Κεφάλαιο 27(Μέρος 2)
Για μια στιγμή, έφτασε να αμφιβάλει αν πραγματικά ήταν ο Αραέλ που στεκόταν μπροστά της, και σήκωσε το βλέμμα να τον κοιτάξει. Μία χαζή αντίδραση, διότι ήταν αδύνατο να μπερδέψεις την φωνή του με κάποιον άλλο.
Βλεφάρισε, συγκλονισμένη, επειδή ποτέ δεν σκέφτηκε πως θα ξέφευγε τέτοια λέξη από το στόμα του.
«Τι;» ψιθύρισε.
Εκείνος απέφυγε το βλέμμα της, με την σκληρότητα χαραγμένη στην έκφρασή του, και ένας αναστεναγμός ανίας ξέφυγε από το βάθος του λάρυγγα του.
«Λυπάμαι...για αυτό που σου είπα» αυτή ήταν η απάντηση του, έχοντας ένα ίχνος τόνου που σου έδινε την εντύπωση ότι εκείνη την στιγμή είχε κακή διάθεση, «και λυπάμαι..., ξέρεις, που σε στραγγάλισα».
Ξεφύσησε όταν θυμήθηκε αυτό που της έκανε εκείνη την μέρα, και ενστικτωδώς ύψωσε το ένα χέρι για να αγγίξει τον λαιμό με τις άκρες των δακτύλων της. Ευτυχώς που δεν είχαν μείνει σημάδια από εκείνο το συμβάν.
«Εγώ...» μουρμούρισε, εντελώς ξαφνιασμένη, δίχως να πιστεύει ότι στα αλήθεια ζητούσε συγγνώμη «λ-λυπάμαι που σε χαστούκισα».
Άφησε ένα σύντονο αλαζονικό γέλιο.
«Ούτε που το ένιωσα» είπε σιγανά.
Θα απαντούσε πως εκείνη πίστευε ακριβώς το αντίθετο, όμως τότε ο Αραέλ έσμιξε τα φρύδια, επιστρέφοντας το βλέμμα στο πρόσωπό της.
«Γιατί βοήθησες τον γείτονα σου;»
Μίμησε την έκφραση του, μπερδεμένη για το απροσδόκητο της ερώτησης. Όμως παρέμεινε σιωπηλή.
«Γιατί πάντα κάνεις τέτοιες πράξεις;» ρώτησε αφού πρόσεξε ότι η κοπέλα δεν θα μιλούσε «Δεν κουράζεσαι να βοηθάς τους ανθρώπους; Δηλαδή, γνωρίζοντας, πως δεν θα λάβεις καμία αμοιβή; Ή περιμένεις να αποκτήσεις κάτι;»
«Φυσικά και όχι» σχεδόν ξεφύσησε.
«Τότε;»
Αναστέναξε. Και εκείνο τι τον ενδιέφερε;
«Δεν ξέρω» ανασήκωσε τους ώμους «Υποθέτω...ότι είμαι χαζή».
«Δεν είσαι χαζή» είπε, και πραγματικά άρχισε να αμφιβάλει αν αυτός που βρισκόταν μπροστά της ήταν ο Αραέλ «Όμως θα ήθελα να είσαι».
«Τι εννοείς;»
«Θα μου άρεσε να ήσουν εντελώς χαζή. Να ήσουν ένα αναθεματισμένο κορίτσι. Θα ήθελα πραγματικά να άξιζες την Κόλαση...» Πάλι αναστέναξε, την ίδια στιγμή που χαμήλωνε το βλέμμα «Αλλά δεν είσαι περισσότερο από ένα κορίτσι γεμάτο περιέργεια».
Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο όταν μελέτησε με προσοχή τα λόγια του, πέρα από αυτό που επιφανειακά σήμαιναν. Το στόμα της άνοιξε για να απαντήσει, όμως έμεινε τόσο έντρομη που τίποτα δεν μπόρεσε να πει.
Η σιωπή εμφανίστηκε ανάμεσά τους, μονάχα για ένα λεπτό που φάνηκε αιώνας, μέχρι που η Κατρίνα τόλμησε να ρωτήσει:
«Θα με απελευθερώσεις από την συμφωνία;» Η φωνή της ακούστηκε αδύναμη, σαν ένας τρεμάμενος ψίθυρος.
Εκείνος έγειρε το κεφάλι στα δεξιά.
«Δεν μπορώ.
Η κοπέλα βλεφάρισε.
«Δεν μπορείς ή δεν θέλεις;»
«Δεν θέλω».
Η σκληρότητα στον τόνο του δεν άφησε περιθώριο αμφιβολίας: δεν θα μπορούσε να του αλλάξει ιδέα.
Έκλεισε τα μάτια και έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω. Η έντονη επιθυμία να κλάψει δεν άργησε να κάνει την εμφάνιση της, όμως δάγκωσε το κάτω χείλος της με δύναμη σε μία προσπάθεια να το αποτρέψει. Δεν θα έκλαιγε μπροστά του για ακόμη μια φορά. Αυτή την εβδομάδα ήδη είχε αφήσει αρκετά δάκρυα να γλιστρήσουν από τα μάγουλά της, και η αλήθεια τίποτα δεν επέλυαν. Το μόνο που έκαναν ήταν να δείχνουν την υπερβολική μεταμέλεια που ένιωθε.
«Ποτέ δεν έπρεπε να δεχτώ να σε βοηθήσω...» ξεστόμισε η Σμιθ με βραχνή φωνή, αν και δεν ήταν σίγουρη αν αυτό το έλεγε για εκείνον ή για την ίδια.
Εισέπνευσε αρκετές φορές από την μύτη, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια για να ηρεμήσει.
«Τότε, πότε θα γίνει; Πότε θα με σκοτώσεις; Πότε επιτέλους θα ανακαλύψεις τι σκατά με κάνει διαφορετική; Πότε θα σταματήσω να είμαι χρήσιμη για σένα;»
«Ούτε το ένα, ούτε το άλλο» ακούστηκε πολύ χαλαρός, κάτι ασυνήθιστο για εκείνον.
Τον κοίταξε δίχως να καταλαβαίνει.
«Και αυτό τι σημαίνει;»
«Πως θα περιμένω».
Γούρλωσε τα μάτια, δύσπιστη και καχύποπτη. Εκείνος είχε μία μικρή ζαρωματιά ενδιάμεσα των φρυδιών του, δίχως να αλλοιώσει εκείνη την βλοσυρή έκφραση του. Το κορμί του ήταν ίσιο, σα να πήρε στάση προσοχής, ακτινοβολώντας εκείνη την αύρα υπεροψίας και σιγουριάς στον εαυτό του, όπως πάντα.
Δεν φαινόταν να την κοροϊδεύει.
«Να περιμένεις τι;»
«Να ζήσεις την ζωή σου».
Αυτή την φορά η σύγχυση πήρε ολόκληρο το μυαλό της στην κατοχή της. Κούνησε το κεφάλι, κατεβάζοντας τα δύο χέρια για να αγγίξει το γρασίδι, επειδή ένιωσε την ανάγκη να ψάξει στήριγμα.
«Τι εννοείς;» απαίτησε με ένα ψίθυρο, με υποψία.
Η κάτω γνάθος του σφίχτηκε και έστρεψε το βλέμμα επάνω της για ακόμη μια φορά. Δεν είχε ιδέα τι ακριβώς κοιτούσε, όμως επειδή ήταν αρκετά ψηλός και βρισκόταν πολύ κοντά της, το μόνο πράγμα που μπορούσε να βλέπει ήταν, η επιβλητική του φιγούρα.
«Αποφάσισα να πάρω την ψυχή σου την στιγμή που θα πεθάνεις με φυσικό τρόπο, δίχως την παρέμβαση μου».
Η Κατρίνα άνοιξε τα μάτια υπερβολικά και εκείνος της έδωσε μία σοβαρή ματιά, ακόμη συνοφρυωμένος, αλλά αισθητά ήρεμος.
«Μιλάς...σοβαρά;» ρώτησε με σιγανή φωνή.
«Δυστυχώς, αρκετά σοβαρά» Το στήθος του φούσκωσε όταν αναστέναξε «Θα σε αφήσω ήσυχη όσο καιρό θα ζεις. Με αυτό τον τρόπο, έχεις χρόνο να σπουδάσεις κάτι, να βρεις μια καλύτερη δουλειά, να παντρευτείς, να κάνεις παιδιά... Δεν ξέρω, όλα αυτά τα ελεεινά πράγματα που εσείς οι θνητοί κάνετε» Ανασήκωσε τους ώμους, δείχνοντας την απάθεια του. Ωστόσο, με ένα σχεδόν απότομο τρόπο η έκφραση του άλλαξε «Αυτό που εννοώ είναι πως, όταν επιτέλους ανακαλύψω τι είσαι, δεν θα πάρω την ψυχή σου αμέσως. Δεν είσαι...Δεν νιώθω να είσαι ένα κακό άτομο, για αυτό δεν έχω λόγο να σε κάνω να πληρώσεις τόσο γρήγορα την καταδίκη της Κόλασης» Κούνησε το κεφάλι αρνητικά και μισόκλεισε τα μάτια «Όμως πήρες μία απόφαση, Κατρίνα. Μου έδωσες την ψυχή σου και εγώ την σημάδεψα σαν δική μου, αυτό μην το ξεχνάς».
Το κορίτσι χαμήλωσε το κεφάλι.
«Θα με αφήσεις να ζήσω ήσυχα;» έθεσε την ερώτηση. Ο Αραέλ έγνεψε θετικά.
«Αυτό θα κάνω» απάντησε, με ένα τόνο πιο απαλό «Θα πάρω την ψυχή σου μονάχα την στιγμή που εσύ θα πεθάνεις από φυσικά αίτια».
«Γιατί...γιατί; Μήπως...;» κούνησε το κεφάλι αρνητικά, δίχως να καταλαβαίνει τι ήταν αυτό που τον έκανε να πάρει αυτή την απόφαση «Η διαμάχη σου άφησε χτύπημα στο κεφάλι;»
Εκείνη την στιγμή η σοβαρότητα εγκατέλειψε την έκφραση του και την θέση της πήρε ένα χαμόγελο.
«Και είναι λόγω των σχόλιων σαν κι αυτών που εμείς δεν θα μπορέσουμε ποτέ να τα πάμε καλά».
Η Κατρίνα δάγκωσε τα χείλη, παρατηρώντας το γρασίδι και τα φύλλα στο έδαφος.
Τότε...τι υποτίθεται έπρεπε να κάνει τώρα; Να τον ευχαριστήσει που την σκέφτηκε έστω κι λίγο; Που δεν άρπαξε την ψυχή της την ακριβή στιγμή που έπαψε να του είναι χρήσιμη;
Ήταν αδύνατο να μην τον κοιτάζει με καχυποψία. Γιατί ξαφνικά αποφάσισε κάτι καλό για εκείνη; Κάτι σχετικά καλό. Για ποιο λόγο, έτσι ξαφνικά, άρχισε να θεωρεί ότι η Κατρίνα δεν ήταν κακό άτομο και αποφάσισε να την αφήσει να ζήσει μία "ήρεμη" ζωή;
Α, όμως μην ξεχνάμε, πως δεν θα σταματούσε να της θυμίζει ότι, όταν εκείνη θα πέθαινε, θα έπαιρνε την ψυχή της μαζί του στην Κόλαση για να υποφέρει μία αιώνια καταδίκη.
Ένα επώδυνο τσίμπημα στην καρδιά την έκανε να τοποθετήσει την παλάμη της σε εκείνο το σημείο.
Εκείνος είχε ακόμη το βλέμμα καρφωμένο μακριά, σα σχεδόν να μην λάμβανε υπόψη την παρουσία της.
Πώς είναι δυνατόν; Στα αλήθεια έχει απόλυτη εν συναίσθηση; Πώς μπορεί να έχει μία εμφάνιση τόσο λίγο τρομακτική...σχεδόν σαν...θεία εμφάνιση, και ακόμη κι έτσι να είναι ένα πλάσμα εντελώς αδιάφορο στον πόνο των άλλων;
Έκανε ένα μέγα λάθος από την αρχή. Εκείνη την στιγμή που του είχε πετάξει το αγιασμένο νερό και εκείνος έφυγε, έπρεπε να επιχειρήσει τίποτα. Έπρεπε να κάνει τα αδύνατα δυνατά να τον απομακρύνει. Όχι να σκεφτεί τα λόγια του, να τον καλέσει, να αφήσει την περιέργεια της να νικήσει την λογική.
«Αν αυτό είναι αλήθεια, σε αυτή την περίπτωση...» μουρμούρισε, με σύνεση, «πιστεύεις ότι θα μπορέσεις να κάνεις κάτι για μένα;»
Ο δαίμονας έστρεψε πάλι το βλέμμα στο κορίτσι, και το μπέρδεμα έκανε την εμφάνιση στο πρόσωπο του.
«Φυσικά» Ανασήκωσε τους ώμους, με απάθεια «Δεν ζήτησες τίποτα για σένα, μου φαίνεται δίκαιο».
Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της. Σάστισε. Τι στο καλό συνέβαινε στον Αραέλ; Γιατί η συμπεριφορά του ήταν τόσο παράξενη; Ήταν τόσο συνηθισμένη να τον βλέπει μέσα από τα μάτια της σαν έναν αναθεματισμένο που τώρα δεν πίστευε σε αυτές τις μικρές ενδείξεις ευγένειας. Μία φωνή στο μυαλό της υπαινίχθηκε πως ίσως να ήτανε ένα είδος μεθόδου χειρισμού, ή κάτι τέτοιο.
Κατάπιε με δυσκολία, και εισέπνευσε βαθιά.
«Δεν θα σε βοηθήσω πια με αυτό... Θέλω να φύγεις, και να μην εμφανιστείς ξανά μπροστά μου» Η φωνή της δεν έτρεμε, δεν τραύλισε. Κάθε λέξη είχε ακουστεί με σιγουριά «Δεν θέλω να σε ξαναδώ στο υπόλοιπο της ζωής μου».
Ο Αραέλ γούρλωσε τα μάτια. Η έκπληξη εμφανίστηκε στο πρόσωπο του για ένα δευτερόλεπτο, όμως στο επόμενο λεπτό, η έκφραση του έγινε σοβαρή.
Τώρα έδειχνε οργισμένος.
«Δεν θα το αφήσω να μείνει έτσι αυτό» ξεστόμισε «Ακόμη δεν κατάφερνα να μάθω τί συμβαίνει με τις σκέψεις σου, ή γιατί δεν μπορώ να δω την ψυχή σου. Και δεν πρόκειται να τα παρατήσω μόνο κι μόνο επειδή εσύ το ζήτησες».
«Δεν με ενδιαφέρει αν θα τα παρατήσεις ή όχι. Εγώ μόνο...» Χαμήλωσε το βλέμμα και γέμισε τους πνεύμονες της με αέρα, πριν να τον κοιτάξει ξανά «Δεν σκοπεύω να σε βοηθήσω πια να το ανακαλύψεις...Άλλωστε, είπες στον Φόραξ ότι εγώ δεν ήμουν τίποτα άλλο από ένα φρικιό».
Με είπες μασκότ σου, ηλίθιε.
«Δεν θα άρχιζα μία συζήτηση για το τι είσαι!» αναφώνησε, ξαφνικά αναστατωμένος. Για κάποιο λόγο, η ανάσα του άρχισε να επιταχύνει «Άφησα εκείνο τον ανόητο να νομίζει ότι θέλει!»
Μαζεύτηκε όταν άκουσε τον τόνο της φωνής του. Εντάξει, προφανώς τον έκανε να θυμώσει. Γιατί όμως η ιδέα τον ενοχλούσε τόσο, αφού τελικά εκείνος επίσης γνώριζε ότι κανένας από τους δύο άντεχε τον άλλο; Χρειαζόταν να καταλάβει μερικά πράγματα, τουλάχιστον.
«Γιατί εκείνος σε είπε φρικιό;» ρώτησε το κορίτσι.
Κοκκάλωσε στην θέση του, αλλά αμέσως επανήλθε και τα χείλη του για λίγα δευτερόλεπτα έτρεμαν.
«Αυτό δεν σε ενδιαφέρει».
«Με τι ασχολείσαι; Τι κάνεις εκεί;»
«Δεν θα σου απαντήσω σε τίποτα από όλα αυτά, Κατρίνα» απάντησε ρητά.
Ο δαίμονας εισέπνευσε από την μύτη με εμφανή θυμό, και η κοπέλα κούνησε το κεφάλι, καθώς από το στόμα της ξέφευγε ένα κοφτό γέλιο, νιώθοντας ένα μικρό εκνευρισμό να μεγαλώνει μέσα της. Τον είδε, με πλάγιο βλέμμα, να κλείνει τα χέρια του σε γροθιές.
«Δεν ξέρω απολύτως τίποτα για σένα» μουρμούρισε.
«Δεν χρειάζεται να ξέρεις».
«Κάνεις λάθος» είπε, κουνώντας αργά το κεφάλι αρνητικά «Θέλεις να σε βοηθήσω σε αυτή την τρέλα, θέλεις να σε εμπιστευτώ, όμως...Εσύ ο ίδιος προκαλείς τον τρόμο που νιώθω για σένα, εσύ φταις που συνεχίζω να είμαι δύσπιστη. Δεν ξέρεις να δουλεύεις σε ομάδα».
Και, το πιο σημαντικό, ήθελε να είναι ειλικρινής από την στιγμή που εκείνος της έκρυβε αρκετά πράγματα. Έκρυβε μυστικά. Υπήρχαν πολλά που δεν ήθελε να τα μάθει η Κατρίνα, για κάποιο λόγο που η ίδια δεν γνώριζε.
«Τι είδες;»
«Εκείνη την μέρα» εξήγησε εκείνη «Έφυγες από το διαμέρισμα του Μαξ πιστεύοντας πως εγώ θα έφευγα από την πολυκατοικία όπου έμενα, δεν σκέφτηκες ότι θα επέστρεφα στο δικό μου διαμέρισμα».
«Όχι, δεν πίστεψα ότι θα γύριζες κοντά στο μέρος όπου όλα συνέβησαν!» Η οργή έκανε το στήθος του να φουσκώσει και γρήγορα να ξεφουσκώσει «Δεν έχω ιδέα γιατί το έκανες, όμως υποτίθεται πως δεν έπρεπε να επιστρέψεις εκεί. Υποτίθεται ότι δεν θα έβλεπες...»
Πίεσε τα χείλη και απέφυγε το βλέμμα της.
«Νομίζεις ότι θα σε αφήσω ήσυχη;» είπε με βραχνή φωνή, γεμάτη οργή, αλλάζοντας θέμα έτσι ξαφνικά «Δεν θα το κάνω, Κατρίνα. Πρέπει να ανακαλύψω όλο αυτό. Θα συνεχίσω να σε παρακολουθώ μέρα νύχτα» υποσχέθηκε με ένα τόνο που σκόπευε να φανεί απειλητικός «Θα είναι το ίδιο όπως πριν».
«Το πριν δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με αυτό που ζω τώρα».
Παρόλο που η έκφραση του συνέχιζε να ήταν σοβαρή, ένα διαφορετικό συναίσθημα έκανε την εμφάνιση στο πρόσωπο του, αλλά ήταν σύντομο που η Κατρίνα δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει.
«Καλά...» ξεστόμισε μέσα από τα δόντια του.
Και έτσι, σηκώθηκε όρθιος. Καθάρισε τα ρούχα του από τα φύλλα και άρχισε να απομακρύνεται με μεγάλα βήματα.
Μία άγνωστη και αφιλόξενη αίσθηση γέμισε το στήθος της, όμως πριν το μυαλό της αρχίσει να δουλεύει, επίσης σηκώθηκε όρθια. Έριξε τα φύλλα από το παντελόνι της και άρχισε να περπατάει.
Τα πόδια της διαμαρτύρονταν, αλλά δεν σταμάτησε. Έπρεπε να πάρει ένα ταξί ή λεωφορείο στα γρήγορα, διότι ο ουρανός είχε ήδη βαφτεί με ένα σκουρόχρωμο γαλάζιο.
Αν ο Αραέλ έλεγε αλήθεια, τότε αυτό σήμαινε ότι θα ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα...Μέχρι την ημέρα του θανάτου μου.
Με εκείνη την σκέψη στο μυαλό, συνέχισε να κάνει ένα βήμα μετά το άλλο, με το πηγούνι ψηλά και το βλέμμα ευθεία μπροστά. Ένιωσε πάλι κάτι να γεμίζει το στήθος της, αλλά δεν ήταν σίγουρη τι ήταν ακριβώς. Αρνήθηκε να δώσει σημασία σε εκείνη την αίσθηση.
Σε καμία στιγμή δεν κοίταξε πίσω της...Και, κατά κάποιο τρόπο, ήξερε ότι ούτε εκείνος το έκανε.
•
•
•
Λοιπόν, αρχικά θέλω να ενημερώσω πως εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος αυτής της ιστορίας και θα υπάρξουν άλλα δύο μέρη (τα οποία θα ανέβουν στο ίδιο βιβλίο).
Ελπίζω να σας άρεσε και να με συνοδεύσετε στα επόμενα μέρη για να μάθουμε μαζί τα μυστικά του Αραέλ αλλά και τί είναι η Κατρίνα.
Σας ευχαριστώ όλους για την υποστήριξη σας. Σας φιλώ και μοιράζω δαιμονικές αγκαλιές (δεν ξέρω αν υπάρχει αυτό χαχα) xxx
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro