Κεφάλαιο 30
«Είσαι ένας φρικτός φίλος, Δανιήλ!» Η φωνή της Κατρίνας ακούστηκε παράξενη, με ένα τρόπο που ποτέ δεν είχε ακούσει τον εαυτό της. Το γέλιο του Δημήτρη στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου μετά βίας ήταν αισθητό μεταξύ του θορύβου της χορευτικής μουσικής του μπαρ. «Απορρίπτεις την πρόσκλησή μου και τώρα με κοροϊδεύεις;»
Ο Δημήτρης γέλασε πάλι δυνατά, κάτι το οποίο, για ένα περίεργο λόγο, την έκανε να γελάσει μαζί του.
«Λυπάμαι» φλυαρεί, «αλλά είναι το ότι ποτέ δεν σε έχω ακούσει μεθυσμένη, Κατρίνα».
Αλήθεια είναι, από τότε που έχει γνωριστεί με τα παιδιά, οι οποίοι είναι μακρινά ξαδέρφια της Σμιθ, δεν έχει μεθύσει ποτέ της. Θυμάται ακόμη που έπαιζε μαζί τους όταν ήταν μικρά παιδάκια. Κάποια στιγμή χωρίστηκαν όμως τώρα η μοίρα τους έφερε πάλι μαζί, για να τους κάνει πάλι αχώριστους.
«Δεν είμαι μεθυσμένη!» αναφώνησε εκείνη, όμως δεν ήταν ενοχλημένη. Δεν μπορούσε να είναι ενοχλημένη. Δεν ένιωθε τίποτα περισσότερο από ενθουσιασμό μέσα της αυτές τις στιγμές. «Καλά λοιπόν, δεν είμαι ακόμη». Εκείνος και το κορίτσι γέλασαν ξανά ταυτοχρόνως. «Απλά...απλά είμαι ευτυχισμένη. Αυτό είναι πολύ περίεργο, έτσι; Η ευτυχία. Σε κάνει να ξεχνάς τα προβλήματά σου».
«Τι;» γέλασε δυνατά. «Γιατί στο καλό μιλάς; Τι πίνεις;»
«Πάμε, Δανιήλ! Έλα!»
«Αγάπη, άφησε το αγόρι ήσυχο» παρέμβει η Νοέλια, που καθόταν δίπλα της στο σκαμπό με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη.
«Όμως θέλω να την γνωρίζεις...» επέμεινε, με το τηλέφωνο ακόμη κολλημένο στο αυτί της.
«Λυπάμαι, Κατρίνα, δεν μπορώ να έρθω». Ακούστηκε πολύ λυπημένος ο Δανιήλ. «Πρέπει να διαβάσω για τις εξετάσεις της επόμενης εβδομάδας...Ίσως άλλη μέρα» πρόσθεσε τώρα λίγο πιο ευδιάθετος.
Η Σμιθ ξεφύσησε.
«Εντάξει, εσύ χάνεις». Ο Δανιήλ άρχισε να ζητάει πάλι συγγνώμη, όταν η ξαδέρφη του το έκλεισε χωρίς να το θέλει. Γούρλωσε τα μάτια τρομαγμένη και κοίταξε την Νοέλια. «Ουπς...»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι αρνητικά, προσποιούμενη απογοήτευση.
«Συμφωνώ με τον ξάδερφο και φίλο σου, το σπασικλάκι» είπε χαμογελώντας: «έχεις ήδη μεθύσει».
Και η Κατρίνα χαμογέλασε.
«Κοίτα ποιος μιλάει τώρα».
«Εγώ είμαι ο δικαστής εδώ πέρα» μεσολάβησε ο άντρας πίσω από το μπαρ. Γνωστός της Νοέλιας αλλά και της Κατρίνας. όσες φορές είχε έρθει σε αυτό το μπαρ, πάντα αυτός τους σέρβιρε και τις έκανε να ξεχνάνε τα προβλήματά τους με συζητήσεις περί ψυχολογίας. Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που είχε έρθει σ' αυτό το μέρος. Από τότε που γνώρισε τους δαίμονες, έπαψε να διασκεδάζει. «Και λέω ότι οι δυο σας είστε αδιόρθωτες μεθυσμένες».
«Κι εσένα ποιος σε έκανε δικαστή;» ρώτησε η Νοέλια. Εκείνη ακουγόταν το ίδιο με την Σμιθ όταν μιλούσε. Με μία φωνή ελάχιστα ξεκάθαρη και σε λίγο πιο δυνατούς τόνους εξαιτίας της χαράς που αισθανόταν.
«Λοιπόν, είμαι ο μόνος εδώ που δεν έχει πιει». Ο Τεό τους έκλεισε το μάτι. Κι εκείνος χαμογελούσε με τέτοιο τρόπο που μπορούσες να δεις τα άσπρα, υπέροχα του δόντια.
Η Κατρίνα γέλασε, κουνώντας το κεφάλι.
«Νομίζω πως ποτέ δεν σε έχω ακούσει να γελάς τόσο όσο σήμερα, Κατρίνα» έκφρασε ο Τεό.
Δεν ήταν σίγουρη πώς να απαντήσει σ' αυτό, έτσι απλά του χάρισε ένα χαμόγελο. Ένας από τους σερβιτόρες ζήτησε στον Τεό ακόμη ένα ποτό, γι' αυτό απομακρύνθηκε για μια στιγμή, γυρνώντας την πλάτη. Η Νοέλια εκμεταλλεύτηκε εκείνο το λεπτό που αυτός δεν μπορούσε να τις ακούσει και πλησίασε ακόμη περισσότερο προς το μέρος της.
«Κατρίνα» μουρμούρισε, κοντά στο αυτί της, «ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω ότι το έχεις κάνει με ένα δαίμονα».
Έξαφνα ένιωσα ένα κόμπο στον λαιμό, και σαν αποτέλεσμα, παραλίγο να πνιγεί με το ποτό της. Μερικές σταγόνες του υγρού από το ποτήρι της έπεσαν επάνω στα ρούχα της. Από τα χείλη της ξέφυγε ένα μουγκρητό ενόχλησης καθώς έτεινε το μπράτσο για να φτάσει το καλάθι με τις χαρτοπετσέτες.
«Δεν έγινε έτσι» είπε μέσα απ' τα δόντια της, «σου το έχω πει ήδη».
«Εντάξει, τότε...» Χαμογέλασε, περισσότερο από χαρά παρά από πονηριά. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι δεν το έχεις κάνει μαζί του! Μα είναι τόσο γοητευτικός...»
«Μπορείς να σταματήσεις να μιλάς γι' αυτό;» ψελλίζω, νιώθοντας ένα τσίμπημα θυμού και κάτι άλλο, που δεν μπόρεσα να αναγνωρίσω. «Νόμιζα ότι ήθελες να τα ξεχάσω όλα τουλάχιστον για σήμερα».
«Έχεις δίκαιο, έχεις δίκαιο». Έγνεψε θετικά. «Συγγνώμη. Είναι που..., έλα τώρα, είναι πολύ δύσκολο να το επεξεργαστώ».
«Μμ...» μουρμούρισε η Σμιθ. Δάγκωσε το κάτω χείλος ενώ προσπαθούσε να απομακρύνει από το μυαλό της οποιαδήποτε σκέψη που να μην ήταν να περάσει ωραία με την Νοέλια και τον Τεό.
Ήταν σίγουρη ότι, οποιαδήποτε άλλη στιγμή, θα είχε κοκκινίσει από ντροπή για το ακατάλληλο σχόλιο της, όμως το αλκοόλ είχε ήδη καλύψει τα μάγουλά της με ένα κόκκινο χρώμα εδώ και αρκετά λεπτά πριν.
Ο Τεό επέστρεφε μαζί τους κάθε φορά που δεν είχε πελάτες. Σέρβιρε ένα ποτό και συνέχιζε να μιλάει με την Νοέλια και μαζί με την Κατρίνα. Η παρέα του, μαζί με εκείνη της Νοέλιας, ήταν κάτι τόσο ευχάριστη που όλα όσα συνέβαιναν φαίνονταν να εξαφανίζονταν. Εκείνες τις στιγμές, όλα φαίνονταν να είναι τίποτα άλλο παρά ένα όνειρο...Ή ένας εφιάλτης.
Πάει καιρός που δεν ένιωθε έτσι, τόσο όμορφα. Στην πραγματικότητα, δεν θυμόταν την τελευταία φορά που είχε διασκεδάσει τόσο, ούτε θυμόταν την τελευταία φορά που ένιωθε φυσιολογική. Το γοτθικό κορίτσι με τα μαλλιά στο χρώμα της καραμέλας, και το αγόρι με τα τατουάζ που σέρβιρε ποτά ήταν το κουράγιο της. Ήταν η ανάπαυση που χρειαζόταν για να μην χάσει το μυαλό της. Ούτε που κατάλαβε πότε είχε μειωθεί το σφίξιμο στο στήθος σε τέτοιο σημείο που σταμάτησε εντελώς να το νιώθει.
Δεν ήξερε αν ήταν επειδή ένιωθε αρκετά χαρούμενη ή αν είχε να κάνει με κάτι παραπάνω, όμως της φαινόταν κάτι παράξενο που το ποτό δεν της προκαλούσε καμία επίδραση. Αναρωτιόταν αν ο Τεό δεν έβαζε τόσο αλκοόλ όσο έπρεπε διότι ήξερε ότι η Σμιθ δεν ήταν συνηθισμένη να πίνει, όμως βαθιά μέσα της ήξερε ότι το γέλιο της δεν ήταν μόνο εξαιτίας του αλκοόλ. Ήταν λόγω της παρέας με την οποία βρισκόταν. Και στην πραγματικότητα, τα ποτά δεν της προκάλεσαν τίποτα...μέχρι είκοσι λεπτά αργότερα.
Τότε, πράγματι δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει για όλα, εντελώς για όλα. Η όρασή της ξαφνικά έγινε θολή, που κάθε πράγμα τριγύρω της φαινόταν αστείο. Κάθε φορά που η Νοέλια της μιλούσε, τα χείλη της φαίνονταν να κινούνται πιο αργά από τα λόγια της και αυτό την έκανε να πεθαίνει από το γέλιο. Όταν ο Τεό αντιλήφθηκε την κατάστασή της Κατρίνας, είπε πως έπρεπε να σταματήσει για λίγο μέχρι να έφερνε κι πάλι τις αισθήσεις της.
«Μα είμαι μια χαρά!» παραπονέθηκε, αν και δεν πρόφερε καμία λέξη σωστά.
«Θεέ μου, είσαι εντελώς μεθυσμένη!» αναφώνησε η το γοτθικό κορίτσι, που ακουγόταν το ίδιο με την Σμιθ. Ξαφνικά, έψαξε στήριγμα στην μπάρα και σηκώθηκε όρθια. «Επιστρέφω».
«Ξέρετε ήδη» είπε ο Τεό χαμογελώντας, «η πρώτη που θα κάνει εμετό, χάνει και τα πληρώνει όλα».
«Δεν έχασα!» απάντησε εκείνη. «Απλά θα πάω να κάνω πιπί».
«Νοέλια!» παραπονέθηκε εκείνος. «Δεν ήθελα να το μάθω αυτό!»
Ένα σκανδαλώδης γέλιο μου επιτέθηκε.
«Ακούστε, σας ορκίζομαι ότι δεν θα κάνω εμετό...» Η Νοέλια πιάστηκε από την μπάρα και πέρασε δίπλα από την Κατρίνα για να κατευθυνθεί στο μπάνιο, αλλά πριν απομακρυνθεί περισσότερο, γύρισε προς το μέρος τους και χάρισε ένα χαμόγελο συνενοχής στην φίλη της. «Όχι ακόμη».
Ο Τεό κούνησε πάλι το μεταλλικό ποτήρι όπου ετοίμαζε τα ποτά. Η γρήγορη κίνηση και η επιδεξιότητα με την οποία σέρβιρε ταυτόχρονα σε πολλά ποτήρια, με ξάφνιαζε και με έκανε να γελάω συγχρόνως. Εκείνος χαμογέλασε όταν πρόσεξε την εξονύχιση της. Το κορίτσι σήκωσε το άδειο ποτήρι της, όπου εκεί μέσα έμεναν υπολείμματα λεμονιού και δυόσμου από το μοχίτο, και το σήκωσε στον αέρα, όμως εκείνος κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά.
«Είσαι ήδη σε αρκετή άσχημη κατάσταση, ε;» σχολίασε.
«Όχι...» επέμεινε με πείσμα. «Σου το είπα, είμαι μ-μια χαρααα».
Εκείνος πλησίασε κάνοντας ένα βήμα μπροστά και, αποσυντονίζοντας την, τοποθέτησε ένα χέρι επάνω στο κεφάλι της για λίγα δευτερόλεπτα και αυτό της φάνηκε τόσο...τρυφερό.
«Ηρέμησε, φέρε λίγο τις αισθήσεις σου» είπε τρυφερά. «Εξάλλου, μπορείτε να έρθετε οποιαδήποτε άλλη μέρα. Μου αρέσει που εσύ και η Νοέλια είστε εδώ, με κάνετε χαρούμενο».
Χαμήλωσε το κεφάλι την στιγμή που ένα καινούργιο χαμόγελο εμφανιζόταν στο πρόσωπό της.
«Και εσείς με κάνατε χαρούμενη σήμερα». Είδε πώς σέρβιρε με τόση επιδεξιότητα τα τρία διαφορετικά ποτά. «Είσαι πολύ καλός σ' αυτό που κάνεις» παρατήρησε.
«Εξασκούμαι αρκετά» είπε με σιγουριά. «Ζω με δύο συγκάτοικους που πίνουν συνεχώς, θα έπρεπε να δεις πόσες φορές την μέρα μου ζητάνε ποτά». Η κοπέλα γέλασε, και εκείνος σήκωσε το βλέμμα προς το μέρος της. «Θα μπορούσες να έρθεις μια από αυτές τις μέρες».
Έγειρε το κεφάλι, μονάχα επειδή δεν ήταν σίγουρη αν είχε ακούσει καλά.
«Στο σπίτι σου;»
«Εκείνοι σχεδόν δεν είναι ποτέ σπίτι» συμπλήρωσε, αλλά η ηρεμία με την οποία μιλούσε πριν ένα δευτερόλεπτο άρχιζε να εξαφανίζεται. «Θα μπορούσαμε να δούμε μια ταινία, ή θα σου έφτιαχνα ό,τι ποτό θα σ' άρεσε...Αν θες, φυσικά».
Βλεφάρισε. Αναρωτιόταν αν το αλκοόλ την είχε επηρεάσει τόσο πολύ.
«Όπως...ένα ραντεβού;»
Ένα κοφτό και νευρικό γέλιο του επιτέθηκε. Χαμήλωσε πάλι το βλέμμα για να αποφύγει το δικό της.
«Καλά, όχι ακριβώς, όμως...»
Μία σερβιτόρα παρέμβει και εκείνος αναγκάστηκε για μια στιγμή να απομακρυνθεί, χρόνος στον οποίο η Κατρίνα μπόρεσε να καταλάβει ότι η χαρά που ένιωθε πριν είχε αντικατασταθεί με την νευρικότητα.
Θα μπορούσε να είναι λόγω των πρώτων μπυρών που είχε πιει, και των μερικών μοχίτων, όμως για κάποιο λόγο είχε μια ιδέα την οποία δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της. Παρόλο που βρισκόταν λίγο μακριά, έμεινε να τον κοιτάει. Στην πραγματικότητα, ο Τεό ήταν αρκετά κομψός. Φυσικά, δεν είχε μια εκθαμβωτική ομορφιά όπως ο Αραέλ, ή ακόμη και όπως του Κάλεμπ. Εκείνος απλά ήταν όμορφος, όπως μπορούσε να είναι οποιοδήποτε άλλο άτομο. Τα τατουάζ του και τα σουφρωμένα του φρύδια που είχε όταν συγκεντρωνόταν στο φτιάξιμο τον ποτών, τον έκανε να φαίνεται λιγάκι τρομακτικός και σκυθρωπός, όμως την στιγμή που μιλούσες μαζί του, όλα αυτά τα ξέχναγες. Η Σμιθ δεν γνώριζε αν πήγαινε ή όχι στο γυμναστήριο, ή αν έκανε κάποιο άθλημα, όμως φαινόταν ότι πρόσεχε την σιλουέτα του. Βέβαια, χωρίς να προσέξεις όλα αυτά τα πράγματα, δίχως αμφιβολία το καλύτερο του χαρακτηριστικό ήταν το ζεστό και φιλικό χαμόγελο που είχε χαραγμένο στα χείλη του.
Αλλά, με όλα αυτά, πέραν του ότι τον θεωρούσε καλό της φίλο, δυστυχώς δεν της προκαλούσε τίποτα παραπάνω. Δεν επιτάχυνε τους παλμούς της καρδιάς της ούτε την έκανε να νιώθει εκείνο το γαργαλητό στο στομάχι της, ούτε της προκαλούσε νευρικότητα...τόση που δυσκόλευε την ομιλία της. Και εκείνη η ιδέα ήταν απογοητευτική και δεν της επέτρεπε να σκεφτεί καθαρά. Δεν σταματούσε να στροβιλίζεσαι στο μυαλό της το γιατί δεν μπορούσε να τον δει διαφορετικά.
Γιατί δεν μπορώ να νιώσω έλξη απέναντι του;
Η Νοέλια άγγιξε τον ώμο της για να βρει στήριγμα και να μπορέσει να καθίσει. Η Σμιθ τινάχτηκε, εξαιτίας του ότι δεν την είχε δει καν να έρχεται προς το μέρος της. Ίσως είχε ανάγκη να χαλαρώσει.
«Δεν έκανα εμετό» ανάφερε χαρούμενη, ενώ κάθισε πάλι στο σκαμπό δίπλα στην φίλη της.
«Δεν με ενδιέφερε να μάθω» μουρμούρισε το αγόρι με τα τατουάζ, το οποίο βρισκόταν πίσω από την μπάρα.
Η Κατρίνα χαμογέλασε στην Νοέλια, κάνοντας μια προσπάθεια να στρέψει τις σκέψεις της προς άλλη κατεύθυνση και να επανακτήσει την χαρά που ένιωθε πριν.
«Ας βγάλουμε μια φωτογραφία» πρότεινε. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη της ζακέτας της, όμως ξαφνικά το χαμόγελο της σβήστηκε επειδή αυτό το είχε ξεχάσει. Η Νοέλια πρόσεξε επίσης το ράγισμα που διέσχιζε την μισή οθόνη.
«Ω Θεέ μου» ξαφνιάστηκε, «τι του συνέβη; Σου έπεσε από τον δεύτερο όροφο;
Η Κατρίνα έκανε ένα μορφασμό. Ένας ίχνος πικρίας εμφανίστηκε στο πρόσωπό της όταν θυμήθηκε την μέρα που η οθόνη ράγισε. Η στιγμή που σίγουρα θα ράγισε. Κατά τη διάρκεια της διαμάχης της με την Νάιμα.
«Κάθισα επάνω του» είπε ψέματα συνοφρυωμένη, όμως αμέσως κούνησε το κεφάλι. Υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να τα θυμάται αυτά σήμερα.
Έπρεπε να τα ξεχάσει έστω για μια μέρα.
Στην πραγματικότητα, δεν θα επηρέαζε την φωτογραφία και επιπλέον με τις υπόλοιπες φωτογραφίες της θα έμενε. Έτσι μπράβο, σκέψου θετικά. Έστρεψε την οθόνη προς την Νοέλια, όμως εκείνη την είχε ενοχλημένη.
«Όχι μόνη» είπε. «Και οι δυο μαζί, αλλιώς δεν έχει φωτογραφία».
Κατέβασε το κινητό, ενώ στο πρόσωπό της εμφανιζόταν ένας μορφασμός. Η αλήθεια είναι ότι δεν της άρεσε να βγάζει φωτογραφία τον εαυτό της. Της άρεσε να έχεις τα άτομα που αγαπούσε στο κινητό της. Είχε όλη την οικογένεια της, φύλαγε ακόμη κι μερικές της Έλενας. Δεν ανέβαζε ποτέ καμία από αυτές στα μέσα μαζικής δικτύωσης.
Πριν να αρνηθεί, ο Τεό έφτασε κοντά τους.
«Εγώ θα σας βγάλω μία». Εκείνος της πήρε το κινητό απ' τα χέρια. «Χαμογελάστε».
Η Νοέλια την άρπαξε απ' τους ώμους για να της τραβήξει κοντά της. Το μόνο που πρόλαβε η Κατρίνα να κάνει ήταν να γελάει σαν χαζή όταν το φλας την τύφλωσε.
«Γαμώτο, Τεό, έκλεισα τα μάτια» παραπονέθηκε το γοτθικό κορίτσι.
«Είσαστε άθλια μοντέλα» είπε εκείνος, σηκώνοντας τα φρύδια. «Χαίρομαι που δεν είχατε διαλέξει αυτή την καριέρα, γιατί θα πεθαίνατε από την πείνα».
«Και εσύ όμως είσαι άθλιος φωτογράφος» απάντησε η Σμιθ, χωρίς να μπορέσει να αποτρέψει τον εαυτό της από το να χαμογελάσει.
Της έδωσε πίσω το κινητό καθώς την κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια.
«Εσείς είστε οι πιο γοητευτικές μεθυσμένες που πάτησαν το πόδι τους σ' αυτό το μπαρ, το γνωρίζατε;»
Η Κατρίνα απλά άφησε ένα μικρό γελάκι να ξεφύγει απ' τα χείλη της. Η Νοέλια στροβίλισε τα μάτια.
«Σίγουρα θα φλερτάρεις πολύ εδώ πέρα, Τεό» σχολίασε.
«Όχι κι πολύ» ομολόγησε χαμηλώνοντας το κεφάλι, ντροπαλός.
Σήκωσε το κινητό με την κάμερα ενεργοποιημένη και προσπάθησε να εστιάσει τον Τεό. Το αγόρι αντιλήφθηκε τί ήθελε εκείνη να κάνει και χαμογέλασε.
Εκείνη την στιγμή, η οθόνη του κινητού της τρεμόσβησε και η εικόνα του Τεό έγινε εντελώς μαύρη. Σούφρωσε τα φρύδια, περίεργη. Ορκιζόταν ότι ακόμη είχε αρκετή μπαταρία το κινητό της, όμως με το θολωμένο της βλέμμα εξαιτίας του αλκοόλ, δεν μπορούσε πια να είναι τόσο σίγουρη. Τότε, όταν ήταν έτοιμη να το φυλάξει, το τηλέφωνο άναψε από μόνο του, και το μενού των μηνυμάτων άνοιξε δίχως η ίδια να το είχε κάνει.
Τα μάτια της Κατρίνας άνοιξαν διάπλαττην στιγμή που ένα καινούργιο μήνυμα άνοιξε. Τα δάκτυλά της δεν είχαν αγγίξει καν την οθόνη.
«Κατρίνα;» Η φωνή του Τεό ακούστηκε ελαφρώς ταραγμένη, όμως εκείνη δεν μπόρεσε να στρέψει το βλέμμα επάνω του. Όλη η προσοχή της ήταν στραμμένη στο γραπτό μήνυμα.
Ένα μήνυμα, χωρίς ορατό αριθμό τηλεφώνου. Ένα μήνυμα που έκανε ένα ρίγος να διαπεράσει την ραχοκοκαλιά της.
"Εκείνος ο ηλίθιος έχει δίκαιο, Κατρίνα. Είσαι γοητευτική όταν είσαι μεθυσμένη".
Ένα άβολο βάρος έσφιξε βίαια το στομάχι της, και έγειρε προς την μια μεριά όταν όλα γύρω της άρχισαν να κάνουν στροφές. Αμέσως, κάλυψε το στόμα της, όμως δεν έκανε εμετό.
«Κέρδισα!» αναφώνησε η Νοέλια με ενθουσιασμό.
«Όχι, δεν κέρδισες» πρότεινε ο Τεό. «Δεν έκανε εμετό. Κατρίνα, θα έπρεπε να πας στο μπάνιο» ακούστηκε ανήσυχος.
Κούνησε το κεφάλι αρνητικά καθώς έκλεινε τα μάτια. Μονάχα τότε μετάνιωσε που είχε πιει τόσο πολύ. Δεν μπορούσε να εστιάσει το βλέμμα, κάθε πράγμα τριγύρω της έκανε στροφές, και τότε αυτό που έκανε πριν λίγα λεπτά της προκαλούσε γέλιο και την έκανε να νιώθει χαρούμενη, τώρα της προκάλεσε πανικό.
«Ό-όχι...» τραύλισε, και δεν ήταν σίγουρη αν κατάλαβαν τι είπε. «Ε-είμαι καλά».
«Τι έπαθες;» ρώτησε η Νοέλια. Ένιωσε το μικροσκοπικό της χέρι που άρχισε να τρίβει την πλάτη της σε μία κίνηση παρηγοριάς. «Ηρέμησε. Θες να πας στο μπάνιο;»
Δεν μπορούσε να την κοιτάξει κι να της πει ότι όλα ήταν μια χαρά, επειδή δεν ήταν έτσι. Αυτή την στιγμή, όλο το μπαρ έπαψε να είναι ασφαλές.
Έκανε μια υπερβολική προσπάθεια και ίσιωσε το κορμί της. Να δει καθαρά της ήταν πολύ δύσκολο, αλλά ακόμη κι έτσι σάρωσε με το βλέμμα την έκταση του μαγαζιού, διακρίνοντας τις διαφορετικές σιλουέτες ατόμων που βρίσκονταν εκεί, εκείνους που γελούσαν κι συζητούσαν, μέχρι που σταμάτησε στο τραπέζι το οποίο δέσποζε στην γωνία. Η καρδιά της για λίγα δευτερόλεπτα έπαψε να χτυπάει όταν τους είδε.
Μπορεί να είχε κάπως θολό το βλέμμα εξαιτίας του αλκοόλ, όμως εκείνους σίγουρα θα τους αναγνώριζε οπωσδήποτε.
Ο Αραέλ και ο Κάλεμπ βρίσκονταν καθισμένοι στο πιο απομακρυσμένο τραπέζι από την Νοέλια και την Κατρίνα, σε μια γωνία κάπως απόμερη και από τους υπόλοιπους πελάτες, λες και το τραπέζι είχε μετακινηθεί επίτηδες για να μην ήταν κανείς δίπλα τους ούτε να μπορούσε να τους αγγίξει. Το αίμα εγκατέλειψε το πρόσωπό της, και κάτι κρύο σαν τον πάγο ταξίδεψε στις φλέβες της.
Το πρώτο πράγμα που μπόρεσε να δει ήταν η σοβαρή έκφραση του Αραέλ, τα σουφρωμένα του φρύδια και τα χείλη του που ήταν μια ευθεία γραμμή. Τα γκρίζα μάτια του ήταν καρφωμένα στο μέρος όπου η Σμιθ βρισκόταν, και ακόμη κι στην κατάσταση μέθης της ήταν ικανή να προσέξει την λάμψη οργής μέσα σ' αυτά. Δίπλα του, ο Κάλεμπ την κοίταξε με μία έκφραση που έσταζε ανησυχία. Κάτι μέσα της αναδεύτηκε άβολα και η νοσταλγία της επιτέθηκε όταν θυμήθηκε την τελευταία συζήτηση που είχε με την Άρια, όπου της είπε για την κατάσταση στην οποία τον άφησε η απόφασή της Σμιθ.
Τι στο καλό γυρεύουν εδώ;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro