Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Απόγονος του Άζριελ -Μέρος 1ο

Το σκοτάδι πλανιόταν σε ολόκληρο το μπουντρούμι. Τα λευκά του μαλλιά, είχαν αρχίσει να μακραίνουν και έπεφταν ελαφρά μπροστά στα κόκκινα μάτια του. Είχαν περάσει αρκετές μέρες από τότε που έφτασε στο Ίβανλι και δεν είχε δει το καθαρό φως του ήλιου.

Ξαφνικά βήματα ακούστηκαν στον άδειο διάδρομο. Οι φυλακισμένοι άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια απελπισμένα και να απλώνουν τα χέρια τους μέσα από τα κάγκελα. Όπως ακριβώς είχε γίνει την πρώτη ημέρα που τον έκλεισαν στα μπουντρούμια.

«Έλα ξένε, ήρθε η ώρα να δικαστείς», ένα ξωτικό με χρυσή πανοπλία άνοιξε τα κάγκελα και τον πλησίασε. Έδεσε τα χέρια του με σχοινί Χιλντ και τον έσπρωξε έξω. Ανέβηκαν αργά τη στριφογυριστή σκάλα στην κορυφή της οποίας περίμενε ένα ακόμη ξωτικό.

«Επιτέλους, περιμένουν εδώ και αρκετή ώρα. Πάμε.» Έπιασαν τον ξένο ο καθένας από τα χέρια και τον οδήγησαν σε μια μεγάλη αίθουσα, στο βάθος του παλατιού.

Τα χέρια του ήταν σφιχτά δεμένα και τα κόκκινα μάτια του κοιτούσαν το δάπεδο. Τα πόδια του με το ζόρι στήριζαν το σώμα του, μιας και βρισκόταν κλεισμένος στα μπουντρούμια για τουλάχιστον εφτά μέρες. Το μυαλό συνέχιζε να σκέφτεται τις απελπισμένες φωνές «Βοήθεια...». Έκλεισε τα μάτια του στην προσπάθεια να το ξεχάσει, όταν βρέθηκε μπροστά στην είσοδο της αίθουσας, όπου θα δικαζόταν η υπόθεσή του.

Αναστάτωση επικρατούσε στο Μεγάλο Βασίλειο τις τελευταίες ημέρες και ψίθυροι επικρατούσαν σε κάθε γωνιά του. Πολλοί έλεγαν πως οι μεγάλοι δράκοι ξύπνησαν και ορισμένοι υποστήριζαν πως τους είδαν να πετούν στον ουρανό. Όσοι πίστευαν στην προφητεία και τον θρύλο είχαν κλειστεί στα σπίτια τους και δεν ήταν λίγοι που είχαν φύγει από το Ίβανλι και ταξίδευαν στις Τέσσερις Εποχές. Οι ιστορίες των αρχαίων χρόνων ήταν γνωστές στο Ίβανλι και ήταν λογικό να τρομάζει και ο πιο θαρραλέος και σκληρός πολεμιστής.

Τα ξωτικά που ήταν ντυμένα με χρυσές πανοπλίες και κρατούσαν τον αιχμάλωτο από τα χέρια, άνοιξαν τις βαριές πόρτες, που βρίσκονταν μπροστά τους και τον έσπρωξαν μέσα. Ο άνδρας έπεσε με τα γόνατα μπροστά στους Πέντε Σοφούς και οι πόρτες έκλεισαν πίσω του. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τα ξωτικά και τις νεράιδες μπροστά του. Φαίνονταν αγέρωχα στα μάτια του και σκληρά. Ο χώρος ήταν άδειος πέρα από ένα μεγάλο τραπέζι όπου μερικοί από τους Σοφούς ήταν καθισμένοι.

«Ξένε», μια βροντερή φωνή ακούστηκε και κοίταξε τον άνδρα που βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας και κρατιόταν από το ραβδί του. Το δέρμα του μαύρο και τα μαλλιά του λευκά, ήταν ο Πάεον. Το ξωτικό πλησίασε τον νεαρό με αργά βήματα. Μπορεί το σώμα του να έδειχνε πως ήταν νεαρός σε ηλικία, τα μάτια του όμως πρόδιδαν τα χιλιάδες χρόνια που είχε ζήσει η ψυχή του.

«Σήκω πάνω Λουσιάν», τα μάτια του ξένου άνοιξαν διάπλατα, όταν συνειδητοποίησε πως ο άνδρας μπροστά του γνώριζε το όνομά του και σηκώθηκε αργά όρθιος, «μην εκπλήσσεσαι δεν υπάρχουν πολλά που δεν γνωρίζω, αγαπητό μου ξωτικό», ολοκλήρωσε ο γέρος και χαμογέλασε.

Ο Λουσιάν τράβηξε την μαύρη κουκούλα, που κάλυπτε το κεφάλι του και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τα μυτερά του αυτιά φάνηκαν κάτω τα μαλλιά του. Μερικοί από τους Σοφούς έμειναν έκπληκτοι. Δύσκολα συναντούσες ξωτικό με λευκά μαλλιά. Πόσο μάλλον με τόσο μυτερά αυτιά.

«Πως γίνεται ένας εξόριστος να βρίσκεται κοντά στο Ίβανλι;» ρώτησε μια από τις νεράιδες και πλησίασε τον Πάεον. Ο Λουσιάν έστρεψε το βλέμμα του προς αυτή. Τα φτερά της ήταν πεσμένα προς τα πίσω και το πρόσωπό της έλαμπε γεμάτο με χρυσόσκονη. Τα χαρακτηριστικά της ήταν γλυκά παρόλο την ηλικία της.

«Επειδή στην πραγματικότητα δεν εξορίστηκε ποτέ, Μοράνα», τον λόγο πήρε ο Κάλεν, που βρισκόταν πίσω από το πλήθος, θα μου επιτρέψετε να εξακριβώσω την καταγωγή του.

Το ξωτικό προχώρησε μπροστά και πλησίασε τον Λουσιάν. Έλυσε τα χέρια του νεαρού, που ήταν δεμένα με χιλντ και έψαξε στις τσέπες του. Τράβηξε ένα μικρό μαχαίρι, που η λαβή του ήταν περίτεχνα σκαλισμένη με χρυσό και τράβηξε απότομα το χέρι του νεαρού. Η κρύα λεπίδα άγγιξε τη σάρκα του και αίμα ξέφυγε από της φλέβες του, ασημένιο αίμα. Επιφωνήματα έκπληξης ξέφυγαν από πολλούς και ο Κάλεν χαμογέλασε. Ο Λουσιάν τράβηξε αμέσως το χέρι του από την λαβή του άνδρα και κάλυψε το αίμα με τα μαύρα ρούχα του. Πόνος τον διαπέρασε, αλλά δεν κράτησε πολύ μιας και η πληγή επουλώθηκε γρήγορα.

«Ιδού λοιπόν, Σοφοί, πρόκειται για απόγονο του Άζριελ. Δεν ήμουν εντελώς σίγουρος, αλλά όταν είδα, την ημέρα που τον έπιασα, το χτύπημα στο πόδι του μπήκα σε υποψίες. Βέβαια και η μορφή του τον προδίδει δεν νομίζετε;»

«Αυτό είναι αδύνατον, οι τελευταίοι απόγονοι εξαφανίστηκαν εδώ και 25 χρόνια», μια ακόμη νεράιδα, η Ζάρια πλησίασε το ξωτικό για να το παρατηρήσει καλύτερα. Ήταν μια ψηλή γυναίκα με μεγάλα διάφανα φτερά, που ήταν υψωμένα πίσω της. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν αυστηρά και φάνταζε να έχει εχθρικά συναισθήματα απέναντί του.

«Μην ξεχνάς αγαπητή μου, πως εμείς τα ξωτικά χαρακτηριζόμαστε για την αιωνιότητά μας, ο Μαέλ και ο γιος του μπορεί να εξαφανίστηκαν, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πέθανε και δεν αποκλείεται το γεγονός ο νεαρός που βρίσκεται μπροστά μας να είναι ο γιος του», ο Κλεόν, ο τελευταίος από τους Σοφούς εξακολουθούσε να κάθεται στη θέση του και να μην εκπλήσσεται καθόλου από τα γεγονότα. Είχε αυστηρό βλέμμα και ο μπλε μανδύας κάλυπτε ελάχιστα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

«Μίλα σε παρακαλώ, που είναι ο Μαέλ», η Μοράνα πλησίασε το νεαρό ξωτικό με ανησυχία και εκείνος σαν από αντίδραση απομακρύνθηκε, «Πρέπει να ολοκληρωθεί η λειτουργεία. Είναι ο μόνος τρόπος για να επέλθει ξανά η γαλήνη.»

Σχεδόν ούρλιαξε από την ταραχή της και η γλυκιά έκφραση του προσώπου της χάθηκε απότομα. Ο Πάεον την πλησίασε και άγγιξε στοργικά τον ώμο της. Η ταραχή της δεν την βοηθούσε να σκεφτεί καθαρά. Τα μάτια της υγράνθηκαν απότομα και το σώμα της άρχισε να τρέμει.

«Μοράνα, ηρέμησε είναι απλώς ένα παιδί», ψιθύρισε ο γηραιότερος και κρυστάλλινα δάκρυα ξέφυγαν από τα μάτια της.

«Και εκείνη είναι απλώς ένα παιδί», ψιθύρισε.

Ο Λουσιάν τους κοιτούσε μπερδεμένος και δυσκολευόταν να καταλάβει τι συνέβαινε. Κρατούσε σφιχτά τον καρπό του, ο οποίος είχε επουλωθεί πλέον και παρατηρούσε τους Σοφούς έναν προς έναν.

«Παιδί μου σε παρακαλώ, πες μας τι απέγινε ο πατέρας σου», ο Πάεον ζήτησε ευγενικά, χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Ο Λουσιάν δεν σκόπευε να μιλήσει και η επιμονή του εκνεύριζε τους πάντες.

«Δεν ξέρω τι υπόθεση έχετε με τον πατέρα μου, αλλά αυτό δεν με αφορά. Δεν έχω θέση εδώ και το γνωρίζετε όλοι. Από ένα λάθος πιάστηκα αιχμάλωτος. Αφήστε με ελεύθερο και πιστέψτε με θα χάσετε την αναστάτωση που σας έχει κυριεύσει όλους», είπε μάταια.

«Αυτός φταίει! Ο πατέρας σου τα ξεκίνησε όλα! Εξαιτίας του οι ζωές μας βρίσκονται σε σοβαρό κίνδυνο», ούρλιαξε η Μοράνα και προσπάθησε να απελευθερωθεί από το κράτημα του Πάεον, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα.

«Αρκετά!», φώναξε απότομα ο Κάλεν και πλησίασε τον Λουσιάν γοργά. Έπιασε με μανία από τους ώμους το νεαρό ξωτικό και τον ακινητοποίησε μέσω της μαγείας του.

Τότε η Ζάρια ακολούθησε και έπιασε τις παλάμες του τρυφερά, τις έστρεψε προς τον ουρανό και έκλεισε τα μάτια. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η χρυσόσκονη από το δέρμα της σηκώθηκε ελαφρώς και μετακινήθηκε από τα άκρα της μέχρι και την κορυφή των φτερών της. Με ένα τίναγμα των φτερών αυτή απελευθερώθηκε στον αέρα της αίθουσας και άρχισε να στροβιλίζεται με μανία. Μέχρι που άρχισε να παίρνει μορφές και να αποκτά φωνή.

«Πρέπει να θυσιαστεί είναι η μόνη λύση και το γνωρίζεις, εάν δεν γίνει αυτό τότε η προφητεία θα βγει αληθινή», μια ανδρική φωνή ακούστηκε στο εσωτερικό ενός σκοτεινού δωματίου. Πίσω από την πόρτα ένα ψηλό γεροδεμένο ξωτικό, ο Μαέλ, άκουσε τη συνομιλία. Κρύφτηκε καλύτερα και όταν κατάλαβε πως η συζήτηση είχε λήξει έτρεξε μακριά, αθόρυβα μέσα στους διαδρόμους του παλατιού, ταραγμένος.

Όταν έφτασε στο δωμάτιό του μάζεψε γρήγορα τα ρούχα του και κάλυψε τον εαυτό του με έναν μαύρο μανδύα. Η Ντιόρα ένα πανέμορφο ξωτικό, που ήταν και σύζυγός του τον πλησίασε ανήσυχη.

«Αγάπη μου, γιατί είσαι τόσο αναστατωμένος; Τι έγινε;» ο Μαέλ γύρισε να την κοιτάξει. Έσφιξε τη γροθιά του και κοίταξε αλλού.

«Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ να αφήσω τον εαυτό μου, αλλά και τον Λουσιάν να αποκτήσει αυτή τη μοίρα.»

Την πλησίασε και την αγκάλιασε σφιχτά. Τότε ξαφνικά η κρύα λεπίδα του μαχαιριού του άγγιξε τα πλευρά της. Το θηλυκό ξωτικό άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στην αγκαλιά του και τότε σαν από προαίσθημα το νεογέννητό τους άρχισε να κλαίει. Το σπαραχτικό του κλάμα θα μπορούσε να ανησυχήσει τον καθένα μέσα στο παλάτι και ο Μαέλ έπρεπε να κρυφτεί. Η καρδιά του δεν το άντεχε να σκοτώσει και το παιδί του.

Ο άνδρας άφησε από την αγκαλιά του το νεκρό ξωτικό και με το ίδιο μαχαίρι έκοψε τα μακριά λευκά μαλλιά του. Η μόνη λύση για να μην αναγνωριστεί εύκολα. Πήρε στην αγκαλιά του το μωρό και πλησίασε τους τοίχους του δωματίου. Ψηλάφισε την πέτρινη επιφάνεια μέχρι που βρήκε το μικρό άνοιγμα. Μπήκε μέσα στο κρυφό πέρασμα και κάλυψε τον εαυτό του και τον νεογέννητο Λουσιάν με τον μαύρο μανδύα. Έφυγε μακριά από το Ίβανλι, λίγες ημέρες πριν τη θυσία του.

Η χρυσόσκονη στροβιλίστηκε στον αέρα για άλλη μια φορά, αναζητώντας μια ακόμη ανάμνηση.

Περπάτησε στην μεγάλη πεδιάδα και παρατήρησε τα ζώα που βοσκούσαν λίγα μέτρα μακριά του. Έβγαλε το μαχαίρι από το θηκάρι του και πλησίασε ένα πρόβατο. Θα ήταν το βραδινό τους για εκείνη την ημέρα, όταν ένα ακόντιο έσχισε τον αέρα και καρφώθηκε απότομα στην καρδιά του. Ένας αρσενικός Κένταυρος στεκόταν στην κορυφή ενός μικρού λόφου και κοιτούσε περιφρονητικά το ξωτικό.

«Πατέρα!», φώναξε ο νεαρός Λουσιάν που δεν είχε καν φτάσει τα δώδεκα έτη ζωής. Έτρεξε κοντά στον Μαέλ, ο οποίος είχε καθίσει στο έδαφος και έπαιρνε με δυσφορία βαριές και βαθιές ανάσες. Έπιασε σφιχτά το χέρι του γιου του σαν αυτό να ήταν το γιατροσόφι που θα του έδινε πίσω τη ζωή.

«Μην βρεθείτε ξανά στη γη μας», φώναξε ο Κένταυρος πριν καλπάσει πίσω στο Βασίλειό του. Ήταν απόμακρα και άγρια πλάσματα και κάνεις δεν πλησίαζε τη γη τους. Αυτό ήταν ένα μεγάλο λάθος από την πλευρά του Μαέλ και τώρα το πλήρωνε ακριβά.

«Λουσιάν», ψιθύρισε και ξάπλωσε περισσότερο πάνω στο γρασίδι, μην τους αφήσεις να σε δουν, ήταν τα τελευταία του λόγια. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει για άλλη μια φορά, τα μάτια του, όμως είχαν χάσει τη λάμψη τους. Μέσα σε λίγα λεπτά η τελευταία του ανάσα ξέφυγε από τα χείλη του και ο Λουσιάν έσφιξε το χέρι του δυνατά κρύβοντας τα δάκρυα, που ξεγλιστρούσαν από τα μάτια του.

Η χρυσόσκονη κινήθηκε με μανία και επέστρεψε πίσω στη νεράιδα, η οποία έχασε για λίγο την ισορροπία της. Αυτού του είδους η μαγεία ήταν πολύ ισχυρή και χρειαζόταν τεράστιες αντοχές. Για αυτό άλλωστε και η ίδια η Ζάρια είχε χαρακτηριστεί ως Σοφή. Οι Πέντε κοίταξαν τον Λουσιάν έκπληκτοι και μέχρι και ο Κλεόν είχε σηκωθεί όρθιος.

«Ορίστε λοιπόν, να και τα στοιχεία σας, τώρα είναι σίγουρο πως αυτός είναι ο απόγονος», είπε ο Κάλεν και απομακρύνθηκε από το ξωτικό. Ο τρόμος και η ελπίδα στα μάτια όλων ήταν εμφανής. Ο Πάεον μετά από μερικά λεπτά βγήκε μπροστά και πήρε το λόγο.

«Χαίρομαι πολύ που είσαι και πάλι εδώ κοντά μας νεαρέ. Λυπάμαι ταυτόχρονα, που δεν ήσουν μαζί μας όλα αυτά τα χρόνια. Η Μητέρα Γη, όμως, σε οδήγησε πάλι πίσω στο πραγματικό σου σπίτι. Αύριο θα γίνει μεγάλη γιορτή προς τιμή σου. Σήμερα το μόνο που απαιτώ είναι να ξεκουραστείς και θα είμαστε όλοι στη διάθεσή σου για ό,τι χρειαστείς.»

Με ένα μικρό χτύπημα των χεριών του τα δύο ξωτικά που είχαν φέρει τον Λουσιάν εκεί μπήκαν ξανά μέσα. Ο Λουσιάν περίμενε πως θα τον πιάσουν ξανά βίαια και εκ πλήχθηκε αφάνταστα όταν τα ξωτικά υποκλίθηκαν μπροστά του και τον οδήγησαν πολιτισμένα μέχρι το δωμάτιό του. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν πραγματικά σε ένα δωμάτιο και θα κοιμόταν σε κρεβάτι. Το σώμα του είχε συνηθίσει τα δέντρα και το έδαφος ολόκληρη τη ζωή του.


Ακολουθεί το 2ο Μέρος του συγκεκριμένου κεφαλαίου...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro