13. Βροχή.
~Ύστερα ερχόταν η βροχή.
Μα έγραφα σε όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομά σου. ~
Τ. Λειβαδίτης: Αγαπημένη μου. (απόσπασμα)
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Στο δωμάτιο της Βάλερι έχουν μείνει πλέον τρεις. Η Stacy, ζητώντας συγγνώμη αποχώρησε από το νοσοκομείο για να πάει στο σπίτι της μπαλαρίνας να το καθαρίσει, με την υπόσχεση να γυρίσει λίγο πριν το εξιτήριο, ώστε να τη βοηθήσει να επιστρέψει με ασφάλεια στο σπίτι της. Οι δύο φίλοι συζητούν για διάφορα θέματα, ωστόσο, η δύσπιστη ματιά του Τζέισον, δεν ξεκολλάει από τον καλύτερο του φίλο ούτε για λίγο.
Δεν είναι ότι δεν τον πιστεύει, απλά προσπαθεί να καταλάβει πώς βλέπει αυτή την κοπέλα, που του έχει κάψει το μυαλό τόσες μέρες. δεν έχει δει κάποια περίεργη κίνηση, όμως η ένταση ανάμεσα τους είναι κάτι παραπάνω από δυνατή. Από την άλλη θέλει να ξέρει· του αρέσει η Βάλερι, δεν το αρνείται κι ούτε πρόκειται να το κάνει, όμως τα πράγματα θα μπλεχτούν αν το ίδιο συμβαίνει και με τον Άλεκ.
Παράλληλα ο Άλεκ, έχει καταλάβει πολύ καλά το βλέμμα του παιδικού του φίλου που οριακά τον κάνει να ντρέπεται, όμως κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Εξάλλου, είναι ξεκάθαρο πως δεν θέλει αυτή την κοπέλα! Απλά έχει έρθει να της ζητήσει συγγνώμη που φέρθηκε άσχημα και κάθισε να της κάνει παρέα για να μη μείνει μόνη της. Σιγά το πράγμα! Ή τουλάχιστον, έτσι νομίζει.
Η γυναίκα της παρέας αντίθετα, είναι τόσο ενθουσιασμένη που θα γυρίσει σπίτι της που δεν έχει καταλάβει ούτε στο ελάχιστο τις έντονες ματιές που ανταλλάσσουν οι άνδρες δίπλα της. Το μόνο που κάνει είναι να μιλάει ακατάπαυστα για το σκυλάκι που την περιμένει και το πόσο χαρούμενη είναι που θα επιστρέψει και πάλι στην αγαπημένη της ρουτίνα.
Είναι τόσο λαμπερή, έτσι· με τις πιτζάμες της, χωρίς ίχνος μακιγιάζ, με μερικές τρίχες να πετάνε από τα ατημέλητα μα όμορφα μαλλιά της. Είναι υπέροχη χωρίς να κάνει τίποτα απολύτως και χωρίς καν να προσπαθεί, κάνει τους δύο φίλους να μην μπορούν να πάρουν τα μάτια τους από πάνω της. Και η ώρα περνάει και οι τρεις γίνονται δύο.
O Τζέισον, με βαριά καρδιά και με μια αγωνία να του κατατρώει τα σωθικά, αποχαιρετάει τη Βάλερι, αφήνοντας την μόνη με τον κολλητό του.
«Κανόνισε τώρα που θα φύγω από το νοσοκομείο να εξαφανιστείς!» του λέει παιχνιδιάρικα μ' ένα πλατύ χαμόγελο λίγο πριν σηκωθεί από το νοσοκομειακό κρεβάτι και τον πλησιάσει με τη βοήθεια του μπαστουνιού της. Στ' αλήθεια τον συμπαθεί πάρα πολύ και νιώθει ότι του χρωστάει πολλά που όρμησε στο αμάξι που κάπνιζε και την έσωσε χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Θα 'θελες, όμορφη! Τώρα που έμπλεξες μαζί μου δεν θα γλυτώσεις!» τσιμπάει τη μύτη της τρυφερά κι εκείνη γελάει σαν παιδί.
O Άλεκ τους κοιτάζει αμίλητος και σκεπτικός. Ο άνδρας μπροστά του δείχνει ξεκάθαρα πως ενδιαφέρεται πολύ για εκείνη και όχι φιλικά, όμως η κοπέλα δεν φαίνεται να το καταλαβαίνει. Απολαμβάνει την παρέα του μεν, εντελώς φιλικά δε. Μέσα του νιώθει περίεργα. Πολύ περίεργα.
'Μα τι στο καλό με νοιάζει τι κάνουν αυτοί οι δύο;' σκέφτεται, όμως η απάντηση δεν έρχεται ποτέ.
«Αυτό θα το πάρω σαν υπόσχεση.» η κοπέλα με τα κεχριμπαρένια μάτια που σκλαβώνουν χαμογελάει πλατιά, λίγο πριν τον αγκαλιάσει σφιχτά με άνεση που σοκάρει και την ίδια.
Εκείνος την σφίγγει πάνω του κλείνοντας τα μάτια του. Η ματιά της πέφτει στον κυνηγό ταλέντων που τώρα κοιτάει αδιάφορα το κινητό του. Δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω του, είναι λες και κάτι την τραβάει ώστε να τον κοιτάει. Νιώθει την καρδιά της να χάνει ένα χτύπο.
«Τέλος πάντων» η φωνή του Τζέισον την ξυπνάει, καθώς απομακρύνεται χωρίς πραγματικά να το θέλει. Του χαμογελάει ξανά.
«πρέπει να φύγω.»
«Θα μιλήσουμε.» υπόσχεται εκείνη και αφού χαιρετίσει και τον Άλεκ φεύγει από το δωμάτιο.
Βάλερι.
«Και πάλι οι δυο μας!» σχολιάζει χαμογελαστός, περνώντας τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του την ίδια στιγμή που εγώ επιστρέφω και κάθομαι στο κρεβάτι μου. Ω Θεέ, τα τατουάζ του φαίνονται ακόμα πιο σέξυ στο φως της ημέρας.
Κακιά Βάλερι!
«Ναι.» συμφωνώ, νιώθοντας τα μάγουλα μου να παίρνουν ένα ροδαλό χρώμα. Σαν τα χείλη του.
Ω, θεέ μου!
Είμαι διπολικός χαρακτήρας.
«Πώς νιώθεις που θα φύγεις από εδώ μέσα και θα γυρίσεις σπίτι σου;» ρωτάει με ενδιαφέρον. Ένα χαμόγελο απλώνεται ξανά στα χείλη μου κι ο ενθουσιασμός με γεμίζει ως το κόκαλο. Θεέ, θα γυρίσω στο σπίτι μου! Στην ασφάλεια μου.
«Ανυπομονώ! Δεν μπορείς να φανταστείς. Θέλω τόσο πολύ να γυρίσω στο χώρο μου. Να μαγειρέψω στην κουζίνα μου, να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου αγκαλιά με τον Ταζ! Θα ζοριστώ βέβαια αρκετά, αν σκεφτείς ότι το σπίτι μου έχει σκάλες, όμως ευτυχώς έχω τη Στέισι στο πλευρό μου.» απαντώ πιο ειλικρινά και ανοιχτά απ' όσο θα ήθελα, μα δεν δίνω αρκετή βάση σε αυτό. Κι αυτό γιατί το μυαλό μου κολλάει στο μικρό χαμόγελο που κοσμεί το πρόσωπο του όσο με ακούει.
Αχ, Βάλερι, σε παρακαλώ.
Μην κάνεις το λάθος να σου αρέσει αυτός ο άνδρας...
«Πόσα χρόνια γνωρίζεστε;» την ερώτηση του ακολουθεί ένα μπουμπουνητό. Μια τσιρίδα βγαίνει απροσδόκητα από τα χείλη μου την ίδια στιγμή, καθώς χώνομαι ενστικτωδώς σαν τρομαγμένο παιδί στην αγκαλιά του.
Εκείνος σαστίζει απότομα, όμως μερικά δευτερόλεπτα αργότερα τυλίγει τα χέρια του γύρω από τη μέση μου. Η κίνηση αυτή μοιάζει τόσο φυσική, που με ηρεμεί κάπως, όσο τον σφίγγω πάνω μου τρομαγμένη με τα μάτια μου είναι σφιχτά κλειστά. Ο ήχος της βροχής τυλίγει αργά τα πάντα γύρω μας λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Παρόλα αυτά, το κράτημα μου είναι ακόμα δυνατό.
«Όλα είναι εντάξει τώρα, Βάλερι. Ξεκίνησε να βρέχει, μπορείς να χαλαρώσεις.» ψιθυρίζει αργά στο αυτί μου, όσο το χέρι του χαϊδεύει τα μαλλιά μου τρυφερά. Η φωνή του βγαίνει δέκα τόνους πιο απαλή, κάνοντας το δέρμα κοντά στο αυτί μου να ανατριχιάσει με μιας.
Απομακρύνομαι δειλά από πάνω του, προσπαθώντας όσο γίνεται να τον κοιτάξω. Νιώθω τα μάγουλα μου να καίνε από ντροπή για την κίνηση μου και εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί για το πόσο λίγο σκέφτομαι πια. Ω Βάλερι, εσύ και οι ηλίθιες φοβίες σου!
«Εε...συγγνώμη γι'αυτό...» δαγκώνομαι με αμηχανία, κοιτώντας όλο το δωμάτιο εκτός από εκείνον. Αυτή η γη γιατί δεν ανοίγει επιτέλους;
«τι με ρώτησες;» τρίβω αμήχανα τον αυχένα μου, επιστρέφοντας στο αρχικό μας θέμα, με την ελπίδα ότι είναι βλάκας και δεν θα καταλάβει το πόσο άβολα αισθάνομαι αυτή τη στιγμή.
«Ναι» φυσάει και ξεφυσάει κοιτώντας κι εκείνος όπου μπορεί, εκτός από μένα.
«με...με την Στέισι, πόσα χρόνια γνωρίζεστε;» επαναλαμβάνει αργά την ερώτηση του, σταυρώνοντας τα χέρια του στο στέρνο.
«Είκοσι. Απ' όταν ήμασταν τριών.» χαμογελάω νοσταλγικά.
«Θα πρέπει να έχετε περάσει πολλά μαζί.» συμπεραίνει. Ω, πίστεψε με! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα.
«Εσύ με τον Τζέισον πόσα χρόνια γνωρίζεστε;» ρωτάω σε μια προσπάθεια να διώξω τη συζήτηση από πάνω μου και ευτυχώς το καταφέρνω. Δεν μου αρέσει να μιλάω για μένα. Η ζωή μου δεν είναι καν θέμα προς συζήτηση.
«Από την πρώτη δημοτικού. Τον είδα που καθόταν στο τελευταίο θρανίο μ' ένα σχεδόν τρομοκρατημένο βλέμμα και πήγα να τον ρωτήσω αν ήθελε να γίνουμε φίλοι.» αναπολεί γελώντας σχεδόν. Γελάω πνιχτά κι εγώ.
«Και η Στέισι αυτό ακριβώς μου είπε, απλά εμείς μέναμε απέναντι η μια από την άλλη.» ψελλίζω. Ωραία χρόνια, αθώα. Και μόλις τέσσερα χρόνια πριν από την καταστροφή μου.
«Τέλος πάντων, πάω να βγάλω το εξιτήριο και επιστρέφω.» σηκώνομαι ξανά στα πόδια μου.
«Θα περιμένεις ή έχεις κάποια δουλ-» αναρωτιέμαι πριν κάνω δύο βήματα προτού κάτσω τελικά στο αναπηρικό καροτσάκι. Είναι μεγάλη διαδρομή μέχρι τη ρεσεψιόν για να πάω με τα πόδια, όσο κι αν το σιχαίνομαι.
«Θα περιμένω.» με διακόπτει πριν ολοκληρώσω.
«Θες να σε βοηθήσω;» ρωτάει μόλις με δει να πιάνω το μπαστούνι μου. Σφίγγω το χέρι μου παίρνοντας μια ανάσα και κάθομαι επιτέλους στο αναθεματισμένο καροτσάκι. Δεν είμαι ανήμπορη.
«Σε ευχαριστώ αλλά μπορώ.» αρνούμαι όσο πιο ευγενικά μπορώ. Γνέφει θετικά χωρίς να πει κάτι, τη στιγμή που σέρνω τον εαυτό μου έξω από το δωμάτιο.
(...)
«Σίγουρα δεν σε βάζω σε κόπο; Μπορώ να πάρω ταξί, ή να πάρω τη Στέισι και-»
«Βάλερι για τω θεώ, σταμάτα! Δεν με βάζεις σε κανέναν κόπο, εγώ στο πρότεινα. Εξάλλου, τώρα είπες ήδη στη Στέισι να μην έρθει.» με διακόπτει ρολλάροντας τα μάτια του με απόγνωση. Κουνάω το κεφάλι θετικά, καθώς βάζω το σακίδιο με τα πράγματα μου στον ώμο μου.
«Ξέχνα το.» μου ανακοινώνει κοφτά, παίρνοντας με ραγδαίους ρυθμούς το σακίδιο από τα χέρια μου.
«Μα αφού μπορ-»
«Είπα όχι!» ο τόνος του ακούγεται σχεδόν απειλητικός, μα γελιέται αν νομίζει πως μπορεί να με τρομάξει. Σταυρώνω τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου αρκετά εκνευρισμένη, λίγο πριν υψώσω το φρύδι. Όκευ. Έχω αρχίσει να θυμώνω πάρα πολύ άσχημα τώρα.
«Είναι η τρίτη φορά που το κάνεις αυτό. Ξέρεις, κουτσή είμαι, όχι κουλή.» του επιτίθεμαι, κοιτώντας τον βαθιά στα μπλε του μάτια που με κοιτάνε έκπληκτα και κάπως μετανιωμένα. Τον ακούω που ξεφυσάει, όσο βολεύεται στο για πέντε λεπτά ακόμα κρεβάτι μου. Ναι μπράβο, θύμωσε τώρα!
«Έλα εδώ.» μου κάνει νόημα να κάτσω στο κρεβάτι και χωρίς να θέλω εντελώς να υπακούσω, το κάνω. Κοιτάω το πάτωμα, έχοντας ακόμα σταυρωμένα τα χέρια μου.
Τα δάχτυλα του αγγίζουν το πηγούνι μου απαλά, σηκώνει το κεφάλι μου αργά και με αναγκάζει να τον κοιτάξω. Η μάτια μου κλειδώνει την ίδια στιγμή στην δική του και για λίγα δευτερόλεπτα ξεχνάω ότι είμαι θυμωμένη. Σχεδόν μου κόβεται η ανάσα. Θεέ μου, αυτά τα μάτια έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου όπως τα σκαλίσματα στο μάρμαρο.
«Δεν είπα ποτέ ότι είσαι κουτσή κυρίως γιατί δεν είσαι. Αλλά αφού μπορείς να αποφύγεις να σηκώσεις βάρος, γιατί να μην το εκμεταλλευτείς; Δεν κάνει να κουράζεσαι και το ξέρεις!» μιλάει αργά, προσπαθώντας να με κάνει να καταλάβω πως φέρομαι χαζά. Και παραδόξως, το καταφέρνει. Νιώθω λες και προσπαθεί να μιλήσει σε ένα μικρό παιδί. Λες να έχει παιδί; Ελπίζω όχι!
«Έχεις δίκιο» παραδέχομαι αναστενάζοντας.
«απλά, πώς να στο πω, δεν έχω συνηθίσει να με φροντίζουν. Πάντα έπρεπε μόνη μου να φροντίσω τον εαυτό μου, να νοιάζομαι εγώ για μένα, να μην εξαρτώμαι από κανέναν! Έτσι έχω μάθει και αυτό δεν αλλάζει!» απαντώ κοφτά. Νιώθω άβολα όταν μιλάω για μένα και στις δέκα ώρες που είμαστε μαζί, αυτό συμβαίνει συνέχεια!
«Κατάλαβα.» όχι δεν κατάλαβες.
«Σήκω τώρα, κινούμενη παρεξήγηση! Πρέπει να φύγουμε.» με πειράζει, κάνοντας με να γελάσω ελαφρά σηκώνοντας το σώμα μου από το κρεβάτι.
Βάζει το σακίδιο στον ώμο του και χρειάζεται να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια για να καταπιώ όλα τα παράπονα και την ανάγκη μου για να μην του αρπάξω τα πράγματα μου και να αρχίσω να τρέχω σαν παλαβή στους διαδρόμους. Αρχίζουμε να περπατάμε προς τα έξω και δεν φέρνω αντίρρηση όταν περάσει το χέρι του προσεκτικά γύρω από τη μέση μου. Δεν θέλει να πέσεις. Μην τον βρίσεις. Δεν θέλει να πέσεις! Οι διάδρομοι είναι ήσυχοι και το μόνο που ακούγεται είναι οι κοφτές ανάσες και τα βήματα μας.
Όταν φτάσουμε στην έξοδο βγάζει μια μικρή μαύρη ομπρέλα από την μεγάλη τσέπη του μπουφάν του, την ανοίγει με μια κίνηση και αρχίζουμε να περπατάμε προς το αυτοκίνητο του: μαύρο opel corsa, όπως ανακαλύπτω λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Ξαφνικά σταματάει απότομα, λίγο πριν γυρίσω να τον κοιτάω ερωτηματικά.
«Είδες μια μικρή λάμψη;» αναρωτιέται, κοιτώντας το βροχερό τοπίο γύρω του σαν μανιακός. Κοιτάω και εγώ με απορία, ψάχνοντας να δω τι ψάχνει.
«Όχι, δεν είδα κάτι.» απαντώ, σηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα.
«Εντάξει.» ψελλίζει κάτω από την ανάσα του και συνεχίζουμε να περπατάμε στην δυνατή βροχή.
~και πάντα η βροχή ήρεμη, σιωπηλή
τυλίγοντας τον κόσμο σε ένα γκρίζο, κουρελιασμένο πανί.
Σαν ένα χέρι που το κοψαν και πάν να το θάψουν.
Ήρεμη ταπεινή βροχή γεμάτη
συγχώρεση.~
•Τ. Λειβαδίτης: -Σχέδιο με βροχή.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας!
Εμάς σήμερα έρχονται οι ανώτεροι μας από την Αθήνα και πρέπει πάλι να είμαστε τέντα!
Πάμε στο κεφάλαιο;
Δεν βλέπω την ώρα να αρχίσουμε να μπαίνουμε στο βιβλίο. Στο πραγματικό βιβλίο! Εδώ αυτοί ακόμα γνωρίζονται! Αλλά είναι κάπως κιουτ. Βλέπουμε πράγματα και για τους δύο.
Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;
Αααυταααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιοοοοςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro