Κεφάλαιο 8
Την θέλω για μένα, τώρα...
Για κάποιο λόγο, σφίχτηκε το στομάχι της.
Η Άρια ήταν η πρώτη που σηκώθηκε όρθια. Η Σμιθ την κοίταξε με τον πανικό χαραγμένο στο πρόσωπο, αλλά η δαίμονας της έκλεισε το μάτι και της έδωσε μερικά χτυπήματα στην πλάτη.
«Θα τα πούμε άλλη μέρα» είπε με ένα μουρμουρητό, και μετά ένα χαμόγελο γεμάτο πονηράδα εξαπλώθηκε στο πρόσωπο της πριν να την πλησιάσει για να της ψιθυρίσει στο αυτί: «Καλή τύχη, θα την χρειαστείς».
Η θνητή κατάπιε με δυσκολία.
Η δαίμονας κατευθύνθηκε κατευθείαν προς τον Αραέλ και ύψωσε το ένα χέρι για να αγγίξει το μπράτσο του απαλά. Η Κατρίνα δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον εαυτό της από το να σουφρώσει τα φρύδια.
«Δεν είσαι θυμωμένος πια;» ρώτησε χαρούμενη.
Μακριά από το να δείξει οποιοδήποτε έκφραση στοργής, ο Αραέλ απλώς την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια δίχως να αλλάξει την σοβαρή του έκφραση.
«Εξαφανίσου» μουρμούρισε με βραχνή φωνή. Η Κατρίνα ξαφνιάστηκε από τον παγερό τόνο φωνής. Διερωτήθηκε αν ήταν τσακωμένοι ή κάτι τέτοιο.
Η Άρια χαμογέλασε και έφτιαξε τα μαλλιά της, αγνοώντας τον, πριν αρχίσει να απομακρύνεται χαλαρή σα να μην είχε συμβεί τίποτα.
Ο Κάλεμπ σηκώθηκε όρθιος και είχε ήδη αρχίσει να προχωράει. Γύρισε το κεφάλι για να κοιτάξει το κορίτσι πάνω από τον ώμο του και ακολούθως να της χαρίσει ένα μικρό χαμόγελο. Η Σμιθ του το ανταπέδωσε, νευρικά.
Οι δύο δαίμονες για μια στιγμή κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ο Κάλεμπ είχε την πλάτη γυρισμένη προς την κοπέλα ενώ ο Αραέλ βρισκόταν απέναντι, με μία έκφραση που της ήταν αδύνατο να αναγνωρίσει.
«Με σένα θα μιλήσω μετά» του είπε με μία φωνή πιο βραχνή από ποτέ. Για ένα δευτερόλεπτο, της φάνηκε πως τον επίπληττε για κάτι «Υποτίθεται ότι έπρεπε να την προσέχεις, όχι να γίνεις φίλος της».
Οι ώμοι του Κάλεμπ φάνηκαν να βρίσκονται σε υπερένταση. Δίχως να του δώσει μία απάντηση, μιμήθηκε την Άρια, η οποία τον περίμενε μερικά μέτρα μακριά. Η Κατρίνα έμεινε λιγάκι πιο ήρεμη όταν τους είδε να περπατάνε μαζί...
...Μέχρι που έστρεψε το βλέμμα προς τον Αραέλ.
Αμέσως αναστατώθηκε.
Από την άλλη, η άκαμπτη έκφραση εκείνου φανερώς χαλάρωσε μόλις πρόσεξε-δίχως να γυρίσει-πως είχαν απομακρυνθεί αρκετά.
Άνοιξε το στόμα για να πει κάτι, όμως το μυαλό της είχε θολώσει. Ένα πονηρό χαμόγελο ανασήκωσε την άκρη των χειλιών του.
«Τι έγινε, Κατρίνα;» ρώτησε κοροϊδευτικά «Μήπως έχεις μείνει δίχως λόγια;»
Πίεσε τα χείλη και έσφιξε τις γροθιές ταυτοχρόνως. Είχε ανάγκη εκείνη την ένταση που ο θυμός της έδινε ώστε να μπορέσει να του απαντήσει, όμως δεν κατάφερε να την βρει. Η αμηχανία είχε καταβροχθίσει όλα τα μέρη του σώματος της.
Παρόλο που δεν μπόρεσε να του δώσει εκείνη την απάντηση που ήθελε, δεν θα έμενε με τα χέρια δεμένα. Σηκώθηκε όρθια.
«Νόμιζα...» Η φωνή της βγήκε αδύναμη, σαν ένας ψίθυρος «Νόμιζα πως σου είχα πει ότι δεν ήθελα να σε δω ξανά».
Εκείνος εγκατέλειψε το δέντρο με σκοπό να την πλησιάσει.
«Δεν σου έχουν πει οι καινούργιοι σου φίλοι; Είμαι άθλιος στο να τηρώ υποσχέσεις».
Εισέπνευσε από την μύτη δυνατά. Επιτέλους, άρχισε να νιώθει την οργή να μεγαλώνει μέσα της.
Σήκωσε το ένα χέρι προς το μέρος της Κατρίνας, η οποία αμέσως κοκκάλωσε όταν ένιωσε τον αντίχειρα του να αγγίζει την ζαρωματιά που είχε εμφανιστεί ανάμεσα από τα φρύδια της. Ένιωθε καυτή την αφή...
«Παραδέξου πως σου έλειψα» είπε δίχως να πάψει να χαμογελάει.
Αποτραβήχτηκε για να αποφύγει την επαφή.
«Για ποιο λόγο να πω ψέματα;» Η απάντηση της δεν εξαφάνισε το χαμόγελο του.
«Εγώ ξέρω πως σου έλειψα».
«Δεν είναι αλήθεια» επέμεινε. Εκμεταλλεύτηκε την ελάχιστη γενναιότητα που είχε κερδίσει και πρόσθεσε με κακή πρόθεση: «Εσύ δεν μπορείς να ξέρεις τι σκέφτομαι».
«Δεν χρειάζεται πάντα αυτό» Τα μάτια του μισόκλεισαν, και ένα ίχνος υπεροψίας χαράχτηκε στην έκφραση του «Μπορώ να δω στο πρόσωπό σου πόσο πολύ θες αυτή την στιγμή να χαμογελάσεις».
Κάτι πήγαινε λάθος. Πού βρισκόταν η οργή μου; Γιατί δεν ήμουν αρκετά αναστατωμένη που τον είχα εδώ μπροστά μου; Τότε ήταν, που κατάλαβα ότι η καρδιά και η αναπνοή μου είχαν επιταχύνει με ένα υπερφυσικό τρόπο.
Κάρφωσε το βλέμμα στο έδαφος και σταύρωσε τα χέρια, περιμένοντας ένα θαύμα να την καθησύχαζε.
«Πώς πάει η δαγκωματιά;» ρώτησε κοροϊδευτικά.
Ανασήκωσε τους ώμους. Η αλήθεια ήταν ότι ώρες-ώρες ξεχνούσε πως η πληγή βρισκόταν εκεί, μονάχα εκείνο το μέρος του μπράτσου της το ένιωθε μουδιασμένο. Είχε περάσει τις τελευταίες μέρες απλώνοντας κρέμες με την ελπίδα πως το σημάδι θα εξαφανιζόταν πιο γρήγορα, παρόλο που ακόμη φαινόταν απαίσιο.
«Υποθέτω ότι είδες τον Μαξιμιλιάνο» συνέχισε με τον ίδιο τόνο, «και σε ευχαρίστησε για την τεράστια θυσία που έδωσες με αντάλλαγμα να σώσεις την ζωή του».
Η θνητή του έδωσε ένα βλέμμα γεμάτο μίσος. Μέχρι τώρα, το μόνο που μπόρεσε να μάθει για τον γείτονα, ήταν πως πια δεν ήταν γείτονας της. Από την μια μέρα στην άλλη, αθόρυβα, είχε φύγει από το απέναντι διαμέρισμα και δεν εμφανίστηκε ποτέ. Δεν είδε την πόρτα ανοιχτή ξανά από εκείνο το συμβάν πριν δύο μήνες.
Έκλεισε τα μάτια σφικτά για ένα δευτερόλεπτο, και εισέπνευσε βαθιά.
«Σε παρακαλώ πες μου ότι ήρθες για κάτι πιο συγκεκριμένο από το να με ενοχλήσεις».
«Έλα» είπε...Μάλλον διέταξε.
Όμως το κορίτσι έμεινε εκεί, ακίνητη. Μετά βίας προχώρησε δύο μέτρα πριν να σταματήσει και να την κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Εκείνη κούνησε το κεφάλι αρνητικά και ο δαίμονας σήκωσε το ένα φρύδι.
«Θα προτιμούσα να μείνω σε ουδέτερο έδαφος» αποφάσισε.
Έγειρε το κεφάλι, κοιτώντας με περιφρόνηση τριγύρω του, προς τα άλλα πέντε τραπεζάκια, γεμάτα από πελάτες. Η Κατρίνα μπόρεσε να προσέξει κάποια δυσφορία στην έκφραση του.
«Δεν μου αρέσει να βρίσκομαι περικυκλωμένος από ανθρώπους» μουρμούρισε με πικρία.
«Θέλω να μείνω εδώ» επέμεινε.
Ο Αραέλ αναστέναξε.
«Πρέπει να σου μιλήσω για κάτι. Θα μπορούσαμε να πάμε σε άλλο μέρος;» Γύρισε προς το μέρος της, και τότε τα μάτια τους συναντήθηκαν για μια στιγμή μέχρι που βάναυσα πρόσθεσε: «Σε παρακαλώ».
Πρόφερε την λέξη με δυσκολία, λες και το γεγονός να το πει δυνατά ήταν κάτι μισητό και επίμαχο για αυτόν.
Μίσησε τον ίδιο της τον εαυτό, όμως της ήταν αδύνατο να αγνοήσει την αδύναμη ικεσία που φανερώθηκε στις γκρι κόρες ματιών του.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, πριν να μαζέψει τα υπολείμματα που έμειναν επάνω στο τραπέζι για να τα βάλει στον κάλαθο απορριμμάτων.
Άργησε περισσότερο από το κανονικό, μονάχα για να του σπάσει τα νεύρα. Τον έφτασε ενώ σταύρωνε πάλι τα χέρια, προσπαθώντας να δείξει πόσο θυμωμένη ήτανε. Κράτησε τον ένα μέτρο ασφαλής απόστασης και αρνήθηκε να σηκώσει το βλέμμα επάνω του. Ακόμη κι έτσι, ήταν ικανή να αντιληφθεί το ελαφρύ γέλιο που ξέφυγε από τα χείλη του.
Αυτό ήταν αρκετά παράξενο...Εκείνος δεν ήταν θυμωμένο, ως συνήθως. Ούτε έδειχνε εχθρικός. Η κοπέλα ένιωσε ξανά ανασφαλής.
Λόγω του ότι εκείνος είχε καταστρέψει την έξοδο, και ούτε ήταν σίγουρη πού θα πήγαινε ή πόσο θα διαρκούσε η συζήτηση, αποφάσισε να ακολουθήσει το μονοπάτι προς το σπίτι της.
Να βρίσκεται μαζί του ήταν διαφορετικό από το να βρίσκεται με τον Κάλεμπ και την Άρια. Η παγερή αύρα που περικύκλωνε την ατμόσφαιρα ήταν ανόμοια, αλλά δεν κατάφερνε να ανακαλύψει πώς γινόταν αυτό. Ο δαίμονας έκπεμπε ένα ηλεκτρικό ρεύμα που εξαπλωνόταν προς το κορίτσι και το έκανε να νιώθει λες και ένα ρίγος διαπερνούσε συνεχώς την ραχοκοκαλιά της. Ήταν αδύνατο να χαλαρώσει δίπλα του.
«Έχεις βρει τον Φόραξ;» ψιθύρισε. Το ενδιαφέρον και ο τρόμος της απάντησης που περίμενε ήταν το ίδιο υπερβολικά.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά, συνοφρυωμένος και με το βλέμμα στην άσφαλτο. Φαινόταν να βρίσκεται χαμένος σε κάποια συγκεκριμένη σκέψη, και η περιέργεια να μάθει τι ήταν αυτό που κατακτούσε το μυαλό του θόλωσε την νευρικότητα που προηγουμένως ένιωθε. Δάγκωσε τα χείλη.
«Πες μου γιατί ήρθες» ζήτησε.
Χωρίς ακόμη να της μιλήσει, έβαλε το ένα χέρι μέσα στην τσέπη της ζακέτας για να βγάλει μία μικρή φωτογραφία. Την έτεινε προς το μέρος της. Η Σμιθ πήρε την εικόνα στα χέρια της, παρατηρώντας την με συνοφρυωμένη.
Ένας άντρας με μαλλιά και μάτια καστανού σκούρου χρώματος, με μία πολύ σοβαρή έκφραση, φαινόταν να την κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια μέσω της φωτογραφίας. Δεν τον γνωρίζω, αλλά έχει κάτι στις εκφράσεις του που μου είναι γνωστά και δεν ξέρω γιατί.
«Ποιος είναι;»
«Ο Τζορτζ Μπέτον» απάντησε αδιάφορα «Ο παππούς σου».
Τα μάτια της γούρλωσαν.
«Τι;» ψιθύρισε. Το αίμα εγκατάλειψε το πρόσωπο της όταν συνειδητοποίησε για ποιο λόγο της φαινόταν γνωστός. Υπήρχαν μερικά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του, ίδια με του πατέρα της. Ξαφνικά, ένιωσε κάπως ζαλισμένη «Τ-τον βρήκες; Α-αλλά πώς...;»
«Έχω τα δικά μου κόλπα» απάντησε γρήγορα «Και δεν μπορώ να σου τα αποκαλύψω».
Της φάνηκε πως ο δαίμονας είχε χαμογελάσει, αλλά από την στιγμή που δεν τον κοιτούσε, δεν μπορούσε να είναι σίγουρη.
«Και;» ψιθύρισε με τρόμο. Σήκωσε το βλέμμα, αναποφάσιστη αν ήθελε να μάθει την αλήθεια «Υπάρχει...υπάρχει κάτι εξωπραγματικό σε εκείνον;»
Η διάθεση του άλλαξε μονάχα με ένα αναστεναγμό.
«Όχι» αποκρίθηκε και πίεσε τα χείλη.
Εκείνη η απάντηση την ξάφνιασε ίσως περισσότερο απ' όσο έπρεπε, δεδομένου ότι στην πραγματικότητα ένα μέρος του μυαλού της είχε συσχετίσει ότι, βρίσκοντας τον παππού της, θα έβρισκαν την επίλυση όλου αυτού του θέματος. Και πως, επιτέλους, το αίνιγμα θα τελείωνε.
Προφανώς, έκανε λάθος.
«Τίποτα;» Η φωνή της έκφρασε μέρος της απογοήτευσης.
«Τίποτα» είπε σιγανά, με μία εμφανή απογοήτευση «Είναι μονάχα ένας ακόμη θνητός, που έκανε πολλά λάθη στην ζωή του. Δεν έχει τίποτα το αφύσικο. Ούτε έχεις το ίδιο χρώμα ματιών με αυτόν. Τα δικά του είναι εντελώς συνηθισμένα».
«Ναι, η γιαγιά μου το είπε» Σούφρωσε τα φρύδια «Μίλησες μαζί του ή κάτι τέτοιο;»
«Κάτι τέτοιο» Η γκριμάτσα που έκανε, άφησε το κορίτσι να σκέφτεται πώς είχε καταφέρει εκείνος να λάβει εκείνη την πληροφορία.
Του επέστρεψε την φωτογραφία, όμως εκείνος αρνήθηκε να την πάρει με ένα κούνημα του κεφαλιού, έτσι αναγκάστηκε να την φυλάξει στην τσέπη της, κάνοντας μία γκριμάτσα περιφρόνησης. Βαθιά μέσα της, δεν ήξερε αν ήθελε να την κρατήσει μαζί της, αφού δεν ένιωθε ούτε λίγη συμπάθια προς εκείνο τον άντρα. Για την Κατρίνα, ήταν ένας άγνωστος, και έτσι ήθελε να συνεχίζει να σκέφτεται.
«Και τώρα τι;» ρώτησε καθώς ύψωνε το πιγούνι «Σου τελείωσαν οι επιλογές;»
«Βρήκα κάτι...πολύ περίεργο στο Woodinville».
«Ήσουν στο Woodinville;» Σούφρωσε τα φρύδια. Για ποιο λόγο να πάει στην πόλη όπου γεννήθηκε; Έγειρε το κεφάλι, με την ερώτηση να στροβιλίζεται στις σκέψεις «Αραέλ, δεν τόλμησες να επισκεφτείς την γιαγιά μου, έτσι;»
«Γιατί να πω ψέματα;» επανέλαβε τα ίδια της τα λίγα, κοροϊδευτικά.
Αλλά εμένα δεν μου φάνηκε κάτι αστείο.
Σταμάτησε απότομα και στάθηκε μπροστά του.
«Η γιαγιά μου είναι εβδομήντα πέντε ετών!» αναφώνησε έντρομη «Θα μπορούσες να την σκοτώσεις!»
Εκείνος στροβίλισε τα μάτια στον ουρανό, προκαλώντας τον θυμό μέσα της να φλέξει. Έμπηξε τα νύχια στις παλάμες των χεριών της σε μία μάταιη προσπάθεια να τον μειώσει.
«Όμως δεν το έκανα».
«Δεν...» Η οργή εξαπλώθηκε σε κάθε μέρος του κορμιού της, βάφοντας κόκκινο το πρόσωπο της «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό».
Στένεψε τα μάτια, προκλητικός.
«Σε προειδοποίησα πως δεν θα εγκατέλειπα αυτό το θέμα».
«Αλλά μην μπλέκεις την οικογένεια μου σε όλο αυτό!» μούγκρισε «Το υποσχέθηκες, είπες πως εκείνοι δεν σε ενδιέφεραν!»
«Υποσχέθηκα πως δεν θα τους έκανα κακό» συμπλήρωσε, και κούνησε το κεφάλι «Αλλά από την αρχή σου είπα ότι θα έπρεπε να ερευνήσω επίσης στο παρελθόν σου» Την κοίταξε με ένα συναίσθημα που η ίδια δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει «Και από την στιγμή που εσύ δεν θες να με βοηθήσεις, είμαι αναγκασμένος να το κάνω εγώ ο ίδιος».
Η Σμιθ του χάρισε ένα βλέμμα γεμάτο δηλητήριο. Εκείνος δεν φάνηκε να ενοχλείτε. Και ένα μικρό μέρος του μυαλού της πράγματι ξαφνιάστηκε που, σε αυτό το σημείο, δεν της φώναζε πίσω όπως συνήθιζε να κάνει.
«Εκείνη είναι καλά, Κατρίνα» συνέχισε, ακόμα με σοβαρή φωνή «Δεν της έκανα απολύτως τίποτα κακό. Σε διαβεβαιώ πως ούτε που κατάλαβε ότι βρισκόμουν εκεί».
Ανάπνευσε από την μύτη. Η θερμότητα του αίματος που συσσωρεύτηκε στο πρόσωπο της δεν την εγκατέλειπε ακόμη, αλλά η απαθής έκφραση του κατάφερε να την κάνει να αρχίσει να αποχωρεί με το πέρασμα των λεπτών. Δεν έμεινε εντελώς ήρεμη, όμως τελικά έγνεψε θετικά. Θα καλούσε αργότερα την γιαγιά της για να επιβεβαιώσει αυτό που ο δαίμονας έλεγε.
«Και τι το περίεργο βρήκες στο Woodinville;» ρώτησε.
Τότε τον είδε να βγάζει κάτι άλλο από τις τσέπες του. Ήταν ένα κομμάτι χαρτιού κάπως παλιό και αρκετά ζαρωμένο. Όταν της το έδωσε, πρόσεξε πως ήταν ένα απόσπασμα από μία παλιά πληροφορία. Έστρεψε όλη την προσοχή σε αυτό, αλλά καθώς διάβαζε άρχισε να χλομιάζει.
Το κείμενο περιέγραφε την εμπειρία των νεόνυμφων που είχαν αποκτήσει τα πρώτα τους παιδιά, δίδυμα. Το αγοράκι, το οποίο γεννήθηκε πρώτο, κατάφερε να φτάσει στον κόσμο δίχως κανένα πρόβλημα, όμως στο κοριτσάκι δεν εντόπισαν καρδιακούς παλμούς. Το στομάχι της Κατρίνας σφίχτηκε μόλις διάβασε πως, μερικές ώρες μετά που το δήλωσαν νεκρό, και αφού το πήραν στο νεκροτομείο, άκουσαν το κλάμα του βρέφους.
Τα ονόματα των γονιών των δύο βρεφών ήταν Έλσα και Φρέντ Σμιθ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro