Απόγονος του Άζριελ- Μέρος 2ο
Την ίδια νύχτα πήγε στα λουτρά και έβγαλε αργά τα βρόμικα ρούχα του, εμφανίζοντας τα μαύρα σημάδια που κάλυπταν την πλάτη του και έφταναν μέχρι τους μηρούς του. Το σώμα του καλύφθηκε από το ζεστό νερό και βυθίστηκε σε αυτό ολόκληρος. Σκέφτηκε πόσο αφελής ήταν που άφησε τον εαυτό του να πιαστεί αιχμάλωτος και τι συμπεριφορά ήταν αυτή που δεχόταν. Κανονικά θα έπρεπε να τον αφήσουν στα μπουντρούμια μέχρι να μην απομείνει τίποτα από αυτόν.
Ξαφνικά μέσα στα λουτρά μπήκαν ο Έρεμπος και ο Βέσπερ.
«Εδώ είσαι; Είναι ώρα για την βραδινή προσευχή. Είσαι υποχρεωμένος να έρθεις, ανακοίνωσε ο Έρεμπος και ο Λουσιάν σηκώθηκε όρθιος μονομιάς. Τα ξωτικά μπροστά του ταράχτηκαν και έκλεισαν απότομα τα μάτια τους στο γυμνό θέαμα του Λουσιάν.
«Ω Γιέβα, δεν έχεις το συναίσθημα της ντροπής μέσα σου», αναφώνησε ταραγμένος ο Βέσπερ και ο νεαρός μπροστά του ντύθηκε ήρεμα.
«Που πάμε», ρώτησε και τους παρατήρησε χαμογελώντας, αφού είχε φυσικά ντυθεί με μεταξωτά υφάσματα.
Βγήκαν από το παλάτι και ακολουθώντας τις πυγολαμπίδες μέσα στο σκοτάδι, ανέβηκαν ένα μικρό λόφο. Στην κορυφή του βρίσκονταν όλα τα ξωτικά και οι νεράιδες του Μεγάλου Βασιλείου. Είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω από ένα δέντρο. Όταν έφτασαν πιο κοντά ο Λουσιάν αναγνώρισε πως το δέντρο είχε τη μορφή γυναίκας και τα κλαδιά και τα φύλλα του σχημάτιζαν τα μαλλιά της. Όλοι κάθονταν στο έδαφος, με τις παλάμες των χεριών τους στραμμένες στον καθαρό ουρανό. Αντέγραψε τις κινήσεις τους και στράφηκε προς τον Βέσπερ.
«Τι είναι αυτό το δέντρο», ρώτησε και ο Βέσπερ άνοιξε ορθάνοιχτα τα μάτια του από την έκπληξη. Ήταν δεδομένη γνώση για όλα τα Βασίλεια να γνωρίζουν τα πλάσματα για τη Μητέρα Γη.
«Η Γιέβα, φυσικά! Δεν γνωρίζεις πως η Μητέρα Γη βρίσκεται εδώ; Προς τα που κατευθύνονταν οι προσευχές σου μέχρι τώρα;»
«Δεν προσεύχομαι», είπε και σιώπησαν όταν άκουσαν τα παράπονα από τις νεράιδες δίπλα τους. Κοίταξε με περιέργεια μπροστά του. Εκτός του κύκλου βρίσκονταν οι Πέντε Σοφοί, που ήταν στη δίκη του. Είχαν δημιουργήσει ένα μισοφέγγαρο μπροστά στη Μητέρα Γη. Ο Λουσιάν άρχισε να παρατηρεί την περιοχή. Δύσκολα θα έβρισκε τρόπο διαφυγής αλλά έπρεπε να καταστρώσει το σχέδιο της απόδρασής του.
Ξαφνικά όλοι ξεκίνησαν να ψιθυρίζουν συγχρονισμένα.
Χαίρε Μητέρα Γη,
χαίρε μεγαλοπρεπή Θεά,
τα άστρα οδηγός μας,
το φεγγάρι άγρυπνος παρατηρητής,
σε εσέ προσευχόμαστε,
σε εσέ ζητούμε,
γαλήνη, ειρήνη και ευημερία,
δόξασέ μας να επιβιώσουμε ενάντια στο κακό,
σώσε μας από τον Μοχθηρό,
Μητέρα προσευχόμαστε σε εσένα,
άκου τις παρακλήσεις μας,
Μητέρα Γη,
Ω Γιέβα...
Από τα χείλη τους ξέφυγαν μικρές λευκές σταγόνες και μπροστά στους Σοφούς στάθηκε όρθια μια νεράιδα. Τα φτερά της άνοιξαν διάπλατα και πέταξε ψηλά με χάρη. Ο Λουσιάν την παρατήρησε μαγεμένος. Πρώτη φορά αντίκριζε νεράιδα με τόσο μεγάλα φτερά. Εκείνη έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω άνοιξε τα χέρια της και δέχτηκε τις λευκές σταγόνες. Όταν το σώμα της απορρόφησε και την τελευταία σταγόνα, η νεράιδα διπλώθηκε σε εμβρυική στάση. Τύλιξε το σώμα της με τα λευκά φτερά της, δημιουργώντας ένα μικρό κουκούλι και στη συνέχεια με ένα πετάρισμα των φτερών οι σταγόνες μεταφέρθηκαν από αυτά στο μεγάλο δέντρο. Η Μητέρα Γη έλαμψε στο σκοτάδι και μέσα σε δευτερόλεπτα έσβησε το φως.
Η νεράιδα προσγειώθηκε ξανά στο έδαφος και τα φτερά της κατέβηκαν, τόσο που άγγιζαν σαν πέπλο τη γη. Ξωτικά και νεράιδες κατέβασαν το κεφάλι δείχνοντας το σεβασμό τους στη Θεά και άρχισαν να απομακρύνονται από τον λόφο. Ο Έρεμπος παρατήρησε το βλέμμα του νεαρού ξωτικού και σκέφτηκε πως ήταν η κατάλληλη ώρα για να μιλήσει.
«Η Μελάνθα, απόγονος της Γιέβα, πολύ ιδιαίτερη νεράιδα», είπε και σηκώθηκε όρθιος, «κρίμα που θα θυσιαστεί για την εξασφάλιση της ειρήνης.» Ο Λουσιάν τον ακολούθησε ταραγμένος.
«Τι είναι αυτά που λες;»
«Είναι έθιμο. Η πιο δυνατή νεράιδα δίνει τη ζωή της στη Γιέβα και εκείνη μας εξασφαλίζει την Ειρήνη. Καλά που ζεις τόσα χρόνια; Τίποτα δεν γνωρίζεις;» απόρησε ο Βέσπερ που τους ακολουθούσε και έφτιαξε τα στρογγυλά γυαλιά του.
«Ζω στα δάση. Μακριά από όλα τα πλάσματα και όπως έχετε καταλάβει κλέβω για να επιβιώσω. Πως ακριβώς θα γνωρίζω, λοιπόν, τις ιστορίες και τα έθιμα σας;
«Δεν είναι ώρα τώρα για να λύσουμε αυτές τις υποθέσεις. Ακολουθεί μεγάλο συμπόσιο προς τιμή σου και δεν πρέπει να καθυστερήσεις. Θα κάνουμε μάθημα ιστορίας άλλη στιγμή.» Ο Έρεμπος είπε αγανακτισμένος και οδήγησε τα άλλα δύο ξωτικά στο κέντρο του Μεγάλου Βασιλείου.
Ένα μεγάλο λευκό τραπέζι σε σχήμα μισοφέγγαρου βρισκόταν πάνω στο γρασίδι. Πάνω του υπήρχαν όλων των ειδών φαγητά και ποτά, για να ικανοποιήσουν τα ξωτικά και τις νεράιδες. Πολλά από αυτά μάλιστα είχαν ήδη καθίσει και περίμεναν τους Πέντε Σοφούς για να ξεκινήσουν τη γιορτή. Σε μια γωνιά, μάλιστα, βρίσκονταν μερικές νεράιδες με άρπες και βιολιά.
Στην μεγάλη καμπύλη του τραπεζιού κάθισαν οι Πέντε Σοφοί και στα αριστερά τους η νεαρή νεράιδα που έλαβε μέρος στην προσευχή. Οδήγησαν τον Λουσιάν στα αριστερά των Σοφών και εκείνος κάθισε διστακτικά. Δίπλα του βρισκόταν ο Κάλεν και λίγο πιο πέρα ο Πάεον.
«Αγαπημένες μου νεράιδες και ξωτικά!» Ο Πάεον σηκώθηκε όρθιος και όλα τα πλάσματα γύρισαν να τον κοιτάξουν. «Σας ευχαριστώ πολύ που παραβρίσκεστε σήμερα όλοι εδώ. Η Γιέβα να είναι πάντοτε στο πλευρό σας!»
Μόλις είπε τα συγκεκριμένα λόγια όλοι κοίταξαν ψηλά στον καθαρό ουρανό και τα μάτια τους έλαμψαν στιγμιαία.
«Σήμερα είναι μια πολύ ξεχωριστή νύχτα», συνέχισε το λόγο του, «ο δεσμός των Απογόνων του Άζριελ είχε σπάσει εδώ και αρκετές δεκαετίες ή μάλλον έτσι πιστεύαμε. Σήμερα, όμως, σας διαβεβαιώ πως κάναμε λάθος.»
Πλησίασε τον Λουσιάν και του έκανε νεύμα να σηκωθεί όρθιος. Δίπλα στον μεγάλο Σοφό, ο Λουσιάν φαινόταν για εγγονός του. Βέβαια η μορφή του μέσα στα μεταξωτά του ρούχα έδινε την αίσθηση πως πράγματι ήταν κάποιος αξιόλογος.
«Ο Απόγονος του Άζριελ επέστρεψε! Πλέον η σειρά θα συνεχιστεί. Η γαλήνη και ηρεμία θα συνεχίσει και κάνεις μας δεν θα ανησυχήσει ξανά! Καλώς ήρθες λοιπόν Λουσιάν πίσω στον τόπο σου!» Όλα τα πλάσματα κατέβασαν το βλέμμα τους σαν υπόδειξη σεβασμού. Ο Λουσιάν ένοιωσε ξεχωριστός για μια φορά μέχρι που η μουσική, με ένα νεύμα του Πάεον, άρχισε να παίζει και η ομιλία ξεχάστηκε.
Ένοιωσε, όμως, ένα συγκεκριμένο βλέμμα να βρίσκεται ακόμη πάνω του. Δύο μεγάλα μαύρα μάτια τον παρατηρούσαν αυστηρά. Η όμορφη νεράιδα που εκτέλεσε την προσευχή τον κοιτούσε, μα όταν ο Λουσιάν έστρεψε το βλέμμα του προς αυτή, εκείνη κοίταξε αμέσως αλλού. Έτσι έδωσε την ευκαιρία στο ξωτικό να την παρατηρήσει με θαυμασμό. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοια γοητεία σε πλάσμα αυτού του κόσμου. Το χρώμα του δέρματος της ένα σκούρο καφέ, στολισμένο με χρυσόσκονη. Τα μαύρα μαλλιά της σγουρά και φουντωτά κάλυπταν τις έντονες γωνίες του προσώπου της και το λευκό φόρεμα που φορούσε ταράζεται απίστευτα με τα λευκά της φτερά.
«Καημένο ξωτικό, δεν έχει νόημα να την κοιτάς. Θα θυσιαστεί σύντομα στη Γιέβα.» Ο Έρεμπος επανέλαβε τα λόγια που είχε πει και νωρίτερα. Με αυτό τον τρόπο απέσπασε την προσοχή του Λουσιάν.
«Τι εννοείς θα θυσιαστεί;»
«Πραγματικά δεν γνωρίζεις τίποτα για την ιστορία του κόσμου σου;» Ο Βέσπερ, που καθόταν κοντά τους δεν άντεξε να μην παρέμβει. «Κάθε φορά που το φεγγάρι έχει γεμίσει 100 φορές γίνεται μια θυσία. Ένας από τους Απογόνους της Γιέβα και ένας Απόγονος του Άζριελ, δίνουν τη ζωή τους για να εξασφαλιστεί η Ειρήνη.»
«Αυτό σημαίνει πως και εγώ θα θυσιαστώ;» Η έκπληξη στα μάτια του ήταν εμφανής.
«Μην ανησυχείς», είπε ο Έρεμπος, «αυτό δεν θα γίνει νωρίτερα από μια εβδομάδα. Έχεις χρόνο μέχρι τότε.» Προσπάθησε να βοηθήσει την κατάσταση και άγγιξε τον ώμο του Λουσιάν στην προσπάθειά του να τον παρηγορήσει.
Ο Λουσιάν, όμως, χάθηκε στις σκέψεις του. Δεν μπορούσε να θυσιάσει τη ζωή του για Θεούς στους οποίους δεν πιστεύει. Έπρεπε να βρει σύντομα μια λύση. Έναν τρόπο διαφυγής από αυτό το μέρος. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το θάνατο τόσο γρήγορα. Τα μάτια του αναστατωμένα κοίταξαν τριγύρω απελπισμένα. Ήλπιζε πως θα έβλεπε κάποιο πέρασμα και όταν όλοι θα ήταν τα κρεβάτια τους, αυτός θα εξαφανιζόταν.
«Ήρθε η ώρα οι δύο απόγονοι να χορέψουν στον χορό των Άστρων», αναφώνησε ο Πάεον και ξύπνησε τον Λουσιάν από τις σκέψεις του.
Ξαφνικά οι άρπες σταμάτησαν και οι νεράιδες καθάρισαν τις φωνές τους. Η Μελάνθα, η Απόγονος της Γιέβα σηκώθηκε αποφασιστικά, ενώ ο Λουσιάν δίσταζε φανερά. Ο χορός βασιζόταν σε κινήσεις, που έμοιαζαν πολύ με πολεμικές τέχνες. Οι δύο απόγονοι στάθηκαν ο ένας απέναντι από τον άλλο και άρχισαν να χορεύουν στο ρυθμό της μουσικής.
Ο Λουσιάν χόρευε ατσούμπαλα και μάλιστα κάποια στιγμή πάτησε κατά λάθος τα φτερά της Μελάνθα. Εκείνη που την άλλη, θα μπορούσαμε να πούμε πως έμοιαζε με νεράιδα, αλλά εδώ δεν ισχύει η μεταφορά, διότι ήταν η πραγματικότητα. Η ορχήστρα από πίσω τους ακουγόταν καθαρά...
Στης νύχτας τη σιωπή,
Η λύπη είναι μικρή,
Αυτή που χάθηκαν δεν ήρθαν,
Το φως του φεγγαριού,
Θυμίζει ενός χεριού,
Το άγγιγμα που δεν πήραν,
Το τρυφερό φιλί,
Και το μικρό παιδί,
Ακολούθησαν το δρόμο,
Το δρόμο των Άστρων,
Των πιο λαμπρών ματιών,
Διάβασαν τον πικρό τους πόνο,
Αυτή ήταν η στιγμή,
Που η καρδιά είχε κλεφτεί,
Από της αγάπης τα χέρια,
Ο δρόμος των Άστρων,
Των πιο λαμπρών ματιών....
Το τραγούδι και η μελωδία συνέχιζαν να παίζουν, χωρίς βέβαια τα λόγια να βγάζουν κάποιο νόημα. Ή τουλάχιστον ο Λουσιάν δεν μπορούσε να τα καταλάβει.
«Πρέπει να είσαι πολύ αφελής για να επιστρέψεις ή πολύ θαρραλέος», η φωνή της Μελάνθα έφτασε στα αυτιά του Λουσιάν και εκείνος άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. Έχασε το βήμα του και παραπάτησε.
«Συγνώμη;» Ρώτησε έκπληκτος και προσπάθησε να ακολουθήσει ξανά τα βήματα, με δυσκολία φυσικά.
«Ποιο πλάσμα θα ερχόταν να δεχτεί τη μοίρα του, όταν το μέλλον που του προσφέρεται είναι τόσο σκληρό;»
«Δεν νομίζω πως η τωρινή σου θέση, σου επιτρέπει να ασκήσεις κριτική στις επιλογές μου», είπε ο Λουσιάν και ως απάντηση δέχτηκε ένα ελαφρό χαμόγελο. Τα μαύρα μάτια της νεράιδας έλαμψαν ελαφρά.
«Εγώ είμαι εγκλωβισμένη σε αυτό το τέλος, εσύ, όμως, μπορούσες να γλυτώσεις.» Ξαφνικά το τραγούδι σταμάτησε και η Μελάνθα αφού υποκλίθηκε στιγμιαία εξαφανίστηκε από το οπτικό του πεδίο.
Ο Λουσιάν επέστρεψε στη θέση του. Δεν μπορούσε όμως να συγκεντρωθεί. Δεν μπορούσε να δώσει σημασία σε όσα συνέβαιναν γύρω του. Ήταν πολύ προβληματισμένος. Στα αλήθεια θα μπορούσε να δώσει τη ζωή του τόσο εύκολα;
Χαίρεται σε όλους και όλες. Ελπίζω να περνάει ευχάριστα ο χρόνος σας διαβάζοντας την ιστορία μου.
Θα ήθελα πολύ να μου πείτε τις εντυπώσεις σας μέχρι τώρα.
Τα λέμε πολύ σύντομα στο επόμενο κεφάλαιο...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro