Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 29

Η Κατρίνα σήκωσε το βλέμμα μέχρι που τα μάτια της συναντήθηκαν μ' αυτά της Νοέλιας, χωρίς να πει απολύτως τίποτα. Και μονάχα αυτό άρκεσε. Δεν χρειάστηκε καμία άλλη κίνηση εκ μέρους της Σμιθ για να προκαλέσει ένα χλόμιασμα στο πρόσωπό της φίλης της.

Αυτό που τόσο ήθελε να της πει, το γοτθικό κορίτσι το είδε στο πρόσωπό της.

«Επομένως, δεν είμαι τρελή» ψιθύρισε με σιγανή φωνή «Δεν είχα παραισθήσεις ούτε κάτι παρόμοιο».

Κατέβασε το κεφάλι, επειδή ξαφνικά η ομίχλη της ενοχής την τύλιξε σαν ένα σκοτεινό και πυκνό μανδύα. Μπορούσε να είχε αποτρέψει την έκφραση τρόμου από το πρόσωπό της Νοέλιας, αν μόνο είχε το θάρρος να την κοιτάξει στα μάτια και να της πει ψέματα.

Να πει ψέματα για δική της ασφάλεια και για να κρατήσει ανέπαφη την λογική της.

Όμως δεν μπόρεσε.

«Όχι, δεν είσαι τρελή» είπε ψιθυριστά, κλείνοντας τα μάτια σφιχτά, ανίκανη να την δει στο πρόσωπο «Λυπάμαι τόσο που το έχεις μάθει μ' αυτό τον τρόπο».

«Δ-δεν μπορώ να το καταλάβω» τραύλισε «Γιατί...; Τι σκατά συμβαίνει; Γιατί δεν μου είπες τίποτα απ' όλα αυτά;»

«Γιατί δεν μπορούσα».

«Τί δεν μπορούσες;» Ο τόνος της υψώθηκε και η Σμιθ την κοίταξε «Α, όμως με άφησες να βρίσκομαι κοντά τους...Γαμώτο» μουρμούρισε και άφησε ένα αναστεναγμό να ξεφύγει απ' το στόμα της, «παραλίγο να δώσω ένα φιλί στον Τόμας, που να πάρει!»

Η έκπληξη και η απελπισία πήρα το ίδιο μέγεθος σημαντικότητας μέσα της. Δεν σχολίασε τίποτα σχετικά με την τελευταία ομολογία της, επειδή ηρέμησε με εκείνο το "παραλίγο".

«Ήξερα ότι δεν κινδύνευες με εκείνους κοντά, εφόσον δεν γνώριζες την αλήθεια».

«Το ξέρω» είπε σιγανά, πιέζοντας τα χείλη «Ξέρω ήδη πως θα με προστάτευες αν κάτι μου συνέβαινε, όμως...Που να πάρει ο διάολος!» Η βρισιά της την έκανε να τραβηχτεί προς τα πίσω «Γιατί δεν μου το είπες; Γιατί δεν μου είπες τίποτα; Νόμιζα...Εγώ σου είπα για τον πατριό μου, που να πάρει».

Ξαφνικά, η έκφραση της άλλαξε από ταραγμένη σε θυμωμένη.

«Δεν είναι το ίδιο, Νοέλια» Κούνησε το κεφάλι αρνητικά «Σε παρακαλώ, κατάλαβε...»

«Δεν το είπα ποτέ σε κανένα, και το είπα σε εσένα!» την διέκοψε εξοργισμένη «Γιατί εσύ δεν μπορούσες να μου πεις κάτι σαν κι αυτό;»

«Επειδή όταν το έμαθα αυτό, σχεδόν τρελάθηκα!» Δεν ήξερε γιατί ξέσπασε μ' αυτό τον τρόπο. Το κορίτσι μπροστά της γούρλωσε τα μάτια και τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω «Όλα όσα εγώ πίστευα πήγαν στον διάολο, Νοέλια» μείωσε τον τόνο της φωνής της, όμως εκείνη συνέχισε να δείχνει αναστατωμένη «Δεν ήθελα να κάνω το ίδιο σε σένα, ούτε εσένα ούτε σε κανένα άλλο. Πώς μπορούσα να σου μιλήσω σχετικά μ' αυτό;»

Τα μάτια της ταξίδεψαν στο πρόσωπό της Κατρίνας, εξετάζοντας το. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, ανέπνευσε βαθιά και επέστρεψε στην προηγούμενη θέση, τοποθετώντας τα μπράτσα επάνω στο τραπέζι.

«Κοίτα, Κατρίνα» είπε απαλά, όμως περισσότερο σα να προσπαθούσε να ηρεμήσει, «ναι, είχα μία υπαρξιακή κρίση στην αρχή. Είπα στον εαυτό μου πως ήσουν τρελή, πως ήσουν εκκεντρική αν έκανες παρέα με αληθινούς δαίμονες, γι' αυτό σου έστειλα εκείνο το μήνυμα. Σκέφτηκα πως το πιο λογικό ήταν να απομακρυνθώ από όλα όσα είχα να κάνουν με σένα. Και, φυσικά, έπρεπε να αναλύσω την ζωή μου. Τα πιστεύω μου. Όμως μετά, όταν επιτέλους το αποδέχτηκα, νομίζω πως ήταν πιο...υποφερτό;» ρώτησε, αμφιβάλλοντας για τις ίδιες τις σκέψεις της «Επειδή υποθέτω πως, βαθιά μέσα σου, πολύ βαθιά, ξέρεις ότι αυτά τα πράγματα υπάρχουν» Κούνησε το κεφάλι και σούφρωσε τα φρύδια με δυσανασχέτηση «Όμως δεν μου το είπες, και επομένως είπα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να υπήρχε ένας καλός λόγος γι' αυτό. Ξέρω πως δεν είσαι κακό άτομο. Στην πραγματικότητα, είσαι ένας από τους καλύτερους ανθρώπους που γνωρίζω. Δεν θα πλήγωνες ούτε μία μύγα» Κάρφωσε τα καφετοπράσινα μάτια της στο πρόσωπό της Σμιθ με μία ανησυχία χαραγμένη σ' αυτά «Γι' αυτό, σε παρακαλώ, Κατρίνα, πες μου τι συμβαίνει. Μίλησε μου, που να πάρει. Πες μου τα όλα».

Χαμήλωσε το κεφάλι, μπήγοντας τα νύχια στο δέρμα της παλάμης της με τόση δύναμη, που ήταν σχεδόν σίγουρη πως πληγώθηκε. Κάτι που δεν μπόρεσε να ανιχνεύσει εγκαταστάθηκε στο στήθος της και το οποίο δυσκόλεψε την αναπνοή της. Κάτι ανυπόφορο σε σημείο που ένιωσε πως, αν αντιδρούσε, κάτι πολύ κακό θα συνέβαινε μαζί της.

Και έτσι έγινε.

Της μίλησε...Επιτέλους, της μίλησε.

Τα είπε όλα στην Νοέλια.

Άνοιξε την στόμα και μίλησε με σιγανή φωνή, με απαλό τόνο, τόσο που το γοτθικό κορίτσι έγειρε ακόμη πιο πολύ επάνω στο τραπέζι για να μπορέσει να την ακούσει. Κούνησε τα χείλη...και της είπε όλη την αλήθεια. Από την αρχή. Πως όλα άρχισαν όταν οι εφιάλτες την βασάνισαν και δεν την άφηναν να κοιμηθεί. Πως ένιωθε ότι υπήρχε κάποιος που την παρακολουθούσε κάθε λεπτό της μέρας. Πως, ξαφνικά, χωρίς προφανή λόγο, ένας δαίμονας εμφανίστηκε μπροστά της νωρίς το πρωί....Και δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην φυσιολογική της ζωή ποτέ ξανά. Πώς ο άθλιος θα συνέχιζε να την περιτριγυρίζει χωρίς να τον ενδιαφέρει τι θα έκανε εκείνη, επειδή οι σκοποί του τον ένοιαζαν περισσότερο απ' ότι η ζωή της. Και πως, για τον ίδιο λόγο, δέχτηκε να τον βοηθήσει για να τελειώσει σύντομα με όλα αυτά. Πως στην αρχή τον μισούσε, πως δεν άντεχε την ύπαρξη του κοντά της...Όμως που, με το πέρασμα των ημερών, αυτό το μίσος ελαττωνόταν.

Της μίλησε για τον Μαξιμιλιάνο, για το πώς ένας δαίμονας είχε εισέλθει στο σώμα του και πως, αν δεν έκανε κανείς κάτι για εκείνον, θα πέθαινε. Και της μίλησε για αυτό που η ίδια έδωσε για αντάλλαγμα για να αποτρέψει τον θάνατο του. Δεν έκρυψε τίποτα. Ούτε καν αυτό που με το πέρασμα του χρόνου, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μεταξύ εκείνης και του Αραέλ.

Η Νοέλια δεν είπε ούτε μια λέξη καθ' όλη την διάρκεια των λεπτών που η Κατρίνα μιλούσε, ούτε για να ρωτήσει ούτε για να διαμαρτυρηθεί. Τίποτα. Επικεντρώθηκε στο να της δώσει προσοχή και να νιώσει, να γουρλώσει τα μάτια μερικές φορές, ή να σουφρώσει τα φρύδια άλλες τόσες. Όμως, πέρα απ' αυτό, έμεινε σιωπηλή. Ήταν η χρονική περίοδος που έμεινε σιωπηλή για περισσότερο χρόνο απ' όσο γνώριζε την ίδια.

Όταν τελείωσε με το να της πει σχετικά με την τελευταία συζήτησή της με τον Αραέλ, η καθισμένη κοπέλα απέναντι της έγνεψε αργά, με το βλέμμα καρφωμένο σε κάποιο μέρος του τραπεζιού. Η έκφρασή της ήταν τόσο σοβαρή που η Σμιθ δεν ήξερε αν η φίλη της είχε απορροφήσει όλες τις πληροφορίες με τον σωστό τρόπο, και φοβήθηκε μήπως ξέσπασε ανά πάσα στιγμή.

«Λυπάμαι» πρόσθεσε με ένα ψίθυρο, «λυπάμαι τόσο, αλήθεια. Είσαι καλά;»

«Αν είμαι καλά;» Ένα πικρό γέλιο ξέφυγε από τα τρεμάμενα της χείλη, και κούνησε το κεφάλι αρνητικά «Και αυτό τι σημασία έχει; Εσύ πώς είσαι; Πώς είναι δυνατόν να είχες περάσει απ' όλα αυτά και εγώ να μην το είχα μάθει ποτέ αυτό;» Έκανε ένα μορφασμό βαθιάς θλίψης, και τότε η Κατρίνα πήρε είδηση το νέο στρώμα δακρύων επάνω στα μάτια της «Γιατί δεν μου το είπες; Είμαστε φίλες, που να πάρει! Γι' αυτό πάντα φαίνεσαι μελαγχολική! Πώς στο διάολο δεν το κατάλαβα;!»

«Ναι είμαι φίλη σου, Νοέλια» Η φωνή της εξασθένησε, και δεν γνώριζε τον ακριβής λόγο «Γι' αυτό δεν σου είπα τίποτα».

«Δεν λειτουργεί έτσι η φιλία, Κατρίνα. Ξέρω πως είσαι κοντά μου όταν σε χρειάζομαι» Σούφρωσε τα φρύδια, και κούνησε το κεφάλι αρνητικά «Αλλά έπρεπε κι να με εμπιστευτείς. Έπρεπε να μου το είχες πει και να μην το περάσεις μόνη όλο αυτό».

«Ήθελα να σε προστατεύσω» επέμεινε με την φωνή κάθε φορά πιο αδύναμη «Ήθελα να σε κρατήσω μακριά απ' όλο αυτό».

«Και κλείδωσες τον ίδιο σου τον εαυτό κατά την διάρκεια, ξέροντας ότι ίσως εγώ θα μπορούσα να σε είχα καταλάβει. Διάβαζα βιβλία για δαίμονες επειδή μου άρεσαν, γαμώτο μου!»

«Λυπάμαι! Εντάξει;» Άφησε το κεφάλι να πέσει επάνω στα χέρια της, ικετεύοντας από μέσα της να την καταλάβαινε «Λυπάμαι, που να πάρει...Λυπάμαι».

«Λυπάσαι; Για όνομα...» Η Κατρίνα άκουσε τον αναστεναγμό της και σήκωσε το κεφάλι για να την κοιτάξει «Έπρεπε να ήμουν μαζί σου. Ίσως...ίσως να μπορούσα να σε βοηθήσω. Θα σε συμβούλευα. Θα σου έλεγα να μην είχες δώσει την ψυχή σου για να σώσεις εκείνο τον τύπο. Θα είχα κάνει κάτι...»

«Δεν ήταν δικό σου φταίξιμο» την διέκοψε, αν και ο τόνος της δεν είχε την σιγουριά που η ίδια ήθελε να δείξει «Δεν μπορούσες με τίποτα να το είχες αποτρέψει. Έκανα ότι έκανα επειδή εγώ το αποφάσισα».

Η Νοέλια κατάπιε με δυσκολία.

«Γιατί εσύ;» ψιθύρισε.

Κούνησε το κεφάλι αρνητικά με αργή κίνηση και απάντησε: «Δεν ξέρω».

«Κατρίνα..., είσαι σημαντική για μένα, περισσότερο απ' όσο ήταν μερικοί άνθρωποι στην ζωή μου. Και αυτό δεν μ' αρέσει, δεν μ' αρέσει καθόλου. Δεν θέλω να νιώσω ξανά το ίδιο πράγμα που ένιωσε όταν ο πατέρας μου πέθανε. Δεν θέλω να ξανανιώσω μια τέτοια απώλεια» Ο παχύς μανδύας δακρύων στα μάτια της αυξήθηκε περισσότερο, και τότε μερικά δάκρυα έπεσαν στα μάγουλά της «Αυτό θα συμβεί σε σένα;»

Ένιωσε ένα κόμπο στον λαιμό «Ελπίζω πως όχι» είπε με σιγανή φωνή.

Εκείνη την στιγμή, σηκώθηκε όρθια και όρμησε επάνω της. Τα μπράτσα της Σμιθ δέχτηκαν την αγκαλιά της, η οποία περισσότερο φαινόταν λες και προσπαθούσαν κι οι δυο να σπάσουν τα πλευρά τους. Η Κατρίνα ένιωσε μερικά ζεστά δάκρυα να υγραίνουν τον ώμο της, σχεδόν την ίδια στιγμή που τα μάγουλά της υγράθηκαν από τα δικά της.

Δεν ήξερε πόσα λεπτά βρίσκονταν σ' αυτή την στάση, ούτε αν τα άτομα τριγύρω τους έδιναν προσοχή, αλλά η αλήθεια είναι πως τίποτα απ' αυτά δεν είχαν σημασία. Κατά κάποιο τρόπο, η αγκαλιά της κατάφερε, σιγά σιγά, να κάνει την επώδυνη πίεση να μειωθεί σε μεγάλο βαθμό.

Το γοτθικό κορίτσι επέστρεψε στην θέση της όταν απομακρύνθηκαν η μία από την άλλη. Οι δύο πήρα τις πετσέτες που υπήρχαν στο τραπέζι για να σκουπίσουν τα δάκρυα τους, και η Σμιθ σκέφτηκε ότι ίσως γι' αυτό η Νοέλια δεν είχε μακιγιαριστεί. Επειδή εκείνη, ίσως, να είχε φανταστεί πως θα συνέβαινε αυτό.

Πέρασαν μερικά λεπτά σιωπής, την οποία η Κατρίνα δεν ένιωσε με τίποτα άβολη, αλλά που βοήθησε να ηρεμήσουν.

«Ξέρεις;» είπε σιγανά «Όταν είδα εκείνο τον δαίμονα σε μορφή παιδιού στο νηπιαγωγείο, κάτι αντέδρασε το μυαλό μου, Νοέλια. Δεν τον έχω συναντήσει ξανά, όμως, κατά κάποιο τρόπο, ξέρω ότι μπορούσαν να ήταν χειρότερα τα πράγματα. Ξέρω πως εκείνη την στιγμή μπορούσε να ήταν το τέλος μου. Κάτι μου είπε πως έπρεπε να ανακαλύψω όλα αυτά, πως δεν μπορούσα να το αγνοήσω. Πως, αν το έκανα, θα πέθαινα» Κούνησε το κεφάλι, και συνέχισε: Και δεν το θέλω αυτό, αλλά ούτε θέλω να βάλω σε κίνδυνο κανένα».

«Δεν είναι δίκαιο» είπε με ένα ψίθυρο με την φωνή της ελαφρώς βραχνή λόγω της ταραχής «Και, εκτός από σένα και το δαιμονισμένο αγόρι, κάποιος άλλος το γνωρίζει;»

«Όχι» απάντησε με σιγουριά, κουνώντας το κεφάλι αρνητικά.

«Τώρα καταλαβαίνω» είπε, κοιτώντας συνοφρυωμένη την καφετέρια απέναντι της «Επομένως, πρέπει να το λύσουμε το συντομότερο δυνατόν» Η κοπέλα έγνεψε σιωπηλή, και εκείνη την στιγμή ζήτησε: «Αλλά υποσχέσου μου ότι δεν θα μου κρύψεις ξανά κάτι».

Κάτι μέσα μου, μού είπε να μην κάνω αυτή την υπόσχεση, ειδικά επειδή το πιο πιθανόν ήταν πως δεν θα μπορούσε να την κρατήσω. Ωστόσο, το ικετευτικό της βλέμμα ήταν αδύνατον να νικηθεί.

«Στο υπόσχομαι» Χαμογέλασε αδύναμα, αν και αληθινά.

«Τώρα, πάμε» μίλησε η Νοέλια και σηκώθηκε όρθια. Καμία από τις δύο δεν είχε αγγίξει αυτά που είχαν παραγγείλει, όμως έπρεπε να πληρώσουν.

«Πού;»

«Χρειάζομαι ένα ποτό. Και εσύ το ίδιο» απάντησε. Όλη η ταραχή που ένιωθε πριν είχε εξαφανιστεί από την έκφρασή του γοτθικού κοριτσιού. Τώρα ήταν η φίλη που είχε πρωτογνωρίσει «Έχεις ένας πόνο στο στήθος, έτσι δεν είναι; Δεν υπάρχει καλύτερη θεραπεία γι' αυτό από το να μεθύσεις μέχρι να κάνεις εμετό» Κούνησε το κεφάλι αρνητικά, χαμογελώντας, όμως μετά πρόσθεσε με ένα τόνο πικρίας: «Σαν να μην μας έφτανε η Κόλαση που έχουμε εδώ».

«Το αλκοόλ δεν θα λύσει τίποτα» είπε, πεπεισμένη γι' αυτό.

«Όχι, δεν θα το κάνει. Όμως στην ουσία δεν είναι το αλκοόλ, Κατρίνα» Την άρπαξε από τα χέρια και άσκησε πίεση μέχρι που εκείνη σηκώθηκε όρθια «Θέλω να χαλαρώσεις, να θυμώσεις, να κλάψεις. Να βγάλεις όλο εκείνο τον πόνο και την οργή που έχεις φυλακισμένη στο στήθος σου. Διότι όλο αυτό είναι ένα χάλι κι δεν είναι δίκαιο. Επειδή δεν ζήτησες τίποτα απ' όλα αυτά, και ακόμη κι έτσι πρέπει να τα ανεχτείς».

Κάτι μέσα στο στήθος μου αντέδρασε, όμως δεν ήταν επώδυνο. Ήταν μία ευχάριστη και υπερβολική ζεστασιά που με έκανε να θέλω να κλάψω ξανά. Αλλά, αυτή την φορά, όχι από λύπη. Σκέφτηκε η Κατρίνα.

«Πάμε, Σμιθ. Πάμε να μεθύσουμε μέχρι να τα ξεχάσουμε όλα αυτά» Ζήτησε επίμονα. Και τότε, πλησίασε προς το μέρος της μέχρι που τα μπράτσα της την αγκάλιασαν για ακόμη μι φορά «Πάμε να μας σερβίρει εκείνος ο κούκλος μπάρμαν που μας γνωρίζει εδώ κι χρόνια και να σε κάνει να ξεχάσεις με τα υπέροχα κοκτέιλ του πως είσαι ένα αίνιγμα...Μέχρι να ξεχάσεις ότι οι δαίμονες υπάρχουν, και πως η καταραμένη Κόλαση είναι αληθινή». 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro