Το κλάμα της νεράιδας
Το φως του ήλιου αγγίζει απαλά κάθε σπιθαμή του γρασιδιού και των δέντρων. Όλα τα πλάσματα του Ίβανλι, με σκυμμένο το κεφάλι και τα φτερά, πλησιάζουν το δέντρο της Γιέβα.
Παρόλο που η μέρα είναι πανέμορφη και ζεστή, η τελετή που θα ακολουθούσε δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο όμοια. Μερικά από τα ξωτικά άρχισαν να τραγουδούν σε μελαγχολικό τόνο και οι νεράιδες τα ακολούθησαν.
Ehir kon kratin louin,
Persos mian erkos quetin,
Oros via dimon kreas,
Konkan vrema jion pelas
Sim kras provis asde,
Waya feres bian haje,
Dimon laqos zante niou,
Qop har firte perteqiou....
Ήταν η αρχαία ομιλία των νεράιδων. Λόγια που μόνο το είδος τους γνωρίζει. Το συγκεκριμένο τραγούδι έγινε γνωστό και στα ξωτικά μόνο και μόνο για την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης τελετής.
Ο Λουσιάν πλησίασε το πλήθος και κάθισε δίπλα στον Έρεμπος και τον Βέσπερ, οι οποίοι δεν είχαν φύγει λεπτό από κοντά του. Ο φόβος τους μήπως προσπαθήσει ξανά να δραπετεύσει ήταν μεγάλος και ήταν καθήκον τους να τον κρατήσουν στο Ίβανλι. Για αυτό και κάθε λεπτό το περνούσαν δίπλα του, από τη στιγμή που θα ξυπνούσαν, στο φαγητό μέχρι και στο καθημερινό του μπάνιο.
Ξαφνικά το μελαγχολικό τραγούδι σταμάτησε και μόνο η ήρεμη μελωδία της άρπας συνέχισε να ηχεί. Οι Πέντε εμφανίστηκαν ο ένας μετά τον άλλον και στάθηκαν σε σχηματισμό αστεριού. Στη συνέχεια ακολούθησε η Μελάνθα, ντυμένη στα λευκά, με τα μακριά φτερά της να αγγίζουν απαλά τα λουλούδια στο έδαφος.
Στάθηκε στο κέντρο του αστεριού που είχαν σχηματίσει οι Πέντε. Τότε οι Σοφοί προέκτιναν τα χέρια τους και έστριψαν τις παλάμες τους ψηλά προς τον καθαρό ουρανό. Το ίδιο έκαναν και τα υπόλοιπα ξωτικά και νεράιδες.
Νεράιδα, λαμπρή,
Με μαγεία σκοτεινή,
Δώρο Θεάς,
Κύμα φωτιάς.
Σε εσένα προσευχόμαστε,
Γιέβα γλυκιά,
Δώρο φτερά,
Από της νεράιδας την καρδιά.
Αυτά τα λόγια επαναλαμβάνονταν συνεχώς, μέχρι που η Μελάνθα άπλωσε τα μαγευτικά φτερά της και πέταξε ψηλά στον ουρανό. Μάζεψε για μια τελευταία φορά τις λαμπρές σταγόνες και με ένα γερό τίναγμα τον λευκών φτερών, το δέντρο της Γιέβα έλαμψε.
Στη συνέχεια, προσγειώθηκε απαλά στο έδαφος και κοίταξε ψηλά, περιμένοντας. Ένα ξωτικό σηκώθηκε από το πλήθος. Φορούσε έναν μανδύα σε μοβ απόχρωση και το πρόσωπό του ήταν βαμμένο. Μοβ γραμμές εκτείνονταν από τα μάτια του και μαύρες στα μάγουλά του. Ήταν βαμμένο για πόλεμο.
Πλησίασε τη νεράιδα και με ένα νεύμα την πρόσταξε να αγγίξει το έδαφος. Η Μελάνθα λύγισε τα γόνατα της και άγγιξε το γρασίδι με τις παλάμες της. Το ξωτικό την πλησίασε αργά και άγγιξε με τα παγωμένα χέρια του τα λαμπρά φτερά. Με μια απότομη κίνηση τράβηξε τα φτερά από την πλάτη της νεράιδας.
Ξαφνικά η κραυγή που ξέφυγε από τα χείλη της γέμισε ολόκληρο τον κόσμο μέχρι και οι Γίγαντες άκουσαν το κλάμα της και οι νεκροί ξύπνησαν απότομα. Τα χέρια της τράβηξαν το γρασίδι από τη γη και η φωνή της δεν έλεγε να σωπάσει. Ένοιωθε σαν να της ξερίζωσαν την καρδιά και κόκκινα δάκρυα ξέφυγαν από τα μαύρα μάτια της. Χρυσό αίμα γέμισε το φόρεμά της και ο ουρανός έχασε το γαλάζιο του χρώμα.
Σύννεφα πλησίασαν και μαύρο σκοτάδι κάλυψε το Ίβανλι. Όλα τα ξωτικά και οι νεράιδες σηκώθηκαν τρομαγμένα και η θεία της Μελάνθα έσπασε τον σχηματισμό του αστεριού και έτρεξε στην αγκαλιά της πονεμένης νεράιδας.
Ο Λουσιάν παρατήρησε τη διαδικασία τρομαγμένος. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα γινόταν κάτι τέτοιο. Κανένας δεν τον είχε προετοιμάσει για αυτή την τελετή. Πόσο μάλλον για το σπαρακτικό κλάμα μιας νεράιδας.
«Πιες αυτό.» ο Βέσπερ έδωσε ένα μικρό μπουκάλι στο ξωτικό που περιείχε μαύρο υγρό.
«Τι είναι αυτό;» Ο Λουσιάν τον κοίταξε ύποπτα. Είχαν πει πως θα τον θυσίαζαν δεν γνώριζε όμως με ποιο τρόπο.
«Δάκρυ δράκου. Είναι το μόνο που μπορεί να σε σώσει από το κλάμα μιας νεράιδας. Πιες το γρήγορα αλλιώς σε βλέπω να χάνεις τη ζωή σου από τώρα.» του είπε σπρώχνοντάς τον μακριά από τη Γιέβα.
Ο Λουσιάν πλησίασε το υγρό στα χείλη του διστακτικά και μόλις το κατάπιε η ακοή του περιορίστηκε και οι κραυγές της Μελάνθα δεν έφταναν πλέον στα αυτιά του.
Ακολούθησε τα δύο ξωτικά ταραγμένος, παρατηρώντας τα σύννεφα να γίνονται ακόμη πιο σκοτεινά.
«Τι συνέβη; Γιατί ο ουρανός άλλαξε χρώματα; Γιατί όλοι έφυγαν ταραγμένοι;» ρώτησε τα άλλα δύο ξωτικά και εκείνα τον κοίταξαν ανήσυχα. Ο Έρεμπος τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε μέσα σε ένα από τα σπίτια των ξωτικών.
Έκλεισαν απότομα την πόρτα πίσω τους και σκοτάδι γέμισε τον χώρο. Ο Βέσπερ πλησίασε τα κεριά που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι και με ένα άγγιγμα άναψαν με ζωηρές φλόγες. Κάθισαν στις ξύλινες καρέκλες και έγειραν το σώμα τους κοντά στον Λουσιάν.
«Αυτό που είδαν τα μάτια σου σήμερα δεν είναι φυσιολογικό. Είναι πρώτη φορά που συμβαίνει μετά από αιώνες.» ψιθύρισε ο Βέσπερ και ο Έρεμπος τον διέκοψε.
«Πολύ φοβάμαι πως η προφητεία θα βγει αληθινή και τότε δύσκολα θα σωθούμε από το κακό.»
«Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάτε και γιατί ψιθυρίζετε. Για μια φορά αντί να μιλάτε με γρίφους και παροιμίες πείτε μου ξεκάθαρα τι συμβαίνει.» είπε δυνατά ο Λουσιάν και ο Βέσπερ τοποθέτησε το χέρι του στο στόμα του ξωτικού για να τον αποτρέψει να φωνάξει άλλο.
Ο Έρεμπος με μια κίνηση του χεριού του άναψε όλα τα κεριά και τα τρία ξωτικά κάθισαν στο τραπέζι του ξένου σπιτιού. Πήρε ένα κερί που βρισκόταν κοντά του και το άγγιξε στο τραπέζι. Άρχισε να παίζει με την κόκκινη φλόγα μέχρι που εκείνη απέκτησε μορφή.
«Σου έχουμε μιλήσει ξανά για την προφητεία και για την ιστορία του κόσμου μας. Θα την επαναλάβω για μια τελευταία φορά. Πριν από αιώνες στον κόσμο μας υπήρχε μόνο η Γιέβα και ο Άζριελ.» είπε και η φλόγα πήρε την μορφή των δύο προσώπων «Επρόκειτο για δύο εραστές θανάσιμα ερωτευμένους, που αποφάσισαν να πλάσουν τον κόσμο, έδωσαν σχήμα στη γη, βουνά, δάση και λιβάδια, δημιούργησαν ζώα και σύννεφα, λουλούδια και ποτάμια, μέχρι που ένοιωθαν πολύ μόνοι.» η φλόγα έσβησε για ένα δευτερόλεπτο μέχρι που ο Βέσπερ πήρε το λόγο και συνέχισε να δίνει μορφή στα δικά του λόγια.
«Θέλησαν να δημιουργήσουν πλάσματα που να μοιάζουν με εκείνους, να μιλούν, να έχουν δυνάμεις και να αγαπούν τον κόσμο που δημιούργησαν, κρατώντας τους συντροφιά. Έτσι ο Άζριελ έδωσε μορφή στις Σειρήνες, πλάσματα της θάλασσας που με το τραγούδι τους οδηγούσαν τα θηράματα τους στη σφαγή." η φωτιά πήρε την μορφή μιας σειρήνας με μυτερά δόντια, μυτερά αυτιά και ασημένια ουρά ψαριού. "Τους έδωσε την εποχή του καλοκαιριού, όπου η θάλασσα είναι πάντοτε ήρεμη και ο ήλιος βγαίνει ζεστός ψηλά στον ουρανό.»
«Σειρήνες; Αυτά είναι μύθοι!» αναφώνησε ο Λουσιάν και ο Έρεμπος γέλασε μαζί του.
«Όχι, κάνεις λάθος είναι αληθινές όπως είμαι και εγώ μπροστά σου.» πρόσθεσε ο Βέσπερ και συνέχισε την αφήγηση «Στη συνέχεια ο Άζριελ δημιούργησε τους γίγαντες, πελώρια πλάσματα που αγαπούν την απομόνωση και είναι από τους καλύτερους τεχνίτες σπιτιών. Αυτοί έχουν χτίσει κάθε σημείο του Ίβανλι με το πιο σημαντικό του το τείχος φυσικά. Ο Άζριελ τους έδωσε την εποχή του φθινοπώρου, όπου η βροχή πέφτει ελαφριά και τα δάση είναι γεμάτα δέντρα και βράχους γερούς για κάθε κατασκευή.» η φωτιά δεν έπαψε στιγμή να δείχνει την κάθε λέξη περίτεχνα, με τους γίγαντες να είναι γεροδεμένοι με κοντούς λαιμούς και μεγάλα τραχιά χέρια.
«Όσο για την Γιέβα», πρόσθεσε ο Έρεμπος «Αυτή έφερε στη ζωή τους νάνους, πλάσματα κοντά και άσχημα συγκριτικά με τα υπόλοιπα. Διέθεταν μακριές γενειάδες και μέχρι και οι γυναίκες τους είχαν πολύ τριχοφυΐα. Εκείνοι ζουν στην εποχή του χειμώνα και κατασκευάζουν περίτεχνα σπαθιά, τόξα, μαχαίρια καθώς και κοσμήματα με πολύτιμους λίθους» η φωτιά έδειξε για άλλη μια φορά το πλάσμα που περιγραφόταν. Ένας νάνος με κοντά πόδια και χέρια, γενειάδα που έφτανε έως το έδαφος και μάτια που λαμπύριζαν δείχνοντας την εξυπνάδα του.
«Οι Κένταυροι ήταν η τελευταία δημιουργία της Γιέβα. Πλάσματα ιδιαίτερα με το μισό τους σώμα να είναι αλόγου και το υπόλοιπο να μοιάζει με εμάς. Αγέρωχοι και ακατάδεκτοι, δεν δέχονται άλλο είδος κοντά στη φυλή τους ούτε στα εδάφη τους, στην εποχή της άνοιξης. Ικανοί πολεμιστές και θηρευτές από κούνια.» ο Λουσιάν δεν χρειάστηκε να κοιτάξει την φλόγα. Ήξερε ακριβώς την αυστηρή όψη ενός Κενταύρου, παρόλο που προσπαθούσε να το ξεχάσει.
Ξαφνικά ο Λουσιάν γέλασε δυνατά και οι φλόγες τρεμόπαιξαν. Τα δύο ξωτικά σήκωσαν τα φρύδια τους έκπληκτα απέναντί του.
«Συγνώμη, αλλά και πάλι δεν μπορώ να το πιστέψω. Η ιστορία σας δεν έχει γερά θεμέλια. Αν πράγματι υπάρχουν αυτά τα πλάσματα και οι θεοί σας τα δημιούργησαν, τότε εμείς πως προκύψαμε; Οι νεράιδες; Πέραν αυτού γιατί σπαταλάμε τον χρόνο μας λέγοντας παιδικές ιστορίες, ενώ ο ουρανός έξω έχει μαυρίσει και δεν υπάρχει καμία εξήγηση για αυτό;» η φωνή του αύξησε ένταση και ο Έρεμπος χαμογέλασε ελαφρά.
«Αγαπητέ μου, Λουσιάν, υπάρχει εξήγηση για όλα. Για να καταλάβεις, όμως, πρέπει πρώτα να γνωρίζεις την ιστορία του τόπου σου» είπε και με ένα χτύπημα των δαχτύλων του δυνάμωσε και άλλο την φωτιά, της οποίας οι σπίθες γέμισαν ολόκληρο το δωμάτιο πλέον και η εικόνα έγινε πιο ζωντανή μπροστά τους.
«Λοιπόν, που βρισκόμουν; Α ναι. Ο Άζριελ και η Γιέβα συνέχισαν να ζουν παράφορα ερωτευμένοι, αλλά κάτι τους έλειπε, οι δημιουργίες τους δεν ήταν κάτι πραγματικά δικό τους. Τότε κίνησαν στην πηγή του ποταμού Φαλντ και δημιούργησαν τα τελευταία τους αριστουργήματα. Στάθηκαν πάνω από το ιερό νερό και έκοψαν τους καρπούς των χεριών τους. Χρυσό αίμα κύλησε από τις φλέβες της Γιέβα και έδωσε ζωή στις νεράιδες που γνωρίζουμε τώρα, ενώ από τον Άζριελ κύλησε ασημένιο αίμα και από αυτό δημιουργηθήκαμε εμείς. Η αγάπη τους, άρχισε να εξασθενεί με τον χρόνο και έτσι ο Άζριελ πήρε τα παιδιά του τα ξωτικά και κατέβηκε στα τάρταρα, εκεί όπου το σκοτάδι επικρατεί. Με τον καιρό οι δύο εραστές απομακρύνθηκαν και η Γιέβα που παρέμεινε πάνω στον κόσμο μας μαζί με τις νεράιδες, έμαθε πως ο Άζριελ ερωτοτροπούσε με τις κόρες του, τις σειρήνες.» πείρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει.
«Πόλεμος ξέσπασε ανάμεσά τους και ο κόσμος μας γέμισε σκοτάδι, οι δύο δράκοι τους ο Φόλκινγκ και η Αλέβα, οι πιο δυνατές δημιουργίες τους που προσέγγιζαν στη δύναμη και τους ίδιους, πολέμησαν στο πλάι τους, μέχρι που η Γιέβα νίκησε και καταδίκασε τον Άζριελ σε αιώνιο ύπνο στον κάτω κόσμο. Η Γιέβα πήρε την μορφή δέντρου για να ενώνεται συνεχώς με τις βαθιές της ρίζες σε εκείνον τον κόσμο και να ελέγχει το ξόρκι της. Χρειαζόταν όμως μια θυσία, μόνο καθαρό αίμα θα μπορούσε να διατηρήσει το ξόρκι σταθερό. Έτσι και αποφασίστηκε. Με σειρά αιώνων οι καθαροί απόγονοι του Άζριελ και της Γιέβα έδιναν τη ζωή τους σε αυτούς, για να παραμείνει η Ειρήνη στον κόσμο μας.»
Ο Λουσιάν σηκώθηκε απότομα από τη θέση του και έβαλε το χέρι του στα λευκά μαλλιά του. Η φωτιά επέστρεψε πίσω στο κερί και συνέχισε να σιγοκαίει αδύναμα. Τα δύο ξωτικά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
«Συνεχίζετε να λέτε την ίδια ιστορία ξανά και ξανά. Το ίδιο παραμύθι. Υποστηρίζετε πως για αυτό είμαι καταδικασμένος σε θάνατο; Για αυτό ξεριζώσατε τα φτερά της Μελάνθα; Πόσο πολύ πιστεύετε σε αυτούς τους ψεύτικους θεούς που τολμάτε να σκοτώνετε χωρίς τύψεις;» άρχισε να περπατά καταμήκος του δωματίου φανερά εκνευρισμένος.
«Λουσιάν, ηρέμησε. Αυτή είναι η αλήθεια εμείς απλώς...»
«Πως να ηρεμήσω; Πως να ηρεμήσω ακριβώς Βέσπερ; Μου ζητάς να δώσω τη ζωή μου για έναν θρύλο;» άρχισε να υψώνει τη φωνή του και ο Βέσπερ μαζεύτηκε στη θέση του τρομαγμένος.
«Αρκετά!» φώναξε ο Έρεμπος χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι και με μιας το φως έσβησε από το δωμάτιο. Τα μάτια του ήταν το μόνο φως που λαμπύριζε στο σκοτάδι, καθώς μιλούσε «Σου έχω μιλήσει για την προφητεία, Λουσιάν, ο πατέρας σου αποφάσισε να επαναστατήσει και τώρα οι δράκοι ξυπνούν και ο Άζριελ δείχνει την οργή του.» πλησίασε το παράθυρο και έδειξε το σκοτάδι που επικρατούσε.
Ο Λουσιάν δεν άντεξε άλλο. Δεν είχε σκοπό να συνεχίσει τη συζήτηση ούτε να τους αντιμετωπίσει. Άνοιξε απότομα την πόρτα του ξένου σπιτιού και βγήκε έξω. Δεν υπήρχε κάνεις, ούτε ένα ίχνος ξωτικού μέσα σε αυτή τη σκοτεινιά. Προχώρησε προς τη λίμνη που είχε ακούσει την Μελάνθα να τραγουδά. Το νερό της ήταν μαύρο, καθώς τίποτα δεν έδινε φως πλέον. Μια μικρή πυγολαμπίδα πέρασε μπροστά από τα μάτια του και φώτισε ελάχιστα τον κόσμο. Άκακη χωρίς να γνωρίζει που βρίσκεται. Κάθισε κάτω στο υγρό γρασίδι και κοίταξε ψηλά τον ουρανό.
Δεν είχε θέση εκεί στον κόσμο των Θεών και των θρύλων. Έτσι ξαφνικά η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο. Γιατί να δώσει τη ζωή του έτσι απλά, σε έναν κόσμο που δεν του πρόσφερε ποτέ τίποτα; Που δεν τον αναζήτησε ποτέ; Που αναγκάστηκε να ζήσει μόνος του επειδή ο πατέρας του διάλεξε να ζήσει;
Έκλεισε τα μάτια του για ένα λεπτό. Για ένα λεπτό επέτρεψε στον εαυτό του να ηρεμήσει και να καθαρίσει το μυαλό του και ο ύπνος βρήκε την ευκαιρία και τον αγκάλιασε γλυκά.
°
Την ίδια στιγμή, οι Πέντε πλησίασαν το δέντρο της Μητέρας Γης. Δεν χρειάστηκε να μιλήσουν μεταξύ τους. Ένωσαν τα χέρια τους σχηματίζοντας έναν κύκλο και ξαφνικά η βαρύτητα έφυγε από πάνω τους. Αιωρήθηκαν ψηλά και ψιθυρίζοντας «Vin» (Φως) στην αρχαία γλώσσα των νεράιδων, μια λευκή λάμψη πέρασε μέσα από τον κύκλο τους. Η αρχή της άγγιζε την γη και το τέλος της χτύπησε με δύναμη τον ουρανό.
Ξαφνικά η μαύρη σκιά άρχισε να απομακρύνεται και τα άστρα επέστρεψαν σιγά σιγά. Ξωτικά και νεράιδες άνοιξαν ελαφρώς τα παράθυρα και τις πόρτες τους για να κοιτάξουν τον καθαρό ουρανό.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro