Κεφάλαιο 34
«Επομένως...» Η φωνή της Νοέλιας ακούστηκε ήρεμη όμως επιφυλακτική μέσω του κινητού. «τώρα είσαι εντελώς σίγουρη πως σου αρέσει».
Έκλεισε τα μάτια, πίεσε τα χείλη και ανέπνευσε βαθιά.
«Ναι» ψιθύρισε.
«Πώς σου αρέσει, αρέσει» επέμεινε, για να είναι σίγουρη γι' αυτό που άκουσε.
Η Κατρίνα κατάπιε με δυσκολία, επειδή μονάχα εκείνη η δήλωση έκανε ένα άβολο βάρος να εγκατασταθεί στο στομάχι της. Έγειρε προς τα πίσω, αφήνοντας το κορμί της να πέσει επάνω στο κρεβάτι.
«Ναι...» επανέλαβε με σιγανό τόνο, πηγάζοντας ήττα.
«Αλλά δεν θες να είσαι μαζί του» έκφρασε η φίλη της.
«Όχι».
Η Σμιθ κούνησε το κεφάλι, λες και εκείνη την έβλεπε.
«Αχ γυναίκα» ξεφύσησε, «ποιος σε καταλαβαίνει;»
Και η Κατρίνα άφησε τον αέρα που συγκρατούσε στους πνεύμονες της να βγει έξω, καθώς τα μάτια της περιτριγύριζαν σε διαφορετικά μέρη της περιοχής, ως ένας τρόπος απόσπασης προσοχής.
«Δεν ξέρω, Νοέλια». Τα χείλη της έκαναν ένα μορφασμό ακούσια. «Δεν ξέρω καν γιατί σου τα λέω όλα αυτά».
«Επειδή είμαι η φίλη σου, τρελή!» έκφρασε με τόση ενέργεια που την ανάγκασε να απομακρύνει το τηλέφωνο απ' το αυτί της. «Εξάλλου, αν δεν μου το έλεγες, θα σου έδινα μια κλωτσιά στο πισινό».
«Αλλά υποτίθεται πως δεν πρέπει να με ενθαρρύνεις!» Ανέβασε και τον δικό της τόνο φωνής, επειδή τα αισθήματα που πάλευε να συγκρατήσει φαίνονταν να την νικάνε. «Θα έπρεπε να μου πεις ότι έχω τρελαθεί! Πως είμαι άρρωστη που νιώθω τέτοια πράγματα για ένα...!» Δεν μπόρεσε να τελειώσει την πρότασή της. Τα χείλη της δεν μπόρεσαν να ξεστομίσουν την λέξη "δαίμονας" φωναχτά. Επειδή ακόμη, παρόλο αυτό το διάστημα και όλα όσα συνέβησαν μεταξύ τους, το καταστάλαγμα αυτού του γεγονότος ήταν τρομαχτικό.
Το γκόθικ κορίτσι το σκέφτηκα για ένα λεπτό πριν απαντήσει.
«Κοίτα, δεν ξέρω. Όπως μερικές φορές σκέφτομαι πως δεν είστε τόσο διαφορετικοί, ξέρεις; Με άλλα λόγια, δεν γνωρίζω τίποτα γι' αυτό τον κόσμο στην πραγματικότητα, όμως...» Σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα, και σχεδόν μπόρεσε να την φανταστεί να πιέζει τα χείλη ή να κουνάει το κεφάλι αρνητικά σε μία έκφραση σύγχυσης. «Είναι που εκείνοι δεν σου κάνουν τίποτα κακό, αλλά το αντίθετο».
«Και ακόμη κι έτσι δεν θα έπρεπε να δεθώ μαζί του».
«Όχι, δεν θα έπρεπε» αναγνώρισε με αδιαφορία. «Όμως είναι σαν να πεις ότι εγώ δεν θα έπρεπε να ερωτευτώ κανένα από τους πρώην μου, επειδή με πλήγωσαν. Αν και οι βλάκες είναι πολύ θνητοί. Να το λέω αυτό δεν είναι σωστό, επειδή με κάθε ένα έμαθα κάτι διαφορετικό και με βοήθησαν να μεγαλώσω κατά κάποιο τρόπο».
Έτριψε το πρόσωπο με ένα χέρι, εξοργισμένη.
«Το θέμα είναι πως είναι κάτι περισσότερο απ' αυτό, Νοέλια...»
Εκείνος θα καταστρέψει την ανθρώπινη φυλή, ψιθύρισε η άπιστη φωνή του μυαλού της. Φυσικά, αυτή την πληροφορία δεν μπορούσε να της την πει, έτσι την κράτησε για τον εαυτό της. Στην πραγματικότητα, δεν της είπε πολλά, απέφυγε πλήρως να της αναφέρει την ιστορία του Φάρον και της Άνταλαϊν.
«Ω, το φαντάζομαι» ξεφύσησε πάλι. «Αλλά παρόλα αυτά στείλατε στον διάολο ό,τι είχατε πει όταν φιληθήκατε».
«Ό-όχι, δεν είναι έτσι. Το φιλί μονάχα ήταν...κάτι της στιγμής». Θέλησε να ακουστεί αποφασιστική, όμως περισσότερο ακούστηκε λες και την ρωτούσε. «Συμφωνούμαι ότι δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα μεταξύ μας».
«Κατρίνα» είπε με ένα τόνο που έδειχνε φανερά πως είχε κουραστεί μ' αυτή την κατάσταση, «τα πηγαίνατε καλά. Σου είπε ακόμη ότι θα κατάστρεφε αυτό που έκανε στην ψυχή σου. Αν ήσασταν τόσο πεπεισμένοι, έπρεπε να κάνετε χειραψία και εσύ έπρεπε να εισέλθει στο σπίτι σου και αυτός έπρεπε να φύγει. Τι συνέβη μετά το φιλί;»
«Τίποτα» της εγγυήθηκε. «Του είπα αντίο και μπήκα στο σπίτι».
«Τίποτα άλλο;» Η Νοέλια ξαφνιάστηκε.
«Σου είπα όχι».
«Που να πάρει η οργή, και εγώ που νόμιζα ότι θα υπήρχε δράση» είπε, έκπνευσε αέρα με απογοήτευση.
«Ό-όχι» μουρμούρισε. Προσπάθησε να ακουστεί σοβαρή, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να κοκκινίσει. «Αυτό ήταν το τελευταίο φιλί».
«Α, φυσικά, Σμιθ. Πες το αρκετές φορές φωναχτά, για να δούμε αν έτσι το πιστέψεις. Εσύ και αυτός είστε πραγματικά ηλίθιοι...» Η αντρική κραυγή κάποιου που βρισκόταν κοντά της ακούστηκε μέσω του ακουστικού. «Ηρέμησε, Ραφαέλ! Έρχομαι!» φώναξε η Νοέλια, κάνοντας την Κατρίνα για ακόμη μια φορά να απομακρύνει το τηλέφωνο απ' το αυτί της, και προκαλώντας της ένα πόνο στους κροτάφους της. «Μην μου φωνάζεις, που να πάρει! Κοίτα, πρέπει να φύγω» ενημέρωσε την φίλη της και άφησε ένα γρύλισμα να ξεφύγει απ' τα χείλη της. «Να δουλεύεις με πονοκέφαλο μετά από μεθύσι είναι το χειρότερο».
«Ναι» συμφώνησε και παραπονέθηκε με την σειρά της, αν και η ίδια είχε πάρει άδεια. «Με πονάει το κεφάλι μου».
«Πιες πολύ νερό, άκουσες;» απαίτησε με ένα υπερπροστατευτικό τόνο.
«Περίμενε! Πρέπει να μου πεις πώς σου συμπεριφέρθηκε ο Κάλεμπ!» πέταξε η Σμιθ με ένα απότομο τρόπο και θέλησε να χτυπήσει τον εαυτό της που δεν είχε βγάλει αυτό το θέμα στην επιφάνεια πιο πριν. «Αν σου έχει κάνει κάτι, σου ορκίζομαι πως...»
«Όχι τώρα!» την διέκοψε απότομα λόγω βιασύνης. «Ρώτησε τον ίδιο, αν θες. Τα λέμε, Κατρίνα». Και έκλεισε το τηλέφωνο, χωρίς να της δώσει χρόνο να την χαιρετήσει.
Η Σμιθ ξεφύσησε μελαγχολικά, την ίδια στιγμή που κοιτούσε την συσκευή με την σπασμένη οθόνη.
Κάρφωσε πάλι το βλέμμα στην οροφή κάπως χαμένη και έμεινε έτσι για λίγη ώρα, δίχως να πάψει να νιώθει τα επώδυνα τσιμπήματα που έκαναν επίθεση στο κεφάλι της. Είχε επίσης μία ελαφριά δυσφορία στο στομάχι της, όμως δεν ήταν σίγουρη αν ήταν λόγω του υπερβολικού αλκοόλ ή επειδή είχε αντιληφθεί τι είχε συμβεί την προηγούμενη νύχτα.
Μετά που ο Αραέλ της είπε πως έπρεπε να εισέλθει επειδή ήταν αρκετά βρεγμένη εξαιτίας της βροχής το πρώτο που έκανε ήταν να σκουπιστεί και, ακριβώς μετά, κουλουριάστηκε στο κρεβάτι, με τα μπράτσα τυλιγμένα στα γόνατά της, και έμεινε σε αυτή την θέση λίγο χρονικό διάστημα το οποίο της φάνηκε αιωνιότητα.
Η αναταραχή των σκέψεων της φαίνονταν να χειροτερεύουν κάθε φορά που σκεφτόταν ξανά αυτό που συνέβη ανάμεσα σε αυτόν και εκείνη. Στην ομολογία του, στην ιστορία των γονιών του, στο γεγονός πως της μίλησε για όλα αυτά λες και της είχε ανοιχτεί με ένα τρόπο τον οποίο δεν το είχε κάνει με κανένα πριν, στην υπόσχεσή του να απελευθερώσει την ψυχή της...
Άφησε ένα αναστεναγμό, τοποθετώντας το ένα χέρι στο κούτελό της όταν το κεφάλι την πόνεσε για ακόμη μια φορά. Ακόμη δεν αποφάσιζε αν θα περνούσε ξανά από τα ίδια. Ακόμη δεν εξακρίβωνε αν όλη η χαρά και οι αισθήσεις θάρρους που είχε νιώσει χάρη του αλκοόλ άξιζαν συγκρινόμενα με την δυσφορία που ένιωσε τώρα. Και, παρόλα αυτά, υποψιαζόταν ότι δεν είχε νιώσει τόσο άσχημα σωματικά και ψυχικά, αν δεν ήταν επειδή ακόμη την κατέκλυζαν ο φόβος και η σύγχυση που συνειδητοποίησε ποια ήταν τα συναισθήματά της προς τον Αραέλ.
Η αίσθηση πως κάτι πήγαινε στραβά με αυτήν αφού έτρεφε τέτοιου είδους συναισθήματα για ένα πλάσμα που δεν ήταν ικανός να την αγαπήσει όπως το έκανε η Κατρίνα, ήταν θλιβερό, τρομαχτικό, λυπηρό...Και οδυνηρό. Πολύ οδυνηρό. Ήταν σαν να έπεφτε από ένα γκρεμό, όντας πλήρως συνειδητοποιημένη πως μπορούσε να νιώσει μία αδρεναλίνη και ένα αίσθημα που ποτέ δεν είχε νιώσει, αλλά ταυτοχρόνως γνωρίζοντας ότι στο τέλος της πτώσης θα κατέληγε να πληγωθεί. Ήταν μία ανεξέλεγκτη αίσθηση. Μία ισχυρή μάχη ανάμεσα στην επιθυμία να αναλύσει και να ανακαλύψει τα συναισθήματά της για αυτόν, και ο τρόμος να μην καταλήξει πληγωμένη κατά την διάρκεια. Χωρίς διάθεση να συνεχίσει να σκέφτεται τα ίδια κι τα ίδια, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του μπάνιου, με την πρόθεση πως το ζεστό νερό θα μπορούσε να αφαιρέσει την αίσθηση δυσφορίας απ' το κεφάλι της και από το υπόλοιπο σύστημά της.
Όταν τελείωσε και τύλιξε το κορμί της σε μία πετσέτα, το βλέμμα της ασυναίσθητα στράφηκε προς τον καθρέφτη. Τότε, ένα κρύο αεράκι ανατριχίλας διαπέρασε τις φλέβες της την στιγμή που την αντίκρυσε.
Μία φράση διακρινόταν σε όλη την έκταση της λεπτής επιφάνειας, επισκιασμένη από τον ατμό του ζεστού νερού. Λες και κάποιος είχε τολμήσει να εισέλθει στο δωμάτιο του μπάνιου καθώς η Σμιθ ήταν μέσα, και το είχε γράψει με ένα δάκτυλο:
"Μία μεγάλη νύχτα, ε; Διάφυγε για λίγο, Αίνιγμα".
Ένα ρίγος και μία αίσθηση ντροπής την κατέκλυσαν. Στ' αλήθεια ένας απ' αυτούς είχε εισέλθει στο δωμάτιο καθώς έκανε μπάνιο; Έξαφνα, ένιωσε επίσης κάπως ενοχλημένη. Ωστόσο, αμφέβαλλε πως πράγματι ήταν αρκετά απερίσκεπτοι και ασεβής για να πράξουν έτσι. Είχαν ήδη εισβάλει στον προσωπικό της χώρο πριν, όμως ποτέ μέχρι αυτό το σημείο...Ή ναι; Σκέφτηκε, με λίγη αισιοδοξία, που ίσως χρησιμοποίησαν κάποια μαγική και υπερφυσική ικανότητα για να γράψει στον καθρέφτη από μακριά.
Εκείνη την στιγμή, η Κατρίνα μπόρεσε να νιώσει στο στήθος την δόνηση κάποιων παγερών και γνωστών παρουσιών, μακριά. Δεν κατάφερε να αναγνωρίσει την οντότητα που περισσότερο την επηρέαζε, εκείνη που έκανε κάτι μέσα στο στήθος της να αναριγεί και που επιτάχυνε τους παλμούς της καρδιάς ακόμη και από απόσταση, έτσι συμπέραινε ότι δεν ήταν αυτός που βρισκόταν κοντά.
Όμως όντως οι άλλοι δύο τους οποίους επίσης λαχταρούσε να δει.
Βιάστηκε να ντυθεί, δίχως να καταβάλλει προσπάθεια να βρει κάτι επιδεικτικό. Στην πραγματικότητα, κανένας απ' αυτούς την είχαν δει επίσημα ντυμένη. Θα μπορούσε να βγαίνει έξω και να φορέσει κάτι επίσημο όμως το μόνο που συνήθιζε να κάνει τις Κυριακές ήταν να κλειδώνεται στο υπνοδωμάτιο της για να διαβάσει ένα βιβλίο ή να δει τηλεόραση στο σαλόνι. Πέρα από οποιαδήποτε απ' αυτές τις δραστηριότητες, δεν είχε να κάνει τίποτα.
Βγήκε έξω από την πολυκατοικία και όπως περπατούσε μία γυναίκα φωνή ακούστηκε πίσω της και την έκανε να τιναχτεί απ' την θέση της.
«Οικογενειακά προβλήματα;» Μα πώς...; Μήπως είχε ακούσει το τηλεφώνημα που είχε με τους γονείς της;
Γύρισε από την άλλη και αμέσως συναντήθηκε με την φιγούρα της Άριας σε μια απόσταση που σου προκαλούσε αναστάτωση και σχεδόν σε τρόμαζε. Οπισθοχώρησε από ένστικτο, όμως τότε η πλάτη της συγκρούστηκε με το στέρνο κάποιου άλλου. Αναγκάστηκε να γυρίσει το κεφάλι και να υψώσει το βλέμμα για να μπορέσει να δει τον Κάλεμπ, και που αμέσως ήταν πιο συνετός από την δαίμονα και απομακρύνθηκε για να της δώσει προσωπικό χώρο. Κάτι καχύποπτο έλαμπε στα μάτια του δαίμονα, προπαντός από τον τρόπο που χαμήλωσε το κεφάλι και απομάκρυνε το βλέμμα από την Κατρίνα. Η Άρια, από την άλλη, είχε ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη.
«Τα ακούσατε όλα;» μουρμούρισε η θνητή, νιώθοντας την οργή που αισθανόταν πριν να έχει καλυφτεί από την ντροπή.
«Μονάχα μέρη της συζήτησης» απάντησε εκείνη, ανασηκώνοντας τους ώμους σε μια κίνηση αδιαφορίας. «Τι να σου λέω; Είμαι πολύ περίεργη».
Η Σμιθ παρατήρησε τον Κάλεμπ, που συνέχιζε να κοιτάει το έδαφος με μία παράξενη έκφραση. Όταν πρόσεξε την εξονυχιστική ματιά της, έκανε ένα μορφασμό απολογίας.
«Εγώ...εγώ μπορώ να ακούσω ένα ράδιο από μακριά» είπε ο δαίμονας σιγανά. Αμέσως, ένα μισό χαμόγελο που έκπεμπε δυσφορία ζωγραφίστηκε στα χείλη της. «Επιπλέον, φωνάζατε».
«Συμφωνώ με μερικές απόψεις των γονιών σου» μεσολάβησε η Άρια, στρέφοντας την προσοχή της Κατρίνα αλλού που να μην ήταν ο Κάλεμπ, ο οποίος δίπλα της τέντωνε το κορμί του και έστρεφε το βλέμμα στο πρόσωπό της θνητής με περιέργεια. «Θες να πας στο πανεπιστήμιο για δεύτερο πτυχίο;» συνέχισε εκείνη, με αρκετή χαρά και ενδιαφέρον. «Γιατί μπορούμε να σε βοηθήσουμε».
«Αστειεύεσαι, σωστά;» Δεν γνώριζε ακριβώς με ποια έκφραση την κοίταξε, αλλά έκανε την Άρια να γουρλώσει τα μάτια. «Αν στ' αλήθεια ήθελα να πάω, θα το έκανα. Δεν χρειάζομαι υπερφυσική βοήθεια για να εισέλθω στο πανεπιστήμιο».
«Υπερφυσική βοήθεια;» γέλασε, και κούνησε το κεφάλι. «Δεν θα έκανα μαγεία ούτε κάτι παρόμοιο. Όμως ναι θα έκανα σεξ με τον διευθυντή ή κάτι παρόμοιο, με σκοπό να σε δεχτούνε».
Η Σμιθ μισόκλεισε τα μάτια.
«Αλήθεια τώρα;»
«Έι!» ξεστόμισε με προσποιητή αγανάκτηση. «Μην αμφιβάλλεις ποτέ για την δύναμη του σεξ». Σταύρωσε τα μάτια και ένα ίχνος υπερηφάνειας κυριάρχησε την έκφρασή της. «Και πολύ λιγότερο για τις στρατηγικές μου».
Η θνητή έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα, νιώθοντας το τόσο ιδιαίτερο άρωμα των δυο δαιμόνων στα ρουθούνια της. Ένα ελκυστικό άρωμα που, κατά μια έννοια, ήταν σαν ένα ηρεμιστικό για εκείνη.
Είπε στον εαυτό της πως δεν ήταν και μεγάλη υπόθεση, πως το ζήτημα του πανεπιστημίου δεν ήταν κάτι άλλο από ένα αστείο ή κάτι που εκείνα τα πλάσματα δύσκολα μπορούσαν να καταλάβουν, έτσι έπρεπε να ηρεμήσει. Ακόμη η αίσθηση του χιούμορ της Άριας της ήταν ακατανόητο, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που ήταν τα συναισθήματά της προς εκείνους.
«Μπορούμε να σταματήσουμε να μιλάμε γι' αυτό το θέμα;» ζήτησε κουρασμένη, αν και εκείνοι φάνηκαν να είχαν αντιληφθεί την διάθεσή της.
«Εντάξει». Η δαίμονας ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. Όμως μετά, ένα ζωηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του. «Τότε μίλησέ μας για το πώς πέρασες χθες τη νύχτα». Έδωσε στον Κάλεμπ ένα απαλό χτύπημα στον ώμο. «Αυτός ο βλάκας ανησυχεί για σένα από χθες. Είπε ότι ο Αραέλ είχε τρελαθεί και αυτός φοβόταν μήπως σε είχε πετάξει στον ποταμό».
Ο προαναφερόμενος σούφρωσε τα φρύδια.
«Εγώ δεν σου είπα κάτι τέτοιο» μουρμούρισε με ένα ντροπαλό τόνο.
«Ναι το έκανες» επέμεινε η δαίμονας, στροβιλίζοντας τα μάτια.
«Μονάχα ήθελα να δω αν σου είχε συμβεί κάτι» ξεκαθάρισε εκείνος απευθυνόμενος προς την Σμιθ, έχοντας ακόμη εκείνη την ντροπαλή έκφραση. Τα χείλη έγιναν μια ευθεία καθώς μισόκλεινε τα μάτια με καχυποψία. «Ξέρω ότι ο Αραέλ μερικές φορές μπορεί να χάσει τον έλεγχο, και ανησυχούσα για σένα». Το προστατευτικό ίχνος τόνου την έκανε να αισθανθεί μια ευχάριστη θερμότητα στο στήθος, προκαλώντας το αίμα να συσσωρευτεί στο πρόσωπό της.
Χωρίς να το αποτρέψει, ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της Κατρίνας.
«Όχι, τίποτα δεν συνέβη» επιβεβαίωσε η Σμιθ και μετά κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Ωστόσο, η ανάμνηση της προηγούμενης μέρας την έκανε να ανακαλέσει στο νου κάτι πιο σημαντικό. Σούφρωσε τα φρύδια. «Είχες κάποιο πρόβλημα με την Νοέλια; Έγινε...κάτι κακό;» Δεν μπόρεσε να κρύψει την υπόνοια στο τόνο της, όμως αυτός δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται την ελάχιστη δυσπιστία της.
«Όχι, κανένα πρόβλημα δεν είχα» είπε ο Κάλεμπ με ηρεμία, αλλά αμέσως έκανε ένα μορφασμό. «Αν και δεν είμαι πολύ καλή παρέα, έτσι φύγαμε μετά από λίγο και την συνόδευσα στο σπίτι της. Εξάλλου, η ατμόσφαιρα ήταν κάπως τεταμένη μετά απ' αυτό που έγινε».
Η Κατρίνα έκανε ένα μορφασμό, νιώθοντας μέσα της μια δυσφορία λόγω της ανάμνησης του συμβάντος στο μαγαζί.
Η Άρια προχώρησε περισσότερο προς την Σμιθ και τοποθέτησε τα χέρια στους ώμους της, πλησιάζοντας το πρόσωπό της στο αυτί της με μία κίνηση κάπως σκανδαλιάρικη. Μπόρεσε να διακρίνει το πονηρό χαμόγελο της δαίμονα με τα μωβ μάτια.
«Όμως αυτό που εγώ θέλω να μάθω είναι τι συνέβη μετά» μουρμούρησε με κατεργάρικη φωνή.
Η ανησυχία και η νευρικότητα επιτέθηκαν στο στομάχι της. Το βλέμμα της περιφέρθηκε με ανασφάλεια ανάμεσα σε εκείνη και στον άλλο δαίμονα δίπλα της, που επίσης την κοιτούσε με την περιέργεια να λάμπει στα μάτια του. Για μερικά δευτερόλεπτα, η Κατρίνα αμφέβαλε αν έπρεπε να τους πει τι είχε συμβεί.
Η Άρια ανασήκωσε το ένα φρύδι με ανυπομονησία, μία κίνηση που φαινόταν να μοιράζεται με τον ξάδερφό της. Τότε, η θνητή χαμήλωσε το βλέμμα στο έδαφος.
«Μου το είπε» ψιθύρισε, με την ταραχή να θρυμματίζει το μέσα της.
Δεν χρειάστηκε να εξηγήσει τίποτα περισσότερο. Τα λόγια της φάνηκαν να είναι αρκετά για εκείνους, επειδή κανένας δεν μίλησε πίσω. Η ανησυχία φάνηκε να εγκαθίσταται στην ατμόσφαιρα καθώς τα δευτερόλεπτα περνούσαν.
Μέχρι που η δαίμονας μίλησε.
«Όλα;» Η Άρια ύψωσε τον τόνο της φωνής της από την έκπληξη, και απομακρύνθηκε λιγάκι από την Σμιθ.
«Όλα» έγνεψε θετικά. Γύρισε το κεφάλι για να κοιτάξει τον Κάλεμπ, ο οποίος είχε γουρλώσει τα μάτια. «Είσαι μέρος των Λεγεώνων του Αραέλ;»
Αμέσως, το σαγόνι του σφίχτηκε. Κατάπιε με δυσκολία, πριν να χαμηλώσει το κεφάλι και να καρφώσει τα μάτια στο έδαφος. Κάτι μέσα της Κατρίνας ταράχτηκε όταν τον είδε, όμως δεν διέκρινε ποτέ την προδοσία και την απογοήτευση που υποτίθεται έπρεπε να νιώθει προς εκείνον.
«Στηρίζεις την μάχη που θα μας εξοντώσει;» ρώτησε η θνητή, περισσότερο με δυσπιστία παρά με θλίψη. «Ποτέ δεν θα πλήγωνες ένα θνητό, έτσι;»
Τα χείλη του σφίχτηκαν την ίδια στιγμή που έκλεινε τα μάτια. Η ενοχή κατέκλυσε τα χαρακτηριστικά του τόσο γρήγορα που ένα συναίσθημα νοσταλγίας επιτέθηκε στην Κατρίνα μονάχα που τον είδε έτσι.
«Να μην σε μπερδεύει η λυπημένη έκφρασή του. Είναι ένας άκαρδος όπως όλοι εμείς» αστειεύτηκε η Άρια, όμως η Κατρίνα δεν αγνόησε το ίχνος ανησυχίας στην φωνή της.
«Δεν υποστηρίζω το γεγονός» απάντησε ο δαίμονας, ανασηκώνοντας ελαφρώς το κεφάλι για να συναντηθεί με το εμβρόντητο βλέμμα της Κατρίνας. «Όμως δεν ήταν λες και μπορούσα να αρνηθώ όταν εκείνος μου πρόσφερε μία θέση στους Λεγεώνες του. Η Νάιμα με άφησε στην μοίρα μου, και όταν είσαι μόνος εκεί, τα πράγματα είναι...» Κούνησε το κεφάλι αρνητικά, με μία έκφραση γεμάτη από αγωνία. «Πρέπει να προσπαθήσεις να επιβιώσεις με όποιο τρόπο βρεις. Όμως δεν είναι αυτό που θέλω, και το ξέρεις. Στην πραγματικότητα, δεν σκοπεύω να συμμετέχω όταν συμβεί. Είναι μόνο κάτι...στιγμιαίο, για να έχω κάποιο μέρος εκεί».
Η ειλικρίνεια στην φωνή του, συνδυασμένη με την πεποίθηση που έκπεμπε η έκφρασή του, έκαναν την θνητή να συνειδητοποιήσει πως μιλούσε πολύ σοβαρά. Πως στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε καθόλου να συμμετέχει σε μία μάχη που θα κατέστρεφε τους θνητούς.
Η Κατρίνα έγνεψε θετικά, αν και εκείνος δεν φαινόταν λες και είχε προσπαθήσει να την πείσει για κάτι, μα όμως περισσότερο σαν να εξηγούσε τι ένιωθε για όλο αυτό. Η ηρεμία έγινε αισθητή στο πρόσωπό του όταν χαμογέλασε αμυδρά.
«Σου μίλησε για τον Καστιέλ;» Η ερώτηση της Άριας την έκανε να στρέψει το βλέμμα προς το μέρος της κάπως ξαφνιασμένη. Τα μωβ μάτια της δαίμονα έμειναν καρφωμένα σε ένα μέρος στο πρόσωπό της, λες και μελετούσε την έκφρασή της θνητής ψάχνοντας ένα ψέμα.
«Ναι» απάντησε κάπως αβέβαια, φοβούμενη την αντίδραση που αυτή η απάντηση μπορούσε να έχει σε εκείνη.
Η μία άκρη των χειλιών της άρχισε να τρέμει, λες και το ίχνος ενός χαμόγελου είχε θελήσει να βγει στην επιφάνεια, όμως κάτι το σταμάτησε με απότομο τρόπο. Τότε, έστρεψε το βλέμμα βιαστικά και κάπως απρόσμενα. Τα μάτια του θηλυκού υπερφυσικού όντος για μια στιγμή έκλεισαν, καθώς έπαιρνε μια βαθιά ανάσα.
«Ξέρω ότι δεν έφταιγε εκείνος, όμως ακόμη κι έτσι...» Έμεινε σιωπηλή, με σφιγμένα χείλη. Ξαφνικά, ένα κοφτό γέλιο της ξέφυγε, ξεχειλισμένο από καημό.
«Δ-δεν έφταιγε κανείς. Εκείνοι...» Ο Φάρον και η Άνταλαϊν, θα έλεγε, μα κάτι της το απέτρεψε να προφέρει τα ονόματά τους φωναχτά. «Οι γονείς του Αραέλ πήραν το ρίσκο επειδή αγαπιόντουσαν».
Η δαίμονας γέλασε πάλι.
«Όχι, δεν αγαπιόντουσαν. Μόνο οι θνητοί αγαπιόνται μεταξύ τους» είπε εντελώς πεπεισμένη, αλλά μετά ο κοροϊδευτικός τόνος της έγινε αβέβαιος. «Εμείς απλά ζευγαρώνουμε. Για να ανεβούμε θέσεις, για να είμαστε σε μία βαθμίδα πιο ψηλή στον Λεγεώνα και να μην μας συμπεριφέρονται σαν σκουπίδια». Ανασήκωσε τους ώμους, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορη. «Οι σχέσεις δεν ήταν καν μονογαμικοί εκεί πέρα».
«Και τότε τι έγινε με τον πατέρα του Καστιέλ;»
Αμέσως, η Κατρίνα μετάνιωσε που έκανε εκείνη την ερώτηση.
Τα μάτια της Άριας καρφώθηκαν επάνω της, και σκούραιναν μερικούς τόνους με μία ταχύτητα και αγριότητα που την έκαναν να συμμαζευτεί στην θέση της.
«Μην αναφέρεις καν εκείνο τον άθλιο» απάντησε με ένα απειλητικό ψίθυρο.
Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της, όμως δεν μπόρεσε να απομακρύνει το βλέμμα από το οργισμένο βλέμμα της.
«Ε-εντάξει...» ψιθύρισε η Κατρίνα. Κατάπιε με δυσκολία. Η έκφρασή της ηρέμησε εκείνη την στιγμή και γύρισε να δει μπροστά, χωρίς να δείξει ούτε ελάχιστο μέρος του πρόσφατου θυμού. Και τότε, προκαλώντας την μοίρα της, πρόσθεσε με προσοχή: «Παρόλα αυτά, ξέρεις πως ο Καστιέλ παραδόθηκε από μόνος του. Ο πατέρας του Αραέλ δεν τον πρόδωσε.
Ένας αναστεναγμός κούρασης ξέφυγε απ' τα χείλη της Άριας. Η Σμιθ περίμενε για ένα καινούργιο ξέσπασμα οργής από μέρους της, όμως το μόνο που ανίχνευσε ήταν ένα ίχνος ενός συναισθήματος που η Κατρίνα δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει μέσα στο βλέμμα της.
«Το ξέρω...» μουρμούρισε, κλείνοντας τα μάτια και γνέφοντας θετικά αργά, σαν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της. «Εκείνος δεν μου μίλησε ποτέ για τον Αραέλ. Εγώ δεν είχα ιδέα για την ύπαρξή του μέχρι που έγινε ό,τι έγινε. Και ξέρω ότι εκείνος παραδόθηκε για να τον σώσει, όμως...» Έκανε μία σύντομη παύση και κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Νομίζω πως, αν ήταν ικανός να το κάνει αυτό, τότε ο γιος μου ένιωθε μια μεγάλη...εκτίμηση προς αυτόν». Σούφρωσε τα φρύδια, λες και η λέξη που χρησιμοποίησε δεν ήτανε η κατάλληλη. Κούνησε πάλι το κεφάλι. «Μερικές φορές σκέφτομαι πως γι' αυτό αποφάσισα να τον κρατήσω στην ζωή. Επειδή, κατά κάποιο τρόπο, νιώθω ότι ο Καστιέλ αυτό θα ήθελε. Και πως, αν ο Αραέλ έμενε ζωντανός, τότε η θυσία του δεν θα ήταν μάταιη».
Η Άρια συνέχισε να κοιτάει μπροστά, μακριά, με μισόκλειστα μάτια και με σοβαρή έκφραση. Βυθισμένη σε μία σκέψη ή μια ανάμνηση που φαινόταν να είναι αρκετά σκοτεινή. Σε ένα μέρος στο οποίο, σίγουρα, η Κατρίνα δεν θα έπρεπε να ψάξει.
Ο Κάλεμπ παρέμεινε σκυθρωπός, ξέροντας ότι δεν έπρεπε να προσθέσει τίποτα που θα χειροτέρευε την διάθεση του καθενός. Η Σμιθ, ωστόσο, ήθελε να κάνει το οτιδήποτε για να εξαφανίσει εκείνη την σκοτεινή έκφραση που είχε υιοθετήσει το πρόσωπό της δαίμονας.
«Ο Αραέλ είπε ότι ο Καστιέλ ήταν σαν ένας μεγαλύτερος αδερφός» είπε η Κατρίνα με ένα μουρμουρητό μετά βίας ακουστό. Προσεχτικό.
Η Άρια γύρισε προς το μέρος της θνητής με μία κοφτή κίνηση. Τα μάτια της είχαν γουρλώσει λόγω της έκπληξης, όμως μετά μισόκλεισαν, μελετώντας την έκφρασή της Κατρίνας, λες και έψαχναν κάποιο ίχνος που να έδειχνε ότι εκείνη επινόησε όλο αυτό. Όμως ήταν αρκετά πεπεισμένη αφού το είχε ακούσει απ' τα χείλη του Αραέλ, που η Σμιθ το μόνο που έκανε ως απάντηση ήταν να χαρίσει στην δαίμονα ένα μισό χαμόγελο.
Τότε, η έκπληξη κατέκτησε την έκφρασή της. «Αυτό σου είπε;» ρώτησε.
«Ναι» επιβεβαίωσε με σιγανή φωνή, γνέφοντας θετικά, παρακαλώντας από μέσα της τα λόγια της να μην είχαν ανοίξει άλλη πληγή μέσα στην καρδιά της Άριας.
Η δαίμονας κατάπιε με δυσκολία και κοίταξε πάλι μπροστά, με μια ατάραχη έκφραση. Είτε, λες και προσπαθούσε να κρύψει αυτό που αισθανόταν.
«Τι άθλιος που είναι» μουρμούρισε με βραχνή φωνή. Ωστόσο, ένα αδύναμο γέλιο της ξέφυγε καθώς κουνούσε το κεφάλι αρνητικά. «Σε εμένα ποτέ δεν είπε τι σκεφτόταν για τον γιο μου».
«Εγώ ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω πως σου το έχει πει» μίλησε ο Κάλεμπ με μια απαθής έκφραση. Έσμιξε τα φρύδια μπερδεμένος. «Εμένα ούτε που μου το είπε. Εγώ έπρεπε να ρωτήσω παντού για να μάθω γιατί ο μαλάκας είναι έτσι, και για γιατί υπήρχαν μερικά πράγματα επάνω του τα οποία ήτανε διαφορετικά από αυτά των υπολοίπων».
Η θνητή χαμογέλασε ταραγμένη, δίχως να ξέρει τι να απαντήσει σ' αυτό. Δεν ήθελε να ομολογήσει πως στην πραγματικότητα ο Αραέλ της τα είχε πει όλα αυτά επειδή εκείνη τον περικύκλωσε μέχρι που της μίλησε. Μονάχα επειδή έγινε τόσο ενοχλητική και επίμονη, που εκείνος αναγκάστηκε να της πει την αλήθεια, αν και βαθιά μέσα του δεν ήθελε.
Ανασήκωσε τους ώμους, απομακρύνοντας το βλέμμα απ' τα δύο υπερφυσικά όντα ώστε να μην μπορέσουν να δουν το τσίμπημα ενοχής που ξαφνικά της είχε τυλίξει.
«Η Κατρίνα έχει προνόμια» Το σχόλιο της Άριας, με ένα τόνο πιο ευδιάθετο απ' ότι προηγουμένως, την έκανε να χαμογελάσει ξανά.
Ξεφύσησε. «Ναι, φυσικά» είπε ειρωνικά, πεπεισμένη για τα λόγια της. «Στοιχηματίζω ότι μου συμπεριφέρεται το ίδιο όπως κάνει με όλο τον κόσμο».
«Κάνεις λάθος» απάντησε ο Κάλεμπ, με την βεβαιότητα φανερή στην φωνή του. Τα φρύδια του ανασηκώθηκαν σε μια έκφραση προσποιητής ενόχλησης. «Μαζί σου είναι λιγότερο μαλάκας».
Κατά κάποιο τρόπο, αυτό έκανε μια ελαφριά νευρικότητα να σφίξει το στομάχι της και της προκάλεσε επίσης ένα υπερβολικό γέλιο, μα σύντομο. Εκείνος δεν φάνηκε να το είχε συνειδητοποιήσει ότι την είχε κάνει να νιώσει άβολα.
Η ευθεία διαδρομή από το πεζοδρόμιο, η ίδια που έκανε κάθε μέρα που πήγαινε στην δουλειά, του πήρε μέχρι ένα μικρό πάρκο το οποίο φαινόταν να είναι ιδιοκτησία ενός κτηρίου από διαμερίσματα, που είχε μόνο λίγα δέντρα και μερικά παγκάκια.
Η Άρια έκανε μια στροφή γύρω απ' τον εαυτό της, προχώρησε μερικά μέτρα από το γρασίδι μέχρι να φτάσει σε ένα από τα παγκάκια και βολεύτηκε σ' αυτό, καλώντας την Κατρίνα να καθίσει ενώ έδινε χτυπηματάκια με το χέρι της στον χώρο δίπλα της. Δεν δίστασε να κάνει αυτό που της ζητούσε, με τον Κάλεμπ να περπατάει δίπλα της μέχρι που κι αυτός κάθισε στο παγκάκι μπροστά της δαίμονας.
Τότε, όταν η θνητή κάθισε δίπλα στην Άρια, εκείνη σταύρωσε τα πόδια και τοποθέτησε κι τις δύο παλάμες αριστερά-δεξιά επάνω στο τραχύ υλικό του καθίσματος, υιοθετώντας μία στάση πιο χαλαρή.
«Έχεις θυμηθεί κάτι άλλο;» έκανε την ερώτηση κοιτώντας την στα μάτια, αλλάζοντας απότομα θέμα συζήτησης.
Η Κατρίνα σούφρωσε τα φρύδια. Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα να καταλάβει πως εκείνη ρωτούσε για την ανάμνηση που εισέβαλε στο μυαλό της την μέρα που η Νάιμα την χτύπησε στο κεφάλι. Η ανάμνηση της παιδικής ηλικίας της, σε μία παιδική χαρά με τον αδερφό της...με ένα άγνωστό άντρα ο οποίος τους κοιτούσε από μακριά.
Η Σμιθ έκανε ένα μορφασμό απολογίας και κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Και δεν έχεις ιδέα ποιος ήτανε; Δεν σου φαίνεται ούτε λίγο γνωστός;» επέμεινε, μισοκλείνοντας τα μάτια με υποψία. «Είπες ότι ο τύπος είχε τα ίδια μάτια με σένα».
«Όμως δεν ξέρω ποιος είναι». Ανασήκωσε τους ώμους, νιώθοντας ενόχληση και αγανάκτηση. «Είμαι σίγουρη ότι δεν τον έχω δει ποτέ μου ξανά».
«Πιστεύεις πως, αν τον συναντούσες, θα μπορούσες να τον αναγνωρίσεις;» ρώτησε ο Κάλεμπ αυτή την φορά.
Η Κατρίνα δεν ήταν σίγουρη γι' αυτό. Δεν ήταν καν σε θέση να του πει ένα ναι ή ένα όχι. Το πρόσωπό του άντρα από την ανάμνησή της φαινόταν ήδη θολό στις εικόνες του μυαλού της.
«Αλλά αυτή δεν γνώριζε καν για την ύπαρξη εκείνης της ανάμνησης μέχρι που παραλίγο να της σπάσουν το κρανίο» επανέλαβε η Άρια, κοιτώντας τον δαίμονα κάπως ανήσυχη. «Και αν έχει περισσότερες κρυμμένες αναμνήσεις όπως αυτή;»
«Και τι προτείνεις;» ρώτησε εκείνος μέσα απ' τα δόντια του, σμίγοντας τα φρύδια. «Να την χτυπήσουμε στο κεφάλι με ένα ρόπαλο για να δούμε αν βγει στην επιφάνεια άλλη ανάμνηση;»
Η θνητή γούρλωσε τα μάτια από έκπληξη. Η δαίμονας δίπλα της ξεφύσησε και άρχισε να γελάει, τόσο λόγω της έκφρασή της Σμιθ όσο και από το καχύποπτο βλέμμα του Κάλεμπ.
«Φυσικά και όχι!» απάντησε εκείνη, χωρίς να σταματήσει να γελάει.
Ο δαίμονας κούνησε το κεφάλι αρνητικά σιωπηλά, και έστρεψε το βλέμμα αλλού.
«Θα έπρεπε να ψάξουμε τον κάθε τύπο με μαύρα μάτια» μουρμούρισε. Μετά, ανασήκωσε τα φρύδια. «Αν υπάρχουν».
Με μία απρόσμενη κίνηση κι τόσο γρήγορα που ξάφνιασε την Κατρίνα, η Άρια άρπαξε το πρόσωπό της και την ανάγκασε να την κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια.
«Εγώ λέω πως, όποιον κι αν είδες στην ανάμνησή σου, δεν είναι απ' τους δικούς σου» έκφρασε πεπεισμένη. Ένα λάγνο χαμόγελο και ένα ίχνος αβεβαιότητας τράβηξε τις άκρες των χειλιών της. «Δεν θα μπορούσε κανένας άλλος θνητός να έχει τα ίδια μάτια, τόσο μαύρα όπως η πέτρα όνυχας».
«Μαύρα όπως η πίσσα καλύτερα» ψιθύρισε ως αστείο, αν και η φωνή της ξέφυγε αρκετά τρεμάμενη.
Από ένστικτο, έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω για να μην βρίσκεται τόσο κοντά απ' την δαίμονα.
«Μαύρα...όπως δαιμονικό αίμα» μουρμούρισε ο Κάλεμπ.
Η έκπληξη εμφανίστηκε στην έκφρασή της Άριας, η οποία άφησε τα μάγουλά της θνητής και κάρφωσε το βλέμμα σ' αυτόν. Την Σμιθ, ωστόσο, αντί να την εκπλήξει, ο υπαινιγμός του δαίμονα με τα πορτοκαλί μάτια την έκανε να αναριγήσει.
Μια πυκνή και θανάσιμη σιωπή μπήκε ανάμεσά τους.
Το βλέμμα της περιπλανήθηκε ανάμεσα στους δύο δαίμονες που την περικύκλωναν. Εκείνη την στιγμή, ένιωσε λες και, αναπόφευκτα, η καρδιά της να είχε μία επιταχυνόμενη αντίδραση. Μία αντίδραση προκαλούμενη από τον επικείμενο φόβο που είχε αρχίσει να αυξάνεται μέσα της.
Η Άρια έσπασε την άβολη σιωπή με ένα γέλιο κάπως υστερικό.
«Μην είσαι ανόητος» γέλασε εκείνη, όμως η ταραγμένη φωνή της ήταν φανερή. «Αν ήταν έτσι, θα το καταλαβαίναμε».
Έγνεψε για τον εαυτό της, σαν να προσπαθούσε να πειστεί για τα ίδια τα λόγια της. Ο Κάλεμπ την κοίταξε περίεργα, και μετά κατεύθυνε το βλέμμα προς το μέρος της θνητής. Ίσως, ο τρόμος στο πρόσωπό της ήταν πιο φανερός απ' ότι νόμιζε, επειδή τον είδε να κάνει ένα μορφασμό απολογίας.
Ευτυχώς κανείς απ' τους δυο δαίμονες δεν μίλησε ξανά γι' αυτό το θέμα. Όμως ο τρόπος είχε ήδη κατασταλάξει στο σώμα της, και δεν αμφέβαλε καθόλου πως απόψε, καθώς θα κοιμόταν, θα ξαναζούσε συγκεκριμένα αυτό το μέρος της συζήτησης.
~°~
Όταν ο ουρανός, βαμμένος με εκείνες τις σκουρόχρωμες μπλε αποχρώσεις του σούρουπου, άρχισε να καλύπτεται με εκείνο το στρώμα πυκνών γκρι σύννεφων που ανακοίνωναν βροχή, η Κατρίνα αποφάσισε πως ήταν ώρα να πάει σπίτι της.
Η εικόνα που εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια της όταν ανέβηκε τα πρώτα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας, την έκανε να κοκαλώσει.
Τι έκανε ο αδερφός της τέτοια ώρα, έξω απ' την πολυκατοικία όπου η ίδια διέμενε;
Το αναμμένο τσιγάρο στο χέρι του, ο τρόπος που καθόταν στην κρύα επιφάνεια του δαπέδου, συντετριμμένος, λες και είχε λάβει μια κακή είδηση....Όλα αυτά προστιθέμενα με το γεγονός πως δεν σήκωσε καν το κεφάλι για να δει ποιος τον είχε πλησιάσει, την έκαναν να καταλάβει ότι κάτι τον βασάνιζε.
«Άλεξ;» εκείνος δεν απάντησε.
Ανέβηκε ακόμη ένα σκαλοπάτι και έφτασε ακριβώς μπροστά του.
«Άλεξ, σε παρακαλώ, πες μου τι συμβαίνει». Και εκείνη την στιγμή, όταν έσκυψε προς το μέρος του πρόσεξε τα δάκρυα που γλιστρούσαν απ' τα μάτια του.
«Μ-μόλις...» πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μόλις μ-μου τηλεφώνησαν...» κατάπιε με δυσκολία, και αναγκάστηκε να καθαρίσει τον λαιμό του. «Έ-έγινε μία επίθεση...Ο μπαμπάς και η δεύτερη μαμά μας...»
Εκείνη την στιγμή, όλο το αίμα στο κορμί της άρχισε να κατηφορίζει με μια ιλιγγιώδη ταχύτητα μέχρι να εγκατασταθεί στα πόδια της.
«Τι πράγμα;»
Ένα ίχνος οργής, συνδυασμένη με την αγωνία που εκείνος ήδη ένιωθε, προκάλεσε ένα μορφασμό στο πρόσωπό του.
«Δεν ξέρω τι στο καλό σκέφτονταν. Δεν ξέρω για ποιο λόγο πήγαν σε εκείνο το μαγαζί...» Σταμάτησε απότομα για να καταπιεί με δυσκολία.
«Δ-δεν σε καταλαβαίνω» είπε η Κατρίνα σιγανά και κούνησε το κεφάλι, εντελώς μπερδεμένη.
Ο Άλεξ εισέπνευσε βαθιά, και κοίταξε την αδερφή του με κατακόκκινα μάτια, εμποτισμένα με ένα συναίσθημα τόσο οδυνηρό που έκανε την καρδιά της να χάσει ένα χτύπο.
«Οι τύποι ήταν οπλισμένοι. Μπήκαν να κλέψουν, κάτι πήγε λάθος και εκείνοι...»
«Ω, Θεέ μου...» ψιθύρισε με κομμένη την ανάσα, όταν επιτέλους το συνειδητοποίησε. Σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, χιλιάδες εικόνες γεμάτες βία γέμισαν το μυαλό της. «Χτύπησαν; Πρέπει...πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο. Π-πού είναι;» τραύλισε, με την ανησυχία να καταστρέφει τα σωθικά της.
«Δ-δεν...δεν είναι ποια μαζί μας...Δεν έφτασαν να τους πάρουν μέχρι το νοσοκομείο». Δάγκωσε τα χείλη του νευρικά.
Κούνησε το κεφάλι αρνητικά, χωρίς να θέλει να πιστέψει στα λόγια του αδερφού της.
Όλα όσα την περικύκλωναν φάνηκαν να εξαφανίζονται. Κάθε πράγμα τριγύρω της, οι τοίχοι, τα παγκάκια, τα λουλούδια, όλα έχασαν το νόημά τους. Όλα έγιναν θολά και σκοτεινά, λες και μία ζοφερή κι πυκνή ομίχλη είχε αρχίσει να την περιβάλλει.
Η καρδιά της σφίχτηκε οδυνηρά, με ένα τρόπο που δεν ένιωσε ποτέ πριν.
ένα σφίξιμο το οποίο έκανε την καρδιά της να ραγίσει, και που δυσκόλεψε την αναπνοή της σε τέτοιο σημείο που αισθάνθηκε ότι πνιγόταν.
«Γ-για ποιο πράγμα μιλάς;» ψιθύρισε σιγανά.
Ο Άλεξ την κοίταξε συνοφρυωμένος από την λύπη, με τα μάγουλα και τα μάτια υγρά.
«Έφυγαν, Κατρίνα...» η αδύναμη φωνή του της φάνηκε αγνώριστη.
Κάτι μέσα της συνέθλιψε με αυτά τα λόγια.
Δίχως να πει τίποτα άλλο, εκείνος την αγκάλιασε με δύναμη. Με μία δύναμη και βιασύνη που ποτέ δεν την είχε αγκαλιάσει πριν.
Τα δάκρυα του αδερφού της ύγραιναν αμέσως τους ώμους της, καθώς ένιωθε το σώμα του να τραντάζει από το κλάμα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro