Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 9

Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Η επιτάχυνση της αναπνοής της έβγαζε στην επιφάνεια τον πανικό που την είχε κατακλύσει, και ένιωσε ένα κρύο ιδρώτα να λούζει το κούτελό της.

«Ήξερες για αυτό;» ρώτησε ο Αραέλ με βραχνή και σιγανή φωνή.

Η Κατρίνα κούνησε το κεφάλι αρνητικά, δίχως να μπορέσει να απομακρύνει το βλέμμα από το ζαρωμένο έγγραφο.

«Οι...» ξερόβηξε και πήρε μια ανάσα «Οι γονείς μου ποτέ δεν μου έχουν μιλήσει για αυτό».

«Χρειάζομαι να εισέλθω ακόμη λίγο πιο βαθιά στο μυαλό των γονιών σου» Ύψωσε το ένα χέρι για να αγγίξει το έγγραφο με την άκρη του ενός δακτύλου του «Αυτό φαίνεται να είναι μία διαγραμμένη ανάμνηση».

Τον κοίταξε συνοφρυωμένη.

«Μου ζητάς την άδεια;»

«Σε ειδοποιώ» απάντησε με ηρεμία.

Το κορίτσι πίεσε το σαγόνι.

«Δεν σε θέλω κοντά στους γονείς μου» τον προειδοποίησε, όμως η φωνή της δεν είχε την δύναμη που η ίδια ήθελε.

Ο δαίμονας έκανε μία κίνηση αδιαφορίας με τους ώμους.

«Δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή».

«Γιατί το κάνεις αυτό;» Η αναπνοή της επιτάχυνε περισσότερο καθώς έσφιγγε το κομμάτι χαρτιού μέσα στα χέρια της «Ε-εγώ δεν...δεν χρειαζόμουν να ξέρω κάτι τέτοιο».

«Στα αλήθεια;» Φάνηκε αβέβαιος «Εγώ νόμιζα ότι θα σε ενδιέφερε να μάθεις πως ήσουν νεκρή για δύο ώρες».

«Είσαι ένας ηλίθιος...» μούγκρισε μέσα από τα δόντια της, δίχως να μπορεί να το αποφύγει.

«Τώρα για ποιο λόγο ενοχλήθηκες;» έθεσε το ερώτημα, αλλάζοντας αυτόματα τον τόνο της φωνή του σε ένα πιο εξοργισμένο.

Επιτέλους κατάφερα να τον εξοργίσω.

«Πραγματικά το ρωτάς;»

«Είδα...» Πίεσε τα χείλη, ενοχλημένος «Είδα πώς συμπεριφέρθηκες αυτές τις μέρες με τον Κάλεμπ και την Άρια».

«Εκείνοι δεν μου έκαναν κάτι κακό» είπε θαρραλέα «Πράγματι με ξαφνιάζεις που είναι δαίμονες».

Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η ίδια είχε πει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, βαθιά μέσα της ήξερε πως ήταν αλήθεια. Παρόλο που γνώριζε τι συμπεριφορά έπρεπε να είχε απέναντι τους, δεν ένιωθε καθόλου έτσι.

Από την μια στιγμή στην άλλη, ο Αραέλ φάνηκε ακόμη πιο ενοχλημένος.

«Η Άρια σε απήγαγε, σε πλήγωσε» Αρίθμησε με τα δάκτυλά του, τα οποία ελαφρά έτρεμαν λόγω της οργής που συσσωρευόταν «Και πριν από λίγο έκανες μία λίστα με τα λάθη που ο Κάλεμπ έκανε. Και, επίσης, εσύ δεν γνωρίζεις τίποτα για εκείνους».

«Αυτό που έκανε ο Κάλεμπ ήταν ένα αστείο!» αναφώνησε, αφήνοντας ένα γελάκι δυσπιστίας «Και η Άρια ζήτησε συγγνώμη για ό,τι έκανε, και έκτοτε έχει συμπεριφερθεί καλά».

«Και εγώ ζήτησα συγγνώμη» μουρμούρισε με βραχνή φωνή. Τον είδε να κλείσει σφικτά τις παλάμες του σε γροθιές «Και δεν ξέρεις τι δύσκολο ήταν αυτό για μένα».

Η Σμιθ δάγκωσε το εσωτερικό μέρος του μάγουλου της, επιθυμώντας ανυπόμονα να μπορέσει να τον χτυπήσει, ή να κάνει οτιδήποτε άλλο με σκοπό να του προκαλέσει ζημιά.

Ένα κοφτό γέλιο ξέφυγε από εκείνον. Αμέσως μετά, κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

«Είναι φυσιολογικό όλος ο κόσμος να με βλέπει με διαφορετικό τρόπο» είπε με ένα ψίθυρο. Τα γκριζωπά του μάτια εξέτασαν το πρόσωπο της «Και εσύ δεν είσαι η εξαίρεση».

Έκανε μία στροφή εκατό ογδόντα μοιρών και άρχισε να απομακρύνεται.

Το στόμα της άνοιξε ελαφρά, αλλά γρήγορα το έκλεισε και, δίχως δεύτερη σκέψη, ανάγκασε τα πόδια της να τον φτάσουν, αν κι έκανε μεγαλύτερες δρασκελιές από εκείνη.

«Όχι!» φώναξε, επειδή δεν κατάφερνε να τον φτάσει «Δεν μπορείς να έρχεσαι εδώ, να μου λες όλες αυτές τις ηλιθιότητες και μετά να φεύγεις κάνοντας τον προσβεβλημένο!»

Γύρισε απότομα προς το μέρος της και παραλίγο το πρόσωπο της να συγκρουστεί με το στέρνο του.

«Πάντοτε φοβόσουν μαζί μου. Πίστευα ότι το καταλάβαινα, επειδή αυτή η συμπεριφορά ήταν φυσιολογική από την στιγμή που είμαι ένας δαίμονας» Σφίχτηκε το σαγόνι του και κούνησε το κεφάλι αρνητικά «Όμως βλέπω με εκείνους τους δυο δεν είναι το ίδιο. Βαθιά μέσα σου, δεν σε ενδιαφέρει τι πλάσματα είναι».

Γιατί τον ενδιαφέρει η σχέση που έχω μαζί τους;

«Τ-τους φοβάμαι και εκείνους» Καθάρισε τον λαιμό της, όμως το ψέμα στον τόνο της φωνής ήταν φανερό «Έχω πάντα μαζί μου τον σταυρό και το αγιασμένο νερό».

«Κατρίνα, δεν είμαι ανόητος. Δεν μπορώ να ξέρω τι πραγματικά σκέφτεσαι, όμως τους έχω δει πριν από λίγο. Σε είδα να χαμογελάς μαζί τους και...» είπε μέσα από τα δόντια του και έστρεψε το βλέμμα αλλού «αυτή την εμπιστοσύνη που τους είχες. Μαζί μου δεν είναι το ίδιο».

Ξαφνικά, η οργισμένη έκφραση του είχε μαλακώσει σε σημείο που δεν μπόρεσε να αναγνωρίζει την καινούργια έκφραση στο πρόσωπο του. Κατάπιε με δυσκολία, δίχως να καταλαβαίνει για ποιο λόγο είχε νιώσει ένα κόμπο στο στομάχι μόλις τον είδε σε αυτή την κατάσταση. Τότε, μπόρεσε να ερευνήσει πώς η σύγχυση που ένιωσε σχηματίστηκε σαν μία βαριά δίνη μέσα της.

Δεν μπορώ να καταλάβω. Γιατί ήρθε; Απλά για να με ενοχλήσει; Να δει τι μπορέσαμε να ανακαλύψουμε δίχως την βοήθεια του; Να μου μιλήσει για τον παππού ή για αυτό που μου συνέβη; Ή μήπως ήθελε...;

Πήρε μια βαθιά ανάσα, και εκμεταλλεύτηκε την οργή που ακόμη υπήρχε μέσα της για να προσπαθήσει να είναι ειλικρινής απέναντι του.

«Δ-δεν είναι το ίδιο επειδή...» ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή «Επειδή εσύ μου προκαλείς νευρικότητα».

Η σύγχυση για ένα δευτερόλεπτο κυριάρχησε τα χαρακτηριστικά του, αλλά μετά σιωπηλός κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

«Φυσικά» είπε γελώντας ειρωνικά.

Το κορίτσι έγνεψε θετικά κοιτώντας τον κατευθείαν στα μάτια, σε μία προσπάθεια της να τον πείσει. Αν κι, βλέποντας το εχθρικό βλέμμα που της χάρισε, δεν φάνηκε να την πιστεύει.

«Δεν σε καταλαβαίνω» μουρμούρισε η Κατρίνα, μπερδεμένη. Εκείνος σήκωσε το ένα φρύδι «Ούτε εγώ είμαι τόσο ανόητη, για αυτό γιατί δεν μου λες απλά τον πραγματικό λόγο που έχεις έρθει; Γιατί πολύ απλά...δεν μου ζητάς να σε βοηθήσω ξανά; Τόσο υπερήφανος είσαι;».

Το πρόσωπο του έγινε σοβαρό.

«Γιατί είσαι εδώ;» επέμεινε εκείνη.

«Δεν ξέρω, εντάξει;!» αναφώνησε, κάνοντας την να τιναχτεί από την θέση της «Εγώ...» τραύλισε, και η κοπέλα έμεινε αποσβολωμένη που είχε δει την ανασφάλεια χαραγμένη στην έκφραση του «Για τον ίδιο λόγο με αυτούς τους δύο ανόητους! Ή πραγματικά πιστεύεις πως ενδιαφέρονται να ανακαλύψουν τι σε κάνει διαφορετική;»

«Δεν θα το κάνεις» τον προειδοποίησε «Δεν θα καταφέρεις να με κάνεις να σκεφτώ άσχημα για αυτούς».

«Φυσικά και όχι. Πώς θα μπορούσα;» ρώτησε, αφήνοντας άλλο ένα σαρκαστικό γέλιο «Αφού έχεις γίνει τόσο φίλη τους σε τόσο λίγο χρόνο».

«Γιατί προσπαθείς να με στρέψεις εναντίον της κοπέλας σου;»

Έξαφνα, σούφρωσε τα φρύδια. Για ένα δευτερόλεπτο, φάνηκε σαστισμένος. Μάλλον θα ήταν για τον λόγο πως είχε μάθει για αυτήν.

Και μετά, από το πουθενά, άρχισε να γελάει δυνατά.

«Τι είναι τόσο αστείο;» μούγκρισε.

«Αυτό σου είπε εκείνη;»

«Όχι, αλλά...» Γέλασε πάλι, και η Κατρίνα δάγκωσε το κάτω χείλος «Ο Κάλεμπ μου είπε ότι ήταν κάτι δικό σου, και σημαντική για σένα».

«Είναι κι τα δύο» απάντησε πιο σοβαρός «Όμως, ποιος σου είπε ότι έχω κοπέλα;»

«Εγώ σκέφτηκα...» Άρχισε να γελάει πάλι, καταφέρνοντας να αυξάνει την οργή της «Θες να σταματήσεις να γελάς; Έπρεπε να υποθέσω ότι δεν ήταν η κοπέλα σου, η Άρια είναι πολύ συμπαθητική για να είναι με κάποιο τόσο αντιπαθητικό, κακοδιάθετο και παιδαριώδη σαν εσένα».

Το γέλιο του κόπηκε. Για μια στιγμή πίστεψε ότι θα αντιδρούσε με τρόπο επιθετικό, όπως έκανε πάντα. Όμως, αντί αυτού, χαμογέλασε.

«Ναι, δεν είμαι με κανένα επειδή είμαι αντιπαθητικός, κακοδιάθετος και παιδαριώδης» Έγειρε προς το μέρος της «Ποια είναι η πρόφαση σου;»

«Βλέπεις; Εκείνοι δεν το κάνουν αυτό. Δεν προσπαθούν να με κάνουν να νιώσω άβολα».

«Εγώ δεν είμαι σαν κι αυτούς».

«Ναι, αυτό μου είπανε...Και αυτό πρόσεξα» Η Σμιθ κατάπιε με δυσκολία, και κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε «Αλλά τι θα αλλάξει αν σε ρωτήσω; Πάλι δεν θα μου δώσεις μία απάντηση. Μου έβαλες όρια σα να ήμουν ένα παιδί. Και απαιτείς εμπιστοσύνη, αλλά εσύ δεν μου έχεις εμπιστοσύνη. Εσύ...» Τότε, θυμήθηκε όλους τους λόγους που την έφτασαν σε σημείο να πάρει την απόφαση να τον απομακρύνει και να μείνει με την απορία, για το τι είδους πλάσμα ήτανε, πριν να τον βοηθήσει ξανά. Σήκωσε το βλέμμα από το έδαφος για να τον κοιτάξει «Πρέπει να λύσεις μόνος όλο αυτό».

Έκανε τον γύρο του εαυτό της, πάλι χωρίς να τον χαιρετήσει ούτε να σκεφτεί κάποια τελευταία λέξη. Όπως και να έχει, ήταν σίγουρη ότι εκείνον δεν τον ενδιέφερε αν είχαν ένα καλό αποχαιρετισμό, ή αν θα βλέπονταν ξανά ή όχι. Έτσι ούτε εκείνη έπρεπε να την ενδιαφέρει.

Ακόμη και μακριά του, μπόρεσε να ακούσει την φωνή του.

«Κατρίνα...» μουρμούρισε, αλλά το κορίτσι ανάγκασε τα πόδια της να συνεχίσουν να προχωράνε, δίχως να του δώσει σημασία, «θες να μάθεις γιατί ο Φόραξ με είπε φαινόμενο;»

Η Σμιθ σταμάτησε απότομα. Κάτι μέσα στο στήθος της αντέδρασε με ένα τρόπο που δεν θα έπρεπε. Αγνοώντας την προειδοποίηση που φώναζε βαθιά στο μυαλό της, τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της.

«Πραγματικά θα μου πεις;»

Ένας αναστεναγμός κούρασης έκανε το στήθος του να φουσκώσει και μετά έκλεισε τα μάτια. Εκείνη την στιγμή, κατάλαβε από τον τρόπο που έσφιγγε με τόση δύναμη τις γροθιές, πως πάλι τα χέρια του είχαν αρχίσει να τρέμουν. Όμως δεν φαινόταν να ήταν λόγω της οργής, αλλά από κάτι άλλο, ίσως, πιο ορμητικό.

«Ξέρω πως σου είναι δύσκολο να με εμπιστευτείς, λόγω όσων σου έχω κάνει...Λόγω του τρόπου με τον οποίο σου τα έχω κάνει» είπε με μία βραχνή φωνή με ένα τρόπο που ποτέ δεν είχε ακούσει. Όταν άνοιξε τα βλέφαρα, ένα δυσβάστακτο συναίσθημα που έλαμπε στις κόρες των ματιών του «Αλλά θα μπορούσες να καταλάβεις πως υπάρχουν πράγματα για τα οποία μου είναι...δύσκολο να μιλήσω; Πράγματα που είναι πολύ...δύσκολα για μένα. Θα σου τα πω, αν θες, όμως...έχε λίγη ακόμη υπομονή».

Η έκπληξη που την κατέκλυσε ήταν τόσο έντονη.

Ποτέ δεν τον είχε δει έτσι, τόσο...επηρεασμένο. Δεν μπόρεσε να συλλάβει την ιδέα πώς ένα πλάσμα σαν κι εκείνο μπορούσε να προσποιείται τέτοια συναισθήματα. Έπρεπε να είναι αληθινά. Η Κατρίνα θέλησε να πιστέψει ότι έτσι ήτανε.

Έκανε δύο βήματα μπροστά με προσοχή.

«Πες μου τι σου συνέβη στην πλάτη;» ζήτησε ως δοκιμή.

Για ακόμη μια φορά, πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν αυτό να τον βοηθούσε να ηρεμήσει.

«Ξέρεις τι είναι» είπε κοφτά.

«Στα αλήθεια είναι...σημάδια βασανιστηρίου;» Με πιεσμένο το σαγόνι, ο Αραέλ έγνεψε θετικά «Ποιος σου τα έκανε;»

Τα χείλη του άνοιξαν ελαφρά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Η αβεβαιότητα φάνηκε να είναι τόσο εμφανής στο πρόσωπό του, που κατά κάποιο τρόπο μετατράπηκε σε ένα είδος έκκλησης. Η ενοχή ξαφνικά την χτύπησε.

«Καταλαβαίνω» ψιθύρισε.

Και με αυτά τα λόγια, οι ώμοι του χαλάρωσαν.

«Ευχαριστώ» πρόφερε, αν και ακούστηκε πιο πολύ εκνευρισμένος παρά ευχαριστημένος.

Άφησε να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα, στα οποία κανείς από τους δύο πρόσθεσε κάτι άλλο, μέχρι που η κοπέλα αντιλήφθηκε στο κρύο αέρα και στο σκοτεινό γαλάζιο ουρανό πως ήταν ήδη αρκετά αργά. Έπρεπε να αποφύγει τον κίνδυνο της πόλης, επίσης να αποτρέψει συναντήσεις με περισσότερους δαίμονες.

«Ίσως είναι καλύτερα να φύγω» μουρμούρισε εκείνη, αλλά πριν να γυρίσει από την άλλη, αυτός έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.

«Θα σε συνοδεύσω μέχρι το σπίτι σου» απάντησε με ένα τόνο εντελώς διαφορετικό από τον προηγούμενο, δείχνοντας το πόσο ξεροκέφαλος ήτανε «Θέλω να καταλήξουμε σε μία συμφωνία σήμερα».

Δεν έκρυψε την έκπληξη της. Ωστόσο, το γεγονός πως είχε καταφέρει να την αφήσει εμβρόντητη με αυτό το αίτημα, δεν σήμαινε ότι η προηγούμενη της απόφαση ήτανε λάθος.

«Αραέλ» αναστέναξε, «δεν μπορώ να σε εμπιστευτώ. Εσύ...» Κούνησε το κεφάλι, σφίγγοντας τις γροθιές «Που να πάρει! Εσύ σημάδεψες την ψυχή μου. Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο!»

Δάγκωσε το κάτω χείλος, σε σημείο που σχεδόν προκάλεσε πληγή. Η έκφραση του για μια στιγμή υιοθέτησε μία αγνώριστη λάμψη, αλλά αμέσως έγνεψε σκυθρωπός.

«Μάλιστα» γκρίνιαξε χαμηλόφωνα «Θα σε δω σε μερικές δεκαετίες τότε».

Χωρίς να καταλάβει τον λόγο, η απάντηση του προκάλεσε μία άτακτη κίνηση στην καρδιά της.

«Π-περίμενε. Γιατί στο καλό είπες ότι ο Κάλεμπ και η Άρια στην πραγματικότητα δεν θέλουν να με βοηθήσουν».

«Θέλουν» Ανασήκωσε τους ώμους, με μία απαθής έκφραση «Αλλά αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος».

«Και ποιος είναι, σύμφωνα με σένα;»

«Εσύ...» Έκανε μία γκριμάτσα, σα να έψαχνε τις σωστές λέξεις «Δεν ξέρω γιατί, αλλά να βρισκόμαστε κοντά σου είναι σαν... αυτό που εσείς παίρνεται, χάπι για τον πόνο. Εσύ απαλύνεις τον πόνο, κατά μια έννοια».

Η θνητή σούφρωσε τα φρύδια, με τη σύγχυση χαραγμένη στο πρόσωπο.

«Τι πόνο;»

«Αυτό που πάντα νιώθουμε» είπε σα να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο «Εσύ καθησυχάζεις, και δεν ξέρω σε τι οφείλεται. Στην αρχή είναι δύσκολο να το προσέξεις, αλλά όσο περισσότερο χρόνο περνάει κανείς μαζί σου, τόσο περισσότερο το αντιλαμβάνεται».

Κατάπιε με δυσκολία. Απ' ότι φαίνεται, υπήρχε κάτι ακόμη για να προσθέσει στην λίστα των ικανοτήτων που δεν γνώριζε, και που δεν την ωφελούσαν καθόλου.

Δεν ήταν οίκτος, ή ίσως ναι, δεν ήταν σίγουρη. Με την αδυσώπητη και καταστροφική θάλασσα που μετατράπηκαν τα συναισθήματά της, προκαλώντας κάθε είδους χάος μέσα της, η αποφασιστικότητά της πνίγηκε χωρίς την παραμικρή πιθανότητα σωτηρίας. Όπως και η λογική της.

«Κοίταξε» μίλησε με ένα αναστεναγμό ηττημένο, «αν θες να σε βοηθήσω ξανά, πρέπει να γίνει μονάχα με τους δικούς μου όρους».

Ο δαίμονας έσμιξε τα φρύδια, όμως μετά φάνηκε να το διασκεδάζει.

«Τους όρους σου;» κορόιδεψε.

«Αυτό που άκουσες» απάντησε δίχως να τραυλίζει «Ποτέ, μα ποτέ δεν θα με πνίξεις ξανά, κατάλαβες;» Το διασκεδαστικό του ύφος εξαφανίστηκε όταν το άκουσε αυτό «Θέλω να συνεχίσεις να κρατάς απόσταση με την οικογένεια μου. Θα σε βοηθήσω να μάθεις όλο αυτό με μένα, αλλά δεν θα τους μπλέξεις. Δεν θέλω ποτέ να μάθουν για την ύπαρξη των δαιμόνων» Έκανε μία σύντομη παύση και εκείνος μισόκλεισε τα βλέφαρα, σοβαρός «Πρέπει να σταματήσεις να προσπαθείς να με εκφοβίσεις. Ξέρω πολύ καλά τι είσαι, δεν χρειάζεται να μου το θυμίζεις κάθε λεπτό πως είσαι πιο δυνατός από μένα, είναι ξεκάθαρο; Και, επίσης, πρέπει να σεβαστείς όλες τις αποφάσεις μου».

«Απαιτείς πολλά» το σαγόνι του σφίχτηκε.

Το κορίτσι ανασήκωσε τους ώμους.

«Το παίρνεις ή το αφήνεις».

«Σύμφωνοι» Ήταν το μόνο που είπε.

«Και, τέλος, πρέπει να με εμπιστευτείς. Και εγώ...θα προσπαθήσω να κάνω το ίδιο».

Όλο του το σώμα φάνηκε να αντιδρά. Για κάποιο λόγο, ήταν σα να του ζητούσες μία τεράστια χάρη.

«Καλά» μουρμούρισε απρόθυμα «Θέλεις να κάνουμε την συμφωνία με το αίμα;»

«Φυσικά και όχι»

«Θα με εμπιστευτείς τότε;» Ένα γέλιο ξέφυγε από τα χείλη του «Θα εμπιστευτείς τον λόγο ενός δαίμονα;»

«Και εσύ τον λόγο μίας θνητής».

Εκείνον φάνηκε να τον επηρεάζει περισσότερο.

«Οι θνητοί είναι πολύ δόλιοι».

«Το ίδιο και οι δαίμονες» συμπλήρωσε εκείνη.

«Έχεις δίκαιο σε αυτό. Το δέχομαι».

«Πολύ καλά. Τώρα εξήγησε μου, τι είναι αυτό με τον πόνο;» έθεσε το ερώτημα, αρκετά περίεργη.

Ο Αραέλ έκανε μία κίνηση του κεφαλιού για να προχωρήσουν.

Συνέχισαν την διαδρομή προς το διαμέρισμα, αν και δεν βρισκόταν αρκετά μακριά. Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα να συζητήσουν, εκτός αν βάδιζαν αργά.

Πίστευα ότι με όλη αυτή την πληροφορία που μου έδωσε, πλέον δεν θα μπορούσα να μείνω έκπληκτη, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Κατάφερε να με αφήσει με το στόμα ανοιχτό όταν έβγαλε το σακάκι του για να το τοποθετήσει πάνω από τους ώμους μου, αφού είχε αρχίσει να κάνει λίγο κρύο. Πάγωσα για μια στιγμή από την ξαφνική κίνηση. Θέλησα να την επιστρέψω και να τον χτυπήσω μετά, αλλά η ζέστη που κάλυψε το κορμί μου, μου το απότρεψε.

Και, όπως κι να έχει, ήταν η πρώτη φορά που συμπεριφερόταν με ευγένεια μαζί της. Της φάνηκε ηλίθιο να καταστρέψει αυτή την ξαφνική αλλαγή επάνω στον Αραέλ μονάχα για την περηφάνεια της. Ήταν έτοιμη να τον ευχαριστήσει, αλλά τότε εκείνος άρχισε να εξηγεί με σιγανό τόνο:

«Όλοι νιώθουμε πόνο για κάποιο λόγο. Αν είναι για αυτό που είμαστε, ή για αυτό που έχουμε περάσει, δεν το γνωρίζουμε. Αλλά εδώ» πρόφερε τοποθετώντας ένα χέρι στο κέντρο του στέρνου του, «πάντα πονάει».

«Και κοντά μου...μειώνεται;» ρώτησε καθώς ένιωθε ελλιπής την αναπνοή της. Δεν μπορούσε να τον πιστέψει.

Εκείνος χαμογέλασε.

«Λιγάκι, ναι».

«Αλλά γιατί;» Ο δαίμονας ανασήκωσε τους ώμους, την ίδια στιγμή που η κοπέλα σούφρωνε τα φρύδια. Ξεφύσησε όταν είδε πως το πλάσμα δεν θα απαντούσε «Ένα άλλο μυστήριο, υποθέτω».

«Ανακάλυψε όλα όσα συνέβησαν την μέρα που γεννήθηκες» είπε ξαφνικά. Η Κατρίνα σήκωσε το βλέμμα και εκείνος φάνηκε να πρόσεξε κάτι αφύσικο στην έκφρασή της, έτσι πρόσθεσε απρόθυμα: «Σε παρακαλώ».

Έγνεψε θετικά.

«Θα το κάνω» υποσχέθηκε το κορίτσι. Ο Αραέλ έστρεψε τα μάτια μπροστά, αποκτώντας πάλι εκείνο το υπεροπτικό ύφος ενώ ανασήκωνε τους ώμους. Τον κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα «Ξέρεις; Έχω μάθει περισσότερα για σένα αυτές τις δύο εβδομάδες από εκείνους από ότι όσο ήμουν μαζί σου».

«Το φανταζόμουν» Στροβίλισε τα μάτια, εκνευρισμένος «Είναι δύο βλάκες».

«Ο Κάλεμπ είναι κάπως αφηρημένος».

«Ήταν κάτι που είχα διακινδυνέψει» Άφησε ένα αναστεναγμό να ξεφύγει από τα χείλη του «Αλλά ξέρω πως εκείνος δεν θα πλήγωνε μία θνητή σαν και εσένα».

«Είναι ξεχωριστός;»

Σούφρωσε τα φρύδια «Με τον δικό του τρόπο, ναι».

«Τι μου λες για την κοπέ...για την Άρια;» διόρθωσε τον εαυτό της.

Έκανε μία γκριμάτσα αδιαφορίας.

«Αυτό ήταν μία παραμέληση των δυο» είπε με ένα τόνο ενοχλητικό, δίχως να την κοιτάξει ακόμη «Έμαθε για την ύπαρξη σου και εγώ φταίω για αυτό, και έφτασε σε σένα από αμέλεια του Κάλεμπ. Εκείνη πίστευε πως εσύ μπορούσες να είσαι...επικίνδυνη για μένα».

«Καταλαβαίνω» Δεν ήταν απολύτως αλήθεια, αλλά παράβλεπε την αμφιβολία της «Τότε, αν δεν είναι η κοπέλα σου, ποια είναι;»

Πήρε μια βαθιά ανάσα «Εκείνη είναι...» Πίεσε τα χείλη και για μια στιγμή πίστεψε πως δεν θα της το έλεγε, μέχρι που μίλησε ξανά «Είναι η κόρη του αδερφού του πατέρα μου».

«Είναι η ξαδέρφη σου;» Ύψωσε τον τόνο της φωνή της, έκπληκτη.

«Εμείς δεν δίνουμε τόση σημασία στη συγγένεια» απάντησε κοιτώντας την κουρασμένος «Αλλά θεωρητικά ναι, είναι ξαδέρφη μου».

Του πατέρα του...

«Τότε εσείς...δεν είχατε κάποια σχέση στο παρελθόν» θέλησε να μάθει, αλλά μονάχα από περιέργεια. Περίμενε να μην είχε ακουστεί σαν μία τρελή.

Εκείνος την κοίταξε με μία περίεργη έκφραση.

«Δεν άκουσες αυτό που σου είπα;»

«Το θέμα είναι, λοιπόν...» μίλησε, νευρική, «υποθέτω ότι δεν απαγορεύεται να έχετε κάποιου είδους σχέση επειδή είστε ξαδέρφια, σωστά;»

«Η Άρια ποτέ δεν με κοίταξε με αυτό τον τρόπο, ούτε εγώ εκείνη» εξήγησε σοβαρός για μια στιγμή, αλλά μετά η μία άκρη των χειλιών του υψώθηκε «Και κρίνοντας από αυτή την σκέψη σου, μου φαίνεται ότι έχεις ένα μυαλό πιο βρώμικο από ό,τι νόμιζα».

Η Σμιθ ένιωσε το αίμα να συσσωρεύεται στο πρόσωπό της.

«Κ-κοίταξε, υπάρχουν κι θνητοί που εμπλέκονται με τους συγγενείς τους» έκφρασε, παρόλο που αυτό ήταν κάτι με το οποίο η ίδια δεν συμφωνούσε «Μονάχα σκέφτηκα ότι λόγω του από πού εσείς προέρχεστε, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι φυσιολογικό».

«Στην πραγματικότητα, είναι. Αλλά όχι για εμάς» σιγούρεψε και εκείνη ξαφνιάστηκε από τις δύο επιβεβαιώσεις «Η Άρια μονάχα...με φρόντισε σε μία περίοδο που ήμουν πιο...ευάλωτος».

Εκείνος ευάλωτος; Μου είναι δύσκολο να πιστέψω κάτι τέτοιο.

«Γιατί νιώθω πως ούτε για αυτό σου αρέσει να μιλάς;» ρώτησε καχύποπτη.

Ο δαίμονας έστρεψε το βλέμμα αλλού. Τα χαρακτηριστικά του έγιναν πάλι σοβαρά.

«Επειδή εκείνη έχασε κάτι πολύ σημαντικό και φταίω εγώ».

Τον κοίταξε δίχως να καταλαβαίνει. Εκείνος είχε το βλέμμα καρφωμένο κάπου μακριά, χωρίς να ταράζεται από την ανάκριση της.

«Τι έχασε;»

«Είναι...περίπλοκο».

«Εντάξει» μουρμούρισε.

Παρόλα αυτά, μετά από λίγα δευτερόλεπτα ενοχλητικής σιωπής, ο Αραέλ μίλησε με ένα τόνο σχεδόν βραχνό, και τόσο αιχμηρός που δεν της άφησε περιθώρια να σκεφτεί να επιμένει.

«Ένα παιδί».

Η Κατρίνα γούρλωσε τα μάτια, και κατάπιε με δυσκολία.

Η Άρια έχασε ένα παιδί; Δεν μπορώ να την φανταστώ στον ρόλο μιας μητέρας, ειδικά επειδή φαίνεται αρκετά νεαρή.

Επέστρεψε το βλέμμα προς εκείνον, και αμέσως ταράχτηκε. Η συζήτηση προκάλεσε μία οργή στην έκφραση του σε τέτοιο σημείο που φαινόταν λες και μία σωματική πληγή, μία που της ήταν αδύνατο να αντιληφθεί, είχε ανοίξει στο δέρμα της.

«Λοιπόν, νομίζω ότι αυτό είναι αρκετό για σήμερα» αποφάσισε η κοπέλα. Το πλάσμα χαλάρωσε, και του χάρισε ένα χαμόγελο σε μία αδύναμη της προσπάθεια να τον ηρεμήσει «Ευχαριστώ που προσπάθησες να...με εμπιστευτείς».

Ο Αραέλ την κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο, και πρόσεξε μία σύγχυση στα μάτια του. Τότε, της ανταπέδωσε το χαμόγελο, ωστόσο, η έκφραση του ακόμη δεν έδειχνε να βρίσκεται σε πλήρη ηρεμία.

«Ευχαριστώ...που κατάλαβες» Ο τόνος της φωνής του έγινε τόσο...ζεστός, βραχνός αλλά βελούδινος.

«Γιατί φαίνεται πως...έχεις αλλάξει μετά την μάχη με τον Φόραξ;» ψιθύρισε, δίχως να σηκώσει τα μάτια στα δικά του.

«Είπες ότι κατέστρεψα την ζωή σου».

«Εγώ δεν...» Ένιωσε την ντροπή να την κατακλύζει όταν θυμήθηκε εκείνη την μέρα «Δ-δεν... εννοούσα...».

«Πιστεύω ότι εν μέρει είναι αλήθεια» την διέκοψε «Κατά μία έννοια, είναι αλήθεια, ακόμη κι αν δεν έχω καμία σχέση με τις ικανότητες σου. Ομολογώ ότι μου φαίνεται διασκεδαστικό να σε βασανίζω ψυχολογικά, αλλά η πρόθεση μου δεν ήταν να καταστρέψω την ζωή σου, όχι σε σημείο που θα με ικέτευες να σε σκοτώσω». Ανασήκωσε τους ώμους, όμως δεν θέλησε να χαμηλώσει το βλέμμα προς το μέρος της «Αν και υποθέτω ότι αυτό ήταν κάτι αναπόφευκτο».

Η απορία έκανε την εμφάνιση στο πρόσωπό της.

Τα λόγια του την έβαλαν σε σκέψεις. Ποια ήταν ο αληθινός λόγος που εκείνος θέλησε να κάνει την συμφωνία; Μήπως επειδή στα αλήθεια επιθυμούσε να μείνει με την ψυχή της; Ή, όπως είπε ο Κάλεμπ, ήταν σε μία προσπάθεια να την προστατεύσει; Εκείνος είχε δίκαιο, δεν είχε νόημα αυτό που είπε αφού στο τέλος θα αποφάσιζε να την αφήσει να ζήσει μία ζωή ήρεμη. Από την άλλη, αν και είχε μία πιθανότητα να το ανακαλύψει, η απάντηση που θα έπαιρνε της προκαλούσε τρόμο.

Απ' ότι φαίνεται, η Κατρίνα δεν ήταν το μόνο μυστήριο μεταξύ των δύο.

Σταμάτησε να περπατάει όταν πρόσεξε ότι βρίσκονταν πια λίγες πολυκατοικίες μακριά από εκεί που διέμενε. Δεν ήθελε κάποιος να την έβλεπε να φτάνει μαζί του, έτσι δεν συνέχισε την πορεία της. Έβγαλε το σακάκι και του το επέστρεψε. Εκείνος το πήρε στα χέρια του δίχως να πει τίποτα σχετικά με αυτό. Για κάποιο λόγο, βούτηξαν πάλι σε μία πληκτική σιωπή.

Ο ηλεκτρισμός της ατμόσφαιρας φάνηκε να μεγαλώνει καθώς η κοπέλα αναστέναζε και είχε τα χέρια σταυρωμένα. Γύρισε προς το μέρος του για να τον αντιμετωπίσει και να δει πως, απ' ότι φαινόταν, η μόνη νευρική ήτανε εκείνη. Ο δαίμονας τοποθέτησε το σακάκι επάνω στον ένα ώμο, την ίδια στιγμή που ένα στραβό χαμόγελο χαρασσόταν στα χείλη του.

Η αβεβαιότητα περιπλανήθηκε στις σκέψεις της για δέκατη έκτη φορά. Θα μπορούσε να είναι αλήθεια ότι κάποιος που φαινόταν να μην γνωρίζει το αίσθημα πόνου, να ζούσε μόνιμα με αυτό;

Οδηγούμενη από εκείνη την περιέργεια, έτεινε με δισταγμό το μπράτσο προς το μέρος του.

Αντιλήφθηκε πλήρως πώς τα μάτια του γούρλωσαν, την ίδια στιγμή που κάθε ένδειξη αλαζονείας εξαφανιζόταν από τα χαρακτηριστικά του. Οπισθοχώρησε μισό βήμα, με το μπέρδεμα χαραγμένο στην έκφραση του. Ωστόσο, εκείνη δεν απομακρύνθηκε. Το χέρι της τοποθετήθηκε απαλά στο κέντρο του στήθους του. Για μια οδυνηρή στιγμή, η έκφραση του φάνηκε να μεταμορφώνεται στην εικόνα του φόβου, για να αλλάξει μετά σε υποψία. Η ιδέα να του προκαλεί τρόμο, δημιούργησε ένα συνδυασμό περίεργο και συντριπτικό.

Και οι δύο έμειναν ακίνητοι, εκείνος σα να είχε γίνει ένα άγαλμα, και η Κατρίνα περιμένοντας να συνέβαινε κάτι. Ίσως να νιώσει συμπάθεια, να αποδείξει πως ήταν αλήθεια. Ίσως, παρακινούμενη από την ιδέα πως η ίδια λειτουργούσε ως ένα παυσίπονο, τόλμησε για να δει αν με αυτό τον τρόπο θα τον μείωνε περισσότερο. Μπόρεσε να νιώσει την σκληρότητα του δέρματος του πάνω από το λεπτό ύφασμα του γκρι πουκαμίσου του, και αμέσως αναρωτήθηκε πώς θα ήταν η αίσθηση αν τον άγγιζε απευθείας. Αντιλήφθηκε το σχεδόν ανεπαίσθητο σφυροκόπημα στο στήθος της.

Ο Αραέλ έκλεισε τα μάτια. Τον είδε να σφίγγει τις γροθιές του. Δεν ξέρω αν η επαφή τον πληγώνει ή αν απαλύνει τον πόνο.

Τότε έμεινε εμβρόντητη, μία έκπληξη την κατέκλυσε, η οποία της επιτάχυνε τους παλμούς της καρδιάς της την στιγμή που πρόσεξε πως το στήθος του δαίμονα είχε αρχίσει να ανεβοκατεβαίνει πιο γρήγορα.

Με μία απότομη κίνηση, άνοιξε τα βλέφαρα και άρπαξε το χέρι της για να το απομακρύνει.

«Καλύτερα να πας» είπε με ένα μουρμουρητό.

Η θνητή καθάρισε τον λαιμό της και έγνεψε, κάνοντας ένα βήμα πίσω. Με πλάγιο βλέμμα, τον είδε να επιστρέφει σε εκείνη την στητή στάση που τον χαρακτήριζε.

«Παρεμπιπτόντως, φαίνεσαι καλύτερα» ένα χαζό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του «Φαίνεται ότι κοιμόσουν καλά».

Βλεφάρισε, ελαφρώς ξαφνιασμένη.

«Α, ναι...» Σκέφτηκε πως ο Κάλεμπ είχε ένα ξεχωριστό χάρισμα και αυτός ήτανε ο υπεύθυνος. Ήταν έτοιμη να ρωτήσει για εκείνον, αλλά όταν συνάντησε το διασκεδαστικό του βλέμμα, τον κοίταξε καχύποπτα «Τι έκανες;»

Χωρίς να δώσει μια απάντηση, προχώρησε για να την προσπεράσει και συνέχισε να απομακρύνεται από το πεζοδρόμιο, ήδη ερημωμένο εκείνη την ώρα. Ένιωσε την παρόρμηση να του φωνάξει ή να τον ακολουθήσει, όμως αποφάσισε πως ήταν καλύτερα να μείνει εκεί που βρισκόταν. Έπρεπε να επιστρέψει στο διαμέρισμα, στην ανθρώπινη πραγματικότητα.

«Έλεγξε το κρεβάτι σου» φώναξε δυνατά για να τον ακούσει, δίχως να γυρίσει.

Σούφρωσε τα φρύδια και μούγκρισε σιγανά, καθώς σήκωνε τα μάτια στον σκοτεινό ουρανό. Προχώρησε μέχρι να φτάσει στο σπίτι της και, από καθαρά πεισμονή, τον έψαξε πάλι με το βλέμμα.

Εκείνος δεν βρισκόταν πια στο πεζοδρόμιο, ούτε πουθενά στον δρόμο.

Όταν η ανακούφιση γέμισε κάθε μέρος του κορμιού της, εισερχόμενη πια στο διαμέρισμα και ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, μία παρόρμηση την ανάγκασε να σηκωθεί πάλι. Δεν ήταν σίγουρη πού υποτίθεται έπρεπε να ψάξει. Περιεργάστηκε τις κουβέρτες και τα σεντόνια, το μαξιλάρι και κάθε γωνιά του επίπλου, περιμένοντας να βρει κάτι παράξενο, ενδιαφέρον...Μεταφυσικό.

Δεν βρήκε τίποτα μέχρι που έλεγξε το κεφαλάρι.

Πέρασε τα δάκτυλα απαλά επάνω από τα ανάγλυφα των παράξενων συμβόλων, παρόμοια με αυτά που υπήρχαν ζωγραφισμένα στο βραχιόλι της, σκαλισμένα στο πίσω μέρος του ξύλου, λες και τα είχαν φτιάξει με κάποιο μαχαίρι.

Η συσκότιση που ένιωσε την έκανε να σουφρώσει τα φρύδια. Δεν μπορούσε να το καταλάβει. Δυσκολευόταν να πιστέψει-για να μην πει πως της ήταν αδύνατον-ο Αραέλ να είχε κάνει μία πράξη ευγένειας για εκείνη δίχως να της ζητήσει κάτι άλλο για αντάλλαγμα. Τι στο διάολο τον έκανε να αρχίσει να συμπεριφέρεται...τόσο διαφορετικά;

Ξάπλωσε πάλι επάνω στο κρεβάτι. Άρχισε να αναθεωρεί ένα-ένα τα περιστατικά της εβδομάδας, αφομοιώνοντας τα με τον καλύτερο τρόπο που το μυαλό της μπόρεσε για να τα καταλάβει και να τα δεχτεί, χωρίς να αναρωτιέται γιατί όλα αυτά έπρεπε να συμβαίνουν σε εκείνη.

Ήξερε ότι τώρα αυτή ήταν η ζωή της.

Είτε της άρεσε είτε όχι. 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro