27. Φωτιά.
~Ο χωρισμός ελαττώνει τα μέτρια πάθη και δυναμώνει τα μεγάλα, όπως ο άνεμος σβήνει τα κεριά αλλά φουντώνει τις φωτιές.~
•Λα Ροσφουκώ, 1613-1680, Γάλλος συγγραφέας.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Η Βάλερι σε κατάσταση πανικού, χτυπά την πόρτα της καλύτερης της φίλης με δύναμη. Τόση δύναμη που νιώθει το χέρι της να πονάει ήδη. Μόλις εκείνη ανοίξει σχεδόν σαστισμένη, πέφτει με φόρα στην αγκαλιά της. Η κοπέλα με το ζόρι προλαβαίνει να συνειδητοποιήσει ποια είναι η κοπέλα που εισέβαλε έτσι στο σπίτι της.
«Είναι έγκυος, Στέισι! Θα κάνει το παιδί του!» μουρμουρίζει συγχυσμένη. H Στέισι την αγκαλιάζει πίσω με ένα μπερδεμένο βλέμμα.
«Ποια;»
«Η Γκαλένα!» η Στέισι την απομακρύνει απότομα. Τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα από το σοκ.
«Τι;» κουνάει το κεφάλι θετικά. Της κάνει νόημα να μπει μέσα και την ακολουθεί, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Η Βάλερι κάθεται στον καναπέ, κρύβοντας το πρόσωπο της στα χέρια της. Τα πόδια της τρέμουν από την σύγχυση και η καρδιά της χτυπάει τόσο χαμηλά που ίσα που την καταλαβαίνει.
«Δεν καταλαβαίνω, πώς γίνεται; Πόσο καιρό έχει που χώρισαν; Εσύ, βασικά, πώς το έμαθες;» κάθεται δίπλα της αργά, η απορία είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της όσο ρίχνει τη μια ερώτηση πίσω από την άλλη. Η φίλη της κατεβάζει το βλέμμα.
«Μαζί ήμασταν.» παραδέχεται σιγανά, παίζοντας με τα χέρια της. Η Στέισι αναφωνεί σοκαρισμένη. Η φίλη της ξέρει πως όλα τα υπόλοιπα νέα μπαίνουν την ίδια στιγμή σε παύση.
«ΤΙ;» σχεδόν φωνάζει.
«Από χθες το βράδυ.» αυτό σχεδόν ψιθυρίζει. Η φωνή της κάνει αντίθεση με την φωνή της οικοδέσποινας που ακούγεται παντού μέσα στο σπίτι. Είναι μόλις ένα βήμα μακριά από τον νευρικό κλονισμό.
«Τι πράγμα; Πώς; Τι στον διάολο;» οι ερωτήσεις βγαίνουν ασταμάτητα από το στόμα της, όμως η έκπληξη που νιώθει είναι δέκα φορές πιο δυνατή από τη φωνή της. Ξαφνικά σταματάει. Τα μάτια της γουρλώνουν όσο ποτέ άλλοτε.
«ΤΟ ΚΆΝΑΤΕ!»
«ΌΧΙ!» βιάζεται να αρνηθεί.
«Άκου. Εχθές που...που έφυγα από εδώ, μου επιτέθηκε κάποιος.» αρχίζει διστακτικά. Τα μάτια της καλύτερης της φίλης ανοίγουν διάπλατα και σχεδόν ασπρίζει.
«Θεέ μου, Βάλερι! Σε πείραξε;
Σε χτύπησε κάπου; Προσπάθησε να σου κάνει κακο;» τα χέρια της τώρα είναι στο πρόσωπο της μπαλαρίνας και το γυρνάει δεξιά και αριστερά, προκειμένου να βεβαιωθεί πως δεν έχει ούτε μισή γρατζουνιά. Τα απομακρύνει βιαστικά ξεφυσώντας.
«Καλά είμαι βρε Στέισι! Δεν με βλέπεις;» κάνει μια παύση για να αφήσει μια ανάσα.
«Δεν πρόλαβε να μου κάνει τίποτα, ευτυχώς, γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή εμφανίστηκε ο Άλεκ και τον πήρε για λίγο στο κυνήγι!» κλείνει για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια της και θέλει να κλάψει στο πόσο σταθερή στάθηκε που έτυχε ο Άλεκ να περνάει από εκείνο το σημείο.
«Ο Άλεκ; Τι έκανε στη γειτονιά μας; Μακριά δεν μένει αυτός;» ρωτάει όλα τα άκυρα μπερδεμένη, εξαντλώντας κάθε απόθεμα υπομονής που έχει απομείνει στη Βάλερι.
«Έκανε βόλτα! ΤΏΡΑ ΘΑ ΜΕ ΑΦΉΣΕΙΣ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ Ή ΘΑ ΣΥΝΕΧΊΣΕΙΣ ΝΑ ΕΣΤΙΆΖΕΙΣ ΣΤΑ ΆΚΥΡΑ;» φωνάζει αγανακτισμένη. Θέλει να τα πει, να τα βγάλει από μέσα της αλλά με όλες αυτές τις παρεμβολές δεν μπορεί. Η Στέισι μουτρώνει σαν παιδάκι που της φωνάζει, μα ξέρει ότι σε ένα βαθμό έχει δίκιο. Κι εκείνη θα θύμωνε αν κάποιος την διέκοπτε τόσες φορές.
«Συνέχισε.» ψελλίζει. Η κοπέλα με τα κεχριμπαρενια μάτια σηκώνει το βλέμμα της στον ουρανό παίρνοντας μια ανάσα.
«Μετά, λοιπόν, που με γλίτωσε από τα χειρότερα προσφέρθηκε να με πάει σπίτι και όταν φτάσαμε» ακόμα μια παύση. Η Στέισι την κοιτάει ερωτηματικά.
«του ζήτησα να μείνει στο σπίτι, μαζί μου.» το στόμα της ανοίγει αργά από την έκπληξη. Για λίγο δεν ξέρει τι να πει, οπότε μόνο την κοιτάει.
«Νιώθω πως κοιμόμουν για τρεις μήνες και έχω χάσει τόσα πολλά!» παραδέχεται, περισσότερο στον εαυτό της, τρίβοντας τους πονεμένους της κροτάφους. Μέχρι χθες το απόγευμα όλα ήταν διαφορετικά στη ζωή της φίλης της. Και σήμερα...
«Το θέμα είναι πως εκείνος δέχτηκε να μείνει μαζί μου. Ήρθε μέσα, του έστρωσα στον καναπέ και ύστερα ξαπλώσαμε. Εγώ, όμως, κάποια στιγμή ξύπνησα και δεν μπορούσα να ξανά κοιμηθώ και πήγα και τον ξύπνησα και αποφασίσαμε να δούμε ταινία. Και έβαλε θρίλερ. Και Στέισι, ξέρεις πόσο τα φοβάμαι τα θρίλερ! Ε και κάποια στιγμή φοβήθηκα, χώθηκα στην αγκαλιά του και μετά με φίλησε! Μπορείς να το φανταστείς; Και το θέμα πήγε λίγο παρακάτω και, ειλικρινά, αν δεν θυμόμουν...ξέρεις τι, θα τον είχα αφήσει να μου κάνει έρωτα! Εν τέλει, μου είπε ότι του αρέσω και Στέισι ναι, και εμένα μου αρέσει και ουφ!» παραληρεί και μόλις ολοκληρώσει τον μονόλογο της παίρνει μια ανάσα. Το όμορφα και μοντέρνα διακοσμημένο σαλόνι της φίλης της, τυλίγεται σε μια τρομακτική ησυχία. Σηκώνει το βλέμμα της, που τόση ώρα είχε καρφωμένο στα χέρια της, και κοιτάει την άφωνη παιδική της φίλη. Το ένα της χέρι είναι στο ύψος της καρδιάς και το άλλο στο στόμα της.
«Έχεις βάλει σκοπό της ζωής σου να με σκοτώσεις σήμερα;» η φωνή της βγαίνει χαμηλή και τα μάτια της δείχνουν πόσο σοκαρισμένη είναι. Η Βάλερι παρόλα αυτά δεν γελάει, μόνο αφήνει ακόμα μια ανάσα για σήμερα, ρίχνοντας το κεφάλι της πίσω.
«Το πρόβλημα είναι πως αυτή είναι έγκυος. Και το σωστό είναι να είναι με εκείνη και το παιδί τους.» το λευκό ταβάνι ξαφνικά φαίνεται πολύ ενδιαφέρον για εκείνη, οπότε στρέφει τη ματιά της πάνω του. Η φίλη της δεν μιλάει, προσπαθεί ακόμα να επεξεργαστεί όλα όσα τόσο απότομα άκουσε.
«Τι θα κάνω Στέισι;» ο ήχος της φωνής με το ζόρι βγαίνει πια, νιώθει μια κούραση να βαραίνει τους ώμους της. Και πάνω που χάρηκε πως κάτι άλλαξε...
«Εγώ λέω να μιλήσεις μαζί του. Να σου πει και εκείνος τι έχει σκοπό να κάνει με την Γκαλένα και βλέπουμε.» προτείνει, μα η Βάλερι κουνάει το κεφάλι αρνητικά.
«Δεν έχει επιλογές Στέισι, ένα παιδί πρέπει να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς μαζί.»
«Διαφωνώ. Αν δεν λειτουργούν σωστά ως ζευγάρι, αυτό θα έχει επιπτώσεις στο παιδί. Μπορεί να λειτουργούν καλύτερα μακριά ο ένας από τον άλλον. Και στην τελική, κανένας δεν είπε πως δεν θα έχει τον μπαμπά του.» προσπαθεί λίγο ακόμα, εννοώντας παρόλα αυτά κάθε λέξη που βγαίνει από τα χείλη της.
«Πρέπει να τον βλέπει κάθε μέρα! Κι αν δεν είναι μαζί αυτό θα είναι δύσκολο.» η κοπέλα συνεχίζει να υποστηρίζει την άποψη της, βάζοντας φρένο σε αυτή της φίλης της. Η Στέισι θέλει να αναστέναξει. Άμα της καρφωθεί κάτι στο μυαλό δεν της το βγάζεις με τίποτα όμως!
«Ρε κοριτσάκι μου, σύνελθε σε παρακαλώ! Μιλάμε για ένα παιδί που» η κοπέλα σταματάει απότομα. Το βλέμμα της γυρίζει αστραπιαία και την κοιτάει, περιμένοντας να συνεχίσει.
«Που τι;» σχεδόν την προκαλεί να το πει. Η Στέισι βάζει μια τούφα πίσω απο το αυτί της, αφήνοντας μια ανάσα.
'Που δεν ξέρουμε καν αν υπάρχει.'
«Δεν ξέρω. Απλά αυτή η γυναίκα μου βγάζει κάτι αρνητικό. Νομίζω πως θα έκανε τα πάντα για να κρατήσει κάποιον ή για περάσει το δικό της.» μπλέκει και ξεμπλέκει άβολα τα χέρια της. Της το λέει εμμέσως, μα και πάλι δεν το καταλαβαίνει.
«Δηλαδή τι; Έμεινε έγκυος εσκεμμένα πριν καν χωρίσουν για να τον κρατήσει; Που να σημειωθεί πως αυτή τον χώρισε! Δεν στέκει.» υψώνει το φρύδι για να δείξει ότι έχει δίκιο κι εκείνη άδικο. Ο ήχος της φωνής της ξεχειλίζει από ειρωνεία.
«Δεν είπα αυτό. Τέλος πάντων, ξέχνα το. Βλακείες λέω.» το λήγει χωρίς να το πιστεύει πραγματικά. Η Βάλερι την κοιτάζει αποδοκιμαστικά, παρόλα αυτά δεν το συνεχίζει.
«Άντε, σήκω να πάμε στο νοσοκομείο. Μας περιμένει ο γιατρός Κουκ.» χτυπάει παλαμάκια για να τη σηκώσει, κι όντως λίγα δευτερόλεπτα μετά τα καταφέρνει. Το μυαλό της παρόλα αυτά ταξιδεύει προς τον κυνηγό ταλέντων και ένας ακόμη αναστεναγμός βγαίνει από το στόμα της.
Την ίδια στιγμή στο διαμέρισμα του, ο Άλεκ πηγαίνει πάνω-κάτω ασταμάτητα. Τα χέρια του τραβούν τα μαλλιά του με απόγνωση. Κοντεύει να τρελαθεί! Το καλλίγραμμο σώμα της πρώην αρραβωνιαστικιάς του είναι καθισμένο στον βολικό γκρι καναπέ, τα πόδια της σταυρωμένα και το εκνευριστικά λάγνο βλέμμα της κολλημένο πάνω του. Εύχεται να μπορούσε να πατήσει ένα κουμπί και να την εξαφανίσει.
«Έλα τώρα, Άλεκ! Δεν είναι τόσο τραγικά τα πράγματα!» η αισθησιακή φωνή της τον ανατριχιάζει, όμως όχι με τον καλό τρόπο. Πλέον δεν κάνει την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, ούτε χαμογελάει σαν την ακούσει. Πλέον, του προκαλεί δυσφορία.
«Όχι Γκαλένα, είναι πολύ τραγικά τα πράγματα! Και σταμάτα να μου μιλάς και να με κοιτάς έτσι!» η κοφτή φωνή του την κάνει να θυμώσει και να ισιώσει το κορμί της με νεύρο. Μα πού είναι τέλος πάντων ο άνδρας που έπινε νερό από το γοβάκι της;
«Πες μου ότι κάνεις έτσι γι'αυτήν την μικρή!» σχεδόν γελάει και μόνο στην ιδέα. Το τέρας με τα πράσινα μάτια μέσα της όμως έχει ξυπνήσει και κάνει τα πάντα για να το κρατήσει φυλακισμένο. Δεν της αρέσει που ζηλεύει. Πόσο μάλλον τον Άλεκ. Ουδέποτε της έδωσε ούτε μισή αφορμή για τίποτα! Το βήμα του σταματάει απότομα στην αναφορά της. Η καρδιά του χάνει έναν χτύπο.
H Βάλερι.
«Γαμώτο!» βρίζει έξαλλος για την τύχη του. Τα γκρι της μάτια είναι έτοιμα να πέσουν από τις κόγχες τους στην έκπληξη που νιώθει.
«Σοβαρά τώρα;» σχεδόν τον κοροϊδεύει κι ας νιώθει την ανάγκη μέχρι και να απειλήσει τη Βάλερι για να μην τον ξανά πλησιάσει.
«Πες μου ειλικρινά Άλεκ, τι μπορεί να σου προσφέρει αυτή η κοπέλα;» σηκώνει το σώμα της από τον καναπέ αργά, πλησιάζοντας τον. Στον τρόπο της νιώθει την ανάγκη να της ορμήσει και να τη διώξει.
«Εγώ μπορώ να σου δώσω τα πάντα. Μ' ακούς; Τα πάντα! Πάθος, έρωτα, περιπέτεια! Εκείνη; Τίποτα!» τα χείλη της σχεδόν ακουμπούν τα δικά του. Πριν μπορέσει να συγκρατήσει τον εαυτό του, πιάνει τους καρπούς της με δύναμη απομακρύνοντας την. Εκείνη μορφάζει και αυτός είναι και ο μόνος λόγος το κράτημα του χαλαρώνει.
«Ο μόνος λόγος που δεν σε έχω πετάξει ακόμα έξω, είναι επειδή σέβομαι τα όσα ζήσαμε και την κατάσταση σου. Αν θες όμως να συνεχίσω να είμαι καλός και ήρεμος, σταμάτα να κάνεις κατάχρηση της υπομονής μου. Το τι μπορεί να μου προσφέρει η Βάλερι άσε με να το ξέρω καλύτερα. Έγινα κατανοητός;» ο σχεδόν απειλητικός τόνος του την κάνει να μαζευτεί στη θέση της. Τραβάει τα χέρια της με δύναμη, με νεύρα στο Θεό και χείλη πιεσμένα. Αυτός ο άνδρας μόλις τσάκισε το ηθικό της.
«Πολύ καλά, κύριε Τζέιμς! Αφού θέλετε να παίξουμε έτσι.» ο ψίθυρος της τεντώνει κι άλλο τα ήδη τεντωμένα του νεύρα. Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του τρελαμένος.
«Αυτό δεν είναι παιχνίδι, Γκαλένα! Είναι ένα παιδί! Μπορεί να χωρέσει στο μικρό μυαλό σου πόσο σημαντική και σοβαρή υπόθεση είναι ένα παιδί;» σχεδόν της επιτίθεται. Η στάση της τον μπερδεύει, κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται σε κατάσταση πανικού! Η όμορφη Ρωσίδα του είχε ξεκαθαρίσει από νωρίς ότι δεν ήθελε ποτέ παιδί. Ένα μεγάλο αγκάθι στη σχέση τους.
«Προφανώς και το ξέρω! Όμως αυτό το παιδί ήρθε για να μας ενώσει, Άλεκ! Δεν το βλέπεις;» είναι ξεκάθαρο στα μάτια του πως προσπαθεί κι αυτό τον μπερδεύει. Την κοιτάει προβληματισμένος. Μα τι θέλει τέλος πάντων; Εκείνη του ζήτησε να χωρίσουν, εκείνη δεν είχε καμία διάθεση να το προσπαθήσουν. Τι στο καλό προσπαθεί να κάνει τώρα;
«Αύριο θα πάμε στον γιατρό σου. Θέλω να του μιλήσω.» αλλάζει θέμα αγνοώντας αυτά που του λέει, και η βαριά φωνή του κάνει την καρδιά της να σταματήσει επί τόπου. Το στόμα της ανοίγει αργά από την έκπληξη.
«Γιατί;» το βλέμμα του πέφτει πάνω της. Ο δυναμισμός που αποπνέει όλη αυτή την ώρα ξαφνικά έχει εξατμιστεί.
«Θέλω να τον ρωτήσω κάποια πράγματα. Για την κατάσταση σου, βιταμίνες και διάφορα άλλα που μπορεί να χρειαστείς. Αφού θα κρατήσουμε αυτό το μωρό όλα θα γίνουν σωστά. Δεν πρόκειται να παίξω με την υγεία του παιδιού μου.» εξηγεί κι ένα περίεργο συναίσθημα τον πνίγει σαν το συνειδητοποιήσει. Θα γίνει πατέρας. Εκείνη γνέφει συγκαταβατικά κάπως ταραγμένη ακόμα. Ξαφνικά το χρώμα αρχίζει να χάνεται από το πρόσωπο της, τα χέρια της ιδρώνουν. Ζαρώνει ολόκληρη. Το παρατηρεί.
«Γκαλένα...καλά είσαι;» ρωτάει ελαφρώς σαστισμένος. Του γνέφει θετικά με ένα αδύναμο χαμόγελο.
«Ναι, ειμαι εντάξει. Μια αναγούλα μόνο! Με πιάνουν συχνά.» παραδέχεται κουρασμένη. Ο Άλεκ αφήνει μια ανάσα εμφανώς πιο ήρεμος, πηγαίνοντας την ίδια στιγμή στην κουζίνα για να της φέρνει ένα ποτήρι νερό. Με ένα μικρό χαμόγελο σαν ευχαριστώ, πίνει λίγο νερό από το ποτήρι και το αφήνει στο τραπεζάκι.
«Καλύτερα;» ρωτάει αργά, σχεδόν αδιάφορα. Ακόμα και αυτό το μικρό ενδιαφέρον που υπάρχει είναι καθαρά και αποκλειστικά για το μωρό.
Γιατί ο Άλεκ μέσα στην όλη σύγχυση που νιώθει, αισθάνεται παράλληλα ένα συναίσθημα ζεστασιάς να εισχωρεί στην καρδιά του. Θα γίνει πατέρας. Δεν μπορεί να αρνηθεί πως νιώθει περήφανος και πολύ, πολύ χαρούμενος. Πάντα ήθελε ένα παιδί.
«Ναι, καλύτερα.» χαμογελάει.
«Ευχαριστώ.» το χέρι της τεντώνεται, αγγίζει το δικό του και το τοποθετεί απαλά στην επίπεδη κοιλιά της. Η καρδιά του χάνει έναν χτύπο την ίδια στιγμή.
«Με ταλαιπωρεί λιγάκι.» γελάει γλυκά. Ένα αχνό χαμόγελο απλώνεται και στο δικό του πρόσωπο. Το σώμα του μυρμηγκιάζει απότομα. Δεν ξέρει πώς να το διαχειριστεί. Τελικά ξεροβήχει, απομακρύνοντας το χέρι του.
«Πόσο μηνών είσαι;» μουρμουρίζει για να κρύψει την αμηχανία του. Εκείνη αναδεύεται άτσαλα στη θέση της.
«Αύριο μπαίνω στον δεύτερο.» αναστενάζει. Τα φρύδια του σμίγουν.
'Στον δεύτερο;'
«Περίπου πριν δύο μήνες ήταν το ατύχημα. Λογικά έγινε πριν. Μετά αποκλείεται γιατί είχες τον γύψο και δεν με άφηνες καν να σε αγγίζω οπότε...πώς και δεν το μάθαμε τότε που ήσουν στο νοσοκομείο ή πως δεν είχες κάποια επιπλοκή;» παλεύει να καταλάβει. Κάτι δεν του κολλάει. Ανοίγει το στόμα της να μιλήσει, μα σύντομα το κλείνει ξανά.
«Αυτό μου έκανε και εμένα εντύπωση. Αλλά έτσι κι αλλιώς, το ατύχημα δεν ήταν και κάτι σοβαρό! Και το πόδι μου από δική μου βλακεία το έσπασα, δεν ήταν εξαιτίας του ατυχήματος. Εξετάσεις αίματος δεν μου έκαναν, οπότε...» αφήνει τη φράση της μετέωρη. Η ξένη γλυκύτητα στη φωνή της, δένει απίστευτα με το χέρι της που χαϊδεύει ασταμάτητα την κοιλιά της.
Κουνάει το κεφάλι του αργά, κάπως δύσπιστα. Όλη αυτή η κατάσταση του έχει δημιουργήσει απίστευτο πονοκέφαλο. Το όμορφο πρόσωπο της Βάλερι τρυπώνει στο μυαλό του και για ένα δευτερόλεπτο δεν έχει σφυγμό. Νιώθει την ανάγκη να την δει. Και αυτό ακριβώς θα κάνει.
«Μάλιστα.» για λίγο δεν μιλάνε.
«Γκαλένα, δεν θέλω να σε διώξω αλλά πρέπει να πάω κάπου.» προσπαθεί τρομακτικά πολύ να ακουστεί ευγενικός και μάλλον τα καταφέρνει αφού η κοπέλα μπροστά του γελάει.
«Ναι, φυσικά! Άλλωστε, πρέπει να γυρίσω σπίτι κι εγώ, να μαζέψω τα πράγματα μου.» σηκώνεται καθώς το λέει αυτό, πιάνοντας την μαύρη τσάντα της. Του προκαλεί την ίδια στιγμή σκοτοδίνη. Αποκλείεται, είναι η πρώτη του σκέψη.
«Γιατί να μαζέψεις τα πράγματα σου;»
«Για να τα φέρω εδώ.» απαντάει με τέτοια άνεση, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο! Ο πονοκέφαλος του επιδεινώνεται ακαριαία. Σχεδόν παθαίνει συγκοπή.
«Για να...τι;» ένα νευρικό γέλιο βγαίνει από τα χείλη του. Νιώθει πως έχει μπει επίσημα στη ζώνη του λυκόφωτος.
«Όχι, όχι! Αρνούμαι να εστιάσω και σε αυτό. Αυτό θα το συζητήσουμε αύριο που δεν θα έχω πονοκέφαλο.» της δείχνει ξεκάθαρα τη δυσαρέσκεια του. Περιστρέφει τα μάτια της, παρόλα αυτά γνέφει θετικά.
'Αυτό θα το δούμε, Άλεκ.' σκέφτεται.
'Αυτό θα το δούμε.'
(...)
Η Βάλερι ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της και μπαίνει μέσα σιωπηλή. Τουλάχιστον, ο Κουκ της είπε ευχάριστα. Της έδωσε το τελικό οκευ για να ξεκινήσει και πάλι τον χορό. Αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία. Βγάζει τα άσπρα της παπούτσια στην άκρη δίπλα στην πόρτα, αφήνοντας μια ανάσα. Ο Ταζ την πλησιάζει από την κουζίνα κουνώντας την ουρίτσα του χαρωπά. Τεντώνεται για μερικά της χάδια κι εκείνη του τα χαρίζει όσο κάθεται στο καθαρό της πάτωμα. Του χαμογελάει με αγάπη.
«Γεια σου μικρούλη.» μουρμουρίζει κουρασμένη χαϊδεύοντας το κεφαλάκι του.
Η πόρτα που χτυπάει την αναγκάζει να σηκωθεί από το πάτωμα ανόρεχτα. Χωρίς να κοιτάξει, ή να ρωτήσει ανοίγει την λευκή πόρτα. Δύο γνωστά γαλάζια μάτια συναντούν τα δικά της και το σώμα της ανατριχιάζει την ίδια στιγμή. Παλεύει για μια ανάσα, μα νιώθει πως δεν μπορεί. Μόνο να τον κοιτάει μπορεί.
«Γεια.» σχεδόν ξεροβήχει. Η φωνή του της προκαλεί ταχυπαλμία.
«Γεια.» βάζει μια τούφα πίσω από το αυτί της νευρικά.
«Να περάσω;» το χέρι του τρίβει απαλά τον αυχένα του. Η αμηχανία είναι απτή στην ατμόσφαιρα. Κάνει το σώμα της λίγο πιο δίπλα για να περάσει, το γυμνασμένο κορμί του που αγγίζει το δικό της καθώς προχωράει προς το εσωτερικό του σπιτιού της προκαλεί πανικό. Νιώθει ευάλωτη απέναντι του και δεν της αρέσει. Κλείνει την πόρτα πίσω του.
«Πως είσαι;» σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος, οι παλμοί της αυξάνονται κάθε φορά που την κοιτάει. Προσπαθεί σκληρά να μην τον κοιτάει, όμως εκείνος ξέρει καλύτερα από αυτό. Το βλέπει· στις κινήσεις της, στον τρόπο που μιλάει, που στέκεται. Βλέπει πόσο την επηρεάζει η παρουσία του. Και του αρέσει.
«Προσπαθώ να το χωνέψω ακόμα. Εσύ;» το βλέμμα του που την καρφώνει καίει το δέρμα της.
«Εγώ» ανάσα.
«είμαι εντάξει.» όσο χαλαρή κι αν φαίνεται η στάση της, η μικρή αστάθεια στη φωνή της την προδίδει, και δυστυχώς ή ευτυχώς δεν περνάει απαρατήρητο από τον Άλεκ.
«Βάλερι...» σχεδόν μονολογεί. Κάνει ένα βήμα μπροστά, εκείνη αυτόματα ένα πίσω.
«Φαντάζομαι ότι...τα ξανά βρήκατε;» μετανιώνει όταν ακούσει τη φωνή της. Θα καταλάβει ότι κάπως την πληγώνει και δεν το θέλει. Όσο λιγότερο του ανοίγεται τόσο το καλύτερο, πιστεύει. Μα κάνει λάθος. Σε όλα.
«Τι; Όχι! Προφανώς και όχι!» τρελαίνεται και μόνο στην ιδέα ότι πιστεύει κάτι τέτοιο όλη αυτή την ώρα. Μα πώς μπορεί; Δεν έχει δει πώς λιώνει για εκείνη κάθε φορά που την κοιτάει;
«Εγώ με την Γκαλένα έχουμε τελειώσει μια και καλή! Θα είμαι κοντά στο παιδί εννοείται και θα τη βοηθήσω σε ό,τι έχει σχέση με αυτό, αλλά μέχρι εκεί!» τόσο ο τόνος όσο και οι σταθερές κινήσεις των χεριών του της δείχνουν ότι εννοεί κάθε του λέξη. Παρόλα αυτά, εκείνη κοιτάει τις μαύρες κάλτσες της.
«Ναι, μα» κάνει ακόμα μια παύση.
«θέλω να πω, εσείς-» δεν βρίσκει ποτέ τις κατάλληλες λέξεις. Με δύο μεγάλες δρασκελιές φτάνει τελικά κοντά της. Κολλάει, επιτέλους, το σώμα της στο δικό του αγκαλιάζοντας το κορμί της με τόση λαχτάρα που δεν μπορεί να μην αφεθεί έστω για ένα δευτερόλεπτο! Τα πρόσωπά τους απέχουν μόλις μερικά χιλιοστά.
«Όχι, όχι, όχι! Μην πεις τίποτα! Έχω χάσει ήδη πολύ χρόνο μαζί σου Βάλερι, δεν πρόκειται να τα παρατήσω τώρα που, επιτέλους, μπορώ να στέκομαι μπροστά σου και σου φωνάξω δίχως φόβο ότι σε θέλω!» μιλάει ψιθυριστά, μα γρήγορα και χωρίς ανάσα. Τα χείλη τους εφάπτονται, ένα ρίγος διαπερνά την σπονδυλική της στήλης. Ξεφυσάει, σπρώχνοντας τον μακριά της. Την αποσυντονίζει η τόσο κοντινή επαφή.
«Άλεκ, ένα παιδί-» ούτε τώρα καταφέρνει να ολοκληρώσει. Για ακόμα μία φορά την τραβάει πάνω του με πόθο που βασανίζει και τους δύο. Κάνει ακόμα ένα βήμα πίσω και την κολλάει στον τοίχο. Τα χείλη του αγκαλιάζουν τα δικά της πριν εκείνη προλάβει να διαμαρτυρηθεί. Την φιλάει έντονα, με πάθος. Ένα φιλί που της κόβει την ανάσα και σπέρνει μέσα της τον έρωτα και τον πανικό.
Κουνάει τα χέρια της σε μια προσπάθεια να ελευθερωθεί, όμως εκείνος τα πιάνει και τα κολλάει πάνω από το κεφάλι της. Η καρδιά της χοροπηδάει στο στήθος της, η ανάγκη της για εκείνον τη γαργαλάει από την κορφή ως τα νύχια και θέλει να φωνάξει δυνατά στο πόσο όμορφα την κάνει να αισθάνεται. Το στέρνο της πονάει από το πόσο δυνατά χτυπάει η καρδιά της, μα το λατρεύει.
Από την άλλη, ο Άλεκ νιώθει το σφυγμό του να σφυροκοπάει σε κάθε μυ του σώματός του. Ένα κάψιμο που τυλίγει ολόκληρο το σώμα του κάθε φορά που αυτή η γυναίκα τον αγγίζει, έστω και κατά λάθος! Νιώθει ζωντανός και έχει πραγματικά πολύ καιρό να νιώσει ζωντανός.
Αυτοί οι δύο μαζί, χωρίς λέξεις και προτάσεις, ρίχνονται ταυτόχρονα στη λάβα. Σε μια σιωπηλή συμφωνία, κρατώντας ο ένας σφιχτά το χέρι του άλλου, πέφτουν στην κόλαση.
Μια κόλαση που γι'αυτούς είναι παράδεισος.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Καθυστέρησα λίγο, κι αυτό γιατί ενώ είχα κάνει διόρθωση στο κεφάλαιο ξέχασα να το ανεβάσω! Μια τυπική μέρα στη ζωή μου.
Πάμε στο κεφάλαιο!
Χ α μ ο ο ο ο ο ο ς!
Η Βάλερι; Χάλια!
Ο Άλεκ; Σε πανικό!
Η Γκαλένα; ΈΓΚΥΟΣ!
Κακό που μας βρήκε θα πω εγώ!
Αλλά είδατε ότι ο Άλεκ είπε όχι πια και αρνείται να αφήσει την μπαλαρίνα. Και στην τελική γι'αυτό τον αγαπάμε. Προς το παρόν.
Αυταααααααα.
Ελπίζω να αρέσει σε εσάς όσο και σε μένα.
Καλά Χριστούγεννα ζουζουνάκια μου🌲❤️
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro