Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

29. Το να σου αρέσει ο χορός είναι ένα σίγουρο βήμα προς το να ερωτευτείς. Ι

~Αν δεν μπορείς να απαλλαγείς από τους σκελετούς στη ντουλάπα σου, καλά θα κάνεις να τους μάθεις να χορεύουν.~

•Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω
Ιρλανδός συγγραφέας, Νόμπελ 1925  (1856-1950)~

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Η Βάλερι έχει μείνει να κοιτά μπροστά της παγωμένη, τα λόγια της Γκαλένα παίζουν σαν κασέτα μέσα στο κεφάλι της κάνοντας τις ανασφάλειες της να μεγαλώνουν ασταμάτητα κάθε λεπτό που περνάει. Το αυτοκίνητο του Άλεκ που σταματάει ακριβώς δίπλα της, την κάνει να αναπηδήσει. Κατεβάζει το τζαμί αργά και της χαμογελάει.

«Να σε πάω κάπου;» την κοιτάζει με ένα μικρό γοητευτικό χαμόγελο και κατευθείαν προκαλεί το δικό της χαμόγελο. Η καρδιά του φουσκώνει σε αυτό.

Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο μαύρο του αυτοκίνητο χωρίς να απαντήσει, μόλις βάλει τη ζώνη της το χέρι του περνάει γύρω από το λαιμό της τρυφερά φέρνοντας τους πρόσωπο με πρόσωπο. Τα χείλη του αγγίζουν τα δικά της στιγμιαία.

«Μου έλειψες.» ψιθυρίζει, κοιτώντας την κατάματα. Θέλει η μικρή του να ξέρει ότι της λέει την αλήθεια. Αισθάνεται πως το έχει ανάγκη αυτό. Το χαμόγελο της μεγαλώνει στα λόγια του, η καρδιά της χοροπηδάει στο στήθος της σαν μικρό παιδί σε ζαχαροπλαστείο και αποφασίζει την ίδια στιγμή δύο πράγματα: πρώτον, η Γκαλένα δεν έχει ιδέα τι λέει, είναι απλά απελπισμένη και δεύτερον, ο αυθόρμητος Άλεκ είναι απλά ο αγαπημένος της.

«Και 'μένα μου έλειψες.» δαγκώνει το κάτω χείλος της, κρατώντας με νύχια και με δόντια έναν αναστεναγμό. Ντρέπεται, είναι κάτι που δεν έχει ξανά ζήσει και αυτό την κάνει να νιώθει περίεργα. Είναι όλα πολύ...φυσιολογικά. Και την τρομάζει απίστευτα πολύ που είναι όλα τόσο φυσιολογικά. Πού είναι η παγίδα;

«Τι έχεις μικρό;» ρωτάει με ενδιαφέρον, βλέποντας αμέσως τη σκιά στα μάτια της.

«Δεν έχω κάτι.» απαντάει χωρίς να τον κοιτάει. Το χέρι του χαϊδεύει απαλά το μάγουλο της, σαν να της λέει πως είναι εντάξει να μην είναι καλά.

«Βάλερι...» σηκώνει τη ματιά της αργά. Την κοιτάει με ένα μικρό, παιχνιδιάρικο χαμόγελο, το βλέμμα του ξεχειλίζει από τρυφερότητα και υπομονή. Η Βάλερι δεν μπορεί να κρατηθεί, λυγίζει. Ξεφυσάει ελαφρώς πιο ήρεμη.

«Πάμε σπίτι και θα σου πω.» υποκύπτει. Εκείνος γνέφει και αφήνοντας άλλο ένα φιλί πάνω στα σαρκώδη χείλη της, ανάβει τη μηχανή.

Σε ολόκληρη τη διαδρομή μέχρι και το Μέιφερ, το χέρι του ξεκουράζεται στο μπούτι της. Εκείνη, ζυγίζει τις επιλογές της: αν του πει για τη Γκαλένα το πιο πιθανό είναι να θυμώσει και σίγουρα θα έρθει σε ρήξη μαζί της και σίγουρα στην κατάσταση της δεν κάνει να ταραχτεί. Και για την Βάλερι είναι πολύ σημαντικό το να είναι καλά το μωρό. Από την άλλη τι θα του πει; Έχει ξεκάθαρα καταλάβει ότι κάτι έχει. Δεν είναι χαζός. Όταν θέλει. Κλείνει τα βλέφαρα της για λίγα δευτερόλεπτα, πέντε λεπτά συζήτησης μαζί της κι αυτό το ρωσικό μικρόβιο πρόλαβε να τεντώσει τα νεύρα της!

Ούτε που καταλαβαίνει πότε το αυτοκίνητο σταματάει έξω από το σπίτι του. Ο Άλεκ γυρνάει το κλειδί στη μίζα και η μηχανή σβήνει. Γυρίζει να την κοιτάξει χαμογελαστός, λίγο πριν της ανακοινώσει: «Φτάσαμε». Μόλις βγουν από το αυτοκίνητο ένα κρύο αεράκι χτυπάει το σώμα της, είναι στην τελευταία εβδομάδα του Νοέμβρη και το κρύο είναι κάτι παραπάνω από τσουχτερό. Το κορμί της ανατριχιάζει, δεν της αρέσει το κρύο. Προτιμάει τη ζέστη, γι'αυτό και πάντα προτιμάει να ταξιδεύει σε μέρη με πιο ζεστό κλίμα, όπως την Ιταλία, την Πορτογαλία, ή την Ελλάδα, την οποία όμως ακόμα δεν έχει επισκεφτεί.

Ο Άλεκ, λες και διάβασε τη σκέψη της, την πλησιάζει και περνάει τρυφερά το χέρι του γύρω από τη μέση της για να τη ζεστάνει.

«Κρυώνεις;» το χέρι του τρίβει απαλά το σώμα της που σε δευτερόλεπτα παίρνει φωτιά.

«Λιγάκι.» χαμογελάει συγκρατημένα, απολαμβάνοντας το απαλό του άγγιγμα.

«Πάμε μέσα.» βάζει το κλειδί στην εσοχή και η πόρτα ανοίγει. Μπαίνει μέσα βγάζοντας τη ζακέτα του και αφήνοντας την με προσοχή πάνω στον καναπέ. Η Βάλερι ακολουθεί δειλά.
«Πείνας;» ρωτάει, πιάνοντας στα χέρια του μερικά φυλλάδια.

«Ναι, λιγάκι» μουρμουρίζει, κοιτώντας ακόμα κάπως μαγκωμένη γύρω της.

Είναι μοντέρνο και μεγάλο διαμέρισμα, με μεγάλο ευρύχωρο σαλόνι που φωτίζεται από τέσσερα πολύ μεγάλα παράθυρα, οι κουρτίνες του είναι σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρες, που αυτή τη στιγμή είναι μαζεμένες με ένα ασημένιο κλιπ. Οι καναπέδες, όπως και η πολυθρόνα, είναι κι αυτοί γκρι, όπως επίσης οι δύο μαξιλάρες δεξιά και αριστερά από το εκατό τοις εκατό γυάλινο τραπεζάκι που πάνω του έχει ένα τασάκι, ένα βιβλίο και κάνα δυο μικρά διακοσμητικά. Και πίνακες, σε κάθε μεγάλο τοίχο έχει από έναν μεγάλο πίνακα. Η ματιά της ταξιδεύει παντού με ακόμα μεγαλύτερη περιέργεια.

«Κινέζικο ή μεξικάνικο;» η ερώτηση του ίσα που φτάνει στα αυτιά της, τώρα έχει απορροφηθεί κοιτώντας το μαύρο γυαλιστερό όργανο που στέκεται αγέρωχο σε μια γωνιά.

«Παίζεις πιάνο;» αλλάζει θέμα εντελώς. Στην ερώτηση της σηκώνει το βλέμμα του και την κοιτάει να προχωράει αργά προς το σημείο που έχει αφήσει το μουσικό όργανο. Θέλει να ξεροβήξει, μα δεν το κάνει. Μόνο κρύβει τα χέρια του στις τσέπες του.

«Έχω χρόνια να παίξω.» παραδέχεται κάπως πικρά, μα είναι πολύ ενθουσιασμένη για να πιάσει τον θλιμμένο του τόνο. Κουνάει το κεφάλι θετικά, όσο τα δάχτυλα της αγγίζουν απαλά τη σκληρή του επιφάνεια τόσο μαλακά, λες και είναι εύθραυστο και μπορεί να σπάσει.

«Λατρεύω το πιάνο.» του παραδέχεται κι αυτή κάπως ντροπαλά, καθώς βολεύεται στο μαύρο σκαμπό πίσω από τα πλήκτρα.
«Γενικά μου αρέσει η μουσική, όμως στο πιάνο έχω μια αδυναμία. Πάντα ήθελα να μάθω, αλλά δεν είχα ποτέ την ευκαιρία.» το βλέμμα της δεν ξεκολλάει από πάνω του, την έχει μαγέψει. Ο Άλεκ χαμογελάει, του φαίνεται αστείο το γεγονός ότι έχει ενθουσιαστεί με κάτι τόσο ασήμαντο. Αστείο με την καλή έννοια.
«Θα μου παίξεις κάτι;» τώρα γυρίζει να τον κοιτάξει, ο ενθουσιασμός δεν κρύβεται ούτε στη φωνή, ούτε στο παιδικό της χαμόγελο. Το χέρι του πηγαίνει από την τσέπη στο σβέρκο του, σε μια προσπάθεια να κρύψει την αμηχανία του.

«Ξέρεις, έχω χρόνια να ασχοληθώ. Ίσως κάποια άλλη φορά.» αρνείται ευγενικά και το χαμόγελο που του χαρίζει τον κάνει να τα ξεχάσει όλα. Δεν μπορεί να μη σκεφτεί ότι η Γκαλένα, τουλάχιστον τα δύο τελευταία χρόνια, δεν δεχόταν το όχι ως απάντηση.

«Όποτε θες εσύ.»

«Θα μου πεις τώρα τι συνέβη και είσαι κάπως υποτονική από την ώρα που ήρθα;» η καρδιά της σταματάει απότομα στην ερώτηση του, είχε μια κρυφή ελπίδα ότι θα το ξεχάσει. Τι να του πει;Ότι η πρώην του είναι καριόλα; Είναι σίγουρη πως το ξέρει ήδη.

«Απλά» αρχίζει, μα ακόμα δεν ξέρει τι να του πει. Κι όσο την κοιτάει περιμένοντας να συνεχίσει, τόσο πιο εγκλωβισμένη νιώθει.
«φοβάμαι.» αποφασίζει να του πει την μισή αλήθεια, ό,τι εκείνη νιώθει. Αφήνει έξω από αυτό την Γκαλένα. Στην απάντηση της παρόλα αυτά, σμίγει τα φρύδια του μπερδεμένος και σκύβει ελαφρά μπροστά, σαν να μην άκουσε σωστά. Πιο συγκεκριμένα, εύχεται να μην άκουσε σωστά.

«Φοβ...φοβάσαι;» γνέφει θετικά.
«Τι φοβάσαι;» την πλησιάζει, σκύβοντας στα γόνατα μπροστά της, όσο εκείνη μένει καθισμένη ακόμα στο μαύρο σκαμπό. Δεν ξέρει πώς πρέπει να αντιδράσει, η απρόσμενη δήλωση της τον ταράζει, γιατί μέσα του θεωρεί πως για τον φόβο της ευθύνεται εκείνος. Σαν να μην κάνει κάτι καλά.

«Κοίτα, θα ακουστεί χαζό, απλά να..τώρα που θα γεννηθεί το μωρό και καθόλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θα είσαι με την Γκαλένα και είναι κάτι που καταλαβαίνω, γιατί προφανώς αυτό το μωρό είναι πάνω από όλα, όμως φοβάμαι ότι θα με ξεχάσεις. Ότι θα σταματήσεις να νιώθεις πράγματα για μένα. Ξέρω, ακούγεται παιδικό, όμως Άλεκ, ειλικρινά, αν πιστεύεις μέσα σου έστω και λίγο πως θα ξανά γυρίσεις στην Γκαλένα, τοτ-» το χέρι του αγγίζει τα χείλη της και σταματά απότομα τη φλυαρία της. Τα κεχριμπαρένια μάτια της καρφώνονται στα δικά του. Οι κόρες της καθρεφτίζουν το άγχος και τον πανικό. Τη θεωρεί απίστευτη που πιστεύει κάτι τέτοιο.

«Πώς σου ήρθε αυτό;» πραγματικά αναρωτιέται, μα δεν παίρνει απάντηση.
«Βάλερι μου, εγώ θέλω εσένα και μόνο. Με την Γκαλένα έχει τελειώσει. Οριστικά.» τονίζει επίτηδες την τελευταία λέξη, ελπίζοντας πως θα την πείσει. Δεν θέλει να κουράζει το μυαλό της με τέτοιες βλακείες.

«Ναι, αλλά αν σε έκανε να την ερωτευτείς μια φορά τότε γιατ-»

«Δεν είναι εσύ.» κόβει στα δύο την ανασφάλεια της και κάνει τους παλμούς της να σταματήσουν, την ίδια τύχη έχει και η αναπνοή της. Πεταρίζει τα βλέφαρα της συνεχόμενα, σαν τώρα να μην πιστεύει εκείνη αυτό που άκουσε.

«Όχι, όχι! Μην τα λες αυτά, γιατί θα τα πιστέψω και, ειλικρινά Άλεκ, αν τα πιστέψω θα έχω πρόβλημα και πίστεψε με, έχω περάσει ήδη αρκετά στη ζωή μου!» η πανικοβλημένη φωνή της τον κάνει σχεδόν να γελάσει, ωστόσο, οι τελευταίες της λέξεις γεννούν ερωτήματα μέσα του. Αδυνατεί να πιστέψει πως υπάρχει άνθρωπος πάνω σε αυτόν τον κόσμο που μπόρεσε να της φερθεί άσχημα.

Πού να 'ξερε...

«Να το πιστέψεις, μικρή μου μπαλαρίνα.» τυλίγει τα χέρια του γύρω από τη μέση της, κολλάει το σώμα της πάνω στο δικό του. Οι ωκεανοί που στηρίζονταν στις κόγχες του καρφώνουν τα πανέμορφα μάτια της και σε αυτή την μικρή επαφή η καρδιά του φτερουγίζει σαν τρελή. Σκύβει αργά, τα χείλη της ανοίγουν την ίδια στιγμή, οι παλμοί της παύουν για λίγο.

'Τι μου έχεις κάνει, Άλεκ; Γιατί δεν μπορώ να πάρω ούτε ανάσα όταν είμαι κοντά σου;'

«Φίλα με!» ζητάει χωρίς καμία ντροπή. Δεν να χάσει χρόνο, ορμάει στα ζουμερά της χείλη με πάθος και ανάγκη· ανάγκη για εκείνη, για το φιλί της, για τον τρόπο που τον κάνει να αισθάνεται. Γιατί μαζί της, νιώθει πάλι είκοσι χρονών και η Γκαλένα δεν υπήρξε ποτέ. Η Βάλερι είναι η πρώτη γυναίκα που ερωτεύεται τόσο δυνατά. Αυτή η γυναίκα τον τρελαίνει, του καίει το μυαλό και του αρέσει όσο τίποτα άλλο.

Γεύεται τα χείλη της ασταμάτητα, δεν μπορεί να τη χορτάσει. Δεν θέλει τη χορτάσει. Το μικρό γουργουρητό που κάνει η κοιλιά της, τον αναγκάζει να σταματήσει κάπως σαστισμένος. Την κοιτάει παιχνιδιάρικα και γελάει απαλά, κάνοντας τα μάγουλα της να κοκκινίσουν. Αφήνει ένα μικρό φιλί στο μέτωπο της.

«Κινέζικο ή μεξικάνικο;» επαναλαμβάνει την ερώτηση του, περνώντας της μια τούφα πίσω από το αυτί. Σουφρώνει τα χείλη της.

«Κινέζικο.»

«Πάω να παραγγείλω.»

Όταν την αφήσει μόνη της, η ματιά της περιπλανιέται και πάλι παντού μέσα στο χώρο. Βλέπει ένα μαύρο σύνθετο με υπερβολικά λίγες φωτογραφίες πάνω, μόνο τέσσερις συγκεκριμένα. Τα υπόλοιπα ράφια του είναι γεμάτα με βιβλία. Τη γοητεύει αυτό, αποφασίζει πως τις αρέσουν οι άνδρες που διαβάζουν. Κοιτάει μια φωτογραφία στο δεύτερο ψηλότερο ράφι, είναι ο Άλεκ με τον Τζέισον, τουλάχιστον δέκα χρόνια πριν. Κρατούν από μια μπύρα στο χέρι γελώντας, με μάτια κατακόκκινα από το μεθύσι. Χαμογελάει.

Το βλέμμα της πέφτει πιο δίπλα, σε μια διαφορετική φωτογραφία. Η κορνίζα είναι από καθαρό λευκόχρυσο με μερικές μικρές χρυσές λεπτομέρειες. Στο εσωτερικό του, υπάρχει ένα ξανθό κοριτσάκι, με πανέμορφα εκφραστικά γαλανά μάτια. Ένα φαφούτικο χαμόγελο έχει χαραχτεί στο όμορφο προσωπάκι της, ενώ τα χέρια της κρατούν σφιχτά ένα άσπρο αρκουδάκι με καρδούλες για αυτιά.

Δύο ράφια παρακάτω, υπάρχει το ίδιο κοριτσάκι. Αυτή τη φορά φοράει ένα ροζ φορεματάκι, στα μαλλάκια της υπάρχει ένα στέμμα και στα χέρια της κρατάει το ίδιο αρκουδάκι, που η Βάλερι υποθέτει πως είναι το αγαπημένο της. Κοιτάει την κάμερα με ένα τεράστιο χαμόγελο, τα μάτια της λάμπουν.

«Σε λίγη ώρα θα-» η φράση του σταματάει στη μέση όταν την βρίσκει μπροστά από το σύνθετο. Αφήνει μια ανάσα.

«Πώς την λένε;»

«Ελίνα.» η σταθερή του φωνή δεν προδίδει κανένα συναίσθημα. Γυρνάει και τον κοιτάει χαμογελαστή.

«Είναι πολύ όμορφη.» ο Άλεκ αφήνει ένα μικρό χαμόγελο.

«Ναι, είναι.»

«Ποια είναι;» παίρνει και δεύτερη ανάσα, μιας που η πρώτη δεν του φτάνει τελικά.

«Η αδερφή μου.»

«Σου μοιάζει.» δεν χρειάζεται να τον κοιτάξει περισσότερο για να το πει αυτό, η ομοιότητα είναι εκπληκτική. Κουνάει το κεφάλι του θετικά.

«Πήρα νουντλς, γλυκόξινο κοτόπουλο και σπρινγκ ρολς, ελπίζω να σου αρέσουν.» αλλάζει θέμα, με το γοητευτικό του χαμόγελο να επιστρέφει στο πρόσωπο του και, μαζί με αυτό, μεγαλώνει και το δικό της χαμόγελο. Τον θέλει τόσο, που σχεδόν το μετανιώνει. 

«Μου αρέσουν πολύ, μην ανησυχείς.» τον πλησιάζει και, κάπως διστακτικά, περνάει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Τον χαϊδεύει απαλά σε αυτό το σημείο και, για ένα δευτερόλεπτο, κλείνει τα μάτια του. Είναι τρομερό πόσο πολύ τον χαλαρώνει η παρουσία της, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

«Εμένα ξέρεις τι μου αρέσει πολύ;» το χέρι του αγκαλιάζει τη μέση της, φέρνοντας την ακόμα πιο κοντά του, τόσο που το στήθος της κολλάει στο στέρνο του και νιώθει την καρδιά του. Το χαμόγελο χάνεται από το πρόσωπο της απότομα, η ανάσα της βαραίνει. Σαν μαγεμένη κουνάει το κεφάλι ερωτηματικά, ψελλίζοντας ένα «τι», που μετά βίας βγαίνει από τα χείλη της.
«Που είμαστε οι δυο μας εδώ. Χωρίς τη Στέισι» κάνει μια παύση, μόνο για να αφήσει ένα μικρό φιλί στο λαιμό της.
«ή τον Τζέισον» κι άλλη παύση, αυτή τη φορά το στόμα του ανεβαίνει λίγο πιο ψηλά, στο πηγούνι της.
«εντελώς μόνοι.» καταλήγει και χαμογελάει αλαζονικά όταν τα δάχτυλα της σφίξουν τα μπράτσα του. Περνάνε δύο δευτερόλεπτα που απλά την κοιτάει και τον κοιτάει, προτού επιτεθούν ο ένας στον άλλον, πεινασμένοι, διψασμένοι. Το άρωμα μπισκότου στο κορμί της τον κάνει να θέλει κι άλλα, ο βασιλικός κι ο καπνός στα χείλη του κάθε άλλο παρά την ξεδιψούν.

Περνάει τα δυνατά του χέρια κάτω από τους γλουτούς της σηκώνοντας την με μια κίνηση στην αγκαλιά του, την αναγκάζει να βάλει τα πόδια της δεξιά και αριστερά του και περνάει ένα δευτερόλεπτο που η Βάλερι σκέφτεται πως δεν θέλει τίποτα άλλο αυτή τη στιγμή, μόνο εκείνον. Περπατάει αργά μέχρι το υπνοδωμάτιο, χωρίς να σπάσει το φιλί τους. Ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Η καρδιά της κοντεύει να σπάσει, το άγγιγμα του την καίει και θέλει κι άλλο, κι άλλο!

Το τέλεια στρωμένο κρεβάτι του, ζαρώνει όταν τους ξαπλώσει πάνω, παρόλο που το κάνει απαλά. Τραβάει με λαχτάρα το λαστιχάκι από τα μαλλιά της κι ένας χείμαρρος μαύρης σοκολάτας ελευθερώνεται στα μαλακά ασπρόμαυρα του μαξιλάρια. Οι ανάσες της βγαίνουν ακόμα πιο γρήγορες και ξέρει πως δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο, το κορμί της τον ζητάει. Απεγνωσμένα πολύ. Τα απαλά του χείλη αγγίζουν την κλείδα του λαιμού της. Ανατριχιάζει.

Ανάσα. Όταν τα χέρια του μπλεχτούν στα μαλλιά της και τα τραβήξουν ελαφρά, της κλέβει έναν αναστεναγμό που τον φέρνει ακόμα πιο κοντά της. Κι όσο βγάζει αργά την μπλούζα από πάνω της, τόσο περισσότερο κρατάει το βλέμμα του στο δικό της. Η ανάσα του κόβεται ξανά στη θέα του πλούσιου στήθους της, εκείνη κοκκινίζει την ίδια στιγμή. Δεν ξέρει πώς γίνεται, αλλά τη λατρεύει.

«Μην ντρέπεσαι, μωρό μου!» σχεδόν την ικετεύει.
«Το σώμα σου είναι πανέμορφο.»

Η καρδιά της δεν χάνει απλά χτύπο, χάνει κάθε ικανότητα να λειτουργεί σωστά. Αυτός ο άνδρας ξυπνάει μέσα της συναισθήματα που ήταν σίγουρη πως ποτέ δεν θα καταφέρει να αναπτύξει. Γνέφει θετικά, μα δεν μπορεί να μη σκεφτεί ότι την τελευταία φορά που κάποιος της έβγαλε την μπλούζα, κατέληξε στο νοσοκομείο με τραύμα στο κεφάλι.

Σχεδόν κλωτσάει αυτή τη σκέψη μακριά, όταν ο Άλεκ σκύψει αργά και φέρει το στόμα του στο δέρμα του στέρνου της. Του αρέσει εκεί, το δέρμα της είναι όμορφο και μαλακό, το δέρμα της μυρίζει όμορφα. Στο δέρμα της, νιώθει την καρδιά της να χτυπάει ενάντια στα χείλη του. Τα δάχτυλα του αγγίζουν τις τιράντες απο το σουτιέν της κατεβάζοντας τις αργά. Κι άλλη, μεγαλύτερη ανάσα.

Τη φιλάει αργά στο κενό ανάμεσα από το σουτιέν της, το δέρμα της καίγεται κάτω από το άγγιγμα του και δεν έχει προλάβει ακόμα να της κάνει τίποτα! Το μαύρο της σουτιέν, τελικά ανοίγει με μια μικρή κίνηση των δαχτύλων του. Την κοιτάει για επιβεβαίωση και δεν το σκέφτεται καθόλου, του τη δίνει με χαρά.

Κλείνει το στήθος στης στην παλάμη του και θέλουν και οι δύο να φωνάξουν στην αίσθηση. Δαγκώνει τα χείλη της δυνατά, σχεδόν τα ματώνει, σε μια προσπάθεια να μην την ακούσουν όλοι όσοι βρίσκονται σε αυτό το κομμάτι του Μέιφερ αυτή τη στιγμή. Κι εκείνος, δεν μπορεί να απομακρύνει τα μάτια του από πάνω της. Του αρέσει που την βλέπει τόσο ευάλωτη μπροστά του. Η εικόνα της είναι κάτι παραπάνω από ερεθιστική.

Όταν τα καλυμμένα από μελάνι δάχτυλα του αγγίξουν μαλακά το δέρμα της κοιλιάς της κατεβαίνοντας όλο και πιο κάτω, μια περίεργη αίσθηση ανάμεσα στα παιδιά την κάνει να μη μπορεί να σκεφτεί τίποτα πέρα από εκείνον. Την ακουμπάει πάνω από το μαύρο κολάν, μα δεν το ελέγχει, τινάζεται από απόλαυση και μισεί τον εαυτό της που κέρδισε αυτή την αντίδραση. Το κρύο χέρι του εισβάλλει μέσα από τα ρούχα της κάνοντας αντίθεση με τη θερμότητα του κορμιού της.

Ανάσα, ανάσα, ανάσα! Την τρίβει απαλά, δεν βιάζεται, θέλει να είναι σίγουρος πως θα την ικανοποιήσει όσο περισσότερο γίνεται, περισσότερο από αυτό που μπορεί. Και ο τρόπος που έχει ρίξει το κεφάλι της στα μαξιλάρια και σχεδόν έχει χαθεί μέσα σε αυτά, του δείχνει ότι τα καταφέρνει.

«Είσαι εντάξει;» ψελλίζει, με τα χείλη του να ακουμπούν ελάχιστα τα δικά της. Κουνάει το κεφάλι θετικά πολύ γρήγορα. Νιώθει πως δεν μπορεί ούτε να μιλήσει!

«Ν-ναι!» την ίδια στιγμή που του απαντάει, ένα του δάχτυλο πλησιάζει την είσοδο της, ασυναίσθητα τα πόδια της κλείνουν, μη μπορώντας να διαχειριστεί όλη αυτή την ξαφνική κι απότομη απόλαυση! Σπρώχνει τελικά το δάχτυλο του μέσα της και ένα αγκομαχητό φεύγει από τα πρησμένα και δαγκωμένα χείλη της.

Με τα νύχια της καρφωμένα στο σβέρκο του και τις ανάσες της να γίνονται όλο και πιο γρήγορες, παίρνει θάρρος και τα χείλη του πιπιλίζουν το λοβό του αυτιού της, χαράζοντας αργά και σταθερά ένα μονοπάτι προς τα κάτω. Κι άλλο, κι άλλο! Κατεβάζει το κολάν της με μεγάλη ευκολία, προσεκτικά, αφήνοντας της κάθε στιγμή το περιθώριο να αρνηθεί παρόλο που εκείνη δεν το κάνει. Το ρούχο καταλήγει κι αυτό στο έδαφος, δίπλα στα υπόλοιπα.

Χαϊδεύει απαλά το εσωτερικό των μοιρών της που είναι κι αυτό τόσο απαλό, λες και είναι φτιαγμένη από μετάξι. Σκέφτεται πως δεν θα του έκανε εντύπωση αν όντως ήταν φτιαγμένη από αυτό. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει από τις αναπνοές και τα χείλη του που έρχονται, επιτέλους, σε επαφή με το δέρμα της κοιλιάς της ενώ της κατεβάζει το εσώρουχο, την κάνει να πιστεύει πως βλέπει όνειρο και σε λίγο θα ξυπνήσει. Μα δεν θέλει να ξυπνήσει! Την κοιτάει μαγεμένος, εύχεται να μη χρειαζόταν να την αποχωριστεί ούτε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου.

«Γαμώτο, είσαι τόσο όμορφη!» το λέει τόσο αυθόρμητα, που όταν ο ίδιος ακούσει τη φωνή του τα μάγουλα του κοκκινίζουν όσο τα δικά της.

Οι δύο θάλασσες μπροστά της, γαλήνιες και καθαρές, κοιτούν με πόθο και λαχτάρα τη φωτιά στο βλέμμα της. Μια φωτιά που καίει και τους δύο από την πρώτη κιόλας στιγμή, ακόμα κι αν δεν μπορούσαν να το δουν! Αυτά τα τόσο διαφορετικά στοιχεία έλκονται όπως το μέταλλο με το μαγνήτη, αλλά δεν τους νοιάζει. Το θεωρούν ευλογία! Μα, όντας μεθυσμένοι από το ποτό του έρωτα τους, ξέχασαν πως μπορεί να καταστραφούν.

Το κεφάλι του χαμηλώνει και δειλά, τα γεμάτα χείλη του την αγγίζουν εκεί, ανάμεσα στα πόδια της. Τα χέρια της σφίγγουν τα σεντόνια την ίδια στιγμή, οι κόρες των ματιών της έχουν γείρει προς τα πίσω! Πρώτη φορά, είναι η πρώτη της φορά. Και είναι μαγικό! Τα μαλλιά της έχουν χυθεί σαν καταρράκτης στο άσπρο με ναύτες λεπτομέρειες μαξιλάρι, το κορμί της τρέμει και στο θολωμένο μυαλό της δεν υπάρχει πια τίποτα άλλο, παρά μόνο εκείνος. Και ηδονή.

Η απόλυτη ηδονή.

«Άλεκ!» μόλις η γεμάτη πάθος φωνή της φτάσει στ' αυτιά του, ο ρυθμός του γίνεται πιο έντονος και γρήγορος. Το στομάχι της έχει δεθεί κόμπος, τα πόδια της τρέμουν, καθώς τυλίγονται γύρω από το κεφάλι του σφιχτά. Η μέση της σηκώνεται από το άνετο στρώμα του, δημιουργώντας ένα τόξο. Μια κραυγή φεύγει από τα χείλη της και, λίγες στιγμές αργότερα, αφήνεται ελεύθερη στα σεντόνια του.

Πέφτει ξανά πίσω ξέπνοη, με τη φωτιά να καίει μέσα της ακόμα. Σκαρφαλώνει πάνω της, εκείνη με ένα ντροπαλό χαμόγελο τον αιφνιδιάζει βγάζοντας την μπλούζα από πάνω του, προτού βρεθεί κι αυτή στο πάτωμα, δίπλα στα δικά της. Τα χείλη της αγγίζουν τα δικά του.

«Είσαι καλά;» απομακρύνεται πρώτος, χαϊδεύοντας το μάγουλο της με τον αντίχειρα του. Θέλει να είναι εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι δεν έχει μετανιώσει ούτε στο ελάχιστο αυτό που συνέβη. Γελάει στην αγωνία που κολυμπάει η φωνή του.

«Είμαι παραπάνω από καλά.» παραδέχεται, χαμογελώντας του ειλικρινά και πολύ, πολύ φωτεινά. Ο Άλεκ θέλει να ουρλιάξει από ευτυχία! Τα χέρια του απομακρύνουν με γρήγορες κινήσεις κάθε ύφασμα που τους χωρίζει, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά. Τα μάτια της περιπλανώνται ασταμάτητα στο, καλυμμένο από μελάνι, δέρμα του καταλήγοντας στο πρόσωπο του, όσο εκείνος πιάνει και τελικά φοράει ένα προφυλακτικό. Πάλι, δεν βιάζεται, της αφήνει πάντα το περιθώριο να τον σταματήσει, κάτι που η Βάλερι εξακολουθεί να μη θέλει να κάνει. Το μόνο που θέλει η Βάλερι αυτή τη στιγμή, είναι να κοιτάει το πρόσωπο του.

'Μα πως μπορεί ένας άνδρας να είναι τόσο όμορφος;' παλεύει να καταλάβει τι είναι αυτό που την κερδίζει, μα δεν μπορεί να ξεχωρίσει μόνο ένα χαρακτηριστικό του με σιγουριά. Καταλήγει ότι την τραβούν όλα στον Άλεκ και δεν την πειράζει, μόνο λιγάκι την τρομάζει.

Της χαμογελάει γλυκά, παίρνοντας θέση ανάμεσα στα πόδια της προσεκτικά. Πιάνει τον εαυτό του να ξεφυσάει, νιώθει αγχωμένος. Πραγματικά αγχωμένος. Το στομάχι του έχει γεμίσει πεταλούδες που πετάνε δεξιά και αριστερά, λες και είναι η πρώτη του φορά! Αυτή η γυναίκα του βγάζει κάτι το εύθραυστο, κάτι πονεμένο, θέλει πάσι θυσία να την προστατεύσει από κάθε πόνο. Και τα καταφέρνει, σχεδόν.

Το κάτω μέρος του σώματος του αγγίζει το δικό της, η ανάσα της κόβεται στιγμιαία και η συνειδητοποίηση γεμίζει την καρδιά της. Γιατί θα τον αφήσει να της κάνει έρωτα, κάτι που επίσης δεν έχει ξανά κάνει ποτέ στη ζωή της! Κι αν το κορμί της μπορούσε να κλάψει από συγκίνηση θα το έκανε. Μα λες και το σύμπαν παίζει μαζί τους, κάποιος χτυπάει το κουδούνι. Το χαμόγελο του εξαφανίζεται με μιας, τα μάτια της γουρλώνουν.

Κάποιος τους κάνει πλάκα.

«Το φαγητό!» μουρμουρίζει η Βάλερι χαμένη, μόλις το συνειδητοποιήσει.

Ο Άλεκ έξαλλος, σηκώνεται από πάνω της βάζοντας το παντελόνι του όσο πιο γρήγορα μπορεί, ενώ βγαίνοντας από το δωμάτιο περνάει τη μπλούζα του πάνω απο το κεφάλι του παραμιλώντας. Γελάει ελαφρά. Σηκώνεται κι αυτή από το κρεβάτι, βάζοντας με τη σειρά της τα ρούχα της που είχαν γίνει μια υφασμάτινη μπάλα στο πάτωμα. Ένα τεράστιο χαμόγελο κοσμεί το πρόσωπο της γιατί για πρώτη φορά στα είκοσι τρία χρόνια της ζωής της, η επαφή με το αντίθετο φύλο την κάνει να αισθάνεται πανέμορφα.

Μόλις η μπλούζα καλύψει ξανά το σώμα της, ο Άλεκ μπαίνει στο δωμάτιο με το φαγητό. Αφήνει το πακέτο πάνω στη σιφονιέρα, δίπλα στην μεγάλη τηλεόραση και την τραβάει πάνω του αμέσως. Η Βάλερι βάζει τα γέλια. Τα χείλη του αγγίζουν το σβέρκο της, ανατριχιάζει την ίδια στιγμή.

«Πώς είσαι;» νοιάζεται ξανά να μάθει. Γυρίζει το σώμα της, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό του τρυφερά.

«Είμαι πολύ καλά, εσύ;» η λάμψη στο πρόσωπο της επιβεβαιώνει πανηγυρικά τα λόγια της. Νιώθει ένα αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς όσο την κρατάει, όσο τη φιλάει, όσο είναι μαζί. Και αυτό από μόνο του είναι κατόρθωμα, πολύ μεγάλο κατόρθωμα.

«Και εγώ είμαι πάρα πολύ καλά, μικρό!» τον χτυπάει στο μπράτσο για τον τρόπο με τον οποίο την προσφωνεί κι ας το λατρεύει.
«Και θα ήμουν ακόμα καλύτερα αν δεν είχε χτυπήσει το ηλίθιο κουδούνι!» ψιθυρίζει λάγνα στο αυτί της, κάνοντας τα μάγουλα της ακόμα πιο κόκκινα από πριν.

'Ω, θεέ μου.'

«Ανώμαλε!» χώνει το κεφάλι της στο λαιμό του καθώς το λέει, προκαλώντας έτσι το δυνατό του γέλιο. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, τη σφίγγει πάνω του κουνώντας την απαλά και ρυθμικά μια προς τα δεξιά και μια προς τα αριστερά. Της παίρνει μονάχα πέντε δευτερόλεπτα μέχρι να το καταλάβει.
«Άλεκ;» η απάντηση που παίρνει είναι ένα σχεδόν άηχο μουγκρητό. Μαντεύει σωστά ότι έχει κλειστά τα μάτια του όσο την αγκαλιάζει, αυτό κάνει την καρδιά της να χτυπήσει σαν τρελή.
«Γιατί κουνιόμαστε;»

«Δεν κουνιόμαστε!» αφήνει ένα απαλό φιλάκι στα μαλλιά της.
«Χορεύουμε.» η απάντηση του υπό άλλες συνθήκες θα της προκαλούσε γέλιο, μα τώρα απλά χαμογελάει πλατιά, τόσο που σχεδόν την πονάνε τα μάγουλα της. Δαγκώνεται.

«Άλεκ, δεν έχεις καθόλου μουσικό αυτί.»

«Γιατί το λες αυτό;» μιλά κάτω από την ανάσα του χωρίς να την απομακρύνει ούτε για μια στιγμή, λες και τάχα είναι υπερβολικά πολύ συγκεντρωμένος στη μουσική. Στην πραγματικότητα, το μόνο πράγμα που ακούει ο Άλεκ αυτή τη στιγμή είναι οι χτύποι της καρδιάς του, μα δεν της το λέει. Μακάρι να της το έλεγε.

«Γιατί αυτό που ακούς δεν είναι μουσική, είναι απλά το στομάχι μου.» ξεσπάει σε τρανταχτά γέλια, προκαλώντας και το δικό της γέλιο. Την απομακρύνει για ένα λεπτό και απλά την κοιτάει, το αθώο της χαμόγελο τον κάνει απλά να γελάσει περισσότερο. Σκύβει και της αφήνει ένα μικρό φιλί που την κάνει αλοιφή.

«Έλα να φάμε, μικρή κοιλιόδουλη!» πιάνει το πακέτο με το φαγητό και πλησιάζει το κρεβάτι του.

«Να βάλουμε και ταινία!» προτείνει όλο χαρά, ακολουθώντας τον.

Κάθεται δίπλα του στο κρεβάτι και τον παρατηρεί. Τα μαύρα πυκνά μαλλιά του είναι πρόχειρα τραβηγμένα προς τα πίσω, οι ουρανοί που χώθηκαν στα μάτια του κοιτούν προσεκτικά την μεγάλη οθόνη μπροστά του, οι άκρες των χειλιών του είναι ελαφρώς τραβηγμένες σε ένα μικρό χαμόγελο. Και όλα αυτά, όσο απλά ψάχνει μια ταινία. Κλείνει τα μάτια της παίρνοντας μια ανάσα.

'Είμαι χαρούμενη.'

Μένουν αγκαλιασμένοι για το υπόλοιπο της μέρας, δημιουργώντας αργά και σταθερά τη σχέση τους· αυτή την περίεργη, βουτηγμένη στην κακή αρχή, γεμάτη εντάσεις, πανέμορφη σχέση τους. Μικρές στιγμές που θα καθορίσουν τόσο το παρόν, όσο και το όχι και τόσο μακρινό μέλλον τους. Μα ξεχνούν.

Γιατί, οι όμορφες στιγμές, όμορφα καίγονται στο πέρασμα του χρόνου.


























Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας!
Χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη!! Ελπίζω να είστε όλοι σκασμένοι από το φαΐ!

Άργησα μόνο ένα μήνα, αλλά τελικά ήρθα!

Είπα να μην το ανεβάσω μεγαλοβδομάδα, νηστεία είχαμε, οπότε πάρτε το σήμερα!

Θα έλεγε κανείς ότι είναι στα καλύτερα τους, οπότε χαρείτε τους τώρα ακόμα που μπορείτε!

Αααυτααααα.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε!

Αντιιιιοοοοοοςςςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro