Κεφάλαιο 6
Σούκου...τί είπε μόλις;
«Τι εννοείς;»
«Δεν ξέρεις τι είναι ένα σούκουμπους;» έθεσε το ερώτημα με μία χροιά που έδειχνε πόσο απογοητευμένος ήτανε.
Σήκωσε το ένα φρύδι «Θα έπρεπε;»
«Πώς να σου το εξηγήσω;» δίστασε, γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω για να κοιτάξει τον ουρανό «Λοιπόν, με μία ανακεφαλαίωση, είναι ένας δαίμονας του σεξ».
Αναρίγησε. Ένιωσε την επιθυμία να φωνάξει και να φύγει τρέχοντας από εκεί.
Τότε...εκείνη με χειραγώγησε; Εκείνη κατάφερε...να εισέλθει στο μυαλό μου;
«Θ-θέλω να πάω σπίτι» είπε απότομα.
Η μόνη ιδέα πως εκείνη μπορούσε να συνεχίσει να βρίσκεται κοντά της, την έκανε να ανατριχιάσει. Εκείνος πρόσεξε την αναστάτωση της, και έγνεψε θετικά.
Περπάτησαν βεβιασμένα μερικές οδούς, μέχρι που η Κατρίνα άρχισε να αναγνωρίζει το κέντρο της πόλης. Όταν βρήκε ένα ταξί, ύψωσε το χέρι και το σταμάτησε. Άνοιξε την πόρτα του οχήματος, όμως εκείνη την στιγμή είδε τον Κάλεμπ να απομακρύνεται.
«Πού πας;» τον ρώτησε. Εκείνος γύρισε για να την κοιτάξει παράξενα «Έλα εδώ».
Ανασήκωσε τα φρύδια, δίχως να κάνει την παραμικρή προσπάθεια για να κρύψει την έκπληξη στο πρόσωπό του.
«Αλήθεια;»
«Όχι, μικρέ δαίμονα, απλά μου αρέσει να κάνω αστεία» ρόλαρε τα μάτια «Ανέβα επιτέλους».
Δίστασε, στρέφοντας το βλέμμα μια στο όχημα και μια στο κορίτσι.
«Πάμε!» συνέχισε, ήδη ενοχλημένη «Είσαι ένας δαίμονας, δεν μπορείς να φοβάσαι ένα απλό ταξί».
Και, σαν αυτό να είχε πληγώσει την υπερηφάνεια του, τα χείλη του Κάλεμπ έγιναν μία ευθεία, και εισήλθε στο αυτοκίνητο χωρίς να πει τίποτα. Εκείνη τον μιμήθηκε.
Η διαδρομή ήταν σιωπηλή...και κάπως άβολη. Ήλπιζε να μην τον είχε στεναχωρήσει με αυτό που είπε, διότι εκείνος είχε το βλέμμα καρφωμένο μπροστά, με ένα χέρι επάνω στα χείλη του σα να σκεφτόταν. Το κορίτσι ζήτησε στον ταξιτζή να σταματήσει λίγα τετράγωνα μακριά από την πολυκατοικία όπου διέμενε και, όταν εγκατέλειψαν το όχημα, ο Κάλεμπ συνέχιζε σιωπηλός.
Δεν άντεξε περισσότερο «Κάλεμπ;» ρώτησε προσεκτικά.
Την κοίταξε επάνω από τον ώμο του.
«Τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω τώρα;»
«Σε τι αναφέρεσαι;»
Η Σμιθ ανασήκωσε τους ώμους.
«Σε όλα» απάντησε με ανασφάλεια «Σχετικά με τον Αραέλ, με το ότι πάντοτε εσύ βρίσκεσαι εδώ, με το ότι η Άρια είναι μπλεγμένη σε αυτό επίσης. Εννοώ, υποτίθεται πως πρέπει να έχω μία φυσιολογική ζωή, αλλά με όλα αυτά είναι αδύνατον» Έστρεψε το βλέμμα αλλού και δάγκωσε το κάτω χείλος «Μερικές φορές ούτε που μπορώ να δουλέψω σωστά, γιατί είμαι αρκετά αφηρημένη με αυτό που συμβαίνει. Όποτε έρχονται οι γονείς μου να με δουν, προσέχουν πως κάτι δεν πάει καλά μαζί μου, πως έχω αλλάξει. Και δ-δεν μπορώ ούτε να κοιτάξω τα παιδιά, τους γονείς ή τους συνεργάτες μου στο νηπιαγωγείο δίχως να αναρωτιέμαι αν κάποιος από αυτούς δεν είναι θνητός...Κανένα μέρος δεν είναι πια σίγουρο».
Εκείνος μελέτησε τα λόγια της για μια στιγμή.
«Κατρίνα...» είπε σιγανά, και μετά ένας αναστεναγμός κούρασης ξέφυγε από τα χείλη του, «για να είμαι ειλικρινής, σκέφτομαι ότι δεν μπορείς πια να έχεις μία φυσιολογική ζωή».
Η φωνή του δεν υιοθέτησε εκείνη την απαλή χροιά που συνήθιζε να έχει. Το στομάχι της σφίχτηκε και ένα συναίσθημα σχεδόν επώδυνο κατέβαλε μεγάλο έδαφος στο στήθος της.
«Δεν έχω ιδέα για ποιο λόγο, από την μια μέρα στην άλλη, άλλαξες και έπαψες να είσαι όπως όλοι οι άλλοι. Εγώ το μόνο που ξέρω, το μόνο που μπορώ να σου πω, είναι πως όταν η ζωή γίνεται δύσκολη, έχεις δύο επιλογές: ή πεθαίνεις, ή παλεύεις για να επιζήσεις».
«Δεν θέλω να πεθάνω...» Και δεν ήταν μέχρι εκείνη την στιγμή, που τα ίδια της τα λόγια καταστάλαξαν με ένα συντριπτικό βάρος μέσα της.
Ήταν αλήθεια, δεν ήθελε να πεθάνει. Αν και εκείνη την μέρα είχε πει στον Αραέλ να την σκοτώσει, στην πραγματικότητα, δεν ήθελε να δώσει τέλος στην ζωή της.
Δεν ήξερε με απόλυτη βεβαιότητα τι περίμενε από τον ίδιο της τον εαυτό, ούτε από τα μελλοντικά της σχέδια. Δεν ήταν σίγουρη αν λαχταρούσε τον τρόπο ζωής που πολλοί είχαν. Να κάνει παιδιά, να παντρευτεί και να παραμείνει δίπλα σε ένα άτομο μέχρι το τέλος των ημερών δεν φαινόταν μία ελκυστική διαδρομή για εκείνη. Η αλήθεια ήταν ότι η ιδέα να ζήσεις με κάποιο σαν αυτόν της φαινόταν αρκετά περίπλοκη, πολύ περισσότερο αυτή του να προσέχεις ένα πλασματάκι τόσο ανυπεράσπιστο όσο ένα μωρό. Για αυτό όμως που ναι ήταν σίγουρη, ήταν πως ήθελε να ζήσει αρκετά ώστε να το ανακαλύψει.
«Δεν νομίζω ότι αξίζεις τον θάνατο με τέτοιο τρόπο» συμφώνησε εκείνος «Εννοώ, ξέρω ότι στο τέλος θα αφήσεις αυτό τον κόσμο, κάποια μέρα, αλλά δεν θεωρώ ότι είναι κάτι δίκαιο η ψυχή σου να καταβροχθιστεί από δαίμονες, απλά επειδή είναι ελκυστική. Και πολύ λιγότερο αν δεν το ζήτησες εσύ, αν δεν έκανες τίποτα για να το αξίζεις».
«Χρειάζομαι την ψυχή μου πίσω» είπε δίχως δεύτερη σκέψη.
Τον είδε να κάνει μία γκριμάτσα δυσαρέσκειας, την ίδια στιγμή που έκρυβε τα χέρια στις πισινές τσέπες του παντελονιού.
«Λοιπόν, αυτό είναι ένα πολύ περίπλοκο θέμα».
Η Κατρίνα τον κοίταξε συνοφρυωμένη.
«Γιατί το λες αυτό;»
«Το θέμα είναι πως...» μουρμούρισε, πιέζοντας τα χείλη και σουφρώνοντας τα φρύδια με αβεβαιότητα, «στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζω τον πραγματικό λόγο που ο Αραέλ σημάδεψε την ψυχή σου. Δεν ξέρω αν το έκανε επειδή στα αλήθεια επιθυμεί, κάποια μέρα, να μείνει με εκείνη... Ή αν το έκανε σε μία προσπάθεια του να...σε προστατεύσει».
Σταμάτησε απότομα να περπατάει και παρατήρησε πως είχε φτάσει στην πολυκατοικία που διέμενε.
«Τι λες;» ψιθύρισε, και ξαφνικά ένιωσε δύσπνοια.
«Άκουσες αυτό που είπε η Άρια» απάντησε με τα μάτια καρφωμένο στο έδαφος, παίρνοντας μία έκφραση σκεπτική «Πολλοί θα τον σέβονται και δεν θα σου επιτεθούν ξέροντας ότι έχεις σημαδευτεί από εκείνον. Και αυτό θα μπορεί να μειώσει τον αριθμό δαιμόνων που θα θέλουν να σε σκοτώσουν».
Μιλούσε σοβαρά τώρα; Όχι. Δεν μπορεί. Μήπως έπαιζε μαζί της;
«Όχι» είπε ρητά «Το έκανε ήδη πολύ σαφές πως εκείνη την μέρα που εγώ θα πεθάνω από φυσιολογικά αίτια, εκείνος θα μείνει με την ψυχή μου, Κάλεμπ».
«Αυτό ακριβώς είναι το θέμα» ακούστηκε αρκετά πεισμένος για όσα έλεγε «Ο Αραέλ δεν περιμένει ποτέ για κάτι. Αν θέλει κάτι, κάνει οτιδήποτε περνά από το χέρι του για να το αποκτήσει γρήγορα» Αναστέναξε θλιμμένος «Τι είναι αυτό που λέει πάντα;»
«Η υπομονή δεν είναι το φόρτε του;» τόλμησε.
Σούφρωσε τα φρύδια, κοιτώντας την με πλάγιο βλέμμα. Ένα ίχνος έκπληξης εμφανίστηκε στα χαρακτηριστικά του.
«Ακριβώς. Τότε, τον ενδιαφέρει να μάθει πώς το μυαλό σου είναι απροσπέλαστο και γιατί η ψυχή σου δεν είναι ορατή, και κάνει τα αδύνατα δυνατά για να το ανακαλύψει» Κούνησε το κεφάλι «Όμως, να αργεί να κατακτήσει την ψυχή σου;»
Ξαφνικά, ένιωσε την ανάγκη να στηριχτεί στον τοίχο του διαδρόμου του ορόφου όπου βρισκόταν το διαμέρισμα της για να μην χάσει την ισορροπία της.
«Ε-είπε...ότι ήμουν καλός άνθρωπος και πως δεν άξιζα να πάω τόσο γρήγορα στην Κόλαση».
«Το πρόβλημα είναι ότι ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο!»
«Όχι, όχι, όχι...» Κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε, με μία μάταιη απόπειρα να μειώσει την ανυπόφορη απελπισία που απειλούσε να την τρελάνει «Α-αν ήταν έτσι, γιατί απλά δεν μου το είπε και τέλος;»
«Γιατί ο Αραέλ είναι διαταραγμένος!» αναφώνησε, σαν η απελπισία αυτόν επίσης να τον κατάπινε «Ούτε σε εμένα κι στην Άρια μας τα λέει όλα. Εκείνος ο άθλιος δεν εμπιστεύεται κανένα εκατό τοις εκατό. Από όλα όσα λέει, πάντα πρέπει να πιστεύεις τα μισά».
«Α-Αλλά γιατί; Γιατί είναι έτσι;»
Ο Κάλεμπ δεν απάντησε. Έστρεψε το βλέμμα αλλού και ανασήκωσε απλά τους ώμους.
«Άφησε με να μαντέψω» είπε σαρκαστικά: «δεν μπορείς να μου πεις».
Εκείνος δάγκωσε τα χείλη και αρνήθηκε να της επιστρέψει το βλέμμα.
«Λυπάμαι» μουρμούρισε ζητώντας συγγνώμη, «αυτό το θέμα είναι...πολύ προσωπικό. Εάν μάθεις κάποια στιγμή για αυτόν, καλύτερα να είναι από τον ίδιο».
Αναστέναξε «Μπορώ να μάθω τουλάχιστον γιατί τα φτερά του δεν είναι τα ίδια με αυτά του Φόραξ;»
Έμεινε σιωπηλός για ακόμη μια φορά.
«Κάλεμπ!»
«Δεν μπορώ να σου πω!» σταμάτησε μπροστά της απότομα και η κοπέλα τρόμαξε «Κοίταξε, πραγματικά, τίποτα από αυτά έχουν σημασία, εντάξει; Το ίδιο κάνει πώς έχει φτάσει στην Κόλαση, ο Αραέλ συνεχίζει να είναι ένας δαίμονας, καταλαβαίνεις; Μην τον υποτιμάς, και να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα μαζί του. Είναι η καλύτερη συμβουλή που μπορώ να σου δώσω».
Έγνεψε, δίχως να πει κάτι άλλο.
Εκείνος άφησε ένα αναστεναγμό εξοργισμένος, και της ένεψε για να εισέλθει στον διαμέρισμα της.
Τον υπάκουσε και, βάζοντας τα κλειδιά στην κλειδαρότρυπα, άνοιξε την πόρτα. Έκανε μερικά βήματα μπροστά και δεν μπόρεσε να μην δείξει μια απαξιωτική στάση απέναντι του. Δεν καταλάβαινε γιατί κι εκείνος επέμενε να περικυκλώνει τον σέξι ηλίθιο με τόσο μυστήριο. Τι ήταν αυτό το τόσο σοβαρό που η Σμιθ δεν έπρεπε να ξέρει;
Δεν γνώριζε αν εκείνος έμεινε εκεί, μαζί της, ενώ κοιμόταν, ή αν έφυγε στο άλλο δωμάτιο να ξεκουραστεί. Στην κατάσταση που βρισκόταν, τόσο θυμωμένη, δεν την ενδιέφερε και πολύ να το μάθει.
Την επόμενη μέρα την πέρασε στο διαμέρισμα της, και ευτυχώς που η συγκεκριμένη μέρα περιέργως ήταν απολύτως φυσιολογική. Δεν μίλησε με τον Κάλεμπ, δεν τον έψαξε στο διπλανό δωμάτιο ούτε τον περίμενε για να τον δει έξω από την πολυκατοικία. Αποφάσισε πως δεν θα περίμενε για να τον συναντήσει. Ήταν κάπως θυμωμένη με εκείνον διότι της είχε μιλήσει με υψωμένο τόνο, αλλά επίσης καταλάβαινε ότι η ίδια μερικές φορές κατέληγε να είναι πολύ εκνευριστική. Το καλύτερο ήταν να δώσουν χρόνο ο ένας στον άλλο.
Καθ' όλη την διάρκεια της Δευτέρας, έβρισκε τον εαυτό της κάπως νευρικό, επειδή δεν είχε συναντήσει τον δαίμονα καθόλου έξω από την δουλειά της. Ούτε ένιωθε την παρουσία του κοντά, και αυτό την ανησυχούσε. Θύμισε στον εαυτό της για δέκατη έκτη φορά πως, αν χρειαζόταν μία πραγματική βοήθεια, αν έμπλεκε σε μπελάδες μπορούσε να χρησιμοποιήσει το βραχιόλι, αν κι βαθιά μέσα της δεν ήθελε να το κάνει.
Όταν έφτασε η ώρα να φύγει, πήρε την απόφαση να λύσει με οριστικό τρόπο αυτό που την απασχολούσε–ή τουλάχιστον να μειώσει-ένα μέρος όλων των φόβων της. Και απομακρύνθηκε από το κέντρο της πόλης για να πάει να πάρει κάτι συγκεκριμένο.
Μετά από πέντε λεπτά, βγήκε από ένα μαγαζί με ένα σταυρό στην τσάντα της.
Βάδιζε πάλι προς το σπίτι της όταν ξαφνικά ανατρίχιασε. Ένας περίεργος...κρύος αέρας της υπόδειξε πως υπήρχε κάτι ασυνήθιστο.
Άρκεσε να κοιτάξει δεξιά για να συναντήσει δύο πλάσματα, ένας άντρας κι μία γυναίκα νεαρής ηλικίας, σχεδόν κοντά στην δική της ηλικία. Ένα ζευγάρι μωβ μάτια και άλλο ένα πορτοκαλί εκείνη την στιγμή καρφώθηκαν επάνω της, όμως προσποιήθηκε ότι δεν τους είδε.
Συνέχισε να περπατάει αλλά ήξερε πως την ακολουθούσαν. Το ένιωθε.
Σταμάτησε απότομα.
«Πολύ ενδιαφέρουσα επιλογή ψώνιων» μίλησε η δαίμονας με σιγανή φωνή. Είχε ήδη βρεθεί ακριβώς μπροστά της.
«Μονάχα είναι μερικά πράγματα για να κρατήσω μακριά μερικούς ανυπόφορους δαίμονες» μουρμούρισε η Κατρίνα, κοιτώντας ακόμη το έδαφος.
«Λυπάμαι που δεν ήμουν μαζί σου σήμερα» είπε ο Κάλεμπ, με ένα τόνο που της φάνηκε κάπως αποθαρρυνμένος.
Ανασήκωσε τους ώμους.
«Είμαι κουρασμένη» είπε γρήγορα και τότε τους κοίταξε, μονάχα για να δει τις αντιδράσεις τους «Γιατί δεν συζητάμε άλλη μέρα;»
Η Άρια χαμογέλασε μοχθηρά, καταστρέφοντας την ελπίδα της να τους απομακρύνει.
«Δεν το νομίζω» απάντησε με σιγουριά «Τώρα, θα έπρεπε να πάμε σε ένα μέρος πιο προσωπικό».
«Γιατί;»
«Θέλω να κάνω μερικά μικρά πειράματα. Αρχικά με ενδιαφέρει αν δω αν το αίμα σου αντιδρά ασυνήθιστα αν το εκθέσω σε ορισμένα...»
«Ούτε για αστείο!» αναφώνησε, δίχως να την αφήσει να τελειώσει.
Εκείνη σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος και ξεφύσησε. Η Σμιθ είδε με πλάγιο βλέμμα τον Κάλεμπ να κοιτάει την δαίμονα με αποδοκιμασία.
«Είναι μόνο λίγο αίμα» επέμεινε εκείνη.
«Όχι. Και μην τολμήσεις να κάνεις αυτό που έκανες την προηγούμενη μέρα» την προειδοποίησε προσπαθώντας να αναφερθεί στο περιστατικό του ελέγχου επάνω της.
«Σου είπα πως είναι κακή ιδέα» μουρμούρισε ο Κάλεμπ.
«Κοίταξε, εσύ» απείλησε, απευθυνόμενη προς την δαίμονας, καταβάλλοντας προσπάθεια για να ακουστεί όσο πιο σοβαρή μπορούσε, «δεν υπάρχει τίποτα κακό με το αίμα μου. Και ούτε να το σκεφτείς πως θα...» Εκείνη ήταν πιο γρήγορη από τα λόγια της.
Το μόνο που η Κατρίνα ένιωσε, ήταν ο οξύς πόνος μιας τομής στο πάνω μέρος της δεξιάς παλάμης.
Τινάχτηκε από την θέση της, κοιτώντας πώς ανοιγόταν μία γραμμή βαθύ κόκκινου χρώματος στον καρπό του χεριού της. Ο Κάλεμπ αντέδρασε αμέσως. Πλησίασε προς το μέρος της κοπέλας για να εξετάσει την πληγή, όμως δεν του επέτρεψε να την αγγίξει. Μπόρεσε να προσέξει πώς η δαίμονας φύλαγε το μικρό μαχαίρι, με το οποίο την είχε πληγώσει, σε ένα απαλό μικρό κομμάτι υφάσματος.
Ξαφνικά, μία οργή την κατέκλυσε και σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο κατέληξε σε όλο της το κορμί. Δολοφόνησε και τους δυο με το βλέμμα της.
«Ω, έλα τώρα, Κατρίνα» είπε η Άρια, ρολάροντας τα μάτια, «Μην θυμώνεις. Μονάχα ήταν ένα κοψιματάκι».
«Σκάσε» απάντησε μέσα από τα δόντια της «Και απομακρύνσου από εμένα».
«Άφησε με να δω την πληγή σου» ζήτησε ο δαίμονας, τείνοντας το ένα χέρι προς το μέρος της.
«Όχι» μούγκρισε «Δεν θέλω να με συνοδεύσεις, ούτε να βρίσκεται τριγύρω από το διαμέρισμα μου. Νομίζεις ότι είναι εύκολο να νιώθω την παρουσία σου κοντά όλη την ώρα;»
Εκείνος άνοιξε τα μάτια, μπερδεμένος.
«Όμως...»
«Όχι!» Η ίδια της η φωνή της φάνηκε ξένη, όμως δεν έδωσε σημασία σε αυτό εκείνη την στιγμή.
Η έκφραση του Κάλεμπ έγινε σοβαρή.
«Λυπάμαι, Κατρίνα, αλλά σου έχω ήδη πει πως δεν μπορώ να φύγω».
«Δεν με ενδιαφέρει τι σου έχει πει ο Αραέλ. Δεν θέλω κανένα από τους δυο σας κοντά μου. Έχω μπουχτίσει με όλα αυτά! Εσύ και αυτή η σούκουμπους, εξαφανιστείτε από μπροστά μου!»
Και οι δύο την κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια, ενώ η Κατρίνα κρατούσε το πληγωμένο χέρι της.
Έκανε μία στροφή εκατό ογδόντα μοιρών και περπάτησε μέχρι να βρει την πιο κοντινή στάση λεωφορείου. Της ήταν αδύνατο να μην νιώσει την παρουσία τους. Ήξερε ότι ήταν κοντά, αλλά αποφάσισε να προσποιηθεί ότι δεν το ήξερε. Να προσποιηθεί πως δεν την επηρέαζαν.
Και έτσι έκανε κι τις υπόλοιπες δύο μέρες. Αν θύμωσαν και αποφάσισαν να την αφήσουν ήσυχη, δεν την ενδιέφερε. Το μόνο πράγμα που ήξερε, ήταν πως δεν τους είδε ξανά κοντά της.
Μέχρι τα μέσα της εβδομάδας, δεν τόλμησαν να εμφανιστούν στον δρόμο της. Το προαίσθημα ωστόσο πως βρίσκονταν κοντά ήταν αναπόφευκτο. Μερικές φορές μπορούσε να νιώσει μονάχα τον Κάλεμπ, λοιπόν τους ξεχώριζε διότι η παρουσία εκείνης την έκανε να ανατριχιάζει. Εκείνου, κατά κάποιο τρόπο, όχι τόσο.
Απλώς προσποιούνταν ότι δεν μπορούσε να αντιληφθεί τις αύρες τους, και σκόπευε να ζήσει την ζωή της ως συνήθως. Και, για σιγουριά, κάθε φορά που βρισκόταν έξω από το διαμέρισμά της, είχε τον σταυρό κρυμμένο μέσα στην τσέπη του σακακιού, σε περίπτωση που κάποιος από τους δύο αποφάσιζε να την αντιμετωπίσει. Όπως είχε πει ο Κάλεμπ, από την στιγμή που δεν μπορούσε η κοπέλα να κάνει κάτι για να διαλέξει άλλη ζωή από αυτή που είχε, τότε έπρεπε να επιζήσει. Το μόνο καλό ήταν ότι για κάποιο περίεργο λόγο δεν είχε πλέον εφιάλτες. Επιτέλους είχε νύχτες ηρεμίας και χαλάρωσης, και αυτό φανερώς καλυτέρεψε την διάθεσή της, όπως και την εμφάνιση της.
Ωστόσο, την Πέμπτη τους συνάντησε, την ώρα που θα επέστρεφε στο σπίτι.
Μόλις βγήκε από το νηπιαγωγείο, τα μάτια της καρφώθηκαν πρώτα στον Κάλεμπ και μετά στην Άρια. Έκρυψε το χέρι της μέσα στην τσέπη έτοιμη να βγάλει τον σταυρό, και αν χρειαζόταν θα χρησιμοποιούσε επίσης το αγιασμένο νερό που είχε μέσα στην τσάντα. Είδε τον δαίμονα να δίνει ένα απαλό σπρώξιμο στην Άρια, ωθώντας την να πλησιάσει την Σμιθ.
Όμως η Κατρίνα οπισθοχώρησε, μπερδεμένη.
Η δαίμονας σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος και κάρφωσε τα μάτια στο έδαφος. Είχε τα χείλη σε μία ευθεία και σμιγμένα τα φρύδια σε μία έκφραση οργής σχεδόν παιδική. Η θνητή σκέφτηκε πως σε οποιαδήποτε στιγμή θα της έκανε κάτι απερίσκεπτο και επικίνδυνο, όμως αυτό που έκανε την αποσυντόνισε.
«Λυπάμαι για την πληγή, Κατρίνα» ψιθύρισε η δαίμονας, και η Κατρίνα σήκωσε τα φρύδια με έκπληξη «Και για την απαγωγή...Α, επίσης για το χτύπημα στο κεφάλι» Έκανε μία γκριμάτσα δυσαρέσκειας καθώς σήκωσε το βλέμμα «Θέλεις να είμαι ειλικρινής απέναντι σου; Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζω πώς να αντιδρώ όταν βρίσκομαι τόσο κοντά σε θνητούς. Νομίζω πως είσαι η πρώτη θνητή που κάνω παρέα μαζί της, ξέρεις, δίχως να έχω κάνει σεξ».
Το στόμα της άνοιξε ελαφρά. Βλεφάρισε μερικές φορές και κούνησε το κεφάλι για να μπορέσει να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις και να πει κάτι.
«Α-αυτή την πληροφορία...ήταν αχρείαστη» Ξερόβηξε «Τέλος πάντων, σας είπα ότι δεν σας θέλω κοντά».
«Αυτό είναι σημαντικό» Έκανε ακόμη ένα βήμα μπροστά με δισταγμό «Δεν μπορείς να αγνοείς κάτι τέτοιο νομίζοντας ότι δεν είναι σημαντικό και να προσποιείσαι πως συνεχίζεις την ζωή σου, έτσι απλά».
«Και τι υποτίθεται πρέπει να κάνω;» αναφώνησε «Να πεθάνω διότι όλοι οι δαίμονες που συναντώ θέλουν να με σκοτώσουν; Αφού στο τέλος μπορεί να πεθάνω κάποια μέρα, γιατί να μην ζήσω μία φυσιολογική ζωή;»
Χαμήλωσε το κεφάλι. Πρόσεξε μία σκιά λύπης στην έκφραση της.
«Επειδή πλέον δεν μπορείς να ζεις έτσι».
Η θνητή κατάπιε με δυσκολία όταν άκουσε αυτά τα λόγια από την Άρια.
«Για ποιο λόγο το κάνετε αυτό;» ρώτησε εξοργισμένη, περιφέροντας το βλέμμα από τον άντρα στην γυναίκα «Δεν υποτίθεται πως είστε δαίμονες; Δεν θα έπρεπε να είστε τα πιο τρομακτικά υπερφυσικά πλάσματα του κόσμου; Εγώ δεν θα έπρεπε να είμαι τρομοκρατημένη που βρίσκεστε κοντά μου; Δεν είστε αυτοί που τιμωρούν τις ψυχές που φθάνουν στην Κόλαση;»
«Μονάχα αυτούς που το αξίζουν» είπε η δαίμονας σοβαρή «Και, προσωπικά, εμένα δεν μου αρέσει αυτή η δουλειά».
«Δεν σας καταλαβαίνω» μουρμούρισε, κλείνοντας τα μάτια.
Τίποτα από αυτά δεν έχει νόημα. Αυτοί δεν ήταν οι ίδιοι δαίμονες που εμφανίζονταν στη βίβλο, αυτά των αρχαίων κειμένων; Τα άθλια όντα που δεν ένιωθαν τίποτα περισσότερο από αισθήματα σχετιζόμενα με την οργή και που προκαλούσαν κάθε είδους διαστροφές; Δεν ήταν η ίδια η ενσάρκωση του κακού;
«Δεν υπάρχουν αρκετά που πρέπει να καταλάβεις, Κατρίνα» πρόσθεσε ο Κάλεμπ και το κορίτσι τον κοίταξε «Πολλοί, για να μην πω οι περισσότεροι, είναι οι δαίμονες που λες. Αυτοί που μισούν τους θνητούς, που κάνουν το οτιδήποτε για να διαφθείρουν τις ψυχές τους για να τους δουν να υποφέρουν στην Κόλαση...» Χαμήλωσε το βλέμμα, και μία ένδειξη οδύνης εμφανίστηκε στην έκφραση της «Και υπάρχουν άλλοι που το κάνουμε δίχως να έχουμε άλλη επιλογή».
Η Άρια έκανε μία γκριμάτσα.
Ώστε δεν υπήρχε μόνο ένα είδος δαιμόνων. Δεν μπόρεσε να την αναρωτηθεί τι είδος ήταν ο Αραέλ.
«Με ενδιαφέρει να μάθω σχετικά με σένα» απάντησε η δαίμονας, και τα μάτια της συνάντησαν τα δικά της. Μέσα στις κόρες υπήρχαν ένα είδος ικεσίας «Νομίζεις...ότι είναι δυνατόν; Θα μας αφήσεις να παραμείνουμε τριγύρω σου μέχρι να το ανακαλύψουμε;»
Όχι...Αρνήσου. Δεν μπορείς να τους πιστέψεις. Ακούστηκε η φωνή της λογικής.
Και αν τα συναισθήματα που φαίνονταν στα πρόσωπά τους ήταν ένα τέχνασμα; Και αν η φύση τους, τους επέτρεπε να προσποιούνται τόσο καλά; Στο τέλος, τόσες πολλές ιδέες περιπλεκόμενες μέσα στο κεφάλι της δεν χρησίμευσαν για τίποτα.
Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που την ανάγκασε να γνέψει θετικά. Ίσως η Άρια να χρησιμοποίησε ξανά την ικανότητα της, και να μην μπόρεσε η Κατρίνα να αρνηθεί.
Ποτέ δεν κατάφερε να το μάθει.
Ίσως, εκείνο επίσης να ήταν ένα ακόμη ανεπανόρθωτο λάθος. Το πρώτο ήταν όταν δέχτηκε να βοηθήσει τον Αραέλ. Και όχι γιατί κάποιος από αυτούς θα μπορούσε να της κάνει κακό, επειδή δεν της έκαναν-τουλάχιστον όχι σωματικό-αλλά επειδή ο τρόμος που, υποτίθεται, έπρεπε να νιώθει για αυτά τα πλάσματα, σταμάτησε να υπάρχει εκείνη την στιγμή. Έτσι και η απόλυτη σιγουριά πως δεν μπορούσαν να έχουν συναισθήματα. Η αφέλεια την αγκάλιασε σε ένα άλλο είδος εξαπάτησης, ένα που είχε απροσδιόριστη, τεράστια, επικίνδυνη μορφή, αλλά που ήταν τόσο γοητευτική και συναρπαστική όπως η ίδια η Κόλαση.
Και από αυτή την άβυσσο, κανείς δεν μπόρεσε να την σώσει.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro