Ή ταν ή επί τας
2 Ιουνίου 1941
Χανιά, Κρήτη
Είχε περάσει μόλις μία ημέρα από την παράδοση του νησιού στους Γερμανούς παρά την ηρωική αντίσταση των κατοίκων. Το μέλλον τους φάνταζε σκούρο και άραχνο, αφού ήταν η μόνη περιοχή σε ολόκληρη την Ελλάδα που κατάφερε να συγκρατήσει την ναζιστική μανία για 12 μέρες, προκαλώντας τους τεράστιες απώλειες.
Οι Γερμανοί είχαν αγριέψει. Αφού παρέλαυναν θριαμβευτικά, επίταξαν τα πιο πλούσια σπίτια πετώντας τους κόπους μιας ζωής των ντόπιων στους δρόμους σαν να ήταν σκουπίδια διώχνοντας με τη βία τους ανθρώπους.
Έτσι συνέβη και σε έναν ξάδελφό της Κατερινιώς και την οικογένειά του, τον Θανάση ο οποίος πιάστηκε στα χέρια με έναν Γερμανό που έσπρωξε στις πλάκες ενός πεζοδρομίου την γυναίκα του που ήταν έγκυος πέντε μηνών στο πρώτο τους παιδάκι. Ντροπιασμένος και θυμωμένος που δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τους εμποδίσει κίνησε για το σπίτι του θείου του ελπίζοντας να τους φιλοξενήσουν. Και αυτό όντως συνέβη. Η Κατερινιώ τους άνοιξε την πόρτα, φιλώντας την νύφη της σταυρωτά στο μάγουλο και αγκαλιάζοντας με θέρμη τον ξάδελφό της, τον οποίο είχε να δει μήνες.
Αφού καθησύχασε την τρομαγμένη κοπέλα με την γλυκιά της φωνή άρχισε να συζητάει μαζί της την κατάσταση της εγκυμοσύνης της. Με την κουβέντα την πήρε ο ύπνος. Αφού βεβαιώθηκε ότι κοιμόταν βαθιά, συνάντησε τους γονείς της και τον Θανάση στο καθιστικό. Σχολίασαν την γενικότερη κατάσταση και την άγρια συμπεριφορά των κατακτητών η οποία προοικονομούσε χειρότερες φουρτούνες στον ήδη βασανισμένο τόπο τους. Συνειδητοποίησε ότι το επαναστατικό πνεύμα του νεαρού άνδρα είχε ξυπνήσει. Ηθελε να πάει αντάρτης στα βουνά, να καταταχθεί στο σώμα κάποιου γνωστού καπετάνιου και να κάνει ο, τι μπορεί για να διώξει τους φασίστες.
Τις επόμενες δύο ημέρες, επικρατούσε πανικός ετοιμασιών για τον νέο αντάρτη. Η μάνα της Κατερίνας του έβαλε σε έναν υφασμάτινο σάκο παξιμάδια, σταφίδες, ένα μπουκάλι κρητικό ρακί και καινούργιες αλλαξιές. Την επομένη, ο Θανάσης αποχαιρέτησε την γυναίκα του, τους θείους και την ξαδέλφη του με ένα φιλί στο μάγουλο. Καμία κουβέντα δεν ακούστηκε. Ήταν άλλωστε περιττό.
Η αυριανή ημέρα ξημέρωσε με ήλιο. Η νεαρή γυναίκα είχε ξυπνήσει από τις 7 το πρωί, απολαμβάνοντας την ησυχία του πρωινού από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας. Το θαλλασινό αεράκι εισήλθε στη μύτη της Κατερίνας και στα σαρκώδη της χείλη σχηματίστηκε ένα αχνό χαμόγελο, το οποίο έσβησε μόλις άκουσε κουβέντες των Αρίων στρατιωτών στα γερμανικά. Ήξερε από νεαρές φίλες της που ήταν μυστικά μέλη της ΕΑΜ ότι οι Ναζί είχαν αρπάξει όλη την παραγωγή των Χανίων : σιτάρι, κριθάρι, αγροτικά εργαλεία, φρέσκα ψάρια. Επέβαλλαν βαριά πρόστιμα σε όποιον δεν συμμορφωνόταν με τις απαγορεύσεις. Είχε ακούσει ότι είχαν σκοτώσει μια ολόκληρη οικογένεια επειδή είχαν σφάξει τα ζώα τους προκειμένου να τραφούν τα παιδιά με λίγο κρέας.
Ευτυχώς, οι ίδιοι είχαν κρύψει μεγάλο ποσοστό της παραγωγής τους στην αποθήκη μέσα σε μεγάλα βαρέλια που τώρα αντί για κρασί ή ρακή, περιείχαν βασικά είδη διατροφής : όσπρια, αλεύρι, ψάρια, δημητριακά, μέλι, φρούτα και πολλά λαχανικά. Επίσης, είχαν κρύψει στα σεντούκια που είχαν διπλούς πάτους αντικείμενα αξίας όπως κοσμήματα, λίρες . Ο πατέρας της, βέβαια, είχε χρυσοπληρώσει πολλά από τα προϊόντα. Ο ίδιος ήταν ψαράς και συμμετείχε σε πολλές από τις αγγαρείες που τους ανάγκαζαν να πράττουν οι εχθροί. Πληρώνονταν με 100 δραχμές την μέρα. Τα μάζευε σαν το μυρμήγκι γιατί δεν ήθελε οι γυναίκες της ζωής του να κακοπάθουν. Κάθε μέρα, η μάνα της πήγαινε από ένα απόμερο δρόμο, στο στάβλο όπου είχαν κουνέλια, κότες και αγελάδες. Οπότε, δεν τους έλειπε το κρέας, ούτε τα αυγά και το γάλα.
Η ιδέα την χτύπησε σαν κεραυνός. Θα έφευγε να πολεμήσει τους εχθρούς της πατρίδας και θα γυρνούσε ή νικήτρια ή πεθαμένη. Προτιμούσε έναν ένδοξο θάνατο παρά να ζει σαν αριστοκράτισσα ενώ οι συνάνθρωποι της τουφεκίζονταν ή θυσίαζαν τα νιάτα ή την περιουσία τους.Θα της έλειπαν τα Κρητικά φαγητά, πάντα μαγειρεμένα με μεράκι από τα χέρια της μητέρας της, οι έξυπνες μαντινάδες των συμπατριωτών της, οι γονείς της, οι φίλες της,η δουλειά της.. . Όμως, τι αξία είχαν αυτά τα τετριμμένα πράγματα μπροστά στην ελευθερία του πνεύματος και του λόγου??? Καμία απολύτως. Ως την καρδιά αναστατωμένη, πήγε στην κάμαρα της, έβγαλε την νυχτικιά της, χτενίστηκε, φόρεσε μια μαύρη πουκαμίσα, υφασμάτινο παντελόνι, πήρε την καραμπίνα του πατέρα της, έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στους γονείς της και το έσκασε από την πίσω πόρτα της κουζίνας παίρνοντας μια τσάντα πλάτης που είχε τρόφιμα μαζί με καινούργια ρούχα και κατευθύνθηκε σε ένα μονοπάτι που θα την έβγαζε πιο γρήγορα στο βουνό δίπλα στους πλέον συντρόφους της.
Όταν διαβάστηκε το γράμμα της Κατερίνας, η μητέρα της ένωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε στον Ύψιστο να κρατήσει ζωντανά τα παιδιά. Τα δάκρυα συγκίνησης έτρεχαν και από τα μάγουλα του υπερήφανου πατέρα.
Τι έγραφε το γράμμα?
"Μητέρα, πατέρα φεύγω. Δεν αντέχω άλλο. Θα πάω να πολεμήσω για εσάς, για εμένα, για το έμβρυο της Δέσποινας, για όλους. Είμαι 27 αλλά δεν θα διστάζω να θυσιάσω την ζωή μου για την πατρίδα. Ή ταν ή επί τας".
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro