Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ένας Μικρός Παράδεισος

ΘΕΜΑ: Άγνωστοι στην ίδια πόλη

Ένας Μικρός Παράδεισος 

Λεξεις:1948

ΔΑΝΑΗ

Πετάω την βαλίτσα μου στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, απογοητευμένη που για άλλη μια φορά στην ζωή μου όλα πήγαν στραβά. Πριν μια ώρα είχα δουλειά και ένα μέρος να μείνω, ενώ τώρα δεν έχω τίποτα. Μπήκα στο αυτοκίνητο και άρχισα να οδηγώ χωρίς να με νοιάζει που θα καταλήξω, αρκεί να έφευγα από τα Γιάννενα. Δεν ξέρω πόση ώρα οδηγούσα όταν άκουσα κάτι θορύβους από την μηχανή, με αποτέλεσμα πέντε λεπτά αργότερα να μου σβήσει και να μην ξανά παίρνει μπρος με τίποτα. Άρχισα να χτυπάω τα χέρια μου στο τιμόνι από τα νεύρα μου. «Τι αμαρτίες πληρώνω σήμερα, Θεέ μου», φώναξα δυνατά λες και θα με άκουγε. Έπεσα πάνω στο τιμόνι και έκλαιγα για αρκετή ώρα, έτσι και αλλιώς δεν μπορούσα να πάω πουθενά. Το μόνο φως που είχα να φωτίζει τον δρόμο μου ήταν το φεγγάρι, ενώ αριστερά και δεξιά υπήρχαν χωράφια μέχρις εκεί που έφταναν τα μάτια μου.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ορέστης: ΑΡΕΤΗ!!!!

Για άλλη μια φορά ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα από το εφιάλτη. Πάντα ο ίδιος, η Αρετή να τρέχει στο δρόμο και να την χτυπάει το αυτοκίνητο πριν προλάβω να την σώσω.

Κοιτάω το ξυπνητήρι μου και βλέπω ότι είναι ακόμα ξημερώματα. Σηκώνομαι από το κρεβάτι μου αγανακτισμένος που για άλλη μια φορά ξύπνησα πριν ξημερώσε. Κάνω ένα ντους, ντύνομαι και ανεβαίνω στο άλογο για να πάω να δω στα χωράφια άμα έχουν ξεκινήσει οι εργάτες. Από τότε που πέθανε η Αρετή απομονώθηκα στην φάρμα μου έξω από τα Γιάννενα και βέβαια αποφεύγω να χρησιμοποιώ το αυτοκίνητο, προτιμώ το άλογο για να μετακινούμαι στην φάρμα. Αν αναγκαστικά τώρα πρέπει να πάω στην πόλη θα πάρω το αυτοκίνητο, αλλά το αποφεύγω όσο μπορώ.

Όταν σιγουρεύτηκα ότι όλα είναι εντάξει με τους εργάτες, ξεκίνησα για το οινοποιείο.

ΔΑΝΑΗ

Όταν με χτύπησαν οι πρώτες αχτίνες του ηλίου άνοιξα τα μάτια μου, είχα κάνει έναν απαίσιο ύπνο γεμάτο εφιάλτες. Έτριψα τα μάτια μου και αποφάσισα να ξεκινήσω με τα πόδια να πάω να βρω βοήθεια.

Περπατούσα αρκετή ώρα όταν είδα από μακριά κάποιον πάνω σε ένα άλογο να έρχεται προς το μέρος μου.

Ο μυστηριώδης άντρας σταμάτησε μπροστά μου και με κοιτούσε μέσα από τα γυαλιά ηλίου του, ενώ εγώ είχα αρχίσει να αισθάνομαι μια ανατριχίλα να περνάει όλο μου το σώμα και όπως πάντα όταν ένιωθα άβολα μού έβγαινε η επίθεση.

Δανάη: Τι κοιτάς εκεί;

Τον είδα να εκνευρίζεται, κατέβηκε από το άλογο και έβγαλε τα γυαλιά του. Έμεινα άφωνη. Τα μάτια του ήταν πράσινα, αλλά το σκούρο πράσινο του δάσους, ήταν σαν να ταίριαζε απόλυτα με το περιβάλλον γύρω μας.

Ορέστη: Τι κάνεις εδώ μέσα στα χωράφια;

Δανάη: Τι λες να κάνω; Ηλιοθεραπεία ; Χάθηκα και έψαχνα κάποιον να με βοηθήσει.

Ορέστης: Μεγάλη γλώσσα έχεις, μικρή μου.

Δανάη: Μικρό είναι το μάτι σου.

Ορέστης: Είσαι και τσαμπουκάς.

Δανάη: Μπορείς να με βοηθήσεις εσύ; Αν όχι τότε κάνε στην άκρη για να συνεχίσω το δρόμο μου.

Ορέστης: Μπορώ, έλα ανέβα στο άλογο να πάμε μέχρι το σπίτι μου.

Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να ανεβώ στο άλογο, μπορεί να έχασα νωρίς την μαμά μου αλλά μου έμαθε ένα πράγμα, να μην εμπιστεύομαι ποτέ αγνώστους.

Ο άντρας είχε ανεβεί στο άλογο και περίμενε με το χέρι τεντωμένο να με βοηθήσει να ανεβώ, τελικά του το έδωσα και με τράβηξε με άνεση να κάτσω πίσω του.

Ορέστης: Λοιπόν, πώς και από τα μέρη μας;

Δανάη: Έφυγα από τα Γιάννενα εχτές το απόγευμα και για κακή μου τύχη χάλασε το αυτοκίνητο μου λίγο ποιο κάτω.

Ορέστης: Ίσως ήταν σημάδι για να γνωριστούμε.

Δανάη: Δεν πιστεύω στην μοίρα και τέτοια σημάδια.

Πολύ σύντομα άκουσα τον άντρα να μου λέει πως φτάσαμε. Κοίταξα μπροστά και είδα ένα πανέμορφο διώροφο σπίτι μέσα στα δέντρα.

Δανάη: Εδώ μένεις;

Ορέστης: Ναι, ένα σπίτι είναι, τίποτα περισσότερο.

Δανάη: Μα τι λες, είναι φανταστικό.

Ορέστης: Άντε, κατέβα.

Δανάη: Άμα ήταν θα είχα κατέβει, έξυπνε, αλλά δεν μπορώ.

Ο Ορέστης άφησε ένα μικρό γελάκι να του ξεφύγει.

Δανάη: Μαζί μου γελάς;

Ορέστης: Όχι, έλα να σε βοηθήσω.

Δανάη: Θα το κάνω μόνη μου, δεν σε χρειάζομαι.

Έδωσα τόση φόρα στο σώμα μου για να κατέβω που έπεσα πάνω του και τον έριξα στο έδαφος.

Είχαμε έρθει τόσο κοντά που ένιωθα την ανάσα του στο πρόσωπο μου και ανατρίχιαζα ολόκληρη. Με κοιτούσε μέσα στα μάτια λες και προσπαθούσε να διαβάσει την ψυχή μου.

Ορέστης: Έχεις βολευτεί;

Σηκώθηκα από πάνω του με τα μάγουλά μου κατακόκκινα για την γκάφα που έκανα.

Δανάη: Συγγνώμη που σε έριξα κάτω.

Ορέστης: Δεν πειράζει, έλα πάμε μέσα να πάρεις τηλέφωνο.

Ο Ορέστης μιλούσε μισή ώρα στο τηλέφωνο για να τους εξηγήσει που βρίσκεται το αυτοκίνητο και σε ποιο συνεργείο πρέπει να το πάνε. Ευτυχώς το συνεργείο που το έστειλε δεν ήταν στα Γιάννενα, γιατί θα ήταν πολύ δύσκολο για την Δανάη να γυρίσει εκεί μετά από όλα αυτά που είχαν συμβεί.

Ορέστης: Λοιπόν κανονίστηκε, αύριο το μεσημέρι θα με πάρουν τηλέφωνο να μου πουν άμα φτιάχνεται το αυτοκίνητο.

Δανάη: Ευχαριστώ Ορέστη, έχεις κάνει τόσα πράγματα για εμένα και με ξέρεις τόσο λίγο, πως θα στο ξεπληρώσω;

Ορέστης: Ξέρεις να μαγειρεύεις;

Δανάη: Ναι, αλλά πώς σου ήρθε αυτό τώρα;

Ορέστης: Να, έλεγα αφού θα μείνεις εδώ σήμερα, να φτιάξεις τίποτα να φάμε. Άμα δεν θες δεν πειράζει, θα παραγγείλουμε.

Δανάη: Όχι, δεν χρειάζεται, θα σου μαγειρέψω και με μεγάλη χαρά.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Είχα κάτσει στον πάγκο της κουζίνα και την παρακολουθούσα να ανοίγει τα ντουλάπια για να δει τι μπορεί να φτιάξει. Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου κοντά της, από την πρώτη στιγμή που μου έδωσε το χέρι της για να την ανεβάσω στην σέλα πίσω μου ένιωσα έναν ηλεκτρισμό να με διαπερνάει και δεν είναι μόνο αυτό. Με κάνει να γελάω. Στις λίγες ώρες που την ξέρω έχω γελάσει αληθινά μέσα από την καρδιά μου, κάτι που είχα χρόνια να το κάνω. Η συντροφιά της με έκανε να καταλάβω ότι με είχε κουράσει η μοναξιά μου, αλλά φοβόμουν να ανοιχτώ στους ανθρώπους πια. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω για ποιο λόγο ήθελα να την βοηθήσω. Κάτι με τραβούσε κοντά της χωρίς κάποιο συγκεντρωμένο λόγο.

Δανάη: Ορέστη σου μιλάω, με ακούς;

Ορέστης: Όχι, συγγνώμη, τι έλεγες;

Δανάη: Πως ζεις, εδώ μέσα δεν έχει τίποτα να φτιάξω, μόνο μακαρόνια.

Ορέστης: Συνήθως τρώω από έξω, αλλά μια χαρά είναι τα μακαρόνια.

Δανάη: Καλά, θα αυτοσχεδιάσω.

Ορέστης: Πάω να κάνω ένα μπάνιο και κατεβαίνω να φάμε.

Δανάη: Εντάξει.

Μέχρι να κατεβεί ο Ορέστης από το μπάνιο η Δανάη είχε στρώσει το μικρό τραπεζάκι μπροστά από το τζάκι και είχε ήδη σερβίρει το φαγητό σε δυο πιάτα. Όταν κατέβηκε δεν πίστευε στα μάτια του, ήταν όλα τόσο όμορφα που νόμιζε ότι είχε μπει σε λάθος σπίτι. Όλο το βράδυ συζητούσαν μπροστά στο τζάκι, μετά από πολύ καιρό και οι δυο τους γελούσαν με την ψυχή τους και δεν ήθελαν να πάνε για ύπνο.

Δανάη: Ορέστη, νυστάζω.

Ορέστης: Πάμε να ξαπλώσεις τότε.

Δανάη: Όχι, εδώ θέλω να κοιμηθώ, μπροστά στο τζάκι.

Ορέστης: Εντάξει τότε, ξάπλωσε.

Η Δανάη χωρίς να το σκεφτεί καθόλου βολεύτηκε στην αγκαλιά του και αφού του ψιθύρισε καληνύχτα την πήρε ο ύπνος.

Το επόμενο πρωί πρώτος ξύπνησε Ορέστης. Κοίταξε το ρολόι του και ξαφνιάστηκε που είχε πάει δέκα. Του ήταν τόσο περίεργο που για ένα βράδυ δεν είχε εφιάλτες, κοίταξε την Δανάη που είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του και προσπαθούσε να καταλάβει πως μια κοπέλα που γνώρισε εχτές, είχε καταφέρει να διώξει τους εφιάλτες με τους οποίος ο ίδιος πάλευε τόσα χρόνια. Της άφησε ένα φιλί στο μέτωπο και πήγε να σηκωθεί όταν αυτή τον έσφιξε πάνω της.

Δανάη: Σε παρακαλώ, μην φύγεις.

Ορέστης: Δεν πάω πουθενά.

Ξάπλωσε πίσω και σε λίγα λεπτά την άκουσε να βαριανασαίνει, σημάδι ότι την είχε πάρει ξανά ο ύπνος.

Δυο ώρες αργότερα που η Δανάη άνοιξε τα μάτια της ανακάλυψε ότι βρισκόταν στην αγκαλιά του Ορέστη. Αυτός είχε μείνει ακίνητος να την χαζεύει την ώρα που κοιμόταν. Όσο και μην ήθελε να φύγει από την αγκαλιά του βγήκε και έκατσε καθιστή στον καναπέ.

Δανάη: Συγγνώμη, μέσα στον ύπνο απλώθηκα.

Ορέστης: Δεν πειράζει, δεν με ενοχλούσες.

Δανάη: Πρέπει να έκανες χαλιά ύπνο μακριά από το κρεβάτι σου, έτσι δεν είναι;

Ορέστης: Πίστεψε με, ήταν ο καλύτερος ύπνος που έχω κάνει εδώ και πολύ καιρό.

Δανάη: Το ίδιο και εγώ, να σου πω την αλήθεια.

ΔΑΝΑΗ

Τα μάγουλα μου είχαν γίνει κατακόκκινα, όχι από την ντροπή μου αλλά από τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό μου. Κοιτούσα τα χείλη του και αναρωτιόμουν πως είναι να σε φιλάει ένας τέτοιος άντρας. Ήθελα σαν τρελή να τον φιλήσω αλλά δίσταζα, ήμουν πολύ πληγωμένη, άσε που δεν νομίζω ότι ένας άντρας σαν τον Ορέστη θα γύριζε να κοιτάξει ένα απλό κορίτσι σαν εμένα. Χωρίς να το καταλάβω τα χείλη μας είχαν έρθει πάρα πολύ κοντά και απείχαν μόνο λίγα χιλιοστά. Ήμουν έτοιμη να τον φιλήσω, όταν ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο από το γραφείο.

Ορέστης: Πάω να το σηκώσω.

Δανάη: Ναι, πήγαινε.

Έφυγε για το γραφείο αφήνοντας με μόνη στο σαλόνι να βρίζω τον εαυτό που σκέφτηκα ότι μπορεί και να του άρεσα.

Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, όταν τον άκουσα να βγαίνει από το γραφείο. Εγώ είχα μαζέψει τα πιάτα μας από εχτές και ήδη έπινα καφέ στην κουζίνα. Μπήκε μέσα με μια θλίψη στα μάτια και έκατσε απέναντι μου. Σηκώθηκα έβαλα άλλη μια κούπα καφέ και την ακούμπησα μπροστά του.

Δανάη: Λοιπόν, ποιος ήταν στο τηλέφωνο;

Ήπιε μια γουλιά καφέ και αναστέναξε.

Ορέστης: Σκέτος όπως μου αρέσει, πώς το ήξερες;

Δανάη: Έτσι τον πίνω και εγώ, οπότε είπα να το ρισκάρω. Λοιπόν, ποιος ήταν;

Ορέστης: Ήταν από το συνεργείο, μου είπαν ότι το αυτοκίνητο σου δεν φτιάχνεται.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Όταν της είπα ότι το αυτοκίνητο της δεν φτιάχνεται, την είδα να θολώνουν τα μάτια της από τα δάκρυα που ήθελαν να ξεφύγουν. Σηκώθηκα από την θέση μου και την τράβηξα μέσα στην αγκαλιά μου. Εκεί πια δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ξέσπασε σε κλάματα.

Ορέστης: Μην κλαις, μάτια μου.

Δανάη: Δεν έχω τίποτα πια, ούτε σπίτι, ούτε δουλειά, ούτε αυτοκίνητο, που θα πάω τώρα μου λες;

Ορέστης: Έχω μια ιδέα, θες να την ακούσεις; Αλλά θα σταματήσεις να κλαις.

Την άκουσα ότι προσπαθούσε να ηρέμησει, έπιασε το πρόσωπο της στα χέρια μου και σκούπισα τα δάκρυα της με τα χέρια μου.

Ορέστης: Για το αυτοκίνητο δεν μπορώ να κάνω κάτι, αλλά σπίτι και δουλειά μπορώ να σου δώσω. Να μείνεις εδώ στο σπίτι μου και να φροντίζεις το σπίτι και εμένα.

Δανάη: Όχι, δεν μπορώ να το δεχτώ, έχεις κάνει τόσα για εμένα.

Χωρίς να το σκεφτώ έσκυψα και την φίλησα και αυτή ανταποκρίθηκε.

ΔΑΝΑΗ

Τέσσερις μήνες είχαν περάσει από την ημέρα που γνώρισα τον Ορέστη. Τέσσερις μήνες που είπα «Ναι» στην πρόταση του να μείνω εδώ στον μικρό του παράδεισο και να φροντίζω το σπίτι και τον ίδιο. Η σχέση μας δεν είχε προχωρήσει πέρα από μερικά φιλιά και το βράδυ που κοιμόμασταν αγκαλιά. Ένα βράδυ δεν κοιμηθήκαμε στο ίδιο κρεβάτι και είχα πάλι εφιάλτες, τόσο που τον ξύπνησα από τις φωνές μου. Από τότε δεν έχω ξανάκοιμηθεί μόνη μου.

Ορέστης: Τι σκέφτεσαι, ματάκια μου;

Δανάη: Ποσό περίεργη είναι η ζωή, πριν από τέσσερις μήνες δεν σε ήξερα και τώρα δεν μπορώ να σκεφτώ την ζωή μου μακριά σου.

Ορέστης: Το ίδιο ισχύει και για εμένα,ματάκια μου. Χάρη σε εσένα κατάφερα να νικήσω όλα τα φαντάσματα του παρελθόντος μου και να κάνω μια νέα αρχή μαζί σου.

Δανάη: Ορέστη, μπορεί να είναι νωρίς αλλά σε αγαπώ με όλη μου την καρδιά.

Ορέστη: Δεν είναι καθόλου νωρίς, εγώ σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα.

Την γύρισε έτσι ώστε να την κοιτάζει μέσα στα μάτια και την φίλησε με πρωτόγνωρο πάθος και για τους δυο.

Μπορεί η ζωή να τους είχε πληγώσει πάρα πολύ αλλά στο τέλος τους έδωσε κάτι που χρειάζεται κάθε άνθρωπος για να ζήσει. Μια αγάπη άνευ όρων...........

"is_R^tr

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro