Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 28

Άφησε το κεφάλι να πέσει επάνω στα χέρια της. Πιθανόν, αν ο διευθυντής την έβλεπε σε αυτή την στάση-σχεδόν πεσμένη επάνω στο τραπέζι-θα την μάλωνε, όμως υπήρχαν αρκετά πράγματα που, τώρα, δεν την ένοιαζαν και τόσο.

Κατά κάποιο τρόπο, τις τελευταίες μέρες τις ένιωθε πιο μοναχικές από ότι πριν.

Η επιθυμία να φτάσει σπίτι το συντομότερο δυνατόν ήταν τεράστια. Παρόλο που ήταν Σάββατο, και τα περισσότερα άτομα της ηλικίας της Κατρίνα συνήθιζαν να βγαίνουν για να διασκεδάσουν, μέχρι κι οι συνεργάτες της, εκείνη λαχταρούσε να φτάσει σπίτι και να κοιμηθεί. Να μην κάνει τίποτα άλλο από το να κοιμηθεί. Ούτε καν να περάσει χρόνο με την οικογένεια της, αφού σχεδόν όλη την εβδομάδα η Έλενα πήγαινε για δείπνο ή για να περάσει χρόνο με τον Αλέξανδρο, τον αδερφό της. Για κάποιο λόγο, ήταν σαν η συζήτηση που είχε μαζί της να μην είχε συμβεί ποτέ, αφού η συμπεριφορά της τώρα προς την Σμιθ ήταν η ίδια όπως συνήθιζε να είναι πριν μπλέξει με τον Άλεξ. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν κάτι που της προκαλούσε αυπνίες, πολύ λιγότερο ένα ζήτημα που έπρεπε να την ανησυχήσει-λαμβάνοντας υπόψη πως πλάσματα του Κάτω Κόσμου δεν την άφηναν στην ησυχία της-, αλλά, παρόλα αυτά, κατάφερνε να την αποθαρρύνει περισσότερο απ' ότι ήδη ήταν.

Το κινητό της δόνησε, βγάζοντας την από την απορρόφηση. Κάτι μέσα στο στήθος της αντέδρασε με ένα τρόπο που δεν έπρεπε μόλις είδε το όνομα στην οθόνη. Ένα μήνυμα το οποίο έκανε την μελαγχολική διάθεση της να αλλάξει πλήρως σε μία σύγχυσης.

Ήταν μήνυμα από την Νοέλια.

"Λυπάμαι πολύ που δεν σου απάντησα πριν. Πρέπει να σου μιλήσω. Είμαι στο καφέ Μαύρος Γάτος. Έλα, σε παρακαλώ".

Το διάβασε συνοφρυωμένη. Δεν κατάφερνε να συνηθίζει στο ότι η Νοέλια ήταν τόσο ευθύς, συνήθως τα μηνύματα της ήταν μεγάλα κείμενα. Μπορεί επειδή περιλάμβανε άλλα θέματα από αυτά που έπρεπε να πει, ή γιατί ήταν γεμάτα από φατσούλες.

Η υπερηφάνεια θέλησε να παρέμβει, ισχυρίζοντας πως είχαν περάσει σχεδόν δύο εβδομάδες χωρίς να ξέρει τίποτα γι' αυτήν. Εκείνες τις λίγες εβδομάδες η Κατρίνα της έστελνε άπειρα μηνύματα και προσπαθώντας να επικοινωνήσει, και επομένως δεν είχε το δικαίωμα να της ζητά κάτι σαν κι αυτό. Ωστόσο, η βιασύνη που είχε για να την δει και να μάθει αν ήταν καλά ήταν πιο ισχυρή.

Όταν επιτέλους η δουλειά τελείωσε, πήρε το πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά της. Το στομάχι της ήταν ακόμη σφιγμένο λόγω της ανησυχίας καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής, μέχρι που έφτασε στην διεύθυνση. Η καφετέρια δεν ήταν αρκετά γεμάτη και πράγματι το εκτίμησα αυτό. Χωρίς αμφιβολία, αυτό που της τράβηξε την προσοχή ήταν ο μεγάλος αριθμός ατόμων που ήταν ντυμένοι παρόμοια με την Νοέλια, έτσι όπως η διακόσμηση και το βάψιμο των τοίχων που φαινόταν ένας εντυπωσιακός συνδυασμός μωβ χρωμάτων και άλλα πιο ζοφερά, που όμως κατά κάποιο τρόπο κατάφεραν να το κάνουν να φαίνεται νεανικό. Μήπως ήταν κάτι σαν καφέ γοτθικού στυλ;

Το κορίτσι με τα καστανά μαλλιά βρισκόταν καθισμένη σε ένα τετράγωνο, μικρό τραπέζι στην γωνία, κοιτώντας αφηρημένη προς το πλήθος συνοφρυωμένη και με την έκφραση κάπως σοβαρή.

Η Σμιθ έφτασε δίπλα της και έμεινε εκεί, ακίνητη, δίχως να ξέρει τι να της πει. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα και μισόκλεισε τα μάτια.

«Γεια» Ο τόνος της ακούστηκε τόσο κοφτός που η ίδια εκπλάγηκε, όμως κράτησε την σταθερή στάση της.

«Γεια» είπε κι η Νοέλια, με τον ίδιο σχεδόν τόνο φωνής. Αμέσως, έκανε μία κίνηση με το κεφάλι δείχνοντας ένα ποτήρι με ένα καφέ υγρό και με παγάκια να επιπλέουν επάνω «Σου παρήγγειλα ένα παγωμένο τσάι».

Κάτι παράξενο κουνήθηκε μέσα της. Η Νοέλια ήταν σίγουρη ότι θα ερχόταν και της παρήγγειλε και κάτι που ήξερε πως άρεσε στην φίλη της. Εκείνη την στιγμή κατάλαβε πως, ίσως, την γνώριζε περισσότερο απ' όσο η ίδια πίστευε.

Χωρίς να είναι σίγουρη τι άλλο να πει, δάγκωσε το κάτω χείλος νιώθοντας άβολα.

«Θες να καθίσεις;» πρόσφερε, όμως δεν υπήρχε τίποτα το ευγενικό στην φωνή της, έτσι ακούστηκε περισσότερο σαν διαταγή. Η Κατρίνα παρατήρησε την θέση μπροστά της λες και ήταν το πιο δύσκολο εμπόδιο και, με ένα σχεδόν μηχανικό τρόπο, κάθισε στην καρέκλα. Αναστέναξε σε μια προσπάθεια να χαλαρώσει «Πώς είσαι;» ρώτησε καθώς τα λεπτά της δάκτυλα χάιδευαν το φλιτζάνι με τον καφέ που είχε μπροστά της.

«Τώρα ανησυχείς γι' αυτό;» Η Σμιθ κατέβασε το βλέμμα στο τραπέζι, δίχως διάθεση να την κοιτάξει στο πρόσωπο «Δεν μου απάντησες ούτε ένα μήνυμα εδώ κι δύο εβδομάδες».

Η Νοέλια έμεινε σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα.

«Είχα...να σκεφτώ πολλά».

«Ελπίζω να τα σκέφτηκες καλά, Νοέλια» πίεσε τα χείλη, νιώθοντας το βλέμμα της φίλης της καρφωμένο στο πρόσωπό της.

«Δεν φαίνεσαι πολύ καλά» σχολίασε, αυτή την φορά με ένα τόνο πιο απαλό.

«Είχα άσχημες νύχτες» παραδέχτηκε η Κατρίνα, αν και αμέσως έκανε μία κίνηση με το χέρι για να της δείξει ότι αυτό δεν είχε σημασία «Θες να μου πεις τι συμβαίνει; Μονάχα θέλω να φύγω από εδώ και να κοιμηθώ λίγο».

Η Νοέλια ακούμπησε την πλάτη στην μεταλλική καρέκλα και σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος. Το βλέμμα της βρισκόταν τόσο καρφωμένο επάνω της που η Σμιθ μπόρεσε να νιώσει πως δεν το έστρεψε ποτέ αλλού.

«Υπάρχουν πράγματα που θέλω να μάθω» είπε χωρίς περιστροφές.

Μια άβολη και τρομαχτική αίσθηση προκάλεσε ένα σφίξιμο στο στομάχι της.

«Σ-σχετικά με τι;» τραύλισε.

Εκείνη με το ένα χέρι πλησίασε το τσάι προς το μέρος της Κατρίνας με μία έκφραση αδιαφορίας, χωρίς να την κοιτάξει κατευθείαν στο πρόσωπο.

«Λοιπόν, αρχικά, γιατί έφυγες εκείνη την μέρα από το πάρτι;»

Κατάπιε με δυσκολία, ικετεύοντας η Νοέλια να μην αντιληφθεί την αναστάτωση της.

«Έπρεπε να φύγω» μουρμούρισε, χαμηλώνοντας το βλέμμα για ακόμη μια φορά «Μου τηλεφώνησαν οι γονείς μου και μου ζήτησαν να πάω από εκεί αμέσως. Λυπάμαι που δεν σου είπα τίποτα».

Δεν ακούστηκε πειστικό. Κορόιδεψε μία φωνή στο κεφάλι της. Πράγματι, δεν το έκανε. Μίλησε τόσο γρήγορα που ακούστηκε σαν ένα ήδη σχεδιασμένο ψέμα.

«Ναι, ξέρω ήδη πως έπρεπε να φύγεις, για κάποιο λόγο θα το έκανες» απάντησε λες κι ήταν κάτι προφανές «Αυτό που θέλω να μάθω είναι γιατί; Τι συνέβη; Και δεν πιστεύω με τίποτα το ψέμα σου, με τους γονείς σου».

Ο πανικός κατέκλυσε όλα τα μέρη του σώματος της. Η Νοέλια το αντιλήφθηκε και έγειρε ελαφρά προς τα εμπρός τοποθετώντας τα μπράτσα επάνω στο τραπέζι. Ενστικτωδώς, οι παλμοί της Σμιθ επιτάχυναν.

Εξέτασε το πρόσωπό της για να προσπαθήσει να βρει αυτό που δεν έκφραζε φωναχτά. Η σύγχυση ήταν χαραγμένη στα χαρακτηριστικά της Νοέλιας. Ήταν προφανές πως εκείνη ήξερε κάτι παραπάνω, κάτι που ίσως της είπε ο Κάλεμπ ή που είδε σε εκείνον. Κάτι, που την έκανε να φαίνεται χαμένη και εντελώς μπερδεμένη.

Ξαφνικά, να θελήσει να της πει ψέματα της φάνηκε κάτι μάταιο.

«Για να μην βάλω σε κίνδυνο τα άτομα που βρίσκονταν εκεί» ψιθύρισε.

Το κορίτσι με το γοτθικό στυλ έγνεψε θετικά χωρίς να δείξει καμία αμηχανία, σαν να το ήξερε ήδη.

«Και επομένως έβαλες τον εαυτό σου σε κίνδυνο;»

Δεν μπόρεσε να απαντήσει σ' αυτό. Παρόλο που φαινόταν να συγκρατιέται, την πρόδιδε η ταραχή στην απαθής έκφραση της.

«Είδες κάτι, Νοέλια;»

«Είδα κάτι» επιβεβαίωσε σφίγγοντας τις γροθιές επάνω στο τραπέζι, την ίδια στιγμή που σούφρωνε ακόμη περισσότερο τα φρύδια «Γιατί δεν μου λες τι στην πραγματικότητα συμβαίνει;»

«Δεν μπορώ» Η απάντησή της ακούστηκε περισσότερο σαν μία τρεμάμενη ικεσία «Στ' αλήθεια δεν μπορώ. Όμως, Νοέλια...» ψιθύρισε και μετά κατάπιε με δυσκολία, «στ' αλήθεια πρέπει να μάθω τι είδες».

«Κατρίνα...» Ξαφνικά, η σοβαρότητα στα χαρακτηριστικά της εξαφανίστηκε. Κούνησε το κεφάλι αρνητικά «Έχω διαβάσει χιλιάδες βιβλία φαντασίας, πάντοτε πιστεύοντας πως δεν ήταν τίποτα άλλο από αυτό: φαντασία. Επειδή μου άρεσε, λάτρευα να βυθίζομαι σε διαφορετικές πραγματικότητες από την δική μας. Μου άρεσε να φαντάζομαι ότι εκείνα τα πράγματα υπήρχαν επειδή με έβγαζαν από τον άθλιο κόσμο που ζούσα, όμως γνωρίζοντας πάντα ότι τίποτα από αυτά δεν υπήρχαν...Και τώρα μαθαίνω ότι δεν είναι έτσι ακριβώς.

Η Νοέλια έκλεισε τα μάτια με δύναμη.

Η Κατρίνα θέλησε να της απαντήσει, αλλά τίποτα δεν βγήκε απ' το στόμα της.

«Όταν είδα πως στο πάρτι ήταν ο Άλαν και ο Τόμας, παραδέχομαι πως με ενόχλησε λιγάκι επειδή πίστεψα ότι εσύ ήξερες και δεν μου το είπες» συνέχισε και άνοιξε τα μάτια, αλλά αποφάσισε να καρφώσει το βλέμμα στο τραπέζι αντί στην φίλη της «Όμως είδα ότι ούτε κι εσύ ήξερες πως θα ήταν εκεί, έτσι χαλάρωσα. Σε άφησα ήσυχη με τον Άλαν, σκεπτόμενη ότι θα συνέβαινε επιτέλους κάτι μεταξύ σας, και σου το ορκίζομαι ότι θέλησα να τσιρίξω από χαρά όταν σας είδα να φιλιέστε σα να μην υπήρχε αύριο».

Όταν άκουσε αυτό, αμέσως όλο της το σώμα πάγωσε, και δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον εαυτό της από το να νιώσει πώς το αίμα περικύκλωνε το πρόσωπό της. Η ανάμνηση εκείνης της στιγμής ήταν τόσο ευχάριστη όπως και οδυνηρή. Η Νοέλια σήκωσε το βλέμμα προς το μέρος της, έκανε τα χείλη μια ευθεία και πάλι έστρεψε το βλέμμα αλλού.

«Προσπάθησα να δω αν μπορούσα να κάνω το ίδιο με τον Τόμας, αλλά εκείνος ήταν τόσο απρόθυμος...» Σούφρωσε τα φρύδια και κούνησε το κεφάλι «Τέλος πάντων, ξαφνικά έγινε νευρικός ο τύπος, και ακόμη δεν έχω καταλάβει τι μύγα τον τσίμπησε. Άρχισε να σε ψάχνει, όμως δεν σε βρήκε. Είπε ότι έπρεπε να σε βρει το συντομότερο, και τότε, από το πουθενά, τον πλησίασε ένας τύπος και του είπε κάτι σαν: "Μείνε μαζί της" εννοώντας εμένα. Και...και...» τραύλισε, σαν η απελπισία να την είχε κατακλύσει «Ε-εγώ δεν ξέρω αν γνωρίζονταν, όμως ο τύπος τον υπάκουσε. Τον υπάκουσε, Κατρίνα! Χωρίς να ρωτήσει τίποτα, λες και είχε λάβει μία διαταγή...» Ένα γέλιο δυσπιστίας της ξέφυγε, όμως αμέσως πέρασε τα χέρια από το πρόσωπο σε μία έκφραση αγανάκτησης κι συνέχισε να μιλάει: «Και ο Τόμας έφυγε. Με άφησε με το εκείνο το αγόρι και έφυγε. Δεν ήξερα πού στο διάολο είχε πάει, επειδή όσο κι αν τον έψαξα στο σπίτι, δεν τον βρήκα. Τον έψαξα ακόμη και στον δεύτερο όροφο, και ούτε εκεί ήταν...Και τότε, είδα τον Άλαν με μία γυναίκα η οποία ήταν ντυμένη λες και ήταν μία πόρνη» Το βλέμμα της ταξίδεψε μέχρι το πρόσωπό της Κατρίνας, η οποία πρόσεξε ένα ίχνος ανασφάλειας, σα η Νοέλια να φοβόταν για την αντίδραση της «Βρίσκονταν έξω από το σπίτι, πολύ κοντά ο ένας από τον άλλο και κρυμμένοι πίσω από ένα δέντρο το οποίο υπήρχε στον κήπο. Γέμισα με τόση οργή που ήμουν έτοιμη να πάω προς το μέρος τους μονάχα για να φτύσω στο πρόσωπο του Άλαν..., όταν εκείνη...εκείνη η τύπισσα έγινε κυριολεκτικά καπνός και τον άφησε εκεί μόνο» Τα μάτια της γούρλωσαν. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν λόγω του φόβου «Έγινε καπνός, που να πάρει! Και όχι, δεν ήμουν μεθυσμένη! Σου ορκίζομαι ότι αυτό ήταν που είδα!»

Η Νοέλια πέρασε πάλι τα χέρια από το πρόσωπο με αγωνία και κατάπιε με δυσκολία, λες και είχε ένα κόμπο στον λαιμό.

«Και μετά;» ζήτησε να μάθει με ένα ψίθυρο, αν και βαθιά μέσα της η Κατρίνα φοβόταν γι' αυτό που ήταν έτοιμη να ακούσει.

Η φίλη της δάγκωσε το κάτω χείλος και, για μια στιγμή, φάνηκε να διστάζει να συνεχίσει. Όμως το έκανε:

«Μια άλλη γυναίκα τον πλησίασε, αλλά εκείνη είχε σκουρόχρωμα μαλλιά και, δεν ξέρω..., σα να του έμοιαζε λιγάκι» Σούφρωσε τα φρύδια περίεργη, και κούνησε το κεφάλι «Και οι δυο έφυγαν σχεδόν τρέχοντας. Δεν ήξερα πού στο διάολο ήσουν εσύ ή ο Τόμας, έτσι έμεινα εκεί...» Έκανε μια παύση ενός λεπτού για να πάρει μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Η Σμιθ από την άλλη δεν μπορούσε να αναπνεύσει κανονικά. Οι παλμοί της καρδιάς της συνέχιζαν να είναι επιταχυνόμενοι «Κατρίνα, έχω διαβάσει τόσα πράγματα, έχω τόση εμμονή με όλα αυτά τα θέματα που είπα στον εαυτό μου: "Ίσως είναι αλήθεια. Ίσως, όλα εκείνα τα βιβλία δεν λένε ανοησίες". Όταν είδα εκείνη την ηλίθια ξανθιά να μετατρέπεται σε καπνό, μονάχα μου ήρθε ένα πράγμα στο κεφάλι...»

Τα μάτια της Νοέλιας ήταν τόσο δακρυσμένα, που η Κατρίνα ήταν σίγουρη πως ανά πάσα στιγμή η αυτοέλεγχος της θα ράγιζε. Από την άλλη, το αίνιγμα όπως ο Αραέλ την έλεγε, δεν μπορούσε να απαντήσει. Δεν ήξερε τι να κάνει εκτός από το να προσπαθήσει να μπει στην θέση της, και να φανταστεί όλα όσα πέρασε εκείνη την μέρα...Καθώς ο Κάλεμπ και η Κατρίνα το έσκαγαν από την δαίμονα με τα ξανθιά μαλλιά.

«Λίγο αργότερα, όταν πια δεν σε βρήκα, είπα στον εαυτό μου ότι ίσως έφυγες με τον Άλαν» Ανασήκωσε τους ώμους, με το βλέμμα καρφωμένο στο φλιτζάνι με τον καφέ της «Σκέφτηκα ότι ίσως όντως με είχε πειράξει σε κάτι το αλκοόλ, ξέρεις, πως μάλλον έβαλαν κάτι στο ποτό μου και δεν το κατάλαβα, ή κάτι τέτοιο. Τότε έφυγα επειδή, τι θα έκανα μόνη σε εκείνο το μέρος; Ήμουν έτοιμη να πάρω ένα ταξί, όταν ο Τόμας εμφανίστηκε τρέχοντας προς το μέρος μου. Μου είπε πως με είδε να βγαίνω από το πάρτι και ότι με ακολούθησε για να σιγουρευτεί πως θα έφτανα ασφαλής στο σπίτι μου» Ακόμη ένα κοφτό γέλιο ξέφυγε απ' τα χείλη της, και η Σμιθ θέλησε να μάθει τον λόγο αυτού του γέλιου. Ωστόσο, εκείνη συνέχισε: «Όμως φαινόταν πολύ αναστατωμένος. Όπως σου είπα, όταν είδα εκείνη την ξανθιά κοπέλα να εξαφανίστηκε στον αέρα σαν να ήταν ένα καταραμένο μαγικό κόλπο, μονάχα ένα πράγμα μου ήρθε στο μυαλό... Ζήτησα στο Τόμας να μου δώσει το χέρι του, λέγοντας του πως φοβόμουν, και όταν εκείνος μου το έδωσε...του έβαλα αυτό επάνω» Έβγαλε ένα κολιέ που βρισκόταν κρυμμένο κάτω από την μαύρη μπλούζα της. Άφησε το μπράτσο να τείνει προς το τραπέζι, με τέτοιο τρόπο που το κρεμαστό του κολιέ έμεινε να κρέμεται στον αέρα. Ήταν ένας μικρός σταυρός από ασήμι «Μου το έδωσε ο πατέρας μου, λίγο πριν να πεθάνει. Πάντα τον φοράω...» Η Νοέλια έκλεισε τα μάτια σφικτά «Ο Τόμας παραπονέθηκε, Κατρίνα. Παραπονέθηκε λες και αντί για σταυρό, να του είχα βάλει ένα αναμμένο σπίρτο στο χέρι του. Και τότε, από εκεί άρχισε να βγαίνει ένας παράξενος άσπρος καπνός» Κατάπιε με δυσκολία με ένα τρόπο θορυβώδες, έχοντας ακόμη τα μάτια γεμάτο με δάκρυα τα οποία πάλευε να συγκρατήσει «Έφυγα τρέχοντας από εκεί, και πήρα το πρώτο ταξί που είδα».

Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της Σμιθ, την ίδια στιγμή που έκλεινε τα μάτια. Πίεσε το σαγόνι με τόση δύναμη, που πίστεψε πως θα έσπαζε.

«Σου έκανε κάτι;» Ρώτησε σιγανά, χωρίς να μπορέσει να επιτρέψει στον εαυτό της από το να αισθανθεί τρομαγμένη.

Άνοιξε τα μάτια ακριβώς την στιγμή που η Νοέλια φορούσε πάλι τον σταυρό.

«Τίποτα δεν μου έκανε» είπε με σιγουριά, κουνώντας το κεφάλι αρνητικά «Απολύτως τίποτα. Μόνο...μόνο με κοίταξε κάπως θυμωμένος για μια στιγμή, και μετά φάνηκε μπερδεμένος. Πολύ μπερδεμένος».

Ο τρόμος πλέον δεν κυριαρχούσε στο πρόσωπό της, όμως ακόμη φαινόταν συγχυσμένη.

«Πόσο λυπάμαι, Νοέλια» ψιθύρισε, επειδή ήταν το μόνο πράγμα που μπόρεσε να πει «Δεν έπρεπε να δεις τίποτα απ' όλα αυτά».

«Εκείνος δεν μου έκανε τίποτα, Κατρίνα» μουρμούρισε «Και ξέρω πως θα ακουστεί πολύ τρελό, αλλά μετά απ' αυτό που συνέβη, μου πέρασε απ' το μυαλό πως αν εκείνοι οι τύποι είναι αυτό που πιστεύω, τότε γιατί ο Τόμας δεν μου έκανε τίποτα;» Άνοιξε το στόμα για να απαντήσει, όμως εκείνη δεν της το επέτρεψε: «Εκείνη την ίδια μέρα, όταν έφτασα στο σπίτι...θυμήθηκα το βιβλίο που σου δάνεισε ο γείτονας σου. Θυμάμαι πως όταν σε γνώρισα εσύ ενδιαφερόσουν για εκείνα τα θέματα...» Την κοίταξε, πιέζοντας τα χείλη «Κατρίνα, πες μου ότι τα βγάζω απ' το μυαλό μου. Πες μου ότι αυτό που είδα δεν είναι αλήθεια, και θα πειστώ πως ναρκώθηκα με την οσμή της μαριχουάνας που υπήρχε στο σπίτι... Ή δεν ξέρω, το αλκοόλ, η έλλειψη σεξ. Κάτι τέλος πάντως. Το οτιδήποτε, πες μου πως δεν...

Θέλησα να ήμουν καλή ψεύτρα. Θέλησα να μπορέσω να την δω στα μάτια και να της πω ότι τίποτα απ' όσα είδε ήταν αλήθεια, πως ήταν λόγω τον ποτών που ήπιε, πως έφταιγε η ανησυχία η οποία αισθανόταν επειδή την εγκατέλειψα στο πάρτι... Ωστόσο, όσο κι αν το ήθελα, δεν το έκανα. 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro