Η Μπουμπουλίνα Της Κατοχής
Η Μπουμπουλίνα της Κατοχής
3 Μαΐου 1941
Και να που έφτασε εκείνη η καταραμένη ημέρα που ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα για να μην βλέπει το όνειδος :τους Γερμανούς να παρελαύνουν στην πόλη της Αθήνας μολύνοντας με την παρουσία τους τα ιερά χώματα όπου είχε γεννηθεί η δημοκρατία, η φιλοσοφία, η τέχνη, η ελευθερία του λόγου και του πνεύματος.
Μόλις δύο ημέρες μετά την παράδοση της Ελλάδας ορκίστηκε η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου αφού η κυβέρνηση Τσουδερού
μαζί με τον Γεώργιο τον Β είχαν διαφύγει στην Αίγυπτο.
Οι κατακτητές έδειξαν αμέσως τις πραγματικές τους προθέσεις. Σε διάστημα δύο εβδομάδων, είχαν επιτάξει τα πιο πλούσια σπίτια και εξοχικά, είχαν βεβηλώσει τα εβραϊκά κοιμητήρια ενώ όποιον Εβραίο έβρισκαν τον έστελναν στα τρένα με προορισμό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Δήμευσαν τρόφιμα και περιουσίες, έκλεψαν σημαντικά έργα τέχνης, φίμωσαν τις εφημερίδες και το ραδιόφωνα ενώ επέβαλλαν αυστηρό έλεγχο ακόμα και στα σενάρια των θεατρικών παραστάσεων ώστε να μην αντιτίθενται στη νέα τάξη πραγμάτων.
Όσο ο καιρός περνούσε, ο κόσμος άρχισε να υποφέρει ακόμα και με τις φιλότιμες προσπάθειες του Ερυθρού Σταυρού που πρόσφερε συσσίτιο και είδη πρώτης ανάγκης. Καποιοι ευκατάστατοι άνθρωποι όπως η Λέλα Καραγιάννη βοηθούσαν με την παροχή ενδυμάτων στα ορφανοτροφεία και την οργάνωση γευμάτων για τα παιδιά στα σχολεία , ενώ ο σύζυγος της ο οποίος ήταν φαρμακοποιός έδινε δωρεάν φάρμακα σε όποιον τα είχε ανάγκη. Η πείνα αφάνισε το 1/4 της πόλης των Αθηνών ενώ τα πτώματα βρίσκονταν σε κατάσταση αποσύνθεσης στους δρόμους. Κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να ζεσταθούν πάνω από τις σχάρες του ηλεκτρικού ενώ τα ρούχα τους είχαν μπαλώματα ή ανεδιδαν μια άσχημη μυρωδιά.
Η Λέλα Καραγιάννη περπατούσε σε μια άδεια, από ζωή λεωφόρο, ώστε να επιστρέψει γρήγορα σπίτι της πριν αρχίσει η απαγόρευση κυκλοφορίας η οποία ξεκινούσε από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 6 το πρωί. Η Λέλα ήταν μια 40χρονη εντυπωσιακή γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά σαν τον έβενο, λευκή επιδερμίδα σαν από πορσελάνη, μαύρα μάτια σαν κάρβουνα. . Αν και είχε περάσει πολλούς τοκετούς, δεν είχε ίχνος λίπους επάνω της.
Απείχε πολύ λίγο από το σπίτι της. Αποφάσισε να κόψει δρόμο από ένα απόμερο στενό που κυριαρχούσε το σκοτάδι που το έσπαγε μια μικρή σπασμένη λάμπα. Μπαίνοντας, λοιπόν εκεί άκουσε γερμανικές φράσεις και γοερά γυναικεία κλάματα. Οι γροθιές της σφίχτηκαν ενώ έτρεχε αθόρυβα πάνω στα πλακάκια για να μπορέσει να βρει την πηγή του ήχου. Οι μπαλαρίνες που φορούσε και τα μαύρα ρούχα ήταν η τέλεια κάλυψη. Έφτασε λοιπόν σε μια γωνιά και αντίκρισε την απανθρωπιά σε όλο το μεγαλείο της.
Με το πρόσωπο στραμμένο στο τοίχο μια ημίγυμνη κοπέλα προσπαθούσε να ξεφύγει από έναν στρατιώτη των SS ο οποίος προσπαθούσε να ανοίξει το παντελόνι του ενώ βρίσκονταν από πίσω της. Η κοπέλα ούρλιαζε κλαίγοντας για να την αφήσει μα εκείνος την γύρισε απότομα δίνοντας της ένα δυνατό χαστούκι το οποίο έσκισε τα χείλη της. Βλέποντας αυτή την τόσο αποτρόπαια πράξη, η Λέλα έβγαλε ένα μικρό σουγιά που τον είχε πάντα επάνω της για προστασία και όρμηξε στην πλάτη του επίδοξου βιαστή. Το χτύπημα ήταν ακαριαίο. Ο στρατιώτης σωριάστηκε αιμόρφυτος ενώ εκείνη τράβηξε την σοκαρισμένη νεαρή γυναίκα σκεπάζοντας της με το σάλι που είχε στους ώμους της.
Την έπιασε στοργικά από το μπράτσο και την οδήγησε στο σπίτι της. Τα εφτά της παιδιά κοιμόντουσαν ενώ ο σύζυγος είχε δουλειά. Την έβαλε μέσα στην κουζίνα ενώ έριξε κάρβουνα και ξύλα στη σόμπα. Ίσως με τη ζέστη ηρεμούσε. Της έφερε μια βρεγμένη λινή πετσέτα και καθάρισε το τραύμα της.
Όλο αυτό το διάστημα η κοπέλα είχε μείνει σιωπηλή καθισμένη σε μια καρέκλα κοιτάζοντας αφηρημένα το κενό. Τουλάχιστον δεν έτρεμε ούτε έκλαιγε πια. Η Λέλα αποφάσισε να ανοίξει την συζήτηση.
- "Πώς σε λένε, κορίτσι μου?" την ρώτησε ενώ καθόταν απέναντι της. Παρατήρησε ότι η κοπέλα φαινόταν μικρή κοντά στα 23. Είχε μια σπάνια ομορφιά :κατακόκκινα μακριά μαλλιά που σχημάτιζαν δαχτυλιδάκια στο τελείωμα τους, φωτεινά πράσινα μάτια και ένα πρόσωπο με χαριτωμένες φακίδες στη μύτη της. Η φωνή της ήταν το ίδιο γλυκιά όσο και η παρουσία της.
- "Μαρία. Σας ευχαριστώ πολύ που ήσασταν εκεί. Αν δεν ερχόσασταν, θα ήμουν βιασμένη ή νεκρή. Και, δεν είμαι μόνη μου" ανέφερε με ένα μικρό χαμογελάκι κρατώντας τρυφερά την κοιλίτσα της. Μόνο τότε πρόσεξε η Λέλα ότι η κοιλιά της ήταν ελαφρώς πρησμένη.
- " Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς καλή μου. Πίστεψε με έχω και εγώ κόρες και δεν θα ήθελα να συμβεί σε καμία τους αυτή η πράξη. Είσαι έγκυος?" τη ρώτησε με χαρά.
- "Ναι, είμαι μόλις τριών μηνών. Αυτό το μωρό είναι το μόνο που μου έχει απομείνει για να μου δώσει ευτυχία "ανέφερε ενώ τα μάτια της βούρκωσαν.
-" Θες να μου πεις την ιστορία σου? "τη ρώτησε με απαλή φωνή. Η Μαρία πήρε μια βαθιά ανάσα για να διώξει τα δάκρυα και να μιλήσει.
-" Κατάγομαι από πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν επιχειρηματίας ενώ η μητέρα μου γνωστή ηθοποιός. Ο πατέρας μου ανήκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΕΑΜ ενώ η μητέρα μου έχει παρασυρθεί από την ναζιστική ιδεολογία και έχει γίνει φανατική υποστηρίκτρια του Χίτλερ. Εγώ, είμαι εγγεγραμμένη στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ. Έχω συμμετέχει σε αρκετές δράσεις της ομάδας όπως τα σαμποτάζ και την αφισοκόλληση προκηρύξεων κατά την διάρκεια της νύχτας. Τον άνδρα μου τον γνώρισα εκεί. Ήταν γενναίο και καλό παιδί ο Θωμάς αλλά εκτελέστηκε από τους ναζί με ψευδή κατηγορία. Ο πατέρας μου πέθανε από την καρδιά του καθώς δεν άντεξε την υποδούλωση της χώρας. Η μητέρα μου συνέχισε κανονικά την ζωή της διοργανώνοντας δεξιώσεις και γνωρίζοντας τον Δοιηκητή των φυλακών, Φριτς Μπέικερ. Οι καβγάδες μαζί με την μητέρα μου ήταν ομηρικοί. Εγώ δεν θέλω ούτε να ακούω φράσεις στα γερμανικά ενώ εκείνη έμπαζε τους Αξιωματικούς ανενόχλητη και γιόρταζε μαζί τους μέχρι το πρωί. Έχω την εντύπωση ότι συνεργάζεται μαζί τους αλλά δεν έχω αποδείξεις. Μια νύχτα δεν μπόρεσα άλλο. Έσκασα. Αφού εκείνη είχε κλειστεί στη κρεβατοκάμαρα της με τον Φριτς, εγώ μάζεψα ό, τι είχα και δεν είχα σε μια μεγάλη βαλίτσα και τώρα με φιλοξενεί μια κοπέλα από την οργάνωση. Έχω πάρει την βραδινή βάρδια για να αποφύγω δυσάρεστες συναντήσεις. Είμαι νοσοκόμα και εργάζομαι ως μόνιμη υπάλληλος στο νοσοκομείο. Καθώς γύριζα από την δουλειά έπεσα πάνω στο τέρας. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε ". Ολοκλήρωσε την ιστορία της πίνοντας μια γουλιά από το χαμομήλι που της είχε φτιάξει αυτή η ευγενική κυρία. Η Λέλα άκουγε σοκαρισμένη την ιστορία της. Τελικά αυτή η ντελικάτη γυναίκα έκρυβε τεράστια δύναμη ψυχής πράγμα που το χρειαζόταν για να εκπληρώσει το όραμα της. Έτσι, της είπε :"Λοιπόν, άκουσε τώρα τι θα κάνουμε. Από εδώ και πέρα, θα μένεις μαζί μας σαν μέλος της οικογένειας μου. Θα σου δώσω ένα δωμάτιο στο ξενώνα. Είναι καθαρό, επιπλωμένο και ευρύχωρο. Θα βολευτείς μια χαρά. Αύριο κιόλας θα πας να μαζέψεις τα πράγματα σου και θα μου φέρεις να γνωρίσω αυτή την κοπέλα. Έχω κάτι μεγάλο κατά νου. Θα το μάθεις αύριο εντάξει? " της ανακοίνωσε τις αποφάσεις της και την οδήγησε στην μαρμάρινη σκάλα ενώ από μια αρμαθιά κλειδιά έβγαλε ένα μικρό ασημένιο κλειδάκι με το οποίο άνοιξε μια πόρτα στη δεξιά μεριά του διαδρόμου. Αφού την καληνύχτισε, η Λέλα κατευθύνθηκε στη συζυγική κλίνη και ξάπλωσε δίπλα στον άνδρα της. Εκείνος σαν να την ένιωσε άνοιξε την αγκαλιά του ενώ εκείνη βολεύτηκε σαν σπουργιτάκι στη φωλιά του.
Η Μαρία κοίταξε εντυπωσιασμένη το χώρο. Όντως μύριζε καθαριότητα. Ένα τεράστιο κρεβάτι φτιαγμένο από ξύλο τριανταφυλλιάς δέσποζε στον χώρο ενώ το το παχύ χαλί απορροφούσε τα βήματα της. Ένα μικρό γραφείο, φτιαγμένο από ξύλο δρυ, βρισκόταν σε μια γωνιά ανάμεσα από δύο μεγάλα παράθυρα αφήνοντας το αεράκι να δροσίζει το δωμάτιο κάνοντας τις βελούδινες κουρτίνες να θροΐζουν απαλά. Μια ντουλάπα έπιανε τον έναν τοίχο ενώ από δίπλα βρίσκονταν δύο κορνίζες με θαλασσινά τοπία. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε ένα απαλό γαλάζιο χρώμα. Ανοίγοντας την δίφυλλη ντουλάπα, αντίκρισε γυναικεία φορέματα το ένα σε μαύρο χρώμα με βούλες που το μάκρος τους έφτανε στο γόνατο ενώ το άλλο πράσινο με τρία κόκκινα κουμπάκια στα μανίκια που ήταν κοντό σε μάκρος. Μια άσπρη νυχτικιά κρεμόταν από την κρεμάστρα μαζί με μια λευκή ρόμπα από αληθινό μετάξι. Χώθηκε στο μεγάλο μπάνιο σαπουνίζοντας το λεπτοκαμωνένο της σώμα με σαπούνι, έβαλε την νυχτικιά και ξάπλωσε στα μυρωδάτα σεντόνια. Ο Μορφέας την πήρε γρήγορα χωρίς να διαταραχτεί από κανένα άσχημο όνειρο.
Την επόμενη ημέρα, η Μαρία ξύπνησε από τα χαράματα. Ντύθηκε, χτενίστηκε και έπλυνε το πρόσωπο της όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορούσε. Κατέβηκε με προσοχή την σκάλα. Προς μεγάλη της έκπληξη, διέκρινε φως κάτω από την κλειστή πόρτα της κουζίνας. Κοιτάζοντας από το μικρό κενό που άφηνε η πόρτα, διέκρινε την κυρία Λέλα να κάθεται και να πίνει τον καφέ της σκεπτική.
Αποφάσισε να μην την ενοχλήσει, έτσι άνοιξε την πόρτα αθόρυβα και βγήκε έξω στην παραδόξως ήσυχη ατμόσφαιρα της πόλης. Κατευθύνθηκε προς το σπίτι της φίλης της, της Ελπινίκης για να την ειδοποιήσει για το σχέδιο της μεγαλύτερης γυναίκας. Χτύπησε απαλά την λευκή πόρτα του πατρικού σπιτιού της καλύτερης της φίλης, της αδελφής της πείτε καλύτερα.
Η Ελπινίκη άνοιξε την πόρτα με ορμή, αρπάζοντας την από το μπράτσο και βάζοντας την μέσα γρήγορα.
-"Καλημέρα, Ελπινίκη" πρόφερε με νένα χαμόγελο η Μαρία. Το πρόσωπο της Ελπινίκης ήταν χλωμό, τα μάτια της γουρλωμένα και τα μαλλιά της πετούσαν προς διάφορες κατευθύνσεις όντας αγουροξυπνημένη. Παρόλα αυτά, παρέμεινε όμορφη. Τα ανοιχτόχρωμα καστανά μαλλιά της σε συνδυασμό με τα γκριζοπράσινα μάτια και την καμαρωτή ψηλή κορμοστασιά της ήταν ικανά να την κάνουν να παραβλέψει την ατημέλητη εμφάνιση της.
-"Πού χάθηκες εσύ τόσες μέρες? Έψαξα παντού για να σε βρω. Θα μπορούσες να μου στείλεις έστω ένα γράμμα. Φτιάχνω καφέ και μου τα λες στην κουζίνα."
-"Να μην κάνεις τίποτα με ακούς? Δεν έχουμε χρόνο. Άκου τι θα κάνουμε. Θα βάλουμε τα πράγματα μας σε δύο μεγάλες βαλίτσες και τώρα που είναι νωρίς θα πάμε στο σπίτι της Λέλας Καραγιάννη, ξέρεις της γυναίκας του φαρμακοποιού. Εκείνη θα σου εξηγήσει τι θα κάνουμε "
-" Μα, Μαρία... "έκανε να πει η Ελπινίκη σαστισμένη αλλά μια απότομη κίνηση του χεριού της Μαρίας την έκανε να σωπάσει.
-" Σε παρακαλώ Ελπινίκη κάνε αυτό που σου λέω! Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου "πρόσθεσε κοιτώντας την παρακλητικά στα μάτια.
-Εντάξει, έλα μαζί μου" είπε απαλά τρέχοντας στη μεγάλη στριφογυριστή ξύλινη σκάλα για να τακτοποιήσει όσα έπρεπε για την αναγκαστική φυγή τους. Μάζεψαν ό, τι είχαν :ρούχα, σημειώσεις, καλλυντικά, βιβλία, παπούτσια, μαύρα ρούχα που χρησιμοποιούσαν στις νυχτερινές τους δραστηριότητες, μελάνι και χαρτιά όπου έγραφαν προκηρύξεις και το κυριότερο το μικρό ραδιόφωνο όπου άκουγαν κρυφά τα νέα για τις εξελίξεις στον πόλεμο εναντίον των ναζί. Αποχαιρέτησαν το σπίτι που φιλοξένησε τόσες πολλές αναμνήσεις, χαρές και πίκρες και πήραν τον δρόμο του γυρισμού πάνω ανέτειλλε ο ήλιος.
Η Ελπινίκη γνωρίστηκε με την Λέλα και οι τρεις γυναίκες έδεσαν αμέσως σαν χαρακτήρες. Μάζεψε τα έξι μεγαλύτερα της παιδιά, τους οικογενειακούς της γιατρούς, τον άνδρα της και φυσικά τα δύο καινούργια μέλη της οικογένειας της, τις δύο γενναίες κοπέλες στην τραπεζαρία του σπιτιού της καθώς και τους πιστούς φίλους της. Εκεί έγινε μια σύσκεψη ενώ τους όρκισε στο Ευαγγέλιο να τηρήσουν άκρα μυστικότητα. Η Λέλα με τα μάτια της να γυαλίζουν από ενθουσιασμό και υπερηφάνεια στεκόταν αγέρωχη στην κεφαλή του τραπεζιού.
- "Όπως όλοι ξέρουμε, οι ναζί έχουν αρχίσει να δείχνουν το πραγματικό πρόσωπο των ανδρείκελων του Χίτλερ που πιστεύουν πως μπορούν να νικήσουν μια χώρα με τόση ιστορία και τόσους αγώνες ανά τους αιώνες.
Εμείς καλούμαστε να τους σταματήσουμε προσαρτώντας ισχυρούς Συμμάχους. Πολλοί από εσάς έχουν γνωστούς Άγγλους που χρειάζεται να τους φυγαδεύσουμε. Αν τους βοηθήσουμε, θα μας βοηθήσουν. Εγώ προσωπικά δεν πρόκειται να αφήσω αυτά τα καθάρματα να με γονατίσουν. Εμείς θα γίνουμε η καταδίκη τους. Εμείς είμαστε ήδη ένας σιωπηλός στρατός με μεγάλη δύναμη. Ακόμα και αν πεθάνουμε θα μας θυμούνται και θα γράφουν ποιήματα και ύμνους για εμάς και τους αγώνες μας. "έκλεισε τον ένθερμο λόγο της με τα χειροκροτήματα να δίνουν και να παίρνουν. Επιτέλους, μια μικρή αχτίδα ελπίδας σε μια τόσο μουντό κόσμο που έφερε μετά από λίγους μήνες το όνομα Μπουμπουλίνα προς τιμήν της δοξασμένης προγόνου της Λέλας.
Ως επικεφαλής της αντιστασιακής οργάνωσης, ήταν εκείνη που έθεσε τους κανόνες για τη δράση και την ασφάλεια των μελών. Από την πρώτη στιγμή συγκάλεσε τους συνεργάτες της, προκειμένου να τους δώσει κατευθυντήριες γραμμές. Για λόγους ασφαλείας, απέφευγε να τους συναντήσει όλους μαζεμένους και έτσι τους χώρισε σε μικρές ομάδες των δύο ή τριών ατόμων. Τα λόγια της ήταν ενθαρρυντικά και είχαν ως στόχο να ξεσηκώσουν τα μέλη της οργάνωσης. «Ο αγώνας μας δεν έχει μέτωπο, μόνο στόχους. Για να πετύχουμε τους στόχους μας χρειάζεται πειθαρχία, απόλυτη μυστικότητα και σύνεση. Πρέπει να χτυπήσουμε τον εχθρό με τα δικά του όπλα, εκ των έσω. Θα φτιάξουμε τον δικό μας Δούρειο Ίππο», έλεγε η Λέλα. Η πρώτη τους ενέργεια ήταν η ανεύρεση και περίθαλψη αξιωματικών και οπλιτών των συμμαχικών δυνάμεων, που είχαν αποκοπεί από τις μονάδες τους και αναζητούσαν τρόπους επιβίωσης και διαφυγής. Η Λέλα Καραγιάννη αναγνωρίστηκε ως «Αυτοτελής Αρχηγός» της Αντιστασιακής Οργάνωσης «Μπουμπουλίνα 1941-1944» με επίσημο βασιλικό διάταγμα
Πολλούς από αυτούς τους έστειλαν να μείνουν σε σπίτια ντόπιων, οι οποίοι δέχτηκαν να τους βοηθήσουν και να τους κρύψουν. Ωστόσο, η Καραγιάννη δήλωσε εξαρχής πως θα ήταν εκείνη υπεύθυνη για τα έξοδα της διατροφής τους, τον ρουχισμό και την ιατρική τους περίθαλψη. Μία ακόμη ανάγκη που έπρεπε να καλυφθεί όμως, ήταν τα τσιγάρα τους. Η επικεφαλής της οργάνωσης έλεγε χαρακτηριστικά: «Αυτά τα εγγλεζάκια δεν τα προφταίνω. Καπνίζουν σαν φουγάρα». Η λύση δόθηκε με ένα τηλεφώνημα του συζύγου της, Νίκου Καραγιάννη, στον καλό του φίλο και καπνοβιομήχανο, Τάσο Παπαστράτο. Εκείνος δέχτηκε να συνεισφέρει, εξασφαλίζοντάς τους αρκετές κούτες με τσιγάρα
Σημαντικό ρόλο στην οργάνωση έπαιξαν και πρόσωπα γνωστά στο ευρύ κοινό για το κοινωνικό ή πολιτιστικό τους έργο. Ανάμεσα σε αυτά ήταν ο Αλέξανδρος Πάλλης, μετέπειτα πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο και ο Γεώργιος Αβέρωφ, γόνος της μεγάλης οικογένειας των ευεργετών του έθνους. Εκείνοι μαζί με τον καπνοβιομήχανο Τάσο Παπαστράτο, ορίστηκαν ως «έκτακτοι συνεργάται». Ο αρχιεπίσκοπος Ελλάδος Δαμασκηνός και η συγγραφέας Ιωάννα Τσάτσου βοήθησαν στις αποκρύψεις των συμμάχων, ενώ παράλληλα οργάνωσαν συσσίτια για τον λαό της Αθήνας και τα μικρά παιδιά που πέθαιναν κατά χιλιάδες στους δρόμους από ασιτία. Σύντομα οι Άγγλοι που έκρυβαν σε σπίτια, θέλησαν να επιστρέψουν στον αγώνα. Επειδή τα κοκκινόξανθα μαλλιά και τα γαλανά μάτια τους θα αποτελούσαν αμέσως στόχο, η Λέλα επιστράτευσε δύο φίλους κομμωτές της εμπιστοσύνης της προκειμένου να αναλάβουν τη μεταμόρφωσή τους. Έτσι, τα ξανθά τους μαλλιά και τα μουστάκια τους έγιναν σκούρα καστανά, ενώ προμηθεύτηκαν γυαλιά ηλίου προκειμένου να καλύψουν τα μάτια τους κατά τις μετακινήσεις. Οι περισσότεροι από αυτούς μεταφέρθηκαν σε δύο μεγάλες μονοκατοικίες των οδών Ρόδου και Φυλής τις οποίες νοίκιασε η οργάνωση αποκλειστικά για εκείνους. Αμέσως ζήτησαν ασύρματο ώστε να επικοινωνήσουν με το συμμαχικό στρατηγείο στη Μέση Ανατολή και να πάρουν εντολές. Τότε η Λέλα Καραγιάννη ήρθε σε επαφή με τον Γεώργιο Ιβάνωφ, τον Ελληνοπολωνό σαμποτέρ, ο οποίος έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του. Οδήγησε μια νεκροφόρα, μεταφέροντας μέσα σε φέρετρο τη συνεργάτιδά του Γαβριέλα Μυλονοπούλου, στα πόδια της οποίας έκρυβε τον ασύρματο που θα παρέδιδε. Η επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία και οι Βρετανοί κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με το στρατηγείο τους. «Ο πόλεμος μόλις έχει αρχίσει»
Η αντιστασιακή δράση της Λέλας έγινε αντιληπτή από τις κατοχικές δυνάμεις τον Σεπτέμβριο του 1941. Τότε το ζεύγος Καραγιάννη συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Η Λέλα για να απαλλάξει τον σύζυγό της από τις ευθύνες, δήλωσε το πατρικό της όνομα, Μινοπούλου και ισχυρίστηκε πως είναι σε διάσταση με τον άντρα της τα δύο τελευταία χρόνια. Ο Νίκος Καραγιάννης αφέθηκε ελεύθερος δύο μήνες μετά τη σύλληψή του, ενώ η Λέλα παρέμεινε στη φυλακή, πέρασε από ιταλικό στρατοδικείο και τελικά απαλλάχθηκε τον Μάρτιο του 1942, λόγω έλλειψης στοιχείων. Κατά την εξάμηνη παραμονή της στη φυλακή, καλλιέργησε διασυνδέσεις που τη βοήθησαν να διοικήσει την οργάνωσή της και να κρατήσει άμεση επαφή με τα παιδιά και τους συνεργάτες της. Κατάφερε να χρησιμοποιήσει τους ίδιους τους δεσμοφύλακες, οι οποίοι αποδείχθηκαν καλοί πατριώτες και πρόθυμοι να μεταφέρουν τα μηνύματά της στα παιδιά και τους συνεργάτες της. Παράλληλα, της έδιναν πληροφορίες για όσα άκουγαν από τους άλλους φυλακισμένους και την ενημέρωναν για τις εξελίξεις μέσα στις φυλακές. Όλα αυτά της φάνηκαν χρήσιμα μετά την αποφυλάκισή της. «Αν νομίζουν τα ναζιστικά θηρία πως οι Έλληνες έχουμε υποκύψει και ο πόλεμος έχει τελειώσει, θα τους δώσουμε να καταλάβουν πως για μας ο πόλεμος μόλις έχει αρχίσει».
Αυτά ήταν τα λόγια της Λέλας Καραγιάννη όταν ανέλαβε και πάλι τα ηνία της οργάνωσης. Δικοί της άνθρωποι σε θέσεις κλειδιά, έκλεψαν σχέδια και πληροφορίες για τις μετακινήσεις του εχθρού. Έτσι, τα μυστικά των γερμανικών και ιταλικών ναυαρχείων και φρουραρχείων έφτασαν στα χέρια της αρχηγού. Αμέσως, οι πολύτιμες πληροφορίες μεταδόθηκαν στο συμμαχικό στρατηγείο, με αποτέλεσμα να προκληθούν σημαντικές ζημιές κατά του Γ’ Ράιχ. Το δίκτυο πληροφοριών της Καραγιάννη ήταν υπεύθυνο για τις ανατινάξεις αεροδρομίων, αλλά και για τις καταβυθίσεις υποβρυχίων και νηοπομπών που μετέφεραν πυρομαχικά, καύσιμα και τρόφιμα στους κατακτητές.
Τον Ιούλιο του ’44, η λεγόμενη «Μπουμπουλίνα της Κατοχής» συνελήφθη ως αρχηγός της αντιστασιακής οργάνωσης. Κατηγορήθηκε για κατασκοπεία και μετάδοση πληροφοριών στους Εγγλέζους και τους συμμάχους τους και υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια.
Στις 11 Ιουλίου 1944 και ενώ νοσηλευόταν στον Ερυθρό Σταυρό, συνελήφθη από την Γκεστάπο και οδηγήθηκε στο κολαστήριο της οδού Μερλίν στο Κολωνάκι, όπου υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Απτόητη, χτύπησε τον ανακριτή Φριτς Μπέκερ. Ό,τι ακολούθησε ήταν αποτρόπαιο. Την κρέμασαν ανάποδα, της εξάρθρωσαν τους ώμους, της τρύπησαν τα πλευρά με το πόμολο της πόρτας και την υπέβαλαν στο τριήμερο βασανιστήριο της δίψας. Ακόμη και τότε όμως δεν υπέκυψε κι όταν την απείλησαν πως θα εκτελούσαν τον γιο της Νέλσωνα, απάντησε: «Ζητείτε από μία Ελληνίδα μάνα να προδώσει τους συνεργάτες της και την πατρίδα της με την απειλή του τυφεκισμού των παιδιών της. Ε, λοιπόν, μάθετε ότι τα παιδιά μου ανήκουν στην Ελλάδα και το αίμα τους θα πνίξει τους Ούνους και όλη τη Γερμανία σας!».είπε με δυνατή φωνή και απειλητικό ύφος. Ο Δοιηκητής διέταξε αμέσως την φυλάκιση και αργότερα την εκτέλεση της.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, η Λέλα Καραγιάννη εκτελέστηκε μαζί με άλλα 70 άτομα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Μέχρι την τελυταία της ανα, προσπαθούσε να δώσει κουράγιο ενώ μαζί με άλλες φωνές τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο. Το μόνο που λυπόταν ήταν τα παιδιά της. Ήλπιζε μόνο να ήταν καλά και να ζούσαν ασφαλή και ευτυχισμένα ακόμα και χωρίς εκείνη. Εκείνη είχε κάνει το χρέος της.
Είδε τα πολυβόλα μπροστά της, είδε τον Φριτς Μπέκερ να την κοιτά με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, είδε τον καταγάλανο ουρανό, άκουσε νεανικές φωνές ακολουθώντας το παράδειγμα της να τραγουδούν. Τέλος, άκουσε το σφύριγμα των σφαιρών και ένιωθε την καρδιά της να κομματιάζεται, τον χρόνο να παγώνει... Έβγαλε φωνή που ακούστηκε σε όλη την Αθήνα :Ζήτω η Ελλάδαααα.. "
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro