25. Εθισμός.
~Κάθε αμαρτία είναι εθιστική, και το τελευταίο στάδιο του εθισμού είναι αυτό που λέμε κατάρα.~
•W.H. Auden, 1907-1973, Βρετανός ποιητής.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Ο Άλεκ οδηγεί στους δρόμους του Λονδίνου ασταμάτητα εδώ και δύο ώρες. Όλα όσα του έχει πει ο καλύτερος του φίλος δεν έχουν σταματήσει να βασανίζουν το μυαλό του ούτε για ένα λεπτό. Νιώθει να πνίγεται! Όλες οι λέξεις έχουν τυλιχτεί σαν θηλιά γύρω απο τον λαιμό του. Όσες φορές κι αν το αρνήθηκε, όσες φορές κι αν του φώναξε πως δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα τους, έπαιρνε πάντα την ίδια απάντηση.
«Σταμάτα να το αρνείσαι γιατί θα ακολουθήσω την πρώτη μου σκέψη και θα σε χτυπήσω! Την θες. Και θα σου πρότεινα να κάνεις κάτι σύντομα, γιατί λυπάμαι που θα στο πω, αλλά δεν έχουμε μόνο εμείς οι δύο μάτια.»
Τόσο η μορφή της, όσο και τα δύο φιλιά τους τον χτυπούν δίχως έλεος. Πάθος, ένταση, σιγουριά! Κι είναι κι αυτό το μούδιασμα που νιώθει κάθε φορά που το σώμα της κολλάει στο δικό του! Θεέ, αλήθεια κοντεύει να τρελαθεί. Πρέπει να κάνει κάτι ανάθεμα! Είτε να την αφήσει στην ησυχία της, είτε να τη διεκδικήσει και να ζήσουν αυτό που ξεκάθαρα υπάρχει ανάμεσα τους.
Αλλά πώς να πάρεις μια απόφαση όταν ούτε ο ίδιος δεν ξέρεις τι θέλεις;
Η Βάλερι από την άλλη, κοιτάει την τηλεόραση απέναντι της αμίλητη. Υποτίθεται πως βλέπουν μια ταινία με την Στέισι, αλλά η ξανθιά ξέρει πολύ καλά πως η παιδική της φίλη μόνο ταινία δεν βλέπει. Και έχει δίκιο.
Το μυαλό της κοπέλας με τα μαύρα μαλλιά ταξιδεύει σε δύο γαλανά μάτια που τον τελευταίο μήνα την έχουν κάνει να χάσει τον έλεγχο, να βγει εκτός ορίων, να λιώσει σαν παγωτό στη ζέστη και γενικά την έχουν τρελάνει! Πρώτη φορά εκδηλώνεται μπροστά σε κάποιον που δεν είναι η Στέισι, κι αυτό την τρομάζει. Και έπειτα, την φίλησε. Δύο φορές. Και το χειρότερο; Εκείνη ανταποκρίθηκε! Πάλι δύο φορές.
Μα γιατί στον διάολο ανταποκρίθηκε στο φιλί κάποιου που δεν τον ξέρει καν;
Η Στέισι πατάει παύση στην ταινία ακριβώς τη στιγμή που ηρωικά εμφανίζεται ο ξανθός Λένγκολας, παρόλα αυτά η Βάλερι δεν διαμαρτύρεται που την σταματάει στην εικόνα του εφηβικού τους έρωτα, μόνο μένει να κοιτάει σιωπηλή την οθόνη. Γελάει απαλά. Για ακόμα μία φορά, η Στέισι βγαίνει σωστή. Και λατρεύει να συμβαίνει αυτό.
«Μα πόσο καλά σε ξέρω;!» αναφωνεί γελώντας ακόμα και μόνο τότε η φίλη της την κοιτάει.
«Τι;» η φωνή της βγαίνει χαμένη. Η απορία καθρεφτίζεται παντού στα χαρακτηριστικά της.
«Τι σκέφτεσαι;» βολεύεται οκλαδόν στον άνετο καναπέ της. Η Βάλερι συνεχίζει να την κοιτάζει με απορία.
«Τίποτα ρε, την ταινία βλέπω.» η τόσο πειστική ειλικρίνεια της κάνει την Στέισι να γελάσει.
«Εννοείς την ταινία που έχω σταματήσει εδώ και ένα λεπτό;» το φρύδι της σχεδόν βγαίνει απο το κεφάλι της, ενώ ένα τεράστιο χαμόγελο έχει στολίσει το πρόσωπο της. Τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα, γυρίζει αστραπιαία το κεφάλι της προς την τηλεόραση και κοιτάει την σταματημένη εικόνα. Δαγκώνει το κάτω χείλος της αγχωμένη.
«Τώρα θα μου πεις τι σκέφτεσαι;» επιμένει.
«Δεν σκέφτομαι τιποτ-»
«Βάλερι!» Σχεδόν την μαλώνει με το βλοσυρό της ύφος. Η κοπέλα ξεφυσαει βάζοντας μια τούφα πίσω από το αυτί της. Ρίχνει μια κλεφτή ματιά στην κοπέλα δίπλα της που την κοιτάζει περιμένοντας να μιλήσει, κάτι που τελικά δεν γίνεται ποτέ. Η Στέισι παίρνει μια ανάσα.
«Μήπως σκέφτεσαι κάποιον ψηλό, με μαύρα πυκνά μαλλιά και γαλανά μάτια, που είναι κριτικός-κυνηγός ταλέντων και τον λένε Άλ-»
«Όχι.» τρίζει μέσα από τα δόντια της. Η Στέισι χαμογελάει περήφανα στον εαυτό της.
Bingo!
«Το ήξερα!» ψελλίζει χαρούμενη παρά την αρνητική απάντηση.
«Τίποτα δεν ξέρεις!» η Στέισι κουνάει τα καλοσχηματισμένα φρύδια της παιχνιδιάρικα. Είναι ξεκάθαρο πως διασκεδάζει με την κατάσταση κάτι που κάνει την Βάλερι να πιέσει τα χείλη της σε μια ευθεία γραμμή έξαλλη.
«Τι;» η φωνή της βγαίνει τουλάχιστον μια οκτάβα ψηλότερη.
«Και ξανά λέω! Εντάξει να κρύβεσαι απο τον εαυτό σου αλλά να κρύβεσαι κι από μένα; Δηλαδή καμία ντροπή πια;» τη ρωτάει μισογελώντας. η Βάλερι την κοιτάει με μισόκλειστα μάτια. Μα γιατί επιμένει τόσο;
«Στέισι, φτάνει με αυτό! Δεν κρύβομαι από κανέναν, όκευ;» η ειρωνεία χρωματίζει τη φωνή της, καθώς αρπάζει το τηλεκοντρόλ από τα χέρια της φίλης της και το πατάει ώστε να αρχίσει η ταινία.
«Και μου στερείς και τον Λένγκολας! Δηλαδή έλεος!» στριφογυρίζει τα μάτια δήθεν απηυδισμένη.
Η Στέισι πνίγει και πάλι ένα γελάκι, παρόλα αυτά δεν το συνεχίζει. Κάτι που, αν η Βάλερι θέλει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, πρέπει να παραδεχτεί πως την ανακουφίζει όσο τίποτα άλλο. Γιατί στην πραγματικότητα ξέρει πως η Στέισι έχει απόλυτο δίκιο.
Βαθιά μέσα της ξέρει πως αυτός ο άνδρας πρόκειται να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή της. Το νιώθει. Το νιώθει κάθε φορά που οι χτύποι της καρδιάς της χτυπούν σε ξέφρενους ρυθμούς! Κάθε φορά που το δέρμα της καίγεται κάτω απο το ανατριχιαστικό του άγγιγμα! Το νιώθει κάθε δευτερόλεπτο που το βλέμμα της συναντάει το δικό του.
Ακόμα κι αν φοβάται να το παραδεχτεί, το έχει καταλάβει. Αυτός ο άνθρωπος είτε θα την βγάλει από το σκοτάδι της, είτε θα την βυθίσει ακόμα περισσότερο σε αυτό. Αν αυτό είναι εφικτό.
Και η ώρα περνάει, η ταινία τελειώνει. Η Βάλερι τεντώνει το σώμα της καθώς ένα χασμουρητό ξεφεύγει από τα χείλη της. Κοιτάει την κοπέλα δίπλα της που έχει αποκοιμηθεί. Χαμογελάει γλυκά. Περπατάει ήσυχα μέχρι το δωμάτιο προκειμένου να πάρει μια κουβέρτα, την σκεπάζει απαλά και βάζοντας τα παπούτσια και τη ζακέτα της, παίρνοντας την τσάντα της, βγαίνει από το σπίτι της παιδικής της φίλης.
Έχει σκοπό να περπατήσει μέχρι τον κεντρικό και ύστερα να πάρει ένα ταξί. Δεν είναι πολύ αργά, άλλωστε, λίγο μετά τις εννιά μόνο. Παρόλα αυτά, η Βάλερι σφίγγει τη ζακέτα πάνω τής. Από πάντα την τρομάζει αυτός ο δρόμος και ειδικά τώρα, που για έναν περίεργο λόγο είναι άδειος, φοβάται λίγο περισσότερο.
Και σαν η καρδιά της δεν χτυπάει ήδη αρκετά γρήγορα, ένας θόρυβος σαν γρήγορο περπάτημα έρχεται για να της κόψει την ανάσα. Προσπαθεί να μη δώσει σημασία, όμως τα βήματα πλέον ακούγονται πεντακάθαρα πίσω της. Ένα ξένο, γρήγορο βήμα, μια τρεμάμενη δική της ανάσα και η καρδιά της που κοντεύει να σπάσει, είναι τα μόνα που ταράζουν την ησυχία στο μισοσκότεινο στενό.
Και τότε, όλα γίνονται χειρότερα. Ένα χέρι αγγίζει βίαια το μπράτσο της και μια στριγκλιά βγαίνει από τα χείλη της. Ο άνδρας της κλείνει απότομα το στόμα τραβώντας την κοντά του, όμως το γρήγορο τρέξιμο και η ανδρική φωνή που φωνάζει δυνατά το όνομα της από μακριά, είναι αρκετά για να κάνουν τον ξένο άνδρα να την αφήσει και να αρχίσει να τρέχει μακριά.
«ΒΆΛΕΡΙ!» τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα, νιώθει την καρδιά της να φτερουγίζει.
'Άλεκ;'
«ΆΛΕΚ ΒΟΉΘΕΙΑ!»
Μόλις η σπασμένη, σχεδόν ξεψυχισμένη φωνή της φτάσει στα αυτιά του, νιώθει τα γόνατα του να κόβονται. Το αίμα παγώνει μέσα του, χωρίς παρόλα αυτά να σταματήσει να τρέχει προς το μέρος της. Ο ξένος έχει σχεδόν χαθεί από το οπτικό τους πεδίο, όμως δεν είναι αυτό που σταματάει τον Άλεκ απο το κυνηγητό. Με την άκρη του ματιού του παρατηρεί την μπαλαρίνα να στηρίζεται στον τοίχο με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο πιάνει την καρδιά της. Την πλησιάζει γρήγορα, η ανάσα του βγαίνει κοφτή.
«Είσαι καλά; Σε πείραξε;» η κοπέλα δεν τον κοιτάει, συνεχίζει να καρφώνει τα μάτια της στο έδαφος. Ο Άλεκ με μια γρήγορη κίνηση την γυρίζει ώστε να τον κοιτάει, τα χέρια της τρέμουν ακόμα και το βλέμμα της είναι απλανές.
«Βάλερι που να με πάρει η ευχή, μίλα μου!» σχεδόν διατάζει.
Εκείνη γνέφει θετικά σοκαρισμένη ακόμα, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έχει συμβεί. Κλείνει τα μάτια της σφιχτά, προσποιούμενη πως είναι στο απαλό της κρεβάτι με τον Ταζ να της γλείφει το χέρι, μα ξέρει πως αυτό δεν συμβαίνει. Όταν ανοίξει τα μάτια της, η συνειδητοποίηση χτυπάει σαν τρένο το σώμα της. Κάποιος της επιτέθηκε. Κι είναι αρκετό για να ξεσπάσει σε κλάματα.
Ο Άλεκ τα χάνει, δεν ξέρει τι να κάνει. Απλά ακολουθεί το ένστικτο του και μοιάζει να είναι η πιο σωστή κίνηση που έχει κάνει εδώ και καιρό, γιατί απλά την τραβάει πάνω του και την κλείνει τρυφερά στην αγκαλιά του.
«Σσσςς..όλα καλά τώρα!» ψιθυρίζει στο αυτί της. Το σώμα της που τραντάζεται απο τους λυγμούς κάνει την καρδιά του να χάσει μερικούς χτύπους. Προσπαθεί να σηκώσει το πρόσωπο της απο το στήθος του, όμως η κοπέλα αρνείται πεισματικά να του κάνει τη χάρη. Ντρέπεται. Χωρίς να φταίει, μα ντρέπεται πολύ.
«Κοίτα με.» ζητάει, εκείνη κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
«Κοίτα με...κοίτα με!» την ταρακουνάει κάπως παιδικά. Σηκώνει, τελικά το βλέμμα της που ανταμώνει το δικό του. Το κεχριμπάρι κλειδώνει στο μπλε και είναι αρκετό για να σταματήσουν οι ανάσες τους.
«Όσο περνάει απο το χέρι μου κανένας, μα κανένας, δεν θα πειράξει ούτε μια τρίχα απο τα μαλλιά σου!» τόσο το βλέμμα του, όσο και ο τόνος της φωνής του περνούν σαν ηλεκτροσόκ το σώμα της. Θα ορκιζόταν πως ακούει την καρδιά της να σταματάει και ύστερα να επιταχύνει ξανά.
Χώνεται στην αγκαλιά του και τον σφίγγει πάνω της. Η σιγουριά και η ζεστασιά που εκπέμπει το σώμα του την κάνουν να παραλύει! Από την άλλη πλευρά, εκείνος αφήνει ανακουφισμένος μια ανάσα που κρατάει εδώ και ώρα. Το στήθος του πονάει εξαιτίας της δύναμης που χτυπάει η καρδιά του κάτω απο το δέρμα του και νιώθει ευάλωτος μπροστά της.
«Έλα να σε πάω σπίτι σου.» ψελλίζει σιγανά και εκείνη γνέφει. Πολύ σύντομα είναι μέσα στο αμάξι που σκίζει το δρόμο.
Η ησυχία έχει απλωθεί σαν μια χοντρή κουβέρτα γύρω τους. Τόσο βαριά, όμως ούτε στο ελάχιστο ξένη. Σχεδόν την απολαμβάνουν σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Γι'αυτό και όταν το αυτοκίνητο σταματήσει έξω απο το σπίτι της Βάλερι, ένα βάρος κατασκηνώνει στο στήθος της. Κοιτάει τα χέρια της κάπως άβολα.
«Φτάσαμε.» η βαριά φωνή του κάνει την καρδιά της να χοροπηδησει χωρίς να ξέρει τον λόγο. Γνέφει θετικά.
«Ναι.»
«Μήπως καλύτερα να πάμε στην αστυνομία; Να...δεν ξέρω, να κάνουμε μια μήνυση;» κουνάει σαν παλαβή το κεφάλι δεξιά κι αριστερά. Θεωρεί τους αστυνομικούς απίστευτα ηλίθιους, από τότε που μπροστά σε εκείνον και με κλάματα σχεδόν, αναγκάστηκε να τους πει ότι έπεσε από τις σκάλες κι αυτοί επέλεξαν να το πιστέψουν, αφήνοντας την μόνη. Μαζί του.
«Εντάξει, όχι αστυνομία.» συμφωνεί κατσούφικα.
«Θα είσαι εντάξει όμως;» αναρωτιέται με ενδιαφέρον. Πιέζει τα χείλη της. Προσπαθεί φριχτά να μην εκφράσει τη σκέψη της, μα δεν τα καταφέρνει.
«Μπορείς να μείνεις εδώ για απόψε;» οι λέξεις της τον ξαφνιάζουν περισσότερο απ' όσο αφήνει να φανεί. Την κοιτάει σαν να έχει βγάλει δεύτερο κεφάλι.
«Τουλάχιστον μέχρι να κοιμηθώ και μετά φεύγεις.» προσπαθεί πριν προλάβει να της απαντήσει. Μα μόλις δύο δευτερόλεπτα αργότερα συνειδητοποιεί τι ακριβώς του πρότεινε. Τα μάγουλα της κοκκινίζουν, όσο εκείνος την κοιτάει ακόμα κομπλαρισμένος.
«Ξέχνα το, βλακεία μου!» τρίζει αγχωμένη μέσα από τα δόντια της και ανοίγει την πόρτα για να βγει έξω. Νιώθει τρομερά ντροπιασμένη. Παρόλα αυτά, η πόρτα του που ανοίγει καρφώνει τα πόδια της στο έδαφος.
«Ελπίζω να έχεις βολικό καναπέ, Φέρι!» ο παιχνιδιάρικος τόνος του την κάνει να χαμογελάσει πλατιά. Οι χτύποι της επανέρχονται στο φυσιολογικό. Θα μείνει.
Χωρίς να του απαντήσει, περπατάει μπροστά και ανοίγει όλο χαρά την πόρτα ρωτώντας τον αν πεινάει και αν προτιμά απλά να ξαπλώσει. Χαμογελάει στον εαυτό του. Μπαίνει μέσα στο σπίτι πιο σίγουρος απ' όσο ένιωθε μερικά δευτερόλεπτα πριν. Λατρεύει την παρέα της. Εν τέλει, απαντά πως δεν πεινάει και να μην ανησυχεί. Ο Ταζ εμφανίζεται από την κουζίνα και σχεδόν τρέχει προς το μέρος τους ζητώντας λίγη από την προσοχή τους.
«Πάω να φέρω σεντόνια.» τον ενημερώνει χαλαρή όταν χαϊδέψει το σκυλάκι και ανεβαίνει με γρήγορα βήματα στον επάνω όροφο.
Βάζει στα γρήγορα το άσπρο σατέν παντελόνι που έχει για τον ύπνο μαζί με την κοντομάνικη γκρι μπλούζα της από τα αντρικά και, παίρνοντας σεντόνια και κουβέρτες, κατεβαίνει ξανά στο μοντέρνο σαλόνι της. Βρίσκει τον Άλεκ να κοιτάει άβολα τον καναπέ. Κρατείται να μη χαμογελάσει.
«Ανοίγει και γίνεται κρεβάτι.» η φωνή της τον ξυπνάει και σχεδόν τινάζεται μιας που όπως φαίνεται έχει βυθιστεί στις σκέψεις του. Την κοιτάει με απορία.
«Ο καναπές λέω. Ανοίγει.» διευκρινίζει. Εκείνος γνέφει θετικά. H Βάλερι με μια πολύ εύκολη κίνηση, ξαπλώνει τον λευκό καναπέ και χωρίς πολλά πολλά, αρχίζει να στρώνει τα σκεπάσματα.
«Μπορώ να το κάνω εγώ!» σχεδόν προσφέρεται, όμως εκείνη γελάει.
«Αν ήταν εδώ η Λίζα θα με σκότωνε και μόνο που σε άφησα να το σκεφτείς!» λέει σιγανά με ένα μικρό χαμόγελο.
«Λίζα;» ο Άλεκ αναρωτιέται σιωπηλά αν εννοεί την μητέρα της, όμως πέφτει έξω. Πού να φανταστεί...
«Είναι η μαμά της Στέισι!» εξηγεί, αφήνοντας το μαξιλάρι στον καναπέ.
«Έτοιμος! Αν χρειαστείς κάτι, νερό, φαγητό ψάξε ελεύθερα. Αν γενικά χρειαστείς κάτι και δεν το βρίσκεις μη διστάσεις, ξύπνα με!» σχεδόν τον διατάζει και εκείνος κουνάει το κεφάλι θετικά, προσπαθώντας να κρύψει ένα χαμόγελο. Για λίγο πέφτει ανάμεσα τους σιωπή.
«Άρα, καληνύχτα.» προσθέτει. Η κοπέλα με τα κεχριμπαρένια μάτια χαμογελάει και πάλι.
«Καληνύχτα.» και με αυτό, αρχίζει να ανεβαίνει τα σκαλιά.
Εκείνο το βράδυ και οι δυο τους ξαπλώνουν με μια περίεργη χαρά να τρυπώνει μέσα στα σωθικά τους. Η Βάλερι κλείνει τα μάτια της και για πρώτη φορά κοιμάται ήρεμα σχεδόν αμέσως, μα αυτό δεν ισχύει και για τον Άλεκ που για αρκετή ώρα πολεμάει να κοιμηθεί.
Είναι λίγο μετά τη μία, όταν σηκώνεται από τον καναπέ και διστακτικά αρχίζει να ανεβαίνει τα σκαλιά. Προσπαθεί να σταματήσει τον εαυτό του. Αν η Βάλερι τον καταλάβει θα τρομάξει ή, στην χειρότερη, θα τον περάσει για ανώμαλο. Και μετά; Αντίο Βάλερι! Αντίο συναισθήματα!
Δεν ξέρει γιατί ανεβαίνει. Λες και μια μαγική δύναμη τον τραβάει προς το δωμάτιο της. Προς εκείνη γενικά. Η πόρτα της είναι μισάνοιχτη. Πλησιάζει και την βλέπει να κοιμάται ήρεμα, χωρίς εφιάλτες. Η ανάσα της βγαίνει σταθερή και ήρεμη, ενώ είναι κουλουριασμένη στη μέση του κρεβατιού και έχει αγκαλιά το μαξιλάρι. Είναι το λιγότερο αξιολάτρευτη.
Ο Άλεκ την κοιτάει λες και μπροστά του έχει το πιο ακριβό έργο τέχνης. Και όντως το έχει, μα είναι πολύ μικρός για να το καταλάβει. Όπως ένας ειδικός κοιτάει μαγεμένος έναν πανέμορφο πίνακα, έτσι κι ο Άλεκ δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Είναι πλέον γεγονός και δεν τον νοιάζει να το παραδεχτεί. Ούτε καν στον εγωιστή εαυτό του. Ο Άλεκ έχει εθιστεί στην παρουσία της.
Γιατί με έναν τρόπο μυστικό τον έχει μαγέψει.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! ΈΧΩ ΡΕΠΌ ΤΟ ΣΚ και μη ειρωνικά ΈΔΩΣΑ ΜΆΧΗ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΆΡΩ! Επίσης με πονάει το δόντι μου και έχω φρικάρει γιατί δεν συμπαθώ τους οδοντιατρους.
Πάμε στο κεφάλαιο;
ΜΑΣ ΕΠΙΤΈΘΗΚΑΝ! ΑΛΛΆ ΠΟΙΟΣ;
Ευτυχώς όμως ο Άλεκ ήταν εκεί και έσωσε το κορίτσι μας που όπως φάνηκε το εκτίμησε πολύ.
Επίσης νομίζω πως Άλεκ πήρε μια απόφαση σε αυτό το κεφάλαιο. Εσείς τι λέτε;
Αααυτααααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιιιοοοοοοςςςςςςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro