Κεφάλαιο 31
«Κατρίνα, τι συμβαίνει;» ρωτάει η Νοέλια, με ένα τόνο πιο ταραγμένο στην φωνή της, επιστρέφοντας πάλι την Σμιθ πίσω στην πραγματικότητα.
Έστρεψε το βλέμμα αλλού, κάπου που να μην βρίσκονταν εκείνοι οι δαίμονες και έκλεισε τα μάτια σφικτά. Αντιλήφθηκε ότι η αναπνοή και οι παλμοί της καρδιάς της επιτάχυναν σε υπερβολικό βαθμό.
«Δεν είναι τίποτα» ψιθύρισε.
«Έλα τώρα, Κατρίνα» επέμεινε.
«Νοέλια, γιατί δεν την συνοδεύσεις στο μπάνιο;» πρότεινε ο Τεό.
«Πολύ καλή ιδέα».
«Είμαι μια χαρά» τους απάντησε η Σμιθ, ανοίγοντας τα μάτια για να προσπαθήσει να τους χαρίσει ένα χαμόγελο έτσι ώστε να ηρεμήσουν, αν και πιθανόν της βγήκε μία έκφραση πολύ παράξενη.
«Τεό» τον φώναξε ένας από τους σερβιτόρες, επιμένοντας με μια παραγγελία που εκείνος δεν είχε αρχίσει να ετοιμάζει.
«Ναι, αμέσως» απάντησε εκείνος, όμως συνέχισε γυρτός προς το μέρος της. «Κατρίνα, είσαι χλωμή».
Το κορίτσι κούνησε το κεφάλι.
«Πήγαινε» του είπε, «μην αφήνεις πίσω την δουλειά για μένα, Τεό».
Ο άντρας με τα τατουάζ για ένα δευτερόλεπτο την κοίταξε με την ανησυχία χαραγμένη στο πρόσωπό του, πριν γνέψει θετικά και γυρίσει την πλάτη του στις δύο κοπέλες. Τότε, όταν απομακρύνθηκε για ακόμη μια φορά, το γοτθικό κορίτσι κόλλησε επάνω της.
«Πες μου τι συμβαίνει, σε παρακαλώ» ικέτευσε με ένα ψίθυρο.
«Σ-στην γωνία» είπε με σιγανή φωνή, ανίκανη να την κοιτάξει στο πρόσωπο.
Δεν είχε νόημα να της το κρύψει. Όχι πια.
«Στην...;» Εκείνη σήκωσε το βλέμμα πάνω απ' τον ώμο της. Η έκφρασή της αμέσως άλλαξε, από μπέρδεμα σε τρόμο. «Ωωω...» Κατάπιε με δυσκολία δυνατά. «Σκατά».
Γέμισε τους πνεύμονες της με αέρα, σε μια αδέξια απόπειρα της να δώσει στον εαυτό της λίγο θάρρος για να κατευθυνθεί προς το μέρος τους.
«Περίμενε με εδώ» Η φωνή της Κατρίνας ακούστηκε τόσο αδύναμη που περισσότερο φάνηκε σαν ικεσία. «Θα πάω να δω τι θέλουν».
«Καλά» μουρμούρισε, στρέφοντας πάλι το βλέμμα προς εκείνη την γωνία, «πάμε».
«Τι; Όχι!» ξεφώνισε τοποθετώντας ένα μπράτσο πάνω απ' τον ώμο της, ίσως πιο απότομα απ' όσο λογάριαζε. «Εσύ θα μείνεις εδώ».
«Όχι, Κατρίνα». Η Νοέλια σηκώθηκε απότομα, χωρίς αυτή την φορά να ψάξει το στήριγμα της μπάρας. «Είμαι φίλη σου, και παρόλο που φοβάμαι πολύ, δεν θα σε αφήσω μόνη».
Το γοτθικό κορίτσι άρπαξε το μπράτσο της Σμιθ, αναγκάζοντας την να σηκωθεί και να προχωρήσει.
Όταν γύρισε απ' την άλλη, τα μάτια της συνάντησα τους δύο δαίμονες οι οποίοι φαινόταν να μιλάνε ψιθυριστά δίχως να νιώθουν την παραμικρή μεταμέλεια, έρημοι στην πιο απομονωμένη γωνία. Ένα μισό σατανικό και πονηρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του Αραέλ όταν τις κοίταξε. Ο Κάλεμπ, από την άλλη, απλά τοποθέτησε τους αγκώνες επάνω στο τραπέζι, χωρίς να τους δώσει σημασία.
Καθώς η Νοέλια και η Κατρίνα προσπερνούσαν τα τραπέζι και πλησίαζαν προς το μέρος τους, ένα έντομο και μηδαμινό συναίσθημα άρχισε να στροβιλίζεται μέσα της. Η αβεβαιότητα, η υποψία και η οργή στριφογύρισαν μέσα της και έκαναν τον προηγούμενο τρόμο που ένιωθε να εξατμιστεί. Όταν πια το είχε αντιληφθεί, είχε ήδη αφήσει μερικά βήματα πίσω την φίλη της.
Στάθηκε μπροστά στο τραπέζι του Αραέλ και του Κάλεμπ. Ο πρώτος δεν άλλαξε την σαρκαστική έκφραση από το πρόσωπό του, αντί αυτού τοποθέτησε την ράχη του στην πλάτη του καθίσματος και το χαμόγελο αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Ο δεύτερος, από την άλλη, πίεσε τις γροθιές που ξεκουράζονταν επάνω στο τραπέζι, δίπλα από ένα ποτήρι με ένα καφέ υγρό και μερικά παγάκια μέσα σ' αυτό.
«Τι υποτίθεται ότι κάνετε;» πέταξε χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση.
«Μου είπατε ψέματα!» τους κατηγόρησε η Νοέλια, πίσω από την Σμιθ. «Εσύ δεν είσαι ο Άλαν, και εσύ δεν είσαι ο Τόμας».
Ο Αραέλ στροβίλισε τα μάτια φανερά ενοχλημένος, όμως δεν απάντησε σε καμία από τις δυο κοπέλες. Ο Κάλεμπ, ωστόσο, σήκωσε λιγάκι το κεφάλι, και μια λάμψη περιέργειας εμφανίστηκε στα κίτρινα του μάτια.
«Και εσύ δεν είσαι απλά η "Νοέλια"» απάντησε ο Κάλεμπ ήρεμα.
Η Σμιθ δεν μπόρεσε να δει το πρόσωπο της φίλης της, όμως την ένιωσε που κρύφτηκε εντελώς πίσω απ' την πλάτη της.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» ρώτησε κοιτώντας τον Αραέλ κατευθείαν στα μάτια.
Εκείνος σήκωσε το ένα φρύδι, αλαζονικά.
«Μήπως είσαι τυφλή;» μουρμούρισε σέρνοντας ένα τόνο πικρίας και αδιαφορίας. «Δεν βλέπεις ότι ήρθαμε να πιούμε ένα ποτό σ' αυτό το άθλιο και αξιολύπητο μπαρ;»
Μία αστραπή θυμού την κατέκλυσε και δολοφόνησε τους δύο δαίμονες με το βλέμμα.
«Αφήστε με ήσυχη» απάντησε μέσα απ' τα δόντια της και, επειδή τώρα είχε εκνευριστεί αφάνταστα δεν μπόρεσε να το αποφύγει, έδωσε ένα ελαφρύ χτύπημα στο τραπέζι τους. «Μονάχα για σήμερα, εντάξει;»
«Κατρίνα...» μίλησε ο Κάλεμπ, όμως ο Αραέλ ύψωσε το ένα χέρια και εκείνος σώπασε αμέσως, χαμηλώνοντας το κεφάλι.
«Πες μου, Κάλεμπ» του ζήτησε εκείνη, αγνοώντας τον Αραέλ, αλλά ο δαίμονας δίπλα του κούνησε το κεφάλι αρνητικά, για να μην τον παρακούσει.
«Έμπλεξες την φίλη σου σ' αυτό» παρέμβει ο Αραέλ, με βραχνή φωνή. Ξαφνικά, η πονηριά φάνηκε να είχε εξαφανιστεί από την έκφρασή του. «Σου έδωσα μία διαταγή. Σου είπα ότι κανείς άλλος δεν έπρεπε να τον μάθει».
«Λοιπόν εγώ δεν είμαι υφιστάμενη σου» ξεστόμιζε. «Δεν έχω λόγο να σε υπακούσω».
Μισόκλεισε τα μάτια με εριστικό ύφος.
«Ώστε γίνεσαι θαρραλέα με το αλκοόλ» ψιθύρισε. Η Κατρίνα δεν αγνόησε τον απειλητικό τόνο στην φωνή του.
«Αραέλ...» είπε σιγανά με προσοχή, σαν να τον προειδοποιούσε για κάτι, όμως ο δαίμονας μετά βίας τον κοίταξε.
«Γιατί δεν επιστρέφεις στην Κόλαση;» Τα φρύδια του ανασηκώθηκαν από την έκπληξη, όμως εκείνη δεν σταμάτησε. Δεν μπορούσε να το κάνει. «Σήμερα θέλω να είμαι ήρεμη».
Ο υδράργυρος γκρίζων τόνων στα μάτια του σκούρυναν. Ωστόσο, αντί να της προκαλέσει τρόμο-όπως πάντοτε συνέβαινε-, ένα γελάκι ξέφυγε από τα χείλη της, ενώ τα δικά του τραβήχτηκαν σε ένα μορφασμό γεμάτο οργή.
«Κατρίνα...» Η κοπέλα δεν τον κοίταξε, όμως ο Κάλεμπ χρησιμοποίησε τον ίδιο τόνο επίπληξης που εφάρμοσε πριν με τον Αραέλ.
Κάποιος κούνησε το μπράτσο της με μια απαλή κίνηση, αλλά γρήγορη. Η Κατρίνα γύρισε το κεφάλι, και συναντήθηκε με τα γουρλωμένα, τρομαγμένα μάτια της Νοέλιας. Λες και την είχαν χτυπήσει με ένα σφυρί, αυτό έκανε την Σμιθ να αντιδράσει αμέσως.
Δεν μπορούσε να πράξει απερίσκεπτα, όχι τώρα. Έπρεπε να συγκρατηθεί για την φίλη της. Όσο κι αν ήθελε να αντιμετωπίσει τον Αραέλ, δεν μπορούσε να διακινδυνέψει την ζωή της Νοέλιας...Ή οποιουδήποτε πελάτη που βρισκόταν εκεί μέσα.
Παρατήρησε πάλι τον δαίμονα μπροστά της, του οποίου η πλήρης ανατομία φαινόταν να στάζει μία σκοτεινή και πυκνή αύρα. Καθαρά από οργή. Αργότερα, εκείνη μονάχα η εικόνα θα είχε κάνει τα πόδια της να τρέμουν από φόβο, θα ήταν φοβερά τρομαγμένη. Όμως τώρα ήθελε μόνο να ηρεμήσει και να φύγει από εκείνο το μέρος.
«Σε παρακαλώ, απλά φύγετε» απάντησε, προσπαθώντας να ακουστεί σοβαρή, με βαριά καρδιά.
Το πρόσωπο του Αραέλ δεν έδειξε καμία αλλαγή. Από την πλευρά του, ο Κάλεμπ μία ελαφριά κίνηση του κεφαλιού και χαμήλωσε το βλέμμα, αλλά ούτε αυτός απάντησε. Να μιλήσει μαζί του υπό την παρουσία του Αραέλ έμοιαζε να είναι τόσο ανώφελο, έτσι αποφάσισε να μην επιμένει. Ήξερε πολύ καλά ότι το πιο πιθανόν ήταν πως κανείς από τους δυο δεν θα την άκουγε, όμως ακριβώς αυτή την στιγμή δεν ήταν κι εντελώς καλά και να συζητήσει με αυτούς εκεί, περικυκλωμένοι με ανθρώπους, ήταν κάτι που έπρεπε να αποφύγει. Χωρίς να έχει σημασία αν δεν καταλάβαινε τι σχεδίαζαν.
Έκανε στροφή γύρω από τον εαυτό της και τράβηξε την Νοέλια απ' το μπράτσο, αν και στην πραγματικότητα της χρησίμευε περισσότερο σαν στήριγμα για να μην καταρρεύσει στο δάπεδο. Μονάχα αυτή η στροφή γύρω από τον εαυτό της, έκανε τον κόσμο να φαίνεται ασαφής και αναποδογυρισμένος, έτσι αναγκάστηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα πριν να περπατήσει πίσω στην θέση της.
«Και τώρα τι κάνουμε;» έθεσε την ερώτηση το γοτθικό κορίτσι με ένα ψίθυρο, αρκετά νευρικό.
«Τίποτα» ψιθύρισε. «Δεν υπάρχουν κι πολλά που μπορούμε να κάνουμε. Οπότε, αν λέει ότι μονάχα ήρθε να πιει κάτι, τότε πολύ καλά για εκείνον».
Η Σμιθ ένιωσε το βαρύ βλέμμα του Αραέλ καρφωμένο στην πλάτη της καθ' όλη την διάρκεια της διαδρομής ανάμεσα στα τραπέζια μέχρι να φτάσει στην μπάρα, όπου ο Τεό τις κοιτούσε με ένα από τα μαύρα του φρύδια ανασηκωμένα. Εκείνος καθάριζε μερικά ποτήρια με μία λευκή χαρτοπετσέτα, και της φάνηκε να τον είδε να αναστενάζει όταν η Νοέλια και η εκείνη κάθονταν πάλι στην θέση τους, επάνω στα σκαμπό.
«Εκείνος ο τύπος δεν ήταν την προηγούμενη φορά εδώ; Για να γενέθλια σου;» ρώτησε ο μπάρμαν, με ένα τόνο που προσπαθούσε να είναι αδιάφορος, όμως μία κρυμμένη περιέργεια τον πρόδωσε. Η Κατρίνα έγνεψε θετικά, ξέροντας ότι εννοούσε τον Κάλεμπ. Ο Τεό μιμήθηκε την έκφρασή της, όμως με ένα τρόπο πιο σκεπτικό. «Μάλιστα...» Της έδωσε ένα ποτήρι με ένα αδιάφανο υγρό. «Πάρε».
Σούφρωσε τα φρύδια, κοιτώντας το κρυστάλλινο περιερχόμενο, που δεν ανέδιδε καμία μυρωδιά.
«Είναι νερό;» ρώτησε απορημένη.
«Όχι, είναι ένα ποτήρι κοινής λογικής».
«Συγγνώμη;»
«Αυτό ακριβώς. Αφού είναι φανερό ότι δεν την έχεις επειδή κάνεις παρέα με τύπους σαν εκείνον». Έκανε ένα κούνημα του κεφαλιού προς την κατεύθυνση απ' όπου η Νοέλια και η Κατρίνα προέρχονταν.
Το γελάκι της Νοέλιας που ήταν λιγάκι διακριτικό, έκανε την Κατρίνα να την κοιτάξει ενοχλημένη. Κάτι μέσα της αντέδρασε στο σχόλιο του Τεό, όμως το αγνόησε. Φυσικά, ήταν φανερό αυτό που ο Τεό σκεφτόταν.
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις» μουρμούρισε.
«Αυτό δεν είναι δική μου δουλειά» απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους, σαν να μην τον ένοιαζε. «Όμως νομίζω ότι πρέπει να ακυρώσω την πρόσκληση που σου έκανα πριν από λίγο».
«Τι; Για ποιο λόγο να το κάνεις;»
«Γιατί θέλω να ζήσω!» Έξαφνα, ένα γέλιο φανερά νευρικό τον κατέκλυσε. «Και εκείνος ο τύπος με κοιτάει λες και θέλει να χτυπήσει το κεφάλι μου επάνω στην μπάρα».
«Πρόσκληση;» ρώτησε το γοτθικό κορίτσι, γέρνοντας το κεφάλι από την μια πλευρά. Η Κατρίνα της χαμογέλασε και έκανε μία κίνηση με το χέρι, επειδή, ξαφνικά, να εξηγήσει ότι ο Τεό την είχε καλέσει στο σπίτι του της φάνηκε κάπως...ντροπιαστικό. Μαζεύτηκε στην θέση της, όμως η Νοέλια ήταν τόσο παρατηρητική που μονάχα ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Τεό και αργότερα στην φίλη της άρκεσε για να πάρει στην κατοχή της η αντίληψη τα χαρακτηριστικά της.
Ένα χαμόγελο σχεδόν πονηρό εξαπλώθηκε στο πρόσωπό της.
«Ώστε γι' αυτό είναι τόσο θυμωμένος» μουρμούρισε για τον εαυτό της, αναφερόμενη στον Αραέλ.
Η Σμιθ παρατήρησε τον Τεό, που ξαφνικά φαινόταν να είχε γίνει λιγόλογος. Είχε σουφρώσει τα φρύδια και δεν τις κοίταζε, σαν να ήταν χαμένος στις σκέψεις του.
Ώστε γι' αυτό είναι τόσο θυμωμένος. Τα λόγια της Νοέλιας έκαναν ηχώ στο κεφάλι της, και άργησε λιγάκι να τα καταλάβει. Δεν μπορούσε να κοιτάξει τους δαίμονες που βρίσκονταν στο τραπέζι στην γωνία, επειδή είχε το κεφάλι γυρισμένο προς το γοτθικό κορίτσι, και γιατί, δεν ήθελε να το κάνει. Δεν επιθυμούσε να δει το εκνευρισμένο ύφος του Αραέλ, ή την προειδοποίηση στην νοσταλγική έκφραση του Κάλεμπ. Παρόλο που συνέχιζε να νιώθει το μυρμήγκιασμα στην πλάτη λόγω των βλεμμάτων τους, αρνήθηκε να αφήσει τον εαυτό της να επηρεαστεί.
Αλλά, παρόλα αυτά, ήθελε να μάθει.
Έγειρε προς τον Τεό.
«Είναι αλήθεια;» τον ρώτησε. «Πώς λες ότι σε κοιτάει;»
Τα καστανά μάτια του μπάρμαν μετά βίας κουνήθηκαν για να επιβεβαιώσει την ερώτηση.
«Σαν να θέλει να με σκοτώσει».
«Αλήθεια;» Δεν είχε ιδέα αν εκείνοι ήταν ικανοί να ακούσουν τους ψίθυρους τους, όμως, κι αν το έκαναν δεν την ένοιαζε.
Κατά κάποιο τρόπο, φαινόταν πως ο Τεό απολάμβανε αυτό που έκανε η Κατρίνα.
«Στο διαβεβαιώνω» Χαμογέλασε.
«Παιδιά, εγώ στ' αλήθεια χρειάζομαι ένα ποτό, για να μην τρελαθώ». Η απαίτηση της Νοέλιας ήταν φανερά γεμάτη ενόχληση. «Κάνε την δουλειά σου, μετά φλερτάρετε».
Ο μπάρμαν κοίταξε το γοτθικό κορίτσι πριν αρχίσει να ετοιμάζει την παραγγελία της. Εκείνη του έβγαλε την γλώσσα κοροϊδευτικά, χωρίς να την νοιάζει το ύφος του.
«Δεν θέλω να ακυρώσεις την πρόσκληση σου». Τα λόγια ξέφυγαν απ' τα χείλη της ως κακομαθημένη επίπληξη, έτσι εμφάνισε επίτηδες ένα χαμόγελο για να φαινόταν πιο πειστικό. Κάτι δεν πηγαίνει καλά μαζί μου. Αυτό το κορίτσι δεν είμαι εγώ και το ξέρω, αν και ποτέ δεν πίστευε ότι μερικές μπύρες και μοχίτο θα μπορούσαν να μου προκαλέσουν τέτοια μεγάλη αλλαγή. Η αποπνιγμένη ζέστη που ταξίδευε σε όλο το κορμί μου, εκείνη που μου προκαλούσε περισσότερο θάρρος και γενναιότητα, ήταν εξαιτίας του αλκοόλ.
Όμως, παρόλο που ο Τεό σίγουρα θα το είχε αντιληφθεί, αυτό δεν φαινόταν να τον ταράζει, δεδομένου ότι άλλο ένα χαμόγελο γλίστρησε από τα χείλη του.
«Φυσικά και όχι, αστειευόμουν» επιβεβαίωσε. «Ισχύει ακόμη, αν θες».
«Γιατί νιώθω λες και είμαι το κακό τρίτο άτομο της παρέας;» Η Νοέλια τοποθέτησε τους αγκώνες επάνω στην μπάρα, μισοκλείνοντας τα μάτια προσποιούμενη δυσαρέσκεια. Ή ίσως όχι τόσο προσποιούμενη.
Ο Τεό την κοίταξε.
«Γιατί είσαι» της είπε.
«Που να πάρει» ψέλλισε εκείνη, «με διώχνουν από το σπίτι και μετά με διώχνουν επίσης από εδώ».
Αναπόφευκτα, αυτό έκανε την Σμιθ να τιναχτεί και να σταματήσει να έχει την προσοχή της στον μπάρμαν και στην αίσθηση ότι την παρατηρούσαν οι δυο δαίμονες.
«Τι;»
«Αυτό που άκουσες» είπε η Νοέλια, χωρίς να πάψει να κοιτάει κανένα απ' τους δυο. «Ο Ιάσωνας μου έδωσε τελεσίγραφο. Έχω μέχρι το τέλος του μήνα για να μετακομίσω».
Δεν ξέρεις τελικά από πού θα σου έρθει...
Εκεί που λένε ότι σε αγαπάνε και πως θα έκαναν τα πάντα για να είσαι εσύ ευτυχισμένη, τα καταστρέφουν όλα σε μια στιγμή. Και η Νοέλια θύμα της απάτης ήτανε. Ψεύτικη αγάπη από μέρους του αρραβωνιαστικού της. Ποιος λογικός άνθρωπος πάει με την μητριά του; Θεέ μου, πού ζούμε; Και δεν έφτανε αυτό, έριξε όλο το φταίξιμο στην Νοέλια.
Και τώρα την διώχνει απ' το σπίτι όπου έμεναν;
Αν είχε μια σταθερή δουλειά θα έφευγε εδώ και καιρό. Δυστυχώς όμως....
«Πολύ κακό αυτό, μικρή» μουρμούρισε ο Τεό διακόπτοντας τις σκέψεις της Κατρίνας. «Θα σε καλούσα να μείνεις μαζί μας, όμως ζω με άλλα δύο αγόρια και, λοιπόν...» Ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν φέρω καμία ευθύνη...»
«Δεν ακούγεται καλή ιδέα» συμφώνησε το γοτθικό κορίτσι. Ο Τεό της έδωσε το ποτό και εκείνη, ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω, ήπιε σχεδόν το μισό περιεχόμενο του ποτού με μια γουλιά. «Ξέρεις τι θα ήταν υπέροχο;» ρώτησε γυρνώντας προς την φίλη της, με μια παράξενη λάμψη στα μάτια της που η Σμιθ δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει. «Να ζούσαμε μαζί».
Για ένα δευτερόλεπτο, η ιδέα να μοιραστεί το διαμέρισμα με την φίλη της...Με την καλύτερη της φίλη δεν φαινόταν τόσο τρελό.
«Ναι...» Της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Θα ήταν υπέροχο».
Τα χείλη της τραβήχτηκαν σε ένα χαμόγελο. Ωστόσο, τα μάτια της στράφηκαν έξαφνα προς τα πάνω και η έκφρασή της άλλαξε. Αναστατώθηκε. Ξαφνικά, η Κατρίνα γύρισε καθισμένη ακόμη στο κάθισμα και ξαφνιάστηκε όταν συνάντησε την φιγούρα του Κάλεμπ. Τοποθέτησε ένα χέρι επάνω στο στήθος, και αντιλήφθηκε ότι η καρδιά της άρχισε να πάλλεται.
Τα κίτρινα μάτια του δαίμονα μισόκλεισαν, και το μόνο πράγμα που εκείνη μπόρεσε να κάνει ήταν να παραμείνει να τον κοιτάει κατά την διάρκεια λίγων δευτερόλεπτων τα οποία της φάνηκαν αιώνια.
«Χαίρεται, αγόρι» τον χαιρέτησε ο Τεό. Όχι επειδή το ήθελε, απλά από ευγένεια.
Ο Κάλεμπ έκανε ένα κούνημα κεφαλιού ως απάντηση.
Η ανησυχία προκάλεσε ένα κόμπο στο στομάχι της. Η επιθυμία να κάνει εμετό επέστρεψε όταν ο δαίμονας έκανε το σκαμπό πίσω για να καθίσει δίπλα της. Η Κατρίνα αμέσως πρόσεξε με πλάγιο βλέμμα την Νοέλια που μαζεύτηκε στην θέση της, που βρισκόταν και εκείνη καθισμένη κοντά στην Σμιθ. Ωστόσο, δεν σηκώθηκε όρθια ούτε έκανε κάποια κίνηση για να απομακρυνθεί.
«Τώρα έχεις την άδεια να μου μιλάς;» ρώτησε σιγανά, μονάχα για εκείνον.
Ο Κάλεμπ έκανε ένα μορφασμό και χαμήλωσε το βλέμμα.
«Εγώ δεν τον προκαλώ όπως εσύ, Κατρίνα» μουρμούρισε. «Δεν μπορώ».
«Και, γι' αυτό τον λόγο, καταχράται την δύναμη που έχει».
«Και εσύ αυτό κάνεις μαζί του» απάντησε με πικρία. «Ξέρεις ότι μαζί σου συμπεριφέρεται διαφορετικά και γι' αυτό τον προκαλείς».
Η Κατρίνα γύρισε το κεφάλι απότομα. Ο δαίμονας σίγουρα θα πρόσεξε την έκπληξη στην έκφρασή της, ή ίσως την σύγχυση, αφού τινάχτηκε λιγάκι.
Εκείνη ήπιε το μισό περιεχόμενο του νερού και, αμέσως, ταράχτηκε όταν είδε τον Τεό να δίνει αρκετή προσοχή στην συζήτηση τους. Η Νοέλια αντέδρασε χωρίς να το σκεφτεί δυο φορές και άρχισε να του μιλάει για δικά της θέματα. Ευτυχώς που υπάρχεις, φιλενάδα.
«Δεν καταλαβαίνω τι προσπαθείς να κάνεις» είπε ο Κάλεμπ, γέρνοντας επάνω στην μπάρα, τοποθετώντας τους αγκώνες στην επιφάνεια για να πλησιάσει ακόμη περισσότερο.
Η Σμιθ ανασήκωσε τους ώμους. «Θέλω να απολαύσω μια ήρεμη νύχτα με τους φίλους μου» είπε με ηρεμία.
Τον είδε να χαμηλώνει το κεφάλι.
«Και, σίγουρα, εγώ δεν είμαι σ' αυτή την κατηγορία».
Τα χείλη της έγιναν μια ευθεία. Άρχισε να νιώθει άβολα και την κατέκλυσαν επίσης ενοχές όταν πρόσεξε μία σκιά μελαγχολίας στα χαρακτηριστικά του.
«Κάλεμπ, λυπάμαι, ναι;» είπε, προσπαθώντας να ακουστεί ευγενική. «Όμως προσπάθησε να μπεις στην θέση μου. Τι θες να σκεφτώ; Ότι είσαστε ίδιοι με εμάς; Επειδή δεν είναι έτσι». Έστρεψε το βλέμμα προς το ποτήρι που κρατούσε ανάμεσα στα χέρια της. «Μου έγινε ήδη ξεκάθαρο ότι δεν είναι έτσι».
«Όχι...» ο τόνος του μετά βίας αντιληπτός. «Δεν είμαστε ίδιοι».
Τον είδε να κλείνει τα μάτια, οι ώμοι τους έγειραν προς τα κάτω. Ξαφνικά, φάνηκε σαν ένα απροστάτευτο παιδί, τόσο που η ενοχή και το συναίσθημα προστασίας προς εκείνον κατέστρεψαν τα σωθικά της. Έβρισε σιγανά, περισσότερο στον εαυτό της.
Γιατί δεν μπορούσε να τον δει σαν τον πραγματικό δαίμονα που ήταν; Γιατί έπρεπε να κουβαλάει συνεχώς μαζί του εκείνη την αύρα θλίψης και νοσταλγίας; Και γιατί επηρέαζε τόσο πολύ την Κατρίνα;
«Σκατά, σε μισώ» ψέλλισε εκείνη. Ο Κάλεμπ την κοίταξε συνοφρυωμένος, με το μπέρδεμα χαραγμένο στην έκφρασή του. «Δεν μπορώ να είμαι θυμωμένη μαζί σου».
Ο δαίμονας άφησε ένα κοφτό γέλιο να ξεφύγει απ' το στόμα μου, και μ' αυτό φάνηκε κάπως πιο χαλαρός.
«Δεν παίρνω πίσω αυτό που σου είπα την μέρα που μου διηγήθηκες την ιστορία σου» συνέχισε. «Ακόμη και μ' αυτό που είσαι, σε θεωρώ φίλο μου».
«Επομένως...είμαστε φίλοι;» ρώτησε με ανασφάλεια, και ήταν σειρά της Σμιθ να γελάσει.
Τίποτα περισσότερο από απλή ώθηση προερχόμενη από το στιγμιαίο θάρρος της, στηρίχτηκε στο μπράτσο του. Εκείνος γύρισε το κεφάλι για να την κοιτάξει προσεχτικά, όμως δεν έκανε κίνηση για να απομακρυνθεί, ούτε έδειξε να νιώθει άβολα.
«Ναι, είμαστε φίλοι».
«Εντάξει...» Τα φρύδια του σούφρωσαν για ακόμη μια φορά. «Τότε, σαν φίλος σου, σου ζητώ να σταματήσεις όλο αυτό τώρα αμέσως».
«Να σταματήσω τι;» απάντησε, πιο δυνατά απ' όσο έπρεπε. «Φυσικά και όχι. Περνάω υπέροχα, και δεν θα σταματήσω όλο αυτό επειδή ο Κύριος Υπερηφάνεια του ήρθε στο μυαλό να έρθει εδώ και να προκαλέσει πρόβλημα».
«Κατρίνα...»
«Κατρίνα, τίποτα!» αναφώνησε, και μπόρεσε να ακούσει το γέλιο της Νοέλιας και του Τεό.
«Όχι, δεν καταλαβαίνεις». Ο Κάλεμπ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Σταμάτα να με αγκαλιάζεις».
«Γιατί;»
«Λοιπόν, έχε υπόψη ότι εδώ μπορείς να λογομαχήσεις όσο θες μαζί του». Έγειρε το κεφάλι, δείχνοντας την γωνία όπου βρισκόταν ο Αραέλ. «Όμως εγώ θα είμαι αυτός που πρέπει να επιστρέψει στην Κόλαση με εκείνο τον τρελό, και εσύ δεν θα είσαι εκεί για να με υπερασπιστείς».
Ένιωσε μια επιθυμία να γυρίσει να δει την αντίδραση που θα είχε ο Αραέλ που εκείνη βρισκόταν τόσο κοντά στον Κάλεμπ, όμως αρνήθηκε να το κάνει. Ήθελε να τον αγνοήσει. Ήθελε να προσποιηθεί πως εκείνος δεν ήταν εκεί, μερικά μέτρα μακριά της.
«Νομίζω ότι σε εκμεταλλεύεται» μουρμούρισε με πικρία.
«Δεν είναι πως έχω κι πολλές επιλογές, Κατρίνα» είπε σαν αυτό να μην είχε σημασία. «Μονάχα πρέπει να υπακούω σ' αυτά που μου λένε και θα είμαι μια χαρά». Ανασήκωσε τους ώμους.
«Τι να σου σερβίρω, αγόρι;» τον ρώτησε ο μπάρμαν, ίσως με αρκετό ενθουσιασμό.
Ξέρω ότι θα ζητήσει ουίσκι, επειδή μέχρι τώρα ήταν το μόνο που τον έχω δει να πίνει, όμως το γεγονός ότι ήθελε να πιει με εμάς με άφησε ξαφνιασμένη.
«Δεν νομίζω το "αγόρι" να είναι ο σωστός όρος» μουρμούρισε η Νοέλια, κρύβοντας το πρόσωπο πίσω απ' το ποτήρι της. Ο Τεό δεν φάνηκε να την είχε ακούσει.
Η Κατρίνα της έδωσε μία αγκωνιά και εκείνη έφτυσε λίγο από αυτό που έπινε, λόγω της έκπληξης.
«Κατρίνα!» παραπονέθηκε. Πήρε μερικές χαρτοπετσέτες και προσπάθησε να σκουπίσει τα ρούχα της την ίδια στιγμή που κοιτούσε την Σμιθ υπερβολικά ενοχλημένη. Τότε, ανέπνευσε βαθιά και έγειρε προς τα πίσω για να δει τον Κάλεμπ. «Έι, αγόρι, όπως κι να σε λένε, λυπάμαι για το έγκαυμα...Δεν είχα ιδέα ότι ήσουν εύφλεκτος» πρόσθεσε με ένα ψίθυρο.
Η φίλη της την δολοφόνησε με το βλέμμα.
«Δεν πειράζει» μουρμούρισε ο δαίμονας.
«Αγόρι, γιατί δεν λες στον φίλο σου να έρθει;» του πρότεινε ο Τεό.
Ο Κάλεμπ μόρφασε και αρνήθηκε αργά.
«Εκείνος δεν είναι...πολύ κοινωνικός» έκφρασε, χωρίς να τον κοιτάξει.
Ο Μπάρμαν γέλασε και, αμέσως, έστρεψε το βλέμμα στην Σμιθ με διασκεδαστική έκφραση.
«Πόσο καλά ψάχνεις τους φίλους σου» την πείραξε.
«Χαχα, τι αστείο». Του έβγαλε την γλώσσα. «Γιατί καλύτερα δεν μου φέρνεις ακόμη ένα μοχίτο;»
«Όχι, επειδή θα πάθεις αλκοολικό κώμα» είπε σοβαρός.
«Και τι σε νοιάζει εσένα αυτό;»
«Φυσικά και με νοιάζει, είσαι φίλη μου». Ανασήκωσε τους ώμους. Ο Τεό άρπαξε το χέρι της, το πλησίασε στο πρόσωπό του και άφησε ένα φιλί στο χέρι της. «Και αν είμαι τυχερός, το μελλοντικό μου ραντεβού».
Ακριβώς εκείνη την στιγμή, σε εκείνο το δευτερόλεπτο που μπόρεσε να νιώσει την απαλότητα των χειλιών του στο δέρμα του χεριού της, κάτι ασυνήθιστο κουνήθηκε στην καρδιά της. Ένα μικρό νευρικό γελάκι της ξέφυγε, την ίδια στιγμή που χαμήλωσε το βλέμμα και ένιωθε να μάγουλά της να καίνε.
Και τότε συνέβη.
Εκείνη την στιγμή, ένας δυνατός θόρυβος αντήχησε σε όλο το μπαρ. Ένας ανησυχητικός ήχος, όπως όταν σπάει γυαλί, προκάλεσε διάφορες αντιδράσεις στους πελάτες του μαγαζιού.
Η κοπέλα κατεύθυνε το βλέμμα προς την γωνία απ' όπου είχε προέρθει, μονάχα για να συναντηθεί με ένα ζευγάρι οργισμένα γκρίζα μάτια. Ένα επικίνδυνο και απειλητικό βλέμμα, τρομαχτικό πάνω απ' όλα. Μάτια που έκαναν όλο το αίμα της να στριμωχτεί στα πόδια της.
«Σκατά...» Ψιθύρισε ο Κάλεμπ, όμως η Κατρίνα δεν κοίταζε εκείνον. Το βλέμμα της ήτανε καρφωμένο στον καθισμένο δαίμονα στο τραπέζι της γωνίας, με την λαχανιασμένη αναπνοή και την έκφραση γεμάτη θυμό, ο οποίος είχε το βλέμμα καρφωμένο στον Τεό.
Το κορίτσι με την ψυχή δοσμένη στον δαίμονα κατάπιε με δυσκολία όταν μία από τις γροθιές του Αραέλ άνοιξε και άφησε να πέσουν μερικά κομμάτια γυαλιού που πρέπει να ήταν από το ποτήρι. Η μουσική του μπαρ συνέχιζε να ακούγεται, όμως ο προηγούμενος ήχος, τα γέλια και οι συζητήσεις των ατόμων που τους περικύκλωναν, όλα αυτά είχαν σταματήσει. Όλος ο κόσμος παρατηρούσε τον Αραέλ με γουρλωμένα μάτια. Ξαφνιασμένοι από την έκφρασή του, απ' αυτό που είχε κάνει. Τρομαγμένοι εξαιτίας του.
Ο δαίμονας δεν άργησε πολύ να το αντιληφθεί. Προκαλώντας πάλι αντιδράσεις τρόμου από μέρους των πελατών, σηκώθηκε από την θέση του. Για μια στιγμή έστρεψε το βλέμμα προς το μέρος της Κατρίνας, και ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της επειδή, ακόμη κι από μακριά, μπόρεσε να δει πώς η οργή που τον περικύκλωνε του έδινε μια απειλητική όψη. Οι άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονταν πιο κοντά του απομακρύνθηκαν όταν άρχισε να προχωράει ανάμεσα από τα τραπέζια.
Ο Κάλεμπ ταράχτηκε, καθώς ο Αραέλ πλησίαζε. Ωστόσο, εκείνος απλά πέρασε από δίπλα τους με το οργισμένο βλέμμα καρφωμένο μπροστά, χωρίς να πει απολύτως τίποτα. Κάθε ένα από τα άτομα τριγύρω τους-και οι φίλοι της Κατρίνας επίσης-τον ακολούθησε με το βλέμμα μέχρι που βγήκε από το μαγαζί, και μαζί με εκείνο τον δαίμονα, κι εκείνη η βαριά και πυκνή αύρα που έκπεμπε.
Μονάχα όταν ο Αραέλ έφυγε από το μαγαζί, οι ώμοι του Κάλεμπ χαλάρωσαν. Τα μουρμουρητά των υπόλοιπων πελατών δεν καθυστέρησαν.
«Ω Θεέ μου...» ψιθύρισε η Νοέλια, κουνώντας το κεφάλι, λες και προσπαθούσε να βγάλει από πάνω της εκείνη την δυσάρεστη αίσθηση.
«Εγώ θα πληρώσω για όλα αυτά» είπε ο Κάλεμπ στον Τεό. Εκείνος έγνεψε θετικά, έχοντας ακόμη εκείνη την ταραγμένη έκφραση.
Η Σμιθ καθάρισε τον λαιμό της, προσπαθώντας να εξαφανίσει τον κόμπο που είχε δημιουργηθεί εκεί μέσα.
«Νομίζεις πως έφυγε;» ρώτησε το γοτθικό κορίτσι.
Η φίλη της έκανε ένα μορφασμό και κούνησε το κεφάλι αρνητικά, προσπαθώντας να δείξει ότι δεν είχε ιδέα.
«Θα πας να του μιλήσεις;» ρώτησε η Κατρίνα τον Κάλεμπ.
«Όταν είναι σ' αυτή την κατάσταση, το καλύτερο είναι να το αφήνουμε μόνο» εξήγησε, σε ένα τόνο πιο ήρεμο. Ξαφνικά είχε εξαφανίσει κάθε ανησυχία του. Ο Κάλεμπ γνώριζε πολύ καλύτερα τον Αραέλ, και ήταν πιθανόν να είχε δίκαιο...Όμως κάτι μέσα της δεν της επέτρεψε να έχει την ίδια ηρεμία με εκείνον. Μία βιασύνη να φύγει από εκεί τρέχοντας και να δει πού στο καλό είχε κατευθυνθεί ο δαίμονας με τα γκρίζα μάτια, την κατέκλυσε.
«Θα πάω να τον ψάξω» είπε η Σμιθ.
«Τρελάθηκες;» παρέμβει ο Τεό. «Δεν είδες εκείνο τον τύπο; Στο μέτωπο του έγραφε: θέλω να σκοτώσω το πρώτο άτομο που θα δω μπροστά μου».
«Έχεις δίκαιο» συμφώνησε ο Κάλεμπ. «Μονάχα πρέπει να τον αφήσουμε να ηρεμήσει, εμπιστεύσου με».
«Όχι, πήγαινε μαζί του». Όταν την άκουσαν όλοι γύρισαν για να κοιτάξουν την Νοέλια. Ο τόνος της, αν και ήταν λιγάκι βραχνός από το φόβο, το είπε με πολλή σιγουριά. Γεμάτο βεβαιότητα. «Αν βιαστείς, μπορείς να τον προλάβεις».
«Τι σου συμβαίνει;» ρώτησε ο Τεό κατευθυνόμενος στο γοτθικό κορίτσι. «Δεν βλέπεις ότι εκείνος ο τύπος θα μπορούσε να της κάνει κακό;»
Η Νοέλια συνέχισε να κοιτάει την φίλη της, αγνοώντας τα λόγια του μπάρμαν.
«Δεν σου έκανε τίποτα όλο αυτό τον καιρό. Δεν θα σου κάνει τίποτα τώρα» είπε βέβαιη, λες και ήξερε κάτι για τον χαρακτήρα του. «Πήγαινε και λύσε αυτό το πρόβλημα. Μάθε γιατί στο διάολο ήρθε εδώ και τόλμησε να καταστρέψει την νύχτα που ήθελα να διασκεδάσω με την καλύτερη μου φίλη».
«Θα έρθω μαζί σου» είπε ο Κάλεμπ, και σηκώθηκε όρθιος.
«Όχι. Θα είμαι καλά» ακούστηκε σίγουρη, αν και δεν ήταν τόσο πεπεισμένη γι' αυτό. «Μπορείς να πας σπίτι, αν θες. Ή, καλά, εκεί...όπου κι αν ζεις».
«Δεν θα πας πουθενά» διέκοψε η Νοέλια. Το μπέρδεμα κατέκλυσε την Σμιθ και την κοίταξε τρομαγμένη, όμως το γοτθικό κορίτσι κάρφωσε το βλέμμα στον Κάλεμπ, δίχως να της δώσει σημασία. «Θα μείνεις εδώ και θα σιγουρευτείς ότι θα φτάσω μια χαρά στο σπίτι μου..., Τόμας» Πρόφερε το όνομα μέσα απ' τα δόντια της.
Ο δαίμονας σούφρωσε τα φρύδια συγχυσμένος. Κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο το αίνιγμα, δηλαδή την Κατρίνα, και εκείνη ένιωσε πως η βιασύνη να φύγει από εκεί μέσα αυξανόταν.
«Μπορείς;» ζήτησε το αίνιγμα. Ίσως ακουγόταν αρκετά ανυπόμονη.
«Μόνο αν δεν με κάψεις ξανά» μουρμούρισε εκείνος.
Το γοτθικό κορίτσι σήκωσε ένα χέρι και έκανε μια κίνηση έγκρισης. Η Σμιθ ήξερε ότι η φίλη της είχε κρεμασμένο τον σταυρό του πατέρα της γύρω απ' τον λαιμό της, και αυτό, κατά κάποιο τρόπο, την ηρέμησε λιγάκι. Και η αλήθεια εμπιστευόταν τον Κάλεμπ.
Σηκώθηκε, νιώθοντας το κεφάλι της στροβιλίζεται. Είδε τον Τεό να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά και να αναστενάζει, όμως δεν είπε τίποτα άλλο για να προσπαθήσει να την αποτρέψει από το να φύγει. Δίχως να προσθέσει κάτι άλλο, το κορίτσι αίνιγμα κατευθύνθηκε προς την έξοδο με μεγάλες δρασκελιές.
Ο κρύος αέρας της ατμόσφαιρας όταν βγήκε έξω, την πάγωσε απότομα. Άρχισε να περπατάει με γοργά βήματα στο πεζοδρόμιο, σαρώνοντας τον τόπο τριγύρω απελπισμένη, δίνοντας προσοχή σε κάθε πρόσωπο τριγύρω της, σε κάθε άτομο που βρισκόταν κοντά. Δεν άργησε πολύ να καταλάβει ότι αυτό ήταν μάταιο. Αισθανόταν τον κόσμο διαφορετικό σ' αυτή την κατάσταση, πιο θολό, πιο χαοτικό και περίεργο. Αυτό που υποτίθεται έπρεπε να πηγαίνει με μια φυσιολογική ταχύτητα όπως τα αμάξια και οι άνθρωποι που περνούσαν, δεν το έκαναν και αυτό αμέσως την τρόμαξε. Το ότι είχε βγει έξω μόνη, στην κατάσταση που βρισκόταν, ήταν μία φρικτή ιδέα.
Όταν είδε ότι ήδη είχε προχωρήσει μέχρι την μέση της διαδρομής, το βάρος αυτού που έκανε όρμησε επάνω της σαν να την είχαν χτυπήσει δυνατά με ένα ρόπαλο. Σταμάτησε απότομα.
Γιατί το έκανε αυτό; Γιατί έψαχνε ένα εκνευρισμένο δαίμονα ανάμεσα στο πλήθος του δρόμους τέτοιες ώρες της νύχτας; Τι πήγαινε λάθος μαζί της; Τι την ένοιαζε αν είχε φύγει μ' αυτό τον τρόπο από το μπαρ; Όπως κι να έχει, αυτό δεν ήταν καθόλου κακό, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Επιτέλους ο Αραέλ είχε φύγει κι εκείνη μπορούσε να είναι ήρεμη. Αν η Κατρίνα είχε μείνει στο μπαρ, θα συνέχιζε να γελάει όπως το έκανε. Θα είχε συνεχίσει να περνάει καλά όπως το έκανε μέχρι που αντιλήφθηκε την παρουσία του δαίμονα σε εκείνο το μαγαζί.
Η κοπέλα έκλεισε τα μάτια και αναστέναξε. Ήταν έτοιμη να κάνει στροφή γύρω από τον εαυτό της και να επιστρέψει στο μπαρ, όταν ένιωσε δύο μυώδη χέρια να την αρπάζουν απ' τους ώμους. Εκείνη την στιγμή, η καρδιά της έχασε ένα χτύπο όταν κάποιος την ανάγκασε να γυρίσει από την άλλη με βάναυσο τρόπο.
Ένα αγκομαχητό ξέφυγε από τον λαιμό της την στιγμή που συναντήθηκε με ένα ζευγάρι γκρίζα μάτια ξεχειλισμένα με οργή, σε ένα πρόσωπο τόσο εξοργισμένο που μέχρι και ο ίδιο ο Λούσιφερ θα είχε τρομάξει.
«Τι παιχνίδι παίζεις, Σμιθ;» ρώτησε ο Αραέλ μέσα απ' τα δόντια του, με μια φωνή τόσο βραχνή που της φάνηκε αγνώριστη.
Η έκπληξη της που είδε τον θυμό στην έκφραση του δαίμονα ήταν φευγαλέα. Μετά βίας επέτρεψε στον εαυτό της να νιώσει τρομαγμένη για ένα λιγοστό δευτερόλεπτο, επειδή αμέσως η οργή την καταβρόχθισε.
Απομάκρυνε τα χέρια του από πάνω της με μία απότομη κίνηση.
«Τι συμβαίνει με σένα;» ξεστόμισε.
«Με μένα;» Ανασήκωσε τα φρύδια του, ελαφρώς ταραγμένος, και την κοίταξε πάλι με οργή. «Τι σκοπό είχες να κάνεις εκεί μέσα;»
«Και εσύ τι σκοπό είχες που ήρθες εδώ;»
Ο δαίμονας πίεσε τα χείλη και είσπνευσε από την μύτη.
«Αντίθετα με σένα, εγώ μπορώ να πηγαίνω σε οποιοδήποτε καταραμένο μέρος θέλω και όποτε το θέλω».
Αυτά τα λόγια έκαναν πιο έντονη την οργή μέσα της. Έμπηξε τα νύχια στις παλάμες της, μονάχα επειδή ένιωσε την επιθυμία να τους δώσει μια μπουνιά στο πρόσωπο και, βαθιά μέσα της, ήξερε ότι έπρεπε να ελέγξει τον εαυτό της. Δεν μπορούσε να προκαλέσει την τύχη της.
«Ποιος νομίζεις ότι είσαι;» πέταξε. «Δεν μπορείς να έρχεσαι και να κάνεις τέτοιο σκάνδαλο, να καταστρέφεις την νύχτα μου και μετά να φεύγεις σαν να μην έγινε τίποτα. Δεν είσαι τίποτα δικό μου».
Με μια κοφτή κίνηση, άρπαξε το χέρι της με δύναμη και την τράβηξε προς το μέρος του. Αμέσως μία έντονη αίσθηση καψίματος άρχισε να ταξιδεύει στο μπράτσο της, από τον καρπό, εξαπλώνοντας μέχρι την καρδιά της. Τα μάτια της γούρλωσαν, ανίκανα να συνηθίσουν το σημάδι που είχε ξαναδεί στο δέρμα της: αυτό που φαινόταν ένα τεράστιο τατουάζ αγκαθιών.
«Σου θυμίζω ότι η ψυχή σου είναι δική μου» ψιθύρισε απειλητικά. «Μου ανήκεις. Μπορώ να κάνω ότι θέλω μαζί σου».
«Όταν πεθάνω» τόνισε, με βραχνή και τρεμάμενη φωνή από τον θυμό που την κατέκλυζε. «Μονάχα τότε θα μπορείς να κάνεις ότι θες με την ψυχή μου. Μέχρι τότε, θα κάνω ότι γουστάρω».
Μια έκπληξη σχεδόν ανεπαίσθητη έσπασε την μάσκα του φτιαγμένη από την οργή, όμως την ανέκτησε πάλι σε χρόνο μηδέν. Τα χείλη του μισάνοιξαν όταν άφησε να ξεφύγει ένα μουγκρητό απ' αυτά.
«Δεν θέλω να τον ξαναδείς» ψέλλισε.
Τι να μην κάνω; Η έκφραση γεμάτη οργή εξαφανίστηκε απ' το πρόσωπό της, επειδή την αποσυντόνισε. Για να είναι ειλικρινής, της κόστισε λίγα δευτερόλεπτα να καταλάβει για ποιο λόγο το είπε αυτό, μέχρι που επιτέλους μία επιπόλαιη σκέψη εγκαταστάθηκε σε μια μικρή γωνιά του μυαλού της και αντιλήφθηκε ότι αναφερόταν στον Τεό.
«Συγγνώμη;» Η κατεύθυνση που πήρε η συζήτηση την έκανε να αφήσει ένα κοφτό γέλιο, δίχως κάποιο χιούμορ, αφού σκέφτηκε πως, αν δεν αστειευόταν, τότε ήταν διαταραγμένος. Η Κατρίνα κούνησε το κεφάλι. «Αλήθεια δεν πας καλά».
«Γέλα ξανά με κάτι που λέω, και θα επιστρέψω σε εκείνο το μέρος για να αφήσω παραπληγικό εκείνο τον ηλίθιο τον μπάρμαν».
Κατάπιε με δυσκολία. Το χαμόγελο εξαφανίστηκε από την έκφραση της και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τον κοιτάξει, χωρίς να καταλαβαίνει καθόλου τι συνέβαινε.
«Τι γυρεύεις εδώ;» απαίτησε να μάθει. «Πραγματικά γιατί ήρθες;»
«Εσύ τι νομίζεις;» ξεστόμισε. «Σε προστατεύω επειδή, απ' ότι φαίνεται, ξεχνάς ότι εκεί έξω υπάρχει ένας δαίμονας περιμένοντας την στιγμή που θα σε παραμελήσουμε για να σε δολοφονήσει» έκφρασε, δείχνοντας τον δρόμο, όχι κάπου συγκεκριμένα
Η Σμιθ ξεφύσησε.
«Σε παρακαλώ, λες και πράγματι σε νοιάζει τι θα μου συμβεί».
«Και γιατί νομίζεις ότι τα κάνω όλα αυτά, Κατρίνα;» έθεσε την ερώτηση με σφιγμένο σαγόνι, με θυμό. Όμως, παρόλο που ήταν συνοφρυωμένος, ξαφνικά η οργή στην έκφρασή του δεν ήταν πια τόσο έντονη. «Παραμελώ τις δουλειές μου και εκθέτομαι για να έρθω εδώ, σ' αυτό το καταραμένο κόσμο που μισώ όσο δεν φαντάζεσαι, και όλο αυτό για να σε προστατεύσω, που να πάρει ο διάολος». Μισόκλεισε τα μάτια και της χάρισε ένα αδιάφορο βλέμμα. «Και εσύ είσαι ανίκανη να το δεις».
Το κορίτσι κούνησε το κεφάλι.
«Δεν είναι αλήθεια» είπε, αρνούμενη να τον πιστέψει.
«Α, όχι; Και τότε γιατί το κάνω;»
«Εγώ πού να ξέρω;!» αναφώνησε, τόσο ταραγμένη που η φωνή της ακούστηκε ασταθής. «Όμως μου ξεκαθάρισες ότι δεν με νοιάζεσαι καθόλου».
«Δεν είπα ποτέ ότι δεν σε νοιάζομαι καθόλου». Ο τόνος του συνέχισε να είναι απότομος, όμως κάτι άλλαξε επάνω του. «Είπα ότι δεν ένιωθα τίποτα για σένα, αυτό είναι πολύ διαφορετικό».
«Είναι ακριβώς το ίδιο!»
«Όχι, δεν είναι» απάντησε αφήνοντας επιτέλους ελεύθερο το χέρι της, απλά για να κλείσει τα χέρια του σε γροθιές. «Δεν μπορώ να νιώσω τίποτα για σένα, ούτε για κανένα επειδή, που να πάρει» ψέλλισε, «Κατρίνα, είμαι ένας δαίμονας».
«Και τότε τι σε κάνει υποτιθέμενα διαφορετικό από τους υπόλοιπους τους είδους σου;» απαίτησε να μάθει, με την ανυπομονησία και τη σύγχυση στην κορυφή. Πρόσεξε ότι σκεφτόταν να απαντήσει, έτσι αποφάσισε να πει: «Έχει να κάνει με ότι συνέβη με τον Καστιέλ;»
Η ερώτηση της τον αποσυντόνισε. Τα μάτια του γούρλωσαν και η οργή εξαφανίστηκε από τα χαρακτηριστικά του. Ωστόσο, δεδομένου ότι όλες οι εκφράσεις του ήταν τόσο εφήμερες σαν ένα βλεφάρισμα, δεν την παραξένευσε πως πιθανόν θα φαινόταν πάλι θυμωμένος στο επόμενο δευτερόλεπτο.
Το σαγόνι του σφίχτηκε.
«Σου έχω ήδη πει ότι αυτό δεν έχει σημασία».
«Όμως εγώ έχω ανάγκη να μάθω». Η αγωνία στον τόνος της ήταν φανερή. «Ο Καστιέλ το γνώριζε; Γι' αυτό τον λόγο πέθανε; Θα μου συμβεί το ίδιο αν το μάθω;»
«Ο Καστιέλ έζησε όλη του την ζωή μπερδεμένος, και γι' αυτό τον λόγο πέθανε!»
Τραβήχτηκε προς τα πίσω όταν ο Αραέλ είπε φωναχτά το τελευταίο. Πρόσεξε ότι άρχισαν να τραβάνε λίγο την προσοχή των ανθρώπων που περνούσαν αυτές τις ώρες της νύχτας, και δεν ήξερε πώς να νιώσει γι' αυτό, έτσι μονάχα προσπάθησε να μιλήσει πιο σιγανά ώστε να το κάνει και ο δαίμονας.
Η ανάσα του είχε αρχίσει να λαχανιάζει. Η απελπισία δημιούργησε μία βαριά και πυκνή αύρα γύρω του.
«Πέθανε από τις ιδεολογίες του» διευκρίνισε η Κατρίνα με ένα τόνο πιο ήρεμο, λες και εκείνη η ίδια είχε γνωρίσει τον δαίμονα. «Και είχε να κάνει μαζί σου, όμως δεν καταφέρνω να καταλάβω πώς».
Τα σκληρά χαρακτηριστικά του έγιναν απαθής.
«Ότι του συνέβη δεν ήταν δικό μου φταίξιμο» μουρμούρισε.
«Και ποιανού ήταν;» Τα χείλη της έτρεμαν άθελά της, και η απελπισία άρχισε να καταστρέψει τα σωθικά της. «Σε τι υποτίθεται ότι είσαι διαφορετικός;» Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά, και ένα τσίμπημα απογοήτευσης την κατέκλυσε. «Γιατί απλά δεν μου το λες; Ο Κάλεμπ μου είπε από πού προέρχεται. Η Άρια μου μίλησε για το παρελθόν της...Είσαι ο μόνος που ακόμη δεν μου είπε την αλήθεια».
«Και δεν σκέφτηκες ποτέ γιατί δεν τον κάνω;» ρώτησε, με ένα μοχθηρό μισό χαμόγελο στα χείλη. «Είναι απλό, Κατρίνα. Δεν θέλω να το κάνω. Δεν θέλω να ανοιχτώ σε σένα». Η πονηριά σχεδόν προσποιητή που είχε στην έκφρασή του εκείνη την στιγμή εξατμίστηκε. «Δεν το καταλαβαίνεις; Είμαι ήδη αρκετά αδύναμος μαζί σου».
Έσμιξε τα φρύδια από απόλυτη σύγχυση. Τι στο...;
«Αδύναμος;»
«Δεν μπορώ να εισέλθω στο μυαλό σου. Δεν μπορώ να σου ασκώ έλεγχο. Ούτε καν είμαι ικανός να δω πώς στο διάολο είναι η ψυχή σου. Είμαι ένας δαίμονας...και δεν μπορώ να δω την ψυχή σου!» είπε μέσα απ' τα δόντια του, αγανακτισμένος. Από ανικανότητα. «Δεν θέλω επιπλέον να σου δώσω την δύναμη να ξέρεις για μένα, να με γνωρίζεις. Η ιδέα να το μάθεις και να με βλέπεις με διαφορετικό τρόπο...» Έστρεψε το βλέμμα στο δάπεδο. «Να με βλέπεις όπως οι υπόλοιποι τον κάνουν...»
Τα χείλη του έγιναν μια ευθεία και έκλεισε σφικτά τα μάτια, την ίδια στιγμή που κουνούσε το κεφάλι. Δεν φαινόταν πια θυμωμένος. Δεν υπήρχε πια εκείνη η οργή στο βλέμμα του. Η έκφραση του έσταζε μονάχα σύγχυση και αβεβαιότητα. Λες και αντιμετώπιζε ένα χάος από σκέψεις και ιδέες μέσα στο μυαλό του.
Η Σμιθ γούρλωσε τα μάτια όταν κατάλαβε τι έκρυβαν τα λόγια του.
«Αλήθεια πιστεύεις ότι θα σου έκανα κακό αν το μάθαινα;» ρώτησε σιγανά. «Πως θα το χρησιμοποιούσα εναντίον σου;»
«Δεν ξέρω» ομολόγησε με ένα ψίθυρο.
Οι αμφιβολίες, η περιέργεια, η επιθυμία της να μάθει τι ήταν αυτό που φαινόταν να τον κάνει διαφορετικό, αυτό που δεν ήθελε να της πει, όλο αυτό ήταν μάταιο. Ο Αραέλ δεν θα της έλεγε τίποτα, επειδή μέσα του δεν υπήρχε το ελάχιστο ίχνος εμπιστοσύνης προς την Κατρίνα. Εν αντίθεσει με τον Κάλεμπ και την Άρια, ο Αραέλ δεν τον ενδιέφερε να αλληλεπιδράσει μαζί της αλλιώς που να μην ήταν να μάθει το μυστήριο που εκείνη έκρυβε.
Τον δαίμονα τον ενδιέφερε μόνο να μάθει γιατί, σύμφωνα με εκείνον, η Σμιθ τον έκανε πιο ευάλωτο. Επειδή για εκείνον, η Κατρίνα δεν ήταν κάτι παραπάνω από ένα αδύναμο σημείο. Κάτι που έπρεπε να αλλάξει. Κάτι που έπρεπε να φτιάξει.
Εγώ είμαι μονάχα ένα εμπόδιο που πρέπει να εξαφανίσει.
«Θ-θα επιστρέψω στο μπαρ» Ήθελε να ακουστεί πιο αποφασισμένη.
«Όχι» είπε με κοφτό τόνο, κατευθύνοντας το θυμωμένο βλέμμα στο πρόσωπό της.
Το κορίτσι σούφρωσε τα φρύδια. Η σύγχυση την τύλιξε σαν μία ζοφερή και πυκνή ομίχλη, και παρέσυρε τις προηγούμενες σκέψεις της.
«Γιατί; Δώσε μου ένα καλό λόγο που δεν θες να επιστρέψω».
«Δεν θα επιστρέψεις εκεί» είπε μέσα απ' τα δόντια του.
«Γιατί;»
«Γιατί έτσι».
«Γιατί έτσι;» επέμεινε εκείνη.
«Δεν ξέρω!» Πήρε τα δύο χέρια στο κεφάλι του και τα έκλεισε σε γροθιές, αγανακτισμένος. Έκλεισε τα μάτια σφικτά, και ξαφνικά φάνηκε πως είχε πονοκέφαλο. Η κοπέλα έμεινε έκπληκτη και κάπως φοβισμένη, αφού κάτι μέσα της ταράχτηκε όταν τον είδε έτσι.
«Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό» ψιθύρισε και κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Δεν μπορείς να με απομακρύνεις από το να ζήσω κάτι που μπορεί να με κάνει χαρούμενη, που μπορεί να με κάνει να ξεχάσω για μια στιγμή όλα αυτά που περνάω».
Την κοίταξε πάλι, με την ένταση και το μαρτύριο χαραγμένα στο πρόσωπό του. Το στήθος του φούσκωσε όταν πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Πολύ καλά...» μουρμούρισε, στρέφοντας απότομα το βλέμμα αλλού. «Φύγε, τότε».
Η Κατρίνα βλεφάρισε.
«Αυτό είναι όλο;» ρώτησε, χωρίς να μπορεί να πιστέψει αυτό που μόλις της είπε. Μετά από τέτοιο σκάνδαλο, παραιτείται έτσι απλά; Θα έφευγε χωρίς να είχε καταφέρει τίποτα; Το κορίτσι κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Δεν θα μου το εξηγήσεις;»
«Τι θες να σου πω, Κατρίνα;» έκφρασε με ένα τόνο αδύναμο. «Πως "σε αγαπώ"; Πως γι' αυτό δεν θέλω να είσαι με εκείνο τον τύπο;» Το κεφάλι κουνήθηκε σε μία επίμονη άρνηση. «Δεν θα το κάνω αυτό. Δεν ξέρω τι στο διάολο είναι αυτό. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα πώς είναι η αίσθηση κάτι τέτοιου...Αν θες να σου πω ψέματα, μπορώ να το κάνω». Κατάπιε με δυσκολία, και το βλέμμα του ταξίδευε σε όλο το κορμί της. «Μπορώ να προσποιηθώ. Όμως πρέπει να ξέρεις ότι θα σου λέω ψέματα».
Εκείνη έκλεισε τα μάτια και άφησε ένα αναστεναγμό απ' τα χείλη της, με το κεφάλι σκυμμένο.
«Δεν το θέλω αυτό...» Η φωνή της χάθηκε στο τέλος, ανίκανη να παραμείνει ατάραχη. «Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ να σε εμπιστευτώ. Ούτε κι εσύ με εμπιστεύεσαι». Σήκωσε το βλέμμα προς το μέρος του, νιώθοντας ένα πέπλο δακρύων να καλύπτει τα μάτια της. «Αρχίζω να πιστεύω ότι δεν μπορούμε καν να ανακαλύψουμε μαζί αυτό που συμβαίνει με μένα».
«Αυτό δεν έχει καμία σχέση μ' αυτό» απάντησε αμέσως.
«Φυσικά και έχει» επέμεινε και τον κοίταξε, όμως η φωνή της είχε χάσει αρκετή δύναμη. «Δεν ξέρεις τι θες. Δεν νιώθεις καν κάτι για μένα. Απλά...απλά είσαι εγωιστής».
Τα χείλη του έτρεμαν ενώ εισέπνευσε δυνατά από την μύτη. Έκανε ένα βήμα μπροστά, γέρνοντας προς το μέρος της. Τα πρόσωπά τους έμειναν λίγα εκατοστά μακριά και η Σμιθ ένιωθε μια ώθηση να απομακρυνθεί, όμως ο άβυσσος συναισθημάτων που την κατέκλυζαν ήταν αρκετά ορμητικός.
«Θέλεις να γίνω εντελώς ειλικρινής μαζί σου, Κατρίνα;»
«Ναι, σε παρακαλώ» είπε σιγανά, δίχως να χάσει χρόνο. «Είναι το μόνο που θέλω».
«Δεν σε αγαπώ, και ποτέ δεν θα μπορέσω να το κάνω» ψιθύρισε με ένα βραχνό τόνο, όμως κατά κάποιο τρόπο κανόνισε να μην ακουστεί προσβλητικός αλλά παρακινητικός. «Γιατί τα κάνω όλα αυτά για σένα; Γιατί θέλω να σε προστατεύσω από οποιοδήποτε κίνδυνο; Δεν ξέρω. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Όμως είπα ψέματα όταν είπα ότι δεν ένιωθα τίποτα για σένα...Επειδή στην πραγματικότητα νιώθω πάρα πολλά πράγματα για σένα».
Τα μάτια της γούρλωσαν από την έκπληξη, και ξαφνικά ένιωσε σαν να είχε παραισθήσεις, σαν να μην ήταν πια στον δρόμο αλλά σε ένα απομακρυσμένο κόσμο από τον δικό τους, ένα ζοφερό και μοναχικό, μόνη μαζί με τον Αραέλ...Ή ίσως απλά να ήταν το αλκοόλ. Όμως κάτι μέσα της σφίχτηκε βίαια όταν το άκουσε αυτό. Εκείνος πρόσεξε την αλλαγή στο πρόσωπό της, και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.
«Ναι...Ένιωσα κάτι για σένα από την καταραμένη στιγμή που σε πρωτοσυνάντησα, Κατρίνα. Δεν ήξερα τι ήταν, δεν μπόρεσα να καταλάβω τι ήτανε, όμως είμαι σίγουρος ότι ένιωσα κάτι. Ένα πράγμα που με αναστάτωσε από πάνω μέχρι κάτω, που με άφησε εντελώς μπερδεμένο. Και εκείνος, ίσως περισσότερο από τους υπόλοιπους λόγους, να ήταν ο πραγματικός λόγος που αποφάσισα να σε προσέχω...» Δάγκωσε τα χείλη της νευρική όμως δεν είπε τίποτα. Τον άφησε να συνεχίσει. «Δημιουργήθηκε μέσα μου ένα πυκνό σύννεφο περιέργειας για σένα. Πλησίασα, και η ανθρώπινη προκατάληψη σου με έκανε να σε μισήσω αμέσως. Όμως δεν μπορούσα να πάψω να σε σκέφτομαι, γαμώτο. Ακόμη κι όταν με έδιωξες με αγιασμένο νερό, δεν μπορούσα να σε βγάλω από το κεφάλι μου. Όταν με κάλεσες...» ξεφύσησε. «Τέλος πάντων, όταν έκανες εκείνη την θλιβερή προσπάθεια, μία απερίγραπτη συσσώρευση διαταράξεων δημιουργήθηκε μέσα μου. Και κάθε μέρα που σε έβλεπα αυξάνονταν...Και όταν μου είχα την εξαιρετική ιδέα να σε φιλήσω, πολύ απλά επειδή ήθελα να μάθω πώς θα ήταν να φιλούσα μια θνητή, ήταν το χειρότερο λάθος που έχω κάνει στην ύπαρξή μου...Επειδή ήθελα περισσότερο». Έσφιξε το σαγόνι τόσο σφικτά, που η Σμιθ φοβήθηκε μήπως πληγωθεί. «Ακόμη και πριν, όταν φλέρταρες με εκείνο τον βλάκα, σου ορκίζομαι ότι το μόνο που επιθυμούσα ήταν να σε στραγγαλίσω. Και δεν το καταλαβαίνω». Μια εκπνοή αναταραχής τον κατέκλυσε, και ένα ίχνος βαθιάς σύγχυσης βάφτηκε στην έκφρασή της. «Δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνω αυτό. Δεν καταλαβαίνω τι στο καλό μου συμβαίνει. Είσαι μία απειλή για μένα, Κατρίνα. Αλλάζεις όλα εκείνα που πάντοτε ήμουν, όλα όσα για τα οποία έχω παλέψει για να πετύχω».
Το μυαλό της Κατρίνας έμεινε κενό. Το θάρρος της έσβησε τόσο που δεν μπορούσε να προφέρει οποιαδήποτε λέξη. Όλο το κορμί της κοκκάλωσε. Δεν ήξερε τι να πει. Δεν βρήκε καμία απάντηση για τα λόγια του. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να μείνει εκεί, ακίνητη, κοιτώντας το διαπεραστικό του βλέμμα.
«Θες να επιστρέψεις εκεί;» μουρμούρισε, σοβαρός, όμως χωρίς πια ίχνος θυμού. «Αν θες να το κάνεις, κάντο. Δεν μπορώ να σε εμποδίσω. Πες μου πραγματικά πως δεν θέλεις να είσαι εδώ, μαζί μου, κι πως θες να πας με εκείνον». Την προκάλεσε. «Όμως πες το μου. Θέλω να το ακούσω απ' το στόμα σου».
Το στήθος της άρχισε να ανεβοκατεβαίνει σαν τρελό. Ένα έντονο και μπερδεμένο συναίσθημα εξάλειψε την κοινή λογική της. Δεν είχε την δύναμη ούτε ήθελε να το κάνει.
«Δεν θέλω να πάω μαζί του» απάντησε, με ένα εξασθενημένο τόνο φωνής.
Κάτι που δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει πέρασε φευγαλέα απ' το βλέμμα μου, και τότε ένα χαμόγελο τράβηξε τις άκρες των χειλιών του.
«Προσπαθούσες να με κάνεις να ζηλέψω;»
«Δεν ξέρω» παραδέχτηκε επειδή, πραγματικά, εκείνη την στιγμή δεν είχε ιδέα τι έκανε. «Είμαι θυμωμένη μ' αυτό που έγινε με την Νάιμα. Είμαι θυμωμένη γιατί έμαθα ότι το φιλί το οποίο είδα δεν ήταν το μοναδικό που της έδωσες». Το χαμόγελο του Αραέλ εξαφανίστηκε όταν το άκουσε αυτό, όμως η κοπέλα δεν σταμάτησε. «Είμαι θυμωμένη επειδή νιώθω πως το μόνο που ήθελες ήταν να με κοροϊδέψεις».
«Προσπαθούσα να την πείσω να επιστρέψει στην Κόλαση. Δεν ήθελα να βρίσκεται κοντά σου». Κούνησε αργά το κεφάλι, με τα φρύδια σουφρωμένα από μία ελαφριά σύγχυση. Ένα δευτερόλεπτο μετά, ένα γέλιο ξέφυγε απ' τα χείλη του και κατεύθυνε το βλέμμα αλλού. «Δεν έπρεπε καν να σου δίνω εξηγήσεις. Εκείνη είναι όπως εγώ. Είναι απόλυτα φυσιολογικό».
«Μαζί μου όχι» πήρε το θάρρος, και εκείνος έσφιξε το σαγόνι. Το στομάχι της δέθηκε κόμπο, όμως αυτή την φορά με οδυνηρό τρόπο. «Είπες ότι δεν μπορούσες να αγαπήσεις κανένα...Ούτε την Νάιμα;»
«Δεν νιώθω και ποτέ δεν ένιωσα τίποτα για την Νάιμα» απάντησε αμέσως, αναστενάζοντας κουρασμένος. «Σου το έχω ήδη πει».
«Και τι μου λες για τον άγγελο;»
Έσμιξε τα φρύδια του μπερδεμένος.
«Τον άγγελο;»
«Μου είπες ότι αγαπούσες ένα άγγελο» εξήγησε η Κατρίνα, όμως δεν θέλησε να διευκρινίσει πως ήτανε την νύχτα που την αγκάλιασε. Μονάχα η ανάμνηση εκείνης της νύχτας έκανε ένα οδυνηρό τσίμπημα να διασχίσει το στήθος της. «Γι' αυτό ξέρω ότι ψεύδεσαι. Γι' αυτό ξέρω ότι όλα όσα μου λες, το ότι δεν μπορείς να αγαπήσεις κανένα, είναι ανοησίες».
Ο Αραέλ γέλασε.
«Ναι, την αγάπησε. Την αγάπησα όπως ποτέ δεν αγάπησα ξανά κανένα». Τα μάτια του καρφώθηκαν σε ένα σημείο μακριά, για να τα κλείσει μετά λες και είχε σκεφτεί κάτι δυσάρεστο. Ξαφνικά φάνηκε να βυθίζεται στις ίδιες του τις αναμνήσεις, που ήτανε σαν να μην βρισκόμουν εκεί. «Όμως με παρεξήγησες...Ή νομίζω ότι εγώ δεν εξηγήθηκα σωστά».
Και τότε, χωρίς να έπρεπε να τον πιέσει ξανά, δίχως να έπρεπε να τον φτάσει μέχρι τα όριά του, της το είπε.
Τα σουφρωμένα φρύδια του δεν ήταν από οργή. Τα χείλη του μια ευθεία, δεν ήταν από θυμό. Φούσκωσε το στήθος, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, και άφησε ένα αναστεναγμό να ξεφύγει απ' το στόμα του, γεμάτο θλίψη. Γεμάτο πόνο. Εκείνη μπόρεσε να δει πώς στα σκληρά χαρακτηριστικά του εμφανίστηκε ο συνωστισμός των συναισθημάτων του, σαν το τείχος που έφτιαξε για να προστατεύσει τον εαυτό του να είχε καταρρεύσει μέσα του, και δεν του επέτρεπε να έχει την δύναμη για να συνεχίσει να της το κρύβει.
Κάτι μέσα του άλλαξε που ήθελε να της το πει, και κάτι μέσα της άλλαξε όταν το άκουσε.
Και τον σιχάθηκε. Τον μίσησε πάνω απ' όλα, διότι είχε δίκαιο. Γιατί είπε ότι, αν της το έλεγε, η γνώμη της για εκείνον δεν θα ήταν πια η ίδια. Επειδή ήταν αλήθεια.
Γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να τον ξαναδεί με τον ίδιο τρόπο.
«Δεν την αγαπούσα με τον τρόπο που σκέφτεσαι» συνέχισε. «Την αγαπούσα επειδή ήταν η μητέρα μου».
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro