κάνει τόσο δύσκολο. Τόσο μα τόσο δύσκολο! Πολλοί που βρίσκονται έξω από το ιατρείο μας κοιτούν δειλά από την ορθάνοιχτη πόρτα. Ο δε γιατρός παλεύει να μας χωρίσει χωρίς κανένα αποτέλεσμα, φωνάζοντας τελικά στη γραμματέα του να φωνάξει την ασφάλεια του κτηρίου.

«ΣΕ ΈΒΑΛΑ ΣΤΟ ΣΠΊΤΙ ΜΟΥ. ΤΣΑΚΏΘΗΚΑ ΜΕ ΤΗ ΒΆΛΕΡΙ ΓΙΑ ΣΈΝΑ, ΠΡΟΣΠΆΘΗΣΕΣ ΝΑ ΜΠΕΙΣ ΑΝΆΜΕΣΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΏΡΑ ΑΥΤΟ; ΕΊΣΑΙ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑ ΣΟΥ;» την πιέζω ακόμα περισσότερο, οι αρθρώσεις μου έχουν ασπρίσει.

«Άλεκ με πονάς.» σφυρίζει μέσα από τα δόντια της. Την σπρώχνω αηδιασμένος και προσγειώνεται άτσαλα στην καρέκλα βγάζοντας ένα επιφώνημα. Πιάνω τα κλειδιά μου και χωρίς να την κοιτάξω ούτε με την άκρη του ματιού μου βγαίνω έξω. Ούτε που κατάλαβα πότε έφτασα στο αυτοκίνητο. Βάζω το κλειδί στη μίζα και μέσα σε λίγα λεπτά έχω εξαφανιστεί από εκείνο το σημείο. Στα τυφλά στέλνω ένα μήνυμα στη Βάλερι να πάει από το σπίτι μου και να με περιμένει. Αυτή τη στιγμή είναι η μόνη που θέλω να δω.

Η μόνη.

Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ανοίγω την πόρτα με την όμορφη κοπέλα μου να με ακολουθεί μπερδεμένη.

«Ηρέμησε και εξήγησε μου τι έγινε.» ζητάει ήρεμη με σταθερή φωνή. Πετάω το μπουφάν μου στον καναπέ με δύναμη, τραβώντας τα μαλλιά μου.

«Δεν υπάρχει μωρό.» γρυλίζω. Τα μάτια της γουρλώνουν, κάνει ένα βήμα πίσω.

«Τι; Απέβαλε;» ρωτάει χαμένη. Γελάω νευρικά τραβώντας τα μαλλιά μου. Θα τρελαθώ. Μα τω θεώ, σήμερα θα τρελαθώ!

«ΠΟΤΈ ΔΕΝ ΥΠΉΡΧΕ ΜΩΡΌ, ΒΆΛΕΡΙ! ΜΟΥ ΕΊΠΕ ΨΈΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΉ!» τα πόδια της λυγίζουν και ευτυχώς προσγειώνεται στο σκαμπό πίσω της. Μοιάζει τόσο σοκαρισμένη όσο κι εγώ. Με ανακουφίζει αυτό.

«Τι;» η φωνή της ίσα που ακούγεται.

«Ναι, γαμωτο, ναι! Το διανοείσαι;» με κοιτάει μπερδεμένη να παραληρώ. Δυσκολεύεται να το πιστέψει, όπως και εγώ. Και με το δικό μας.

Το κουδούνι χτυπάει. Η Βάλερι χωρίς να έχει καταφέρει να βγάλει μιλιά ακόμα, πλησιάζει να ανοίξει την πόρτα. Μόλις δω τη φιγούρα της να μπαίνει μέσα στο σπίτι μου κρατιέμαι με δυσκολία να μην της επιτεθώ.

«Σε άφησα να μπεις μέσα και δεν το θυμάμαι;» ρωτάει η Βάλερι πριν προλάβω να ορθώσω λέξη και η Γκαλένα γελάει κοροϊδευτικά. Γελάει κοροϊδευτικά με το κοριτσάκι μου! Αυτό ήταν, πέθανε!

«Δεν είναι σπίτι σου, μικρή μου!» την ειρωνεύεται υπογράφοντας στα σίγουρα την καταδίκη της. Αναρωτιέμαι πόσα χρόνια θα πάω μέσα αν την σκοτώσω.

«Γκαλένα, σου μιλάω ειλικρινά, αν δεν φύγεις θα σε σαπίσω στο ξύλο! ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΑΝΑΓΝΩΡΊΖΟΥΝ ΟΙ ΔΙΚΟΊ ΣΟΥ!» νιώθω πραγματικά σαν αγρίμι αυτή τη στιγμή και ο μόνος λόγος που προσπαθώ να ηρεμήσω είναι η Βάλερι, η οποία μόλις ξεστόμισα αυτή την κουβέντα μόρφασε τρίβοντας το μπράτσο της. Δεν θέλω να την τρομάξω, γαμώτο.

«Άλεκ, έχεις γίνει άγριος το ξέρεις; Από χθες το βράδυ το κατάλαβα, αλλά σήμερα είναι ολοφάνερο!» ψελλίζει δειλά. Η κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά ισιώνει αυτόματα το κορμί της κοιτώντας την ελαφρώς μπερδεμένη.

«Χθες;» η φωνή της βγαίνει κοφτή. Το στόμα μου ανοίγει αργά. Σκατά! Είμαι νεκρός, είμαι νεκρός! Η Γκαλένα χαμογελάει πονηρά, σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από το στήθος.

«Δεν σου είπε;»

Μην τολμήσεις! Μην τολμήσεις!

«Να μου πει, τι;» αυτή τη φορά κοιτάει εμένα. Στα μάτια της βλέπω μια κλεψύδρα που όσο περνάνε τα δευτερόλεπτα αδειάζει όλο και περισσότερο. Η υπομονή της τελειώνει. Κουνάω το κεφάλι δεξιά και αριστερά. Δεν έκανα τίποτα! Σου ορκίζομαι πως δεν έκανα τίποτα!

«Να σου πει το πόσο όμορφα έκατσα πάνω του εχθες. Το πόσο κοντά του ήμουν και τον τρόπο που γράπωσε το λαιμό μου με τα δάχτυλα του! Ήταν τόσο αισθησιακό!» δίνει έμφαση στις τελευταίες λέξεις, κλείνοντας τα μάτια της τάχα για να αναπολήσει τι στιγμή. Χριστέ μου, το θέατρο του παραλόγου!

Η Βάλερι κοιτάει με μισόκλειστα μάτια, κάνει τα χέρια της μπουνιές ενώ τα δόντια της τρίζουν από τη σύγχυση. Την κοιτάω πιο αγχωμένος από ποτέ. Τελείωσα.

«Τι πράγμα;»




























Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας!

Κατάφερα επιτέλους να διορθώσω ακόμα ένα κεφάλαιο και να το! Οολο δικό σας!

Η Στέισι η γλυκιά μουυυ, μου αρέσει πολύ με το Στέφεν. Για να δούμε.

Η Γκαλένα δεν είναι έγκυος, τελικά. Ειλικρινά, πρέπει να έχεις πολύ θράσος σαν άνθρωπος για να κάνεις κάτι τέτοιο.

Ντάξει για τον Άλεκ δεν έχω να πω πολλά. Βλαμμένος από κούνια, μας το έχει αποδείξει αυτό!

Για να δούμε τι θα κάνει η Βάλερι τώρα.

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;

Αααυτααααα!

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιιοοοοοοςςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro