Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 32

«Ξέρεις; Όταν μου είπες ότι ήθελες να πας σε ένα μέρος πιο απομονωμένο, πρέπει να παραδεχτώ ότι σκέφτηκα πως θα πηγαίναμε σε άλλου είδους τόπο» μουρμούρισε ο Αραέλ με απροθυμία. «Όχι σε ένα πάρκο».

Γύρισε το κεφάλι προς όλες τις κατευθύνσεις, παρατηρώντας την περιοχή τριγύρω τους με ένα μορφασμό περιφρόνησης ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

«Τι νόμιζες;» Σήκωσε το βλέμμα προς εκείνον, συνοφρυωμένη. «Πως θα σε έπαιρνα σε ένα μοτέλ ή κάτι τέτοιο;»

«Αυτό περίμενα» είπε χαλαρά, ανασηκώνοντας τους ώμους δίχως να εκθέσει την παραμικρή ενοχή.

«Δεν θα πήγαινα ποτέ σε ένα μοτέλ μαζί σου, Αραέλ» απάντησε πικρά, όμως το στήθος της είχε ήδη μια ασυνήθιστη αντίδραση μπροστά σ' αυτή την προοπτική.

Το βλέμμα του συναντήθηκε με το δικό της, και τότε ένα μοχθηρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.

«Ποτέ μην λες ποτέ».

Η πονηρή του έκφραση που εμφάνισε έκανε την καρδιά της,-που, στην πραγματικότητα, εδώ και ώρα πάλλεται ξέφρενα-να κάνει ένα περίεργο αναποδογύρισμα μέσα της. Δεν μπορούσε να το αποτρέψει. Από την στιγμή που της είπε τι του προκαλούσε, το στήθος του κοριτσιού δεν είχε σταματήσει να χτυπάει γρήγορα ούτε ένα δευτερόλεπτο.

Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο μπορούσε να περπατάει τόση ώρα δίπλα σε εκείνον χωρίς να λιποθυμήσει, ήταν επειδή, βαθιά μέσα της, δεν μπορούσε να τον πιστέψει. Μέσα της, ήταν ανίκανη να αφομοιώσει αυτό που της είπε. Απλά δεν κατάφερνε να πιστέψει πως μπορούσε να κάνει τον δαίμονα στ' αλήθεια να νιώσει κάτι.

«Μονάχα ήθελα να απομακρυνόμασταν λίγο από τον κόσμο» διευκρίνισε, καταβάλλοντας δύναμη να ακουστεί πειστική. «Δεν με ενδιαφέρει να πάω σε τέτοιου είδους μέρη μαζί σου».

Αυτό δεν τον έκανε να εγκαταλείψει το πονηρό και σαρκαστικό του ύφος.

«Αλλά αν αυτό που πραγματικά θέλεις είναι να είμαστε μόνοι, αυτή μου φαίνεται μια υπέροχη ιδέα».

Η κοπέλα κάρφωσε το βλέμμα στο έδαφος, στον χωματόδρομο από όπου περνούσαν, μονάχα επειδή χρειαζόταν να δει κάτι που να μην ήταν εκείνος.

«Θα καταλήξω στο συμπέρασμα ότι, όντας ένας δαίμονας, αποσπάται εύκολα η προσοχή σου».

«Δεν είμαι αφηρημένος» απάντησε με ένα τραχύ τόνο. «Αυτό που συμβαίνει είναι ότι προσπαθώ να σε κάνω να ξεχάσεις αυτό το καταραμένο ζήτημα».

Άφησε ένα αναστεναγμό. Αυτό ήταν αλήθεια, δεδομένου ότι όλη την διαδρομή τον άκουγε να της λέει πόσο μετανιωμένος ήτανε που της είχε αποκαλύψει το τελευταίο πράγμα. "Και πως δεν ήταν τίποτα σημαντικό, να το ξεχνούσα, να γνωρίζει την ιστορία του μονάχα θα με έκανε να έχω περισσότερες αμφιβολίες γι' αυτόν..." Και η Κατρίνα ήταν συνειδητή πως, σε μια άλλη περίπτωση, θα τον είχε πιστέψει. Ή, τουλάχιστον, το κορίτσι δεν θα επέμεινε τόσο. Όμως σήμερα αισθανόταν αρκετά ζαλισμένη, με μάγουλα να φλέγονται και σχετικώς θαρραλέα για να τον ενοχλήσει μέχρι να καταφέρει να τα μάθει επιτέλους όλα.

Μέχρι να καταφέρει να μάθει την αλήθεια μια και καλή.

«Αν δεν θες να μου το πεις, μην το κάνεις». Ανασήκωσε τους ώμους.

«Αλήθεια;» Η Σμιθ μπόρεσε να διακρίνει ένα ελάχιστο ίχνος ελπίδας στον τόνο του.

«Όχι, φυσικά και όχι». Η απάντησή της τον έκανε να γουρλώσει τα μάτια από έκπληξη, όμως εκείνη την στιγμή το αίνιγμα δεν μπορούσε να ελέγξει όλα όσα έβγαιναν απ' το στόμα της. «Δεν μπορείς να πετάς κάτι τέτοιο και μετά να ζητάς να το ξεχάσω, Αραέλ. Πρέπει να μου το πεις».

Μισόκλεισε το βλέμμα με καχυποψία.

«Είσαι πιο σατανική απ' ότι δείχνει το γλυκό πρόσωπό σου».

Γλυκό πρόσωπο...

Πήρε μια βαθιά ανάσα, νιώθοντας πάλι μια παράξενη κίνηση στους παλμούς της. Ωστόσο, αρνήθηκε να το σκεφτεί περισσότερο αυτό. Δεν μπορούσε να της αποσπάσει την προσοχή. Δεν θα το άφησε να συμβεί.

«Μην μου αλλάζεις θέμα» πάσχισε να πει. «Πες μου πώς στο καλό ο πατέρας σου, ο οποίος ήταν ένας δαίμονας, κατέληξε να είναι...άγγελος» πρόφερε την λέξη μέσα απ' τα δόντια της, με προσοχή.

«Και εγώ πού να ξέρω» ψέλλισε και ακούστηκε σαν να το είπε με απέχθεια, κουνώντας το κεφάλι αρνητικά. «Υποθέτω ότι είχε την ικανότητα να μιλάει με χάρη και να πείθει, επειδή ο άθλιος ήταν πολύ άσχημος».

«Πράγματι ήταν;» ρώτησε αιφνιδιασμένη, χωρίς να μπορεί να τον πιστέψει. Πώς ο πατέρας του θα μπορούσε να ήταν ελάχιστα ελκυστικός, αφού ο Αραέλ ήταν...; Λοιπόν, όπως ήτανε. Με βαριά καρδιά, να πει ότι ήταν όμορφος θα ήταν υποτιμητικό. Δεν μπορούσε να το αγνοήσει.

Ο δαίμονας ανασήκωσε τους ώμους, παρουσιάζοντας το ως κάτι ασήμαντο.

«Όμως...πώς;» Κούνησε το κεφάλι σε μία αργή άρνηση. «Πώς έγινε;»

«Δεν έχω ιδέα» απάντησε, σαφώς απρόθυμος να γίνει ειλικρινής. Μετά πρόσθεσε με μία παράξενη φωνή: «Ίσως εκείνος να είπε σε εκείνη: Έι, άγγελε, έλα να κάνουμε ένα τέρας που δεν θα ταιριάζει στην Κόλαση, αλλά ούτε και να το θέλουν στον Παράδεισο».

Σούφρωσε τα φρύδια. Πέρα από το γεγονός ότι προσπαθούσε να φανεί αστείος-μέχρι και χαζός-, το υπερβολικά κατανοητό νόημα στο αστείο του έκανε ένα καινούργιο τσίμπημα περιέργειας να αντιδράσει στο κεφάλι της. Ένας τέρας που δεν ταίριαζε στον Παράδεισο ούτε στην Κόλαση; Έτσι έβλεπε τον εαυτό του;

«Σε παρακαλώ...» ψιθύρισε το κορίτσι.

Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα μέχρι το πρόσωπό της και ένας αμυδρός μορφασμός περιφρόνησης, φούσκωσε το στήθος του καθώς εισέπνεε βαθιά, την ίδια στιγμή που περνούσε τα χέρια απ' τα μαλλιά του σε μια κίνηση αγανάκτησης.

«Δεν ξέρω, Κατρίνα» αποκρίθηκε με ένα τόνο που έδειχνε την κούραση του, κλείνοντας τα μάτια. «Στ' αλήθεια δεν ξέρω πώς συνέβη. Ποτέ δεν μου το είπανε, εντάξει; Ο Φάρον και η Άνταλαΐν δεν είπαν ποτέ σε κανένα πώς άρχισαν όλα».

"Φάρον και Άνταλαΐν..." Και τα δύο ονόματα αντήχησαν μέσα στο μυαλό της σε μια ενστικτώδης αντίδραση, αναρωτώμενη αν θα μπορούσε να τα προφέρει σωστά.

Εκείνος σχημάτισε το πρόσωπο του με τα χέρια σε μια βάναυση κίνηση. Ταραγμένος. Λες και ήταν έτοιμη να τον εκνευρίσει ή να τον φέρει πάλι στο χείλος της κατάρρευσης. Η ασαφής σκέψη πως λίγο καιρό πριν αυτή η απλή κίνηση θα την αναστάτωνε-ακόμη και θα την τρόμαζε-,και που τώρα μονάχα την έκανε να βλέπει τον δαίμονα κάπως περίεργα, ήταν λιγάκι αμήχανο.

Πότε έχω πάψει να τον φοβάμαι;

«Προσπάθησε...» του ζήτησε με ένα μουρμουρητό, σμίγοντας τα φρύδια.

Ο Αραέλ έκρυψε τα χέρια στις τσέπες της ζακέτας και έστρεψε το βλέμμα μακριά. Μία ρυτίδα αυλάκωνε το μέτωπό του, όμως δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν εκνευρισμένος, έτοιμος να αφήσει μια κραυγή οργής, ή αν μονάχα ήταν αγανακτισμένος.

Τα βήματα των δυο ήταν κάθε φορά πιο αργά, και ήταν πιθανόν πως ανά πάσα στιγμή θα έμεναν εκεί, όρθιοι, στην μέση ενός γειτονικού πάρκου στην ακτή του ποταμού, που αυτές τις ώρες ήτανε έρημο. Ούτε μια ψυχή δεν τολμούσε να περάσει από κοντά.

Ο Αραέλ πίεσε τα χείλη.

«Δεν το έχω κάνει ποτέ αυτό, Κατρίνα» είπε με σιγανή και βραχνή φωνή, χωρίς ακόμη να την κοιτάξει. «Ποτέ δεν έχω μιλήσει γι' αυτό σε κανένα».

«Ε-είναι απλό...Θα βάλω ως παράδειγμα τον εαυτό μου» δίστασε. «Οι...οι γονείς μου γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο. Ερωτεύτηκαν, και όταν τελείωσαν τις σπουδές, παντρεύτηκαν...»

«Ξέρω πώς γνωρίστηκαν οι γονείς σου» την διέκοψε απότομα, στροβιλίζοντας τα μάτια. «Διαβάζω τις σκέψεις τους».

«Επομένως...»

«Δεν είναι το ίδιο» επέμεινε, κάθε φορά πιο ταραγμένος. «Δεν μπορείς να συγκρίνεις την ιστορία των γονιών σου με αυτή των δικών μου».

«Έι, και εκείνοι πέρασαν πολλές δυσκολίες» απάντησε, ελαφρώς προσβεβλημένη. «Είχαν καλές και κακές στιγμές, όπως όλος ο κόσμος».

Ο Αραέλ ξεφύσησε αγανακτισμένος και έσφιξε το σαγόνι. Η Κατρίνα μέχρι που μπορούσε να ορκιστεί πως εκείνος είχε τα χέρια σε γροθιές μέσα στις τσέπες της ζακέτας του. Αναστέναξε και, για πρώτη φορά μέσα στην νύχτα, άρχισε να νιώθει την κούραση να την νικάει. Εξάλλου, η επίδραση των ποτών την έκανε να αισθάνεται πιο νυσταγμένη και αδέξια από το κανονικό.

«Καλά, εσύ κερδίζεις» μουρμούρισε κάνοντας μία κίνηση παραίτησης με τα χέρια. «Δεν μπορώ να σε αναγκάσω να κάνεις τίποτα. Αν δεν θες να μου πεις, δεν θα σε πιέσω».

Η απογοήτευση, κατά κάποιο τρόπο, την αισθάνθηκε καταπιεστική. Ίσως ήταν λόγω του γεγονότος πως, εκείνη την στιγμή, κάθε συναίσθημα φαινόταν να γίνεται πάλι εξουθενωτικό. Λες και, χάρη στο ποτό, δεν μπορούσε να εγκαταστήσει εκείνο το εμπόδιο που πάντοτε συνήθιζε να βάζει στον εαυτό της για να μην χαθεί στα συναισθήματά της. Τώρα ένιωθε πολύ εμβρόντητη για να το κάνει αυτό.

Προχώρησε σχεδόν δύο μέτρα, μέχρι που κατάλαβε ότι περπατούσε μόνη. Γύρισε για να δει τι τον σταμάτησε, όμως μονάχα είχε μείνει όρθιος, να κοιτάει το έδαφος. Τότε, εκείνος έκλεισε τα μάτια και κατάπιε με δυσκολία. Το κεφάλι του κουνήθηκε σε μία επίμονη άρνηση. Κατά κάποιο τρόπο, η έκφραση σου φαινόταν...βασανισμένη. Λες και στ' αλήθεια του κόστιζε πολύ να μιλήσει γι' αυτό το θέμα με κάποιον άλλο.

Ωστόσο, έμοιαζε να θέλει να το κάνει, αφού ήταν αναμφισβήτητο ότι διαφορετικά θα της είχε ήδη φωνάξει για να σωπάσει. Ή απλά θα απόφευγε το θέμα όπως συνήθιζε πάντοτε να κάνει. Όμως, ενδεχομένως να μην έβρισκε τις λέξεις. Ίσως, ο δαίμονας πράγματι να μην ήξερε πώς να το κάνει.

Πήρε μια βαθιά ανάσα για να δώσει θάρρος αλλά και υπομονή στον εαυτό της.

Έκανε μερικά διστακτικά βήματα, και μετά περπάτησε με περισσότερη αυτοπεποίθηση μέχρι να φτάσει όπου αυτός βρισκόταν. Τα βλέφαρά του συνέχιζαν να είναι μαζί ενωμένα όταν η Κατρίνα σήκωσε το ένα μπράτσο για να αρπάξει το τραχύ ύφασμα της ζακέτας του, και να τον τραβήξει απαλά. Ο Αράελ γούρλωσε τα μάτια και την κοίταξε με την σύγχυση χαραγμένη στο πρόσωπο. Παρέμεινε ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα, όμως μετά υπόκυψε.

Τον έσυρε μαζί της, κρατώντας σφικτά ένα μέρος της ζακέτας του, και κατευθύνθηκαν μέχρι ένα ξύλινο παγκάκι που βρισκόταν κοντά. Ο δαίμονας την κοίταξε πολύ σοβαρός καθώς εκείνη έπαιρνε την θέση της, και δεν άργησε περισσότερο από το κανονικό να αποφασίσει και αυτός να κάνει το ίδιο. Ακόμη κι όταν το έκανε, δεν ήταν με εντυπωσιακό τρόπο και γεμάτος σιγουριά όπως πάντα, αλλά σαν να πρόσεχε κάθε κίνησή του. Φάνηκε να μην βρισκόταν δίπλα από μία αδύναμη θνητή που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εναντίον του, αλλά να βρισκόταν κοντά σε ένα επικίνδυνο εχθρό. Για πρώτη φορά, στην έκφρασή του είδε ένα ίχνος...φόβου; Δεν ήταν σίγουρη πώς να συμπεριφερθεί, ή ακόμη κι πώς να νιώσει γι' αυτό.

Πέρασαν μερικά λεπτά υπό μία αμήχανη σιωπή, κάνοντας την ανησυχία, την νευρικότητα και την περιέργεια να αυξηθούν με αφύσικο τρόπο μέσα της.

Μέχρι που η υπομονή της εξαντλήθηκε.

Τοποθέτησε και τα δύο χέρια επάνω στους μηρούς της και πήρε μια βαθιά ανάσα, πριν να τον κοιτάξει κατάματα.

«Μίλησε μου για την Άνταλαΐν» ζήτησε σιγανά.

Το πρόσωπο του πλάσματος έγειρε ελαφρώς προς το μέρος της, έχοντας ακόμη σ' αυτό χαραγμένη μία σοβαρή έκφραση. Εισέπνευσε αργά και βαθιά. Και τότε, με μία εκπνοή εξίσου αργή και μελαγχολική, επιτέλους μίλησε.

«Θυμάσαι ότι κάποτε με ρώτησες αν εγώ ήμουν σημαντικός στην Κόλαση;» ρώτησε με ένα σιγανό μουρμουρητό, τόσο που αναγκάστηκε να τον πλησιάσει περισσότερο. Η ερώτηση την αποσυντόνισε, όμως έγνεψε θετικά, επειδή το θυμόταν πολύ καλά. «Λοιπόν, όπως σου είχα πει εκείνη την φορά, δεν είμαι. Η Κόλαση δεν θα καταρρεύσει, ούτε θα προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση αν μου συνέβαινε κάτι ή αν εγώ πέθαινα. Γι' αυτό όχι, δεν είμαι σημαντικός εκεί...Όμως ο Φάρον...» πρόφερε με περιφρόνηση και κατάπιε με δυσκολία, «ο πατέρας μου, εκείνος ήταν σημαντικός».

«Εσύ...μπορείς να πεθάνεις;» έθεσε το ερώτημα, με ένα τόνο πιο υψηλό απ' όσο έπρεπε. Για κάποιο λόγο, μονάχα αυτή η ιδέα της προκάλεσε ένα ξαφνικό και οδυνηρό τσίμπημα.

«Ναι» είπε. Ανασήκωσε τους ώμους, σαν αυτό να μην ήταν κάτι ουσιώδης. «Ναι, μπορώ να πεθάνω. Σου εγγυώμαι ότι μπορούμε να πεθάνουμε».

Ένα αβέβαιο συναίσθημα σύντριβε το στήθος της, όμως πριν να εκτραπεί απ' το θέμα, κούνησε το κεφάλι και ανάγκασε τον εαυτό της να επικεντρωθεί σε εκείνο το ζήτημα. Εξάλλου, εκείνη ήδη ήξερε ότι το να πεθάνει ένας δαίμονας ήταν κάτι πιθανόν.

«Συνέχισε» απαίτησε επείγον.

Εκείνος αναστέναξε ξανά.

«Υποθέτω ότι πρέπει ήδη να ξέρεις, με όλα όσα διάβασες για τους δαίμονες, ότι υπάρχουν ιεραρχίες μεταξύ μας» είπε σιγανά και χαλαρά, σχεδόν χωρίς βιασύνη. Η κοπέλα έγνεψε θετικά, αν και εκείνος δεν την κοιτούσε κατάματα. «Εκεί ο κλασικισμός κυβερνά τα πάντα. Οι δαιμονικές τάξεις, που μεταξύ σας θα ήταν κάτι σαν "οικογένειες", καθορίζονται από εκείνη την ίδια ιεραρχία. Ο Φάρον ανήκε σε μία από τις πιο γνωστές τάξεις της Κόλασης. Δεν συγκρινόταν με τα Ανώτερα Πνεύματα, όμως όντως είχε μία θέση αρκετά υψηλή».

«Τι είναι τα Ανώτερα Πνεύματα;» ρώτησε, ίσως με αρκετό ενδιαφέρον απ' όσο εκείνου θα του άρεσε, επειδή αμέσως την κοίταξε ενοχλημένος. Ή πιθανόν μονάχα να αντέδρασε έτσι που τον διέκοψε σαν μιλούσε.

«Είναι οι δαίμονες που κυβερνούν όλη την Κόλαση: Ο Ασταρώθ, Βεελφεγώρ και, φυσικά, ο Λούσιφερ».

«Ό-όμως...» τραύλισε, κάπως συγχυσμένη. «εγώ νόμιζα ότι ο Λούσιφερ ήταν αυτός που κυβερνούσε».

Ο δαίμονας κούνησε το κεφάλι αρνητικά, σοβαρός.

«Εδώ και πολλούς αιώνες ο Λούσιφερ δεν κυβερνά μόνος» εξήγησε αδιάφορα.

«Και η Κόλαση είναι...είναι όπως την περιγράφει ο Δάντη;»

Σούφρωσε τα φρύδια για ένα δευτερόλεπτο, όμως αμέσως άφησε ένα γέλιο να ξεφύγει απ' τα χείλη του και κούνησε αργά το κεφάλι.

«Φυσικά και όχι» επιβεβαίωσε, λίγο πιο σοβαρός. «Αν και είναι παρόμοια σε ορισμένα μέρη».

«Όπως σε ποια;»

«Δεν έχει μορφή αναποδογυρισμένου κώνου, αν αυτό σκέφτεσαι». Εκείνος άφησε πάλι ένα κοφτό γέλιο. «Όμως όντως είναι διαχωρισμένη σε ιεραρχίες, ή κύκλους, όπως λέει το ποίημα».

«Και πώς είναι τότε;» Η Κατρίνα έκανε μία μεγάλη προσπάθεια να παραμείνει ήρεμη καθώς ο Αραέλ μιλούσε. Το λιγότερο που ήθελε ήταν να φανεί τρομαγμένη για να του δώσει την χαρά να την κοροϊδέψει, ή να σταματήσει γιατί θα θεωρούσε ότι φοβόταν πολύ. Και πολύ λιγότερο τώρα που επιτέλους της μιλούσε για εκείνο το μέρος.

«Η Κόλαση χωρίζεται σε οχτώ κύκλους, ή επίπεδα, όπως θες πες το» εξήγησε. Ξαφνικά, άρπαξε ένα από τα χέρια της τα οποία ήταν σε γροθιές και το ύψωσε μέχρι που έμεινε μπροστά στο πρόσωπό της. Τότε, με την άκρη του δακτύλου του, άγγιζε αρκετά σημεία σε διαφορετικά μέρη της γροθιάς της, με ανακατωμένη σειρά. Συνολικά, άγγιξε το δέρμα της εννέα φορές με το δάκτυλό του. "Μία σφαίρα με περισσότερες τροχιές μέσα της". Έτσι φαντάστηκε τον υπαινιγμό του. «Εννέα, αν μετρήσεις αυτό που εσείς ονομάζεται Καθαρτήριο. Σε κάθε ένα από εκείνα τα επίπεδα, υπάρχουν δύο δαίμονες που το κυβερνούν: ένας που είναι ο Βασιλιάς και ο άλλος, ο οποίος είναι αυτός που κυβερνά την Αμαρτία που κυριαρχεί στο συγκεκριμένο επίπεδο. Κάθε επίπεδο είναι έτσι, εκτός από αυτό» είπε, αγγίζοντας ένα σημείο στο κέντρο του πίσω μέρους του χεριού της.

«Τ-τι συμβαίνει μ' αυτό;» ρώτησε με ένα ασταθή ψίθυρο.

«Δεν κυβερνάται από δύο, όπως τα υπόλοιπα. Μονάχα ένας κυβερνά όλο αυτό το επίπεδο: ένας δαίμονας ονόματι Ασμόδαιος.

Τα μάτια της Σμιθ γούρλωσαν, απλά επειδή είχε διαβάσει αυτό το όνομα στα βιβλία της. Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της, επειδή σε κάποιο απόκρυφο μέρος του μυαλό της, εκείνο το όνομα, κατά κάποιο ανεξήγητο τρόπο, ξύπνησε μία σπίθα που της φάνηκε...οικεία.

«Ε-είναι πολύ ισχυρός;»

Το πλάσμα έγνεψε θετικά, όμως δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται πόσο την είχε επηρεάσει.

«Ο Φαρόν είχε μία δυσανάλογη έχθρα με τον Ασμόδαιο. Εκείνος σκόπευε να γίνει ο Βασιλιάς του επιπέδου που ο Ασμόδαιος κυβερνούσε» απάντησε, και τα μάτια της κοπέλας γούρλωσαν πάλι καθαρά από εντύπωση. Εκείνος χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Ναι, για να δεις πόσο δυνατός ήταν ο άθλιος. Ο Φάρον σκόπευε ο Ασμόδαιος να παραμείνει ως κυρίαρχος της Λαγνείας, ενώ εκείνος ήθελε να γίνει ο Βασιλιάς του αυτού του επιπέδου. Φαντάσου πόσο μισούσαν ο ένας τον άλλο, επειδή τον Ασμόδαιο κανείς, απολύτως κανείς δεν τον προκαλεί» πρόσθεσε με πικρία, σουφρώνοντας περισσότερο τα φρύδια. «Όπως βλέπεις, ο Φάρον ήταν φιλόδοξος. Ήταν ένας ονειροπόλος. Αυτό ήταν το σχέδιο του, αυτό επιθυμούσε και που, ίσως, θα μπορούσε να είχε καταφέρει...Όμως, κάποια στιγμή, αυτό το σχέδιο άλλαξε όταν συνάντησε την Άνταλαΐν».

Το πρόσωπό του ζάρωσε ελαφρώς όταν ανέφερε το τελευταίο όνομα. Το όνομα της μητέρας του.

«Και οι άγγελοι έχουν ιεραρχία;»

Έγνεψε θετικά με ύφος απόμακρο.

«Έτσι είναι» μουρμούρισε, κάπως απότομα που δεν φάνηκε να το αντιλαμβάνεται. «Είναι διαφορετική, επειδή γνωρίζω ότι ο Παράδεισος δεν διαχωρίζετε όπως η Κόλαση. Τουλάχιστον, όχι από αμαρτίες. Όμως όντως έχουν μία ιεραρχία πολύ αυστηρή, ακόμη και, πιο πολύ από την δική μας ιεραρχία...Η Άνταλαΐν, σε αντίθεση με τον Φάρον, δεν ανήκε σε ένα ψηλό επίπεδο, αλλά στο πιο χαμηλό. Αυτό που όλοι οι άγγελοι μισούν, και σ' αυτό που διαρκούνε λίγο καιρό διότι παλεύουν για να ανέβουν τάγμα γρήγορα. Επειδή είναι αυτό που έχει περισσότερη αλληλεπίδραση με τους θνητούς: Τους Προστάτες. Ή, όπως εσείς τους γνωρίζετε, Φύλακες Άγγελοι». Έκανε μία παύση για να αναστενάξει αγανακτισμένος, και μόρφασε. «Υποθέτω ότι θα συναντήθηκαν κάποια στιγμή όταν έκαναν την δουλειά που τους ανατέθηκε, δεν ξέρω. Δεν έχω ιδέα πώς έγινε κι συναντήθηκαν οι δυο τους. Ούτε καν γνωρίζω για πόσο καιρό το έκρυψαν, αν και συμπεραίνω ότι ήταν αρκετός. Οι λίγοι που μίλησαν για εκείνους υποθέτουν ότι μπόρεσαν, κατά κάποιο τρόπο, να κρύψουν εκείνο το αφύσικο ειδύλλιο τους με επιτυχία...» πρόφερε την λέξη σαρκαστικά, ανασηκώνοντας λιγάκι τα φρύδια στην πορεία. Όμως, ένα δευτερόλεπτο μετά έσμιξε τα φρύδια με ένα συναίσθημα που δεν ήταν ικανή να διακρίνει, και πρόσθεσε κάπως πικρά: «Μέχρι που έφτασα εγώ».

Ο Αραέλ πίεσε τα χείλη, και μετά κατάπιε με δυσκολία. Έπνιξε ένα αναστεναγμό και, αμέσως μετά, σηκώθηκε όρθιος και απομακρύνθηκε με δρασκελιές.

Η Κατρίνα σηκώθηκε και περπάτησε με γοργά βήματα για να τον προφτάσει, βλέποντας πώς κατευθυνόταν προς το κάγκελο που περιέβαλλε την όχθη του ποταμού και που εμπόδιζε την πρόσβαση πιο πέρα. Τα χέρια του πιάστηκαν από το μεταλλικό υλικό, και το κορίτσι πρόσεξε, όταν πλησίασε αρκετά προς το μέρος του, πώς η ένταση συσσωρευόταν στην πλάτη και στα μπράτσα του.

Έφτασε δίπλα του, όμως αποφάσισε να κρατήσει λίγη απόσταση.

«Εγώ νόμιζα ότι οι άγγελοι...» δίστασε και ξεκαθάρισε τον λαιμό της, «ότι εκείνοι δεν είχαν παιδιά».

«Δεν έχουν» επιβεβαίωσε, με την φωνή πιο βραχνή. «Δεν πηγαίνουν από' δω και από' κει συλλαμβάνοντας άλλους αγγέλους. Εκείνοι δεν μπορούν να γεννήσουν, όχι επειδή δεν είναι ικανές, αλλά γιατί δεν τους επιτρέπεται. Απαγορεύεται». Ένα κοφτό γέλιο δίχως χιούμορ ξέφυγε απ' τα χείλη του, την στιγμή που κουνούσε αρνητικά το κεφάλι. «Τότε, θα φαντάζεσαι, το σκάνδαλο που η Άνταλαΐν προκάλεσε στον Παράδεισο όταν έμαθαν πως εκείνη είχε συλλάβει ένα παιδί με ένα δαίμονα».

Σούφρωσε τα φρύδια όταν μια αμφιβολία διέσχισε το μυαλό της.

«Πώς κατάφεραν να σε κρύψουν από εκείνους;» ρώτησε.

Το πλάσμα κάρφωσε το βλέμμα στα σκοτεινά και ήρεμα νερά του ποταμού, φωτισμένος από την αντανάκλαση των διαφορετικών και αμέτρητων φώτων των δρόμων και των κτηρίων.

«Υποθέτω ότι να συγκαλύψεις ένα απαγορευμένο ειδύλλιο στην Κόλαση και στον Παράδεισο ήταν κάτι περίπλοκο, όμως τα κατάφεραν. Αυτό που δεν μπόρεσαν να κάνουν, ήταν να με κρύψουν και εμένα». Έκανε μία παύση καθώς εισέπνεε και σήκωσε το κεφάλι για να δει τον ουράνιο θόλο, φορτωμένος από μερικά πυκνά γκρίζα σύννεφα. «Φυσικά, εγώ δεν μπορούσα να ζω σε κανένα από αυτά τα μέρη, έτσι με έκρυψαν σ' αυτό που ήταν ουδέτερο. Σ' αυτό που κανείς από τους δυο είχε αρμοδιότητα». Χαμήλωσε το κεφάλι, και το βλέμμα σου συναντήθηκε με το δικό της. «Είμαι ο πρώτος και ο μοναδικός δαίμονας γεννημένος εδώ. Στη γη».

«Κατρίνα, εγώ...» δίστασε για ένα δευτερόλεπτο και έστρεψε το βλέμμα αλλού. Της φάνηκε να διακρίνει κάτι, όμως δεν κατάφερε να καταλάβει τι ήτανε «γεννήθηκα σε μία εποχή όπου εσείς ήσασταν αυστηρά ελεγχόμενοι από την πίστη σας. Η κοινωνία ήταν κυριαρχημένη από την θρησκεία και την ανεξαρτησία, ο τρόπος ζωής και οι αποφάσεις τους καθορίζονταν από αυτό που πίστευαν ότι θέλει ο Θεός από αυτούς. Αφιερωμένοι σε ένα υποτιθέμενο Θεϊκό σχέδιο που εκείνοι οι ίδιοι ερμήνευσαν. Τόσο πολύ, που εφάρμοσαν σκληρές και άσπλαχνες σωματικές τιμωρίες σε όλους εκείνους που θεώρησαν βέβηλους και που δεν ζούσαν με τον ίδιο τρόπο, προσπαθώντας να εφαρμόσουν μια λάθος δικαιοσύνη».

Ο Αραέλ κούνησε το κεφάλι αρνητικά σε μία κίνηση αποδοκιμασίας, έχοντας ακόμη το σοβαρό του ύφος, συγκεντρωμένος. Από την άλλη, η Κατρίνα, περιορίστηκε στο να διατηρήσει την δική της έκφραση απαθή για να μην έβλεπε ο δαίμονας την έκπληξη που τα λόγια του είχαν προκαλέσει σε εκείνη.

«Ο Φάρον και η Άνταλαΐν δεν μπορούσαν να με κρατήσουν κρυμμένο και από πάνω να συνεχίσουν με τις δικές τους υπάρξεις όπως είχαν κάνει ως τότε. Χρειάστηκαν την στήριξη άλλου για να μπορέσουν να το κάνουν. Αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε κάποιο άλλο για να με φροντίζει όταν εκείνοι δεν θα μπορούσαν. Τότε, ο Φάρον πήρε την απόφαση να μπλέξει το μοναδικό άτομο που ήξερε ότι μπορούσε να τον βοηθήσει, επειδή ήταν το μοναδικό πλάσμα σε όλη την Κόλαση το οποίο δεν ένιωθε άνετα με την φύση του. Που μισούσε αυτό που ήταν και τον κόσμο σ' αυτό που είχε γεννηθεί, και που επιθυμούσε να ακολουθήσει τους δικούς του κανόνες...»

«Ο Καστιέλ...» ψιθύρισε η Σμιθ χωρίς να μπορεί να το αποφύγει, διακόπτοντας τον, όμως εκείνον δεν φάνηκε να τον ενοχλεί.

Κατάπιε με δυσκολία, ανίκανη να έχει το θάρρος να προσθέσει κάτι άλλο. Ο Αραέλ την κοίταξε με προσοχή για μερικά δευτερόλεπτα, λες και αξιολογούσε την έκφρασή της.

«Ο Καστιέλ ήταν σαν ένας μεγαλύτερος αδερφός για μένα» συνέχισε, με ένα μουρμουρητό. «Εγώ μεγάλωσα υπό την φροντίδα του, όταν δεν ήταν εκείνοι. Εκείνος και η Άνταλαΐν μοιράζονταν ένα συναίσθημα θαυμασμού για τους θνητούς, απ' ότι θυμάμαι είχαν καλή σχέση. Εκείνος προσπάθησε, όπως και η Άνταλαΐν, να μου μεταδώσει την αγάπη που ένιωθαν προς τους θνητούς. Και οι δύο προσπάθησαν, σε νεαρή ηλικία, να δω τους ανθρώπους με την ίδια αγάπη που εκείνοι τους είχαν». Κούνησε το κεφάλι αργά, εμφανίζοντας ένα μορφασμό αηδίας. «Όμως ποτέ δεν μπόρεσα. Ανεχόμουν τους θνητούς μονάχα...για αυτούς. Και τότε, στη μέση μιας δασικής, μοναχικής και πυκνής περιοχής που κανένας άνθρωπος τολμούσε να διασχίσει. Εκεί, σε ένα πανόραμα κυρίαρχο από την φύση που εσείς ακόμη δεν αιματοκυλήσατε, ο Φάρον κατασκεύασε μία καλύβα για την Άνταλαΐν και εμένα. Όταν κι οι δυο έπρεπε να λείπουν για να κρατήσουν κρυφή την ύπαρξή μου, ο Καστιέλ εκπλήρωνε τον ρόλο του...φύλακα. Και έτσι γινόταν, για πολλά χρόνια.

Η Σμιθ πρόσεξε πώς τα χέρια του σφίγγονταν ακόμη περισσότερο επάνω στο μεταλλικό κάγκελο. Δίπλα του, εκείνη συνέχισε να είναι ακίνητη.

«Ο καιρός που γνώρισα τον Φάρον ήταν πολύ λίγος, γι' αυτό οι αναμνήσεις που έχω από εκείνον είναι αρκετά ελάχιστες... Σε ποια ηλικία τα βρέφη σας αρχίζουν να έχουν συνείδηση; Στα πέντε τους χρόνια;» ρώτησε κάνοντας μία κίνηση απάθειας με το στόμα. Η Κατρίνα έγνεψε θετικά, αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν εκατό τοις εκατό σίγουρη γι' αυτό. «Λοιπόν, τα δικά μας όχι. Η δική μας συνείδηση είναι άμεση, έχουμε αναμνήσεις από την πρώτη στιγμή που γεννιόμαστε. Επίσης, η δική μας ανάπτυξη είναι πιο εσπευσμένη, όχι τόσο αργοπορημένη όπως η δική σας... Λόγω αυτού, ο Φάρον, αφού απουσίαζε για μεγάλο χρονικό διάστημα, έχανε τα στάδια της ανάπτυξης μου, όπως μπορείς να φανταστείς. Εγώ τον γνώρισα λίγους μήνες μετά που είχα έρθει στον κόσμο».

Πίεσε το σαγόνι και σώπασε. Έκλεισε τα μάτια και κούνησε το κεφάλι, λες και μία ανάμνηση ή μία θυμωμένη σκέψη είχε φτάσει άθελα στο μυαλό του.

Συνέχισε να παρατηρεί τον ποταμό από μακριά, με μισόκλειστα μάτια και με σοβαρή έκφραση, ενώ, από μέρους της, προσπαθούσε να καταλάβει και να έχει μια εικόνα του Αραέλ όταν ήταν μικρός, με μία αφύσικη εσπευσμένη ανάπτυξη, του οποίου ο πατέρας όπως φαινόταν δεν ήταν εκεί κατά την γέννησή του.

«Και τι θυμάσαι από εκείνον;» ρώτησε με διακριτικότητα, σε μια προσπάθεια να τον ενθαρρύνει για να συνεχίσει.

Εκείνος έσφιξε τις γροθιές και εισέπνευσε βαθιά.

«Πως ήταν κάποιος σκληρός, σαν άτομο και σαν πατέρας...Εγώ βλέπω πώς ο πατέρας σου και η μητριά σου δείχνουν αγάπη μεταξύ τους, Κατρίνα. Αντιλαμβάνομαι, πώς, με το πέρασμα των χρόνων, έχουν καταφέρει να κρατήσουν άθικτο εκείνο το συναίσθημα που τους ένωσε... Όμως εγώ ποτέ δεν είχα τον Φάρον να δείχνει την αγάπη του στην Άνταλαΐν. Εκείνος δεν έδειχνε συναισθήματα ούτε σε εκείνη, ούτε σε μένα». Το σαγόνι του σφίχτηκε ξανά και χαμήλωσε το κεφάλι. «Ποτέ δεν τους ένιωσα σαν να ήταν ένα...ζευγάρι. Συνεπώς, έφτασα σε σημείο να σκεφτώ ότι εκείνοι στην πραγματικότητα δεν ένιωθαν την παραμικρή αγάπη ο ένας για τον άλλο. Πως ίσως μονάχα έκαναν μια τρέλα και πως εγώ ήμουν το τίμημα που αναγκάστηκαν να πληρώσουν γι' αυτό. Ή που, πιθανόν, θέλησαν να πειραματιστούν...» Μία ρυτίδα ζάρωσε το μέτωπό του. Είχε ένα ύφος αμφιβολίας. «Πως ήθελαν να με δημιουργήσουν επίτηδες, καθαρά από νοσηρότητα, για να δουν τι είδους πλάσμα μπορούσαν να συλλάβουν. Η ανάπτυξή μου ήταν γρήγορη, όπως όλων των δαιμόνων, όμως εγώ δεν ήμουν καθόλου ένα υγιές και δυνατό πλάσμα. Ήμουν αρκετά αδύναμος. Θυμάμαι ότι υπήρχαν περιπτώσεις στις οποίες έβηχα αίμα, και τους άκουσα μια φορά να λένε ότι ήταν πιθανόν να είχα λίγες πιθανότητα για να ζήσω. Εκείνες τις εποχές, εγώ δεν ήξερα τι ήταν διαφορετικό. Δεν είχα ιδέα ότι δεν υπήρχαν πλάσματα σαν κι εμένα. Ούτε καταλάβαινα ότι ο Φάρον και η Άνταλαΐν ήταν "ετερώνυμα". Για μένα, δεν υπήρχε τίποτα λάθος σ' αυτό που εκείνοι είχανε. Μόλις έφτασα στην Κόλαση ήταν όταν κατάλαβα πόσο διαφορετικός ήμουν σχετικά με τους υπόλοιπους».

Το στομάχι της δέθηκε κόμπο ως απάντησε για το τελευταίο. Έγνεψε θετικά αργά καθώς συνέχιζε να μελετάει το πρόσωπό του, που είχε υιοθετήσει πάλι μία σοβαρή και αφηρημένη έκφραση.

«Και πότε...;» Σούφρωσε τα φρύδια, μην ξέροντας αν έπρεπε ή όχι να κάνει την ερώτηση. «Πότε έμαθαν για σένα;»

Η Κατρίνα ένιωσε ένα τσίμπημα μετάνοιας όταν εκείνος ξεφύσησε αργά και βαριά, την ίδια στιγμή που ένωσε τα βλέφαρά του, όχι με οργή ούτε με αγανάκτηση. Όχι όπως όταν τον εκνεύριζε, αλλά με πραγματική λύπη. Είδε πώς τα χαρακτηριστικά του ζάρωναν σε μία έκφραση φορτωμένη με θλίψη μονάχα που το άκουσε αυτό, όμως κατάφερε να ισιώσει το κορμί του και να συνεχίσει να κοιτάει μπροστά σαν αν μην έγινε τίποτα.

«Εκεί που μέναμε, λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, υπήρχε μια μικρή αγροτική πόλη» εξήγησε με εμφανής νωθρότητα. «Η Άνταλαΐν συνήθιζε να βοηθάει τους ανθρώπους που την περικύκλωναν. Εκεί ήταν όταν εκείνη και ο Καστιέλ με ανάγκαζαν να αλληλεπδρώ με τους θνητούς. Ήταν διαφορετικές εποχές, Κατρίνα, οι άνθρωποι δεν τολμούσαν να έχουν καμία αμφιβολία με το ότι είχε να κάνει με τον Παράδεισο...ή την Κόλαση. Έτσι όταν μερικοί άρχισαν να προσέχουν ότι ήμασταν διαφορετικοί, πως ζούσαμε απομακρυσμένοι, πως ένιωθαν μία παράξενη αίσθηση όταν είμασταν κοντά τους..., άρχισαν να γίνονται καχύποπτοι». Έκανε μια σύντομη παύση και έκλεισε τα χέρια του σε γροθιές, τόσο σφικτά που φάνηκε πως το δέρμα του θα καταστρεφόταν ανά πάσα στιγμή. «Μια μέρα, καθώς βρισκόμασταν στο χωριό, συναντήσαμε ένα παιδί που δέχτηκε επίθεση από ένα λύκο. Υπήρχε μια μικρή ομάδα τριγύρω του, όμως η κατάστασή του ήταν τόσο σοβαρή που εκείνοι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για αυτόν. Τότε, η Άνταλαΐν πλησίασε και, χωρίς δεύτερη σκέψη, τον θεράπευσε... Μπροστά από εκείνη την μικρή και ασήμαντη ομάδα θνητών, έκθεσε τις δυνάμεις της για να σώσει την ζωή εκείνου του παιδιού...» Ένα κοφτό γέλιο πικρίας ξέφυγε απ' τα χείλη του. «Πώς νομίζεις ότι αντέδρασαν; Νομίζεις ότι χάρηκαν; Ότι χάρηκαν επειδή η Άνταλαΐν είχε σώσει την ζωή εκείνου του ανήμπορου αγοριού;» Κούνησε το κεφάλι αρνητικά, την στιγμή που έκανε τα χείλη του μια ευθεία και σε λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα γέμισε με μία οργή που φαινόταν να είναι συγκρατημένη ποιος ξέρει πόσο καιρό. «Τρόμαξαν. Τρελάθηκαν τελείως. Πίστεψαν ότι εκείνη ήταν μία μάγισσα και άρχισαν να λιθοβολούν...Γι' αυτό τους επιτέθηκα».

Τα μάτια της Κατρίνας γούρλωσαν.

«Αραέλ...»

«Δεν μπορούσα να αφήσω να την πληγώσουν» την διέκοψε απότομα. «Εξάλλου, δεν σκότωσα κανένα. Όμως αυτό που έκανα τάραξε την Άνταλαΐν, έτσι το σκάσαμε από εκείνους και βιαστήκαμε να επιστρέψουμε στην καλύβα. Άκουσέ με» έκφρασε σιγανά, με προσοχή, αν και στην πραγματικότητα το κορίτσι δεν είχε πάψει ούτε μια στιγμή να έχει την προσοχή της στραμμένη σ' αυτόν: «εδώ κι αιώνες, υπάρχει μια ομάδα καλά επιλεγμένη από θνητούς οι οποίοι έχουν απευθείας επαφή με τους αγγέλους, ονομάζονται Φύλακες. Εκείνοι βοηθάνε στον έλεγχο των κόσμων μας, να διατηρήσουν την ειρήνη ανάμεσά σας όταν συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο. Για να μην υπάρχει ένα χάος... Ένα απ' αυτούς της ομάδας που είδε τις δυνάμεις της Άνταλαΐν, πρέπει να ειδοποίησε ένα απ' αυτούς. Και εκείνος ο άθλιος ο ένας, κάλεσε τους ηλίθιους του αγγέλους. Την επόμενη μέρα ήρθαν τρεις απ' αυτούς. Τρεις άγγελοι, που το μόνο πράγμα που έκαναν ήταν να διώξουν την Άνταλαΐν από την θέση της, όχι χωρίς πρώτα να εκθέσουν την σοβαρότητα των πράξεων της και να της ξεκαθαρίσουν ότι ήταν μια προδότρια. Πως ήταν μια ντροπή για τους αγγέλους. Πρακτικά πως ήταν το χειρότερο που συνέβη στον Παράδεισο μετά από την Εξέγερση. Έκαψαν την καλύβα, το μόνο...σπίτι που κάποτε είχα... Το δικό μας σπίτι. Την κατέστρεψαν εντελώς, και δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτα για να το αποτρέψουμε. Λίγο αργότερα, επιτέλους έφτασε ο άθλιος ο Φάρον. Μετά που την ντρόπιασαν, μετά που τις έκαναν ό,τι της έκαναν, επειδή έτσι ήταν αυτός: ποτέ δεν ήταν όταν τον χρειαζόσουν».

Η Σμιθ πρόσεξε ένα τρέμουλο στην άκρη των χειλιών του. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα σε ένα συγκεκριμένο μακρινό σημείο που εκείνη δεν ήταν ικανή να ανιχνεύσει, και η αναπνοή του ήταν ελαφρώς επιταχυνόμενη. Χωρίς αμφιβολία ένα έντονο συναίσθημα οργής είχε αντικαταστήσει όλα τα υπόλοιπα στο πρόσωπό του. Ένιωσε ένα κόμπο στο στομάχι όταν τον είδε έτσι επηρεασμένο, όμως δεν έκανε ούτε μία κίνηση για να πλησιάσει προς το μέρος του. Ήταν αρκετά βυθισμένη στην ιστορία του, αρκετά ξαφνιασμένη.

Ήταν έτοιμη να πει κάτι, να του ζητήσει να συνεχίσει, όμως τότε ο δαίμονας μίλησε:

«Όταν είδαν ποιος δαίμονας ήταν μπλεγμένος, οι άγγελοι κάλεσα ένα δαίμονα υψηλής τάξης για να μας αναλάβει. Εκείνος υπαγόρευσε ότι η υπόθεσή μας έπρεπε να γίνει στην Κόλαση, αφού δεν είχε να κάνει με τον οποιοδήποτε, αλλά με τον ίδιο τον Φάρον..., "Ο φιλόδοξος και σκληρός Φάρον". Ο μεγαλύτερος εχθρός του Ασμόδαιου» είπε χρησιμοποιώντας ένα εχθρικό τόνο σαρκασμού, και στροβίλισε τα μάτια σε μια κίνηση κούρασης. «Και θυμάμαι δύο πράγματα πολύ ξεκάθαρα. Το πρώτο: πως οι άγγελοι που ήρθαν είπαν στην Άνταλαΐν ότι δεν ανήκε πια στην Θεϊκή Ιεραρχία. Πως ο παράδεισος πια δεν ήταν το σπίτι της και πως η Κόλαση μπορούσε να κάνει ό,τι επιθυμούσε με εκείνη...Και το δεύτερο: είδα μακριά, μια μικρή άθλια ομάδα θνητών γεμάτοι περιέργεια κρυμμένοι πίσω σε κάτι δέντρα, θεατές που έμοιαζαν ικανοποιημένοι με την απόφαση των αγγέλων, λες και ήταν το σωστό. Λες και αξίζαμε αυτό που επρόκειτο να μας συμβεί. Κοίταξα τους θνητούς, τους ίδιους που η Άνταλαΐν είχε σώσει και βοηθήσει τόσα χρόνια που έζησα εκεί, και μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τι μου είχε πει εκείνη την στιγμή...» Η Κατρίνα πρόσεξε πώς το κορμί του, ειδικά τα μπράτσα και οι ώμοι του, τσιτώθηκε κυρίαρχο από ένα συναίσθημα τόσο σφοδρό που ήταν ανίκανη να αναγνωρίσει. «Μου είπε: "Μην τους κοιτάς έτσι, απλά είναι τρομαγμένοι. Υποσχέσου μου ότι δεν θα τους μισήσεις γι' αυτό..."».

Ο Αραέλ κούνησε το κεφάλι σε μία αργή άρνηση, και η Σμιθ μπόρεσε να φανταστεί τι ήταν αυτό που θα της είχε απαντήσει. Στο μυαλό της, τον έκανε εικόνα με εκείνη την ίδια έκφραση φορτωμένη με μια υπερβολική οργή, όμως σε ένα πρόσωπο και σώμα πιο μικρά, όντας ανίκανος να δώσει εκείνη την υπόσχεση στην μητέρα του.

«Αναγκάστηκαν να ανοίξουν μία ιδιαίτερη πύλη στην Κόλαση, επειδή η Άνταλαΐν και εγώ δεν ξέραμε πώς να φτάσουμε εκεί» συνέχισε, κάθε φορά με την φωνή πιο βραχνή από οργή. «Δεν είχαμε εκείνη την εξουσία. Τουλάχιστον, εγώ δεν την είχα εκείνο τον καιρό. Και τότε έφτασα στην Κόλαση..., στην πραγματική Κόλαση. Αφού ο Φάρον ανήκε στην βαθμίδα του Ασμόδαιου, κριθήκαμε από εκείνους. Ήταν η πρώτη φορά που είδα άλλους δαίμονες... Δαίμονες χειρότερους κι από τον Φάρον επειδή, αν και εκείνος ήταν ένας άθλιος, ποτέ δεν θυμάμαι να με έχει χτυπήσει. Ωστόσο, εκείνους δεν τους ένοιαξε αν εγώ ακόμη ήμουν ένα παιδί. Και καθώς αποφάσιζαν τι να κάνουμε μαζί μας, ο Ασμόδαιος αποφάσισε να μας βάλει σε ξεχωριστά κελιά. Θυμάμαι την ακριβής στιγμή που ο Ασμόδαιος με πήρε σε μια ομάδα δαιμόνων και τους είπε: "Διασκεδάστε με το μικρό φαινόμενο". Και με άφησε, εκεί. Μαζί τους». 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro