Κεφάλαιο 26
Μην ανακατευτείς. Φύγε μακριά τώρα που μπορείς!
Θα μπορούσε να φύγει και να αφήσει τον Αραέλ να λύσει μόνος το πρόβλημα. Όμως, του είχε δώσει την ψυχή της με αντάλλαγμα αυτό, το δίκαιο ήταν εκείνος να αναλάμβανε τον Φόραξ.
Κατέβηκε στο ισόγειο μέσω του ανελκυστήρα αφού είχε κλείσει την πόρτα του διαμερίσματος του Μαξ. Όταν θα τελείωνε όλο αυτό, θα μιλούσε μαζί του. Αν σε θυμάται.
Τότε άκουσε μερικά μουγκρητά και λέξεις γεμάτες οργή που την έκαναν να σταματήσει λίγο πιο πίσω από την κεντρική πόρτα του κτηρίου. Να βγω ή όχι; Αυτό ήταν το ερώτημα. Τι ήταν σωστό και τι λάθος;
Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Η σύγχυση, ο φόβος και η αμφιβολία την αγκάλιασαν. Να φύγει και να αφήσει τον Αραέλ, από την στιγμή που τον είχε καλέσει μόνο για να αντιμετωπίσει τον δαίμονα, της φάνηκε μία κίνηση δειλίας.
Ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε και η Κατρίνα γούρλωσε τα μάτια. Ακολούθως ακούστηκε κάτι σαν ένα ισχυρό ρεύμα ανέμου. Και μετά απόλυτη ησυχία. Ένιωσε κάτι περίεργο μέσα της, την ίδια στιγμή που η ανάσα της είχε αρχίσει να γίνεται ακανόνιστη.
Αραέλ.
Ίσως να ήταν από τον φόβο ξέροντας πως, αν εξολόθρευαν τον Αραέλ, μετά η επόμενη θα ήταν εκείνη, αλλά η αλήθεια δεν ήταν σίγουρη. Δεν ήξερε ακριβώς τι της συνέβη, όμως ούτε την ενδιέφερε να το ανακαλύψει.
Βγήκε στον δρόμο αλλά κανείς από τους δύο δαίμονες δεν ήταν εκεί. Μήπως είχαν επιστρέψει στο μέρος από όπου προέρχονταν; Και αν δεν ήταν έτσι ακριβώς; Εάν ο Φόραξ νίκησε τον Αραέλ;
Και τότε, από το πουθενά, από τον όροφο όπου βρισκόταν τον διαμέρισμα της Κατρίνας, μία καρέκλα διαπέρασε το παράθυρο θρυμματίζοντας το κι αυτό σε μικροσκοπικά κομμάτια. Δίχως δεύτερη σκέψη, ξέροντας πως η κίνηση της ήταν λάθος, έτρεξε προς τα επάνω πάλι. Έφτασε εκεί που με σιγουριά μπορούσε να πει ότι θα βρίσκονταν οι δύο δαίμονες και παρατήρησε την πόρτα του διαμερίσματος της ανοιχτή.
Έκανε μερικά βήματα μπροστά μέχρι που βρέθηκε να στέκεται μπροστά τους, λίγα μέτρα μακριά τους. Τους είδε να στέκονται χωριστά, κρατώντας μία απόσταση μεταξύ τους, σα να είχαν αποφασίσει να κάνουν μία παύση από τον τσακωμό τους, με ανάσες ακανόνιστες και κορμιά σε υπερένταση.
Το πρώτο πράγμα που της τράβηξε την προσοχή ήταν οι κόρες των ματιών τους. Ήταν το ίδιο κόκκινα όπως εκείνη την μέρα που εξόργισε τον Αραέλ στο ίδιο μέρος. Το βλέμμα της ταξίδευε στο κορμί του, δεν φορούσε μπλούζα. Μετά, εξέτασε επίσης τον Φόραξ, όπως και ο δαίμονας απέναντι του ήταν ημίγυμνος και με ένα ζευγάρι μεγάλα φτερά απλωμένα, που κατά κάποιο τρόπο ήταν τα ίδια με αυτά του Αραέλ. Αλλά, ταυτοχρόνως, εντελώς διαφορετικά.
Τα φτερά του, αν και ήταν επίσης μαύρα, δεν ήταν σαν αυτά του Αραέλ. Τα δικά του ήτανε λεπτά και μεμβρανώδης, παρόμοια με αυτά των νυχτερίδων.
Όταν εισήλθε στο εσωτερικό και περπάτησε πλαγίως του σαλονιού, κατάπιε με δυσκολία. Το πρόσωπο του δαίμονα ήτανε...αναστέναξε. Υπήρχε μία πληγή στο κούτελο, ένας μώλωπας στο στα ζυγωματικά του και από ότι φαινόταν μαύρο αίμα στα χείλη του, όπως κι μερικές άλλες πληγές στο στέρνο. Και οι δύο ανάσαιναν με δυσκολία και πρόσεξε επίσης πως ο Φόραξ είχε παρόμοιες πληγές, όμως οι δικές του δεν την ανησύχησαν, αλλά της προκάλεσαν ευχαρίστηση.
Βόγκηξε και, εκείνη την στιγμή, η προσοχή τους στράφηκε προς το μέρος της, σα να μην είχαν καταλάβει την παρουσία της πριν. Η οργισμένη έκφραση του ενός δαίμονα φωτίστηκε με ένα μοχθηρό χαμόγελο, και αυτή του Αραέλ γέμισε με τρόμο.
«Κοίταξε ποια ήρθε να δει τον τσακωμό!» φώναξε εκείνος «Αν και έχασε ήδη αρκετά, Κατρίνα. Άργησες πολύ».
«Φύγε...» ψέλλισε ο Αραέλ απευθυνόμενος στο κορίτσι, με ένα τόνο τόσο βραχνό και άγριο που της φάνηκε άγνωστο «Φύγε από εδώ!»
Ξαφνικά, ένιωσε μικρή και απροστάτευτη.
«Έλα τώρα! Άσε το κορίτσι να δει πώς σε καταστρέφω» είπε ο Φόραξ γελώντας «Τουλάχιστον, θα έχει ένα καλό θέαμα πριν να καταβροχθίσω την νόστιμη ψυχή της».
«Φύγε, Κατρίνα...» προειδοποίησε ο άλλος, καθώς δολοφονούσε τον δαίμονα με το βλέμμα του.
Αυτές οι λέξεις την έκαναν να καταλάβει πως ήταν μέγα λάθος να επιστρέψει στο διαμέρισμα. Ήθελε να φύγει, έπρεπε να φύγει. Όμως, απλά, δεν μπορούσε. Κάτι την κρατούσε φυλακισμένη σε εκείνο το μέρος, και δεν κατάφερνε να καταλάβει τι ήτανε.
«Είναι μονάχα μία ελεεινή θνητή!» ξεφώνισε βαδίζοντας με γοργά και μεγάλα βήματα προς το μέρος του «Ποτέ δεν σε ενδιέφεραν οι θνητοί! Γιατί δεν με αφήνεις να την σκοτώσω; Επειδή είναι ξεχωριστή;» είπε φτύνοντας την τελευταία λέξη, σαν να κορόιδευε.
«Δεν είναι θέμα δικό σου» απάντησε ο Αραέλ, κλείνοντας τα χέρια σε γροθιές.
«'Έχασα την ψυχή του Μαξιμιλιανού! Δεν θα μπορέσω ξανά να την κατακτήσω! Και όλα αυτά συνέβησαν γιατί αυτή η σκύλα σου ζήτησε να την σώσεις!»
«Αυτό ζήτησε» ψιθύρισε «Έπρεπε να εκπληρώσω την επιθυμία της».
«Μπλέχτηκες στην δουλειά μου! Και ούτε καν θα την σκοτώσεις, αν λογάριαζες να το κάνεις, ήδη θα το είχες κάνει!»
«Θα το κάνω όταν πρέπει...» Ένα ρίγος φόβου διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της όταν άκουσε την υπόσχεση του.
«Βάζεις σε κίνδυνο την θέση σου για αυτή την απλή θνητή» μίλησε κοφτά, δείχνοντας τον με μία απότομη κίνηση κεφαλιού «Ας δούμε τι θα πουν οι άλλοι σχετικά με αυτό».
«Πιστεύεις ότι με ενδιαφέρει;» μούγκρισε «Ποσώς με ενδιαφέρει τι θα πουν».
Ξαφνικά, οι εκφράσεις του Φόραξ άλλαξαν, σαν κάτι να κατάλαβε. Ένα περίεργο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του.
«Πώς δεν το είχα καταλάβει πριν; Τώρα ξέρω για ποιο λόγο θέλεις να την κρατήσεις ζωντανή» Πλησίασε αργά μέχρι που έμεινε ακριβώς μπροστά του «Επειδή είναι ένα φρικιό, σαν κι εσένα».
Βάζει σε κίνδυνο την θέση του; Η Κατρίνα έσμιξε τα φρύδια της μπερδεμένη. Φρικιό;
Η τελευταία λέξη εξόργισε τον δαίμονα, ο οποίος δεν άργησε να του ορμήσει. Ο πανικός την κατέκλυσε όταν ο τσακωμός άρχισε ξανά, αυτή την φορά μπροστά στα μάτια της. Τα χτυπήματα που έδιναν μεταξύ τους ήταν βάναυσα και ακριβής, χωρίς την παραμικρή υπόδειξη αμφιβολίας. Ήταν σα να έψαχναν οποιοδήποτε αδύναμο σημείο του άλλου για να προκαλέσουν μία σοβαρή ζημιά.
Ήταν σαν στα αλήθεια να έψαχναν τρόπο για να πεθάνουν.
Το κορίτσι κρύφτηκε πίσω από ένα έπιπλο, εμβρόντητη και φοβισμένη. Το μόνο που ήταν ικανή να κάνει, ήταν να δει πώς ο Αραέλ χτυπούσε ανελέητα τον άλλο δαίμονα. Πολλά από αυτά τα έδινε εκείνος, άλλα τα απέφευγε, όμως ενίοτε μερικά χτυπήματα κατάφερναν να τον βρουν και ήταν εκείνη την στιγμή που ο Φόραξ εκμεταλλευόταν την ευκαιρία για να του δώσει όσα γροθιές μπορούσε.
Χαμήλωσε το βλέμμα στο δάπεδο, νιώθοντας ανίκανη να αντέξει στο θέαμα, όμως το σήκωνε πάλι μονάχα για να ελέγξει σε ποιο σημείο βρίσκονταν του τσακωμού. Τρόμαξε όταν είδε τον Αραέλ να φτύνει αίμα από το στόμα και να καθαρίζει εκείνο το σημείο με την ανάστροφη του χεριού, πριν ο Φόραξ μουρμούριζε κάτι που, λόγω της απόστασης που κρατούσε η κοπέλα, δεν άκουσε. Ο δαίμονας με τα κόκκινα μαλλιά μούγκρισε και όρμησε πάλι επάνω του, που εκείνη την στιγμή φαινόταν ήδη ότι είχε χάσει αρκετή δύναμη. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν, με τον Αραέλ να επιτίθεται στον άλλον, σε τέτοιο σημείο που έδωσε την εντύπωση πως ήταν έτοιμος να τον σκοτώσει. Δεν κατάλαβε τον λόγο, αλλά αυτό έκανε την Σμιθ να νιώσει τρόμο.
Δεν ήθελε να δει κάτι τέτοιο. Δεν πίστευε ότι εκείνος θα μπορούσε να τον σκοτώσει, όχι μπροστά της.
Μία γροθιά την οποία ο Φόραξ κατάφερε να αποφύγει, του έδωσε τον χρόνο να γλιστρήσει στο δάπεδο με σκοπό να απομακρυνθεί. Τότε, σα να ήθελε να ξεφύγει, άνοιξε τα φτερά του, όμως ο Αραέλ τον πρόλαβε αρπάζοντας τον με το ένα χέρι και τον κλώτσησε τόσο δυνατά που τον έσπρωξε μακριά. Η φιγούρα του χτύπησε επάνω σε ένα τοίχο, η οποία έκανε μία σχισμή στην μέση. Εμβρόντητος, έκανε κίνηση για να προσπαθήσει να σηκωθεί όρθιος. Όλο το κορμί του έτρεμε από κούραση, τα μαύρα του μαλλιά κολλούσαν στο κούτελο και στον αυχένα του, βρεγμένα από αίμα κι ιδρώτα.
Τα κίτρινα μάτια του δαίμονα για μια στιγμή κοίταξαν την Κατρίνα. Ο Αραέλ άρχισε να τον πλησιάζει, και, παρόλο που φαινόταν κουρασμένος και πληγωμένος, συνέχιζε να εκπέμπει εκείνο τον αέρα υπεροψίας, σα να ήτανε πεπεισμένος πως θα νικούσε. Ο άλλος δαίμονας, καταβάλλοντας μία τελευταία προσπάθεια, σηκώθηκε, κάνοντας μία γκριμάτσα πόνου.
Και τότε, σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, βρέθηκε μπροστά της.
Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Στο επόμενο λεπτό, τον είδε να τυλίγει το σώμα της με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο άρπαξε το κεφάλι της. Την έβγαλε από την κρυψώνα, σέρνοντας την, αναγκάζοντας την να τον ακολουθήσει. Ο φόβος, ο οποίος την κατέκλυσε ήταν τόσο ισχυρός εκείνη την στιγμή, που ένιωσε όλο της το αίμα να παγώνει.
Παραπονέθηκε για το δυνατό κράτημα του και επίσης επειδή η επαφή του έκαιγε, ίσως από τον τσακωμό. Πρόσεξε ένα βλέμμα γεμάτο οργή στα μάτια του Αραέλ, αλλά χωρίς να γνωρίζει για ποιον από τους δυο προοριζόταν.
«Άφησέ με αλλιώς θα την σκοτώσω!»
Ανατρίχιασε.
«Φ-φόραξ...» ψιθύρισε εκείνη.
«Σκάσε, σκύλα!» είπε οργισμένος κοντά στο αυτί της.
«Άφησε την, Φόραξ» Άκουσε τον Αραέλ να του λέει με πιο ήρεμο τόνο, αλλά συνεχίζοντας να ακούγεται απειλητικός.
Ο δαίμονας, ο οποίος την κρατούσε τράβηξε τα μαλλιά της και η Κατρίνα μούγκρισε από πόνο. Εκείνος έγειρε για να χώσει την μύτη στον λαιμό της με σκοπό να μυρίσει το άρωμά της.
«'Άφησε με να φύγω» επανέλαβε. Ένα από τα χέρια του άγγιξε το πρόσωπό της και ακολούθως έμπηξε τα νύχια στο δέρμα των μάγουλων της, «αλλιώς θα την σκοτώσω εδώ κι τώρα. Θα μετρήσω μέχρι το τρία...»
Το κορίτσι ένιωσε την πίεση στο δέρμα της και αμέσως ο πόνος ήρθε για να την συνοδεύσει. Ο απότομος, σχεδόν βίαιος τρόπος που τα χέρια του την κρατούσαν, της έδειχναν πως όλο αυτό δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι. Ο δαίμονας πραγματικά θα την σκότωνε αν ο Αραέλ δεν δεχόταν να τον αφήσει να ξεφύγει.
«Δύο...»
Έκλεισε τα μάτια σφικτά. Ο φόβος και η απελπισία έσμιξαν και έφτιαξαν μία καινούργια φρικτή αίσθηση μέσα της, κάτι που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί. Κάτι που την έκανε να νιώσει τόσο απροστάτευτη, σε σημείο που τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα. Αυτό ήταν το τέλος. Ως εδώ ήταν. Εκείνος δεν θα άκουγε τον Φόραξ, τότε θα έφτανε μέχρι το τρία και όλα θα τελείωναν.
Ήξερε πολύ καλά πως ο Αραέλ δεν ένιωθε καμία συμπάθεια για εκείνη, και αμφέβαλε αν θα άφηνε τον δαίμονα μπροστά του για να την σώσει. Δεν θα του επέτρεπε να ξεφύγει, διότι δεν τον ένοιαζε η ζωή της Κατρίνα ούτε στο ελάχιστο.
«Σύμφωνοι, όμως ελευθέρωσε την».
Άνοιξε απότομα τα βλέφαρα.
Τα δάκρυα που ακόμη δεν είχε αφήσει, δεν την άφησαν να δει την έκφραση του. Η απάντησή του την ξάφνιασε τόσο, που νόμιζε ότι το φαντάστηκε.
Ωστόσο, ο Φόραξ ακόμη δεν είχε κάνει κάποια κίνηση. Και η κοπέλα συνέχιζε να είναι ζωντανή.
Όταν επιτέλους μπόρεσε να δει το πρόσωπό του, το μόνο που διέκρινε ήταν πως εκείνος έβλεπε τον Φόραξ με ένα βλέμμα γεμάτο οργή.
Από το στόμα του δαίμονα με τα κόκκινα μαλλιά βγήκε ένα γελάκι.
«Έγινε» είπε ικανοποιημένος «Οπισθοχώρησε όσο το δυνατόν μπορείς και τοποθέτησε τα χέρια στο δάπεδο, αλλιώς δεν την αφήνω ελεύθερη».
Πίεσε τα δόντια και έκανε ότι του ζήτησε, φτάνοντας μέχρι τον πιο μακρινό τοίχο, με το ένα γόνατο λυγισμένο και τις παλάμες των χεριών του στο δάπεδο.
Ο Φόραξ γύρισε το κεφάλι της κοπέλας προς το μέρος του, αναγκάζοντας την να τον κοιτάξει: «Θα τα ξαναπούμε» υποσχέθηκε, τόσο κοντά της που η ζεστή του ανάσα χτύπησε στο πρόσωπό της.
Αμέσως μετά, την έσπρωξε. Το σώμα της συγκρούστηκε με το πάτωμα.
Κοίταξε πίσω της, όμως εκείνος είχε ήδη φύγει. Αναστέναξε ανακουφισμένη.
Όμως ο φόβος δεν τελείωσε.
Εκείνη την στιγμή, άκουσε μερικά βαριά βήματα.
Σήκωσε το βλέμμα και είδε τον Αραέλ να δίνει μία γροθιά στον τοίχο. Την κοίταξε. Τότε, άρχισε να την πλησιάζει. Ο τρόμος την έκανε να σηκωθεί όρθια, παίρνοντας μία αμυντική θέση, αλλά επίσης την άφησε ακίνητη.
Ο δαίμονας με τα γκριζωπά μάτια στάθηκε ακριβώς μπροστά της, την άρπαξε από τον γιακά της μπλούζας και την σήκωσε στον αέρα.
«Έχεις ιδέα τι έκανες;» ρώτησε με ένα ψίθυρο που σε τρόμαζε.
«Ν-νόμιζα...»
«Τι;!»
Κατάπιε με δυσκολία «Δ-δεν ξέρω...»
«Σου είπα να φύγεις!» ούρλιαξε. Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν και ένιωσε ένα κόμπο στον λαιμό «Γιατί δεν το έκανες;!»
«Σε είδα πληγωμένο!» φώναξε από απελπισία «Π-πίστεψα ότι...!»
Εκείνος ξεφύσησε, δίχως να την αφήσει να απαντήσει, και την άφησε στο πάτωμα απότομα.
Η Κατρίνα κρατήθηκε από ένα από τα έπιπλα που βρισκόταν δίπλα της. Του έριξε μια ματιά. Φαινόταν πολύ αναστατωμένος, κοίταζε τριγύρω με τα χέρια σε γροθιές, σα να έψαχνε κάτι να χτυπήσει. Μέχρι κι τα φτερά του ήταν εντελώς κολλημένα στην πλάτη του, σα να ήταν επίσης σε υπερένταση.
«Ο καταραμένος έφυγε!» μούγκρισε.
«Σ-στα αλήθεια θα τον σκότωνες;»
«Φυσικά και θα τον σκότωνα! Εκείνος ο άθλιος θα βάλει σε κίνδυνο την θέση μου!»
Τι θέση; Για ποιο πράγμα μιλούσε;
«Ε-εγώ...» χαμήλωσε το κεφάλι για να ξεφύγει από το οργισμένο του βλέμμα.
«Πίστεψες πως θα μπορούσα να τον βγάλω από το σώμα του Μαξιμιλιανού και μετά θα έφευγε τόσο απλά;» Κούνησε το κεφάλι αρνητικά «Τώρα εκείνος ο τύπος γνωρίζει για εσένα και αυτό που κάνεις, δεν θα σε αφήσει ήσυχη. Παρακάλα να μην μιλήσει στους υπόλοιπους για εσένα! Φαντάσου χιλιάδες τύπους σαν κι εκείνον να σε ψάχνουν μόνο για να σε σκοτώσουν και να μείνουν με την ψυχή σου!»
«Η-ηρέμησε» Προσπάθησε να ακουστεί αυταρχική, όμως η φωνή της ήταν μόνο ένας ψίθυρος «Ο καβγάς ήταν με τον Φόραξ, όχι μαζί μου».
«Όχι μαζί σου; Δεν έχεις ιδέα τι έχεις μόλις προκαλέσει! Εκεί δεν μπορούν να μάθουν για αυτό!» Αυτό που είπε την αποσυντόνισε και ήταν έτοιμη να ρωτήσει τι εννοούσε. Ωστόσο, εκείνος άφησε ένα πικρό γέλιο «Ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Ο γείτονας σου ούτε που θα σε θυμάται. Ο τύπος θα ξεχάσει τόσο γρήγορα πως έσωσες την ζωή του, όπως δεν γνώριζε την ύπαρξη σου πριν από αυτό».
Τα λόγια του την πόνεσαν.
«Δεν με νοιάζει» ψιθύρισε.
«Δεν σε νοιάζει;» σούφρωσε τα φρύδια «Τόσο άθλια είναι η ζωή σου που δεν σε νοιάζει να δώσεις την ψυχή σου για να σώσεις ένα άγνωστο;»
«Και αυτό τι σχέση έχει;»
«Ήρθα μέσα στο διαμέρισμα για να μην βρισκόταν κοντά σου ο Φόραξ και εσύ με ακολούθησες! Τι στο διάολο σκέφτεσαι; Θέλεις να πεθάνεις, αυτό είναι;»
«Όχι».
«Και τότε γιατί ήρθες;»
«Δεν ξέρω!» φώναξε όταν απελπίστηκε «Και τι στο διάολο σε ενδιαφέρει αν πεθάνω εδώ κι τώρα! Εσύ φταις για όλα!»
«Δεν σου είπα εγώ να έρθεις! Εσύ το αποφάσισες!»
«Ήξερες ότι θα δεχόμουν την ηλίθια συμφωνία σου» Τα μάτια της έκαιγαν λόγω του ότι κατέβαλε προσπάθεια για να τα συγκρατήσει, όμως αυτή την φορά δεν μπόρεσε «Για αυτό ήσουν τόσο σίγουρος. Ήξερες πως θα δεχόμουν, γιατί κάποια στιγμή θα σε χρειαζόμουν, για αυτό τον λόγο είτε για άλλο».
Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα. Έμεινε να κοιτάει το δάπεδο για ένα λεπτό.
«Φυσικά», μουρμούρισε με ένα ψεύτικο χαμόγελο «επειδή είσαι τόσο χαζή...» έγινε σοβαρός πάλι και άρχισε να περπατάει προς το μέρος της «Δεν θέλησες τίποτα για εσένα, ενώ μπορούσες να ζητήσεις το οτιδήποτε, και χαράμισες όλα αυτά για να προστατεύσεις ένα τύπο που μέσα του είχε ένα δαίμονα. Έχασες την ψυχή σου για να σώσεις την ζωή ενός ηλίθιου ο οποίος θα σε ξεχάσει» στάθηκε μπροστά της, πολύ κοντά, και το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να τον κοιτάξει «Πίστεψες ότι με όλα αυτά θα πήγαινες στον Παράδεισο; Η ψυχή σου έχει προοριστεί για την κόλαση από τότε που γεννήθηκες, σου το διαβεβαιώνω. Αν δεν ήμουν εγώ, Κατρίνα», είπε κουνώντας το κεφάλι αρνητικά «θα ήταν ένας άλλος. Μου έδωσες την ψυχή σου για το τίποτα...»
Το χέρι της αντέδρασε πιο γρήγορα από το μυαλό της. Δεν κατάλαβε τι έκανε, μέχρι που η παλάμη της άρχισε να καίει λόγω της σφαλιάρας που του έδωσε.
Το κορίτσι γούρλωσε τα μάτια. Δεν κατάφερε να κουνήσει το πρόσωπο του ούτε ένα εκατοστό, όμως παρόλα αυτά η έκφραση σου άλλαξε σε μία...την κοιτούσε κοκκαλωμένος. Ωστόσο, η έκπληξη του δεν άρκεσε ούτε δύο δευτερόλεπτα, διότι μετά την κοίταξε με μία τρομερή αντιπάθεια.
Το μετάνιωσε. Πριν όμως προλάβει να ζητήσει συγγνώμη από εκείνον, το χέρι του πίεσε τον λαιμό της και την έσπρωξε μέχρι που η πλάτη της συγκρούστηκε απότομα με τον τοίχο. Έπνιξε μία κραυγή πόνου.
«Τόσο πολύ θες να πεθάνεις;» είπε μέσα από τα δόντια του, με παγερό ύφος «Τότε θα εκπληρώσω την επιθυμία σου».
«Κάνε...το» ψιθύρισε με δυσκολία.
Γούρλωσε τα μάτια και αμέσως η λαβή του χαλάρωσε.
«Τι;» ρώτησε μπερδεμένος.
«Κατέστρεψες την ζωή μου...» ψιθύρισε «Όλο αυτό άρχισε όταν εσύ εμφανίστηκες» Μερικά καινούργια δάκρυα έκαναν την εμφάνισή τους, αλλά αυτή την φορά δεν την ένοιαξαν αν θα γλιστρούσαν από τα μάγουλά της «Δεν θέλω να ζήσω έτσι, περικυκλωμένη από δαίμονες, κυνηγημένη από εσάς...Ούτε που μπορώ να έχω μία ήρεμη νύχτα. Αν πρέπει να συνεχίσω να αντέχω αυτό...Αν η ζωή μου θα είναι έτσι από τώρα κι στο εξής, προτιμώ να με σκοτώσεις».
Η έκφραση του έγινε πιο σκληρή. Κάρφωσε το θολό του βλέμμα από την οργή και τότε, η Κατρίνα ήξερε τι θα έκανε εκείνος.
Ένιωσε τα δάκτυλά του να τυλίγονται περισσότερο γύρω από τον λαιμό της.
Και το κορίτσι έκλεισε τα μάτια.
Άρχισε να νιώσει την πίεση στο κεφάλι και στο στήθος, την έλλειψη του αέρα με τους πνεύμονες της να απαιτούν οξυγόνο. Σκέφτηκε την οικογένειά της, τους γονείς, τον αδερφό της...
Ο χρόνος φαινόταν να είχε σταματήσει. Τα δευτερόλεπτα έγιναν λεπτά, και ακόμη δεν ένιωθε καμία αλλαγή.
Εισέπνευσε από την μύτη και τότε συνειδητοποίησε ότι την είχε αφήσει ελεύθερη...ξανά.
Άνοιξε αργά τα βλέφαρα. Έμεινε κοκκαλωμένη.
Το μαρτύριο που είδε μέσα στα μάτια του την αποσυντόνισε. Ένας συνδυασμός από αγωνία και αβεβαιότητα.
Κατάπιε με δυσκολία και η έκφραση που είχε πριν αντικαταστάθηκε με μία-γεμάτη μαρτύριο-την οποία ποτέ δεν είδε σε εκείνον.
Δίχως να πει τίποτα, τα φτερά του άνοιξαν, μεγάλα και επιβλητικά. Τα τίναξε για να ωθήσουν προς τα επάνω. Η δύναμη της κίνησης προκάλεσε ένα ρεύμα αέρα, το οποίο έριξε την Κατρίνα στο πάτωμα.
Ο Αραέλ χάθηκε ανάμεσα από τα γκριζωπά σύννεφα που έκρυβαν τον ουρανό.
«Επιτέλους τελείωσε...» είπε στον εαυτό της, όμως ήταν ακριβώς το αντίθετο.
Αυτό μόλις έχει αρχίσει.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro