Κεφάλαιο 27(Μέρος 1)
Τελευταίο κεφάλαιο, πρώτο μέρος...
***
Η Κατρίνα παρέμεινε σιωπηλή, με τηλέφωνο κολλημένο στο αυτί της, καθώς η γιαγιά της μελετούσε τα λόγια της.
«Είναι λίγο παράξενο να με ρωτάς κάτι τέτοιο τώρα» Ακούστηκε κάπως περίεργη από το ακουστικό. Η κοπέλα βλεφάρισε.
Της είχε τηλεφωνήσει διότι το πρωί ξύπνησε με ένα κόμπο στο στομάχι, με εκείνη την αμφιβολία να σφυροκοπάει το κεφάλι της. Η αλήθεια από πάντα την ενδιέφερε να μάθει για εκείνον, όμως ο πατέρας την μεγάλωσε με την ιδέα πως στην μητέρα της δεν άρεσε να ακούει καμία συζήτηση για εκείνο τον άντρα. Ήταν αρκετά αυστηρός με αυτό το θέμα και αν επέμενες σχετικά με αυτό, θα ήταν από τις λίγες φορές που θα τον έβλεπες πραγματικά θυμωμένο.
«Απλή π-περιέργεια» είπε ψέματα «Συγγνώμη αν σε ενοχλώ».
«Ω, εγγονή μου, δεν βλέπω εκείνο τον άντρα εδώ κι σαράντα χρόνια. Δεν με ενοχλεί να μιλάω για εκείνον, όχι πια» Η γλυκύτητα και η υπομονή με την οποία απάντησε, κατάφερε να την ηρεμήσει και να μικρύνει την ενοχή λόγω του ότι ήθελε να μάθει σχετικά με αυτό.
Η Σάρα Σμιθ ήταν η γυναίκα που, μετά την εγκατάλειψη του αγοριού της ένα πρωινό δίχως καμία εξήγηση, κατάφερε να τα βγάλει πέρα με τα δύο παιδιά της, τον πατέρα της Κατρίνας και την θεία Χόλη. Ένας επιτυχημένος δικηγόρος και μία πτυχιούχος οικονομικών που έπεισε τον Αλέξανδρο-τον αδερφό της-να σπουδάσει το ίδιο με εκείνη. Μία δυναμική γυναίκα, ικανή για όλα για την οικογένεια της.
Η Κατρίνα σούφρωσε τα φρύδια.
«Τότε...τα μάτια μου δεν είναι όπως τα δικά του;» ρώτησε πάλι, μονάχα για να επιβεβαιώσει πως είχε ακούσει καλά.
«Όχι, καρδούλα μου. Ο παππούς σου είχε κανονικό χρώμα ματιών» Έκανε μία παύση, αλλά συνέχισε πριν η εγγονή να έλεγε κάτι για να γεμίσει την σιωπή «Έχεις υπέροχα μάτια, πάντα στο έλεγα. Δεν είναι σαν εκείνου, το ξέρω, είμαι σίγουρη. Τώρα δεν έχω ιδέα αν υπάρχει κάποιος από την οικογένεια του που να έχει μαύρα μάτια. Δεν τους γνώρισα, και ούτε εκείνος... Νομίζω πως ήταν ένα από τα πράγματα που με έλκυαν, το γεγονός ότι φαινόταν τόσο μοναχικός» Αναστέναξε και άφησε ένα γελάκι «Ξέρεις, όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Πάντα πίστεψα ότι ίσως αυτό τον τρόμαξε. Τι περίμενε; Ήθελα να φτιάξω οικογένεια με κάποιον που δεν είχε ιδέα την σημασία της».
Ένιωσε άβολα, λίγο μπερδεμένη και συγκλονισμένη διότι δεν περίμενε τέτοια ομολογία. Η γιαγιά της δεν ανοιγόταν τόσο εύκολα σχετικά με εκείνον τον άντρα και όμως τώρα το είχε κάνει.
Θα μπορούσε κάποιος από την οικογένεια του παππού να έχει τα ίδια μάτια. Πώς θα ψάξω αφού κανείς, εδώ κι σαράντα χρόνια, δεν γνωρίζει σε ποιο μέρος βρίσκεται;
«Πάντα σε θεωρούσα μία γυναίκα πολύ θαρραλέα» αποκάλυψε με ένα ψίθυρο «Είμαι πολύ περήφανη που είμαι εγγονή σου».
«Ω, γλυκιά μου!» φώναξε γελώντας.
Η γιαγιά άρχισε να την ρωτάει χαρούμενα σχετικά με την ζωή της, και τι είχε αλλάξει από την τελευταία φορά που συναντήθηκαν, τα προηγούμενα Χριστούγεννα. Θα μπορούσε να μιλάει για ώρες σχετικά με αυτά που πέρασε τον τελευταίο καιρό. Θα μπορούσε να της πει ότι δύσκολα κοιμόταν, πως είχε φρικτούς εφιάλτες. Πως ανακάλυψε ότι ο Παράδεισος και η κόλαση υπήρχαν, όπως κι τα πλάσματα που ανήκαν σε αυτά τα δύο μέρη. Πως είχε μάθει ότι οι ψυχές των ανθρώπων που έκπεμπαν μυρωδιά ήταν ορατές στα μάτια εκείνων των πλασμάτων και πως η δική της, συγκεκριμένα, έλκυε τους δαίμονες τόσο που τρεις από αυτούς επιθυμούσαν να την αρπάξουν.
Και πως ένας τα είχε καταφέρει.
Όμως δεν το έκανε, όσο κι να ήθελε, δεν μίλησε. Το μόνο που είπε στην γιαγιά της ήταν ότι τσακώθηκε με την Έλενα και φυσικά απέφυγε να της πει τον λόγο.
Έστειλε χαιρετίσματα στον τωρινό σύζυγο της γιαγιάς της, κάποιος που για την Κατρίνα ήταν σαν βιολογικός παππούς αν και δεν είχαν το ίδιο αίμα.
Όταν πια η γραμμή έκλεισε, πήρε μια βαθιά ανάσα και γυρνώντας, συνέχισε την άσκοπη διαδρομή της.
Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός πως ακόμη βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και κατευθύνθηκε προς τα δυτικά για να διαπεράσει μία από τις τόσες πράσινες από γρασίδι περιοχές. Περπάτησε επάνω, παρατηρώντας τα άτομα που απολάμβαναν τον φρέσκο αέρα. Εδώ και ώρα ο ήλιος είχε κρυφτεί στον ορίζοντα, για αυτό ο ουρανός ήτανε ποτισμένος με το μαγεμένο μείγμα μπλε, μωβ και πορτοκαλί χρωμάτων της χαραυγής.
Κοίταξε όλη την επέκταση της περιοχής μέχρι που συναντήθηκε με ένα φαράγγι, πολύ κοντά στην μεγάλη όχθη του ποταμού. Ένα μεγάλο δέντρο με παχύ κορμό και φύλλα τα οποία είχαν τον ίδιο πορτοκαλί τόνο της ατμόσφαιρας που διακοσμούσε το τοπίο. Η ολοκληρωμένη σκηνή την έκανε να νιώσει ελαφρώς πιο ήρεμη, κάτι που επειγόντως χρειαζόταν. Τα πόδια την πονούσαν μετά από μία κουραστική μέρα δουλειάς και μία μεγάλη βόλτα, έτσι τοποθέτησε την πλάτη στο δέντρο και γλίστρησε το κορμί στο χώμα, χωρίς να την ενδιαφέρει αν τα ρούχα της κατέληγαν βρώμικα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κλείνοντας τα μάτια, γεμίζοντας τους πνεύμονες της με άρωμα χόρτου. Τριγύρω της, ο θόρυβος των ανθρώπων ήταν πιο μειωμένος, υπέθεσε ότι ήταν διότι δεν πλησίαζαν πολλοί τόσο κοντά στην άκρη του ποταμού.
Στο μυαλό της, κάθε ήχος φαινόταν να κοπάζει σιγά σιγά, επιτρέποντας της να ακούει μονάχα τους χτύπους της καρδιά της...οι οποίοι, για κάποιο άγνωστο λόγο, άρχισαν να επιταχύνουν τον ρυθμό τους. Φορώντας ακόμη το πουλόβερ της, μπόρεσε να νιώσει ένα ρίγος να διαπερνά την ραχοκοκαλιά της.
Άνοιξε τα μάτια.
Εκείνη η αίσθηση κρύου αέρα, που στην πραγματικότητα δεν ήταν άλλο από αγνή ενέργεια, την τύλιξε σαν ένα αόρατο σύννεφο. Εισέπνευσε βαθιά, διαισθανόταν ένα μείγμα συναισθήματος άλλου ατόμου που δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει, επειδή, για κάποιο περίεργο λόγο δεν χρειάστηκε τίποτα άλλο για να μάθει πως ο Αραέλ βρισκόταν αρκετά κοντά.
Εκείνη την στιγμή, άκουσε τα βήματά του.
Η Κατρίνα πίεσε τα χείλη και παρέμεινε σιωπηλή, με τα μάτια καρφωμένα στην γέφυρα λίγο πιο μακριά. Τότε, μπόρεσε να τον δει με πλάγιο βλέμμα. Χαμήλωσε το κεφάλι, και κόλλησε τα γόνατα στο στήθος.
Όμως ήταν αναπόφευκτο να μην κοιτάξει, γιατί σταμάτησε ακριβώς μπροστά της.
Πίστεψε ότι θα έμενε εκεί, όρθιος. Μέχρι τώρα ακόμη δεν μπορούσε να έχει μία σταθερή προσωπικότητα από εκείνον, διότι ο Αραέλ ήταν αρκετά άστατος, η κοπέλα ποτέ δεν έλεγε κάτι δίχως να φοβάται την αντίδραση του, γιατί από την μια στιγμή στην άλλη η διάθεση του άλλαζε πλήρως. Έδινε την εντύπωση πως του άρεσε να νιώθει ανώτερος.
Ωστόσο, δεν το έκανε. Τον είδε να γέρνει πολύ, μέχρι που τελικά έμεινε καθισμένος στο χώμα, μπροστά της. Στο ύψος της Κατρίνας.
Κατάπιε με δυσκολία, χωρίς να καταφέρει να αποφύγει την έκπληξη που της προκάλεσε η κίνησή του, όμως συνέχισε με το βλέμμα κολλημένο στο έδαφος, αναγκάζοντας τον εαυτό της να μην κοιτάξει το πρόσωπό και την κορμοστασιά του.
«Λυπάμαι».
Εκείνη την στιγμή, η προσπάθεια της χάθηκε στην άβυσσο.
~°~
Σπόιλερ κεφαλαίου 27(μέρος 2): «Αν ο Αραέλ έλεγε αλήθεια, τότε αυτό σήμαινε ότι θα ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα...Μέχρι την ημέρα του θανάτου μου».
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro