Κεφάλαιο 26
Οι παλμοί της καρδιάς της επιτάχυναν.
«Ε-εννοείς κοντά» Η φωνή της ακούστηκε τρεμάμενη. Ασταθής...Έβρισε τον εαυτό της που αντέδρασε έτσι μπροστά του.
Ένα βραχνό, παιχνιδιάρικο γελάκι ξέφυγε από τα χείλη του.
«Από πάνω, κοντά...Ή εσύ επάνω...» Πρόσεξε το χαμόγελο του στο αυτί της, και κατάλαβε ότι το έλεγε αυτό με διπλή έννοια «Η σειρά δεν έχει κι πολλή σημασία».
Η οργή περιορίστηκε στο κέντρο της ύπαρξής της σαν ένας κυκλώνας και θέλησε να του πει πως ήταν ένας μαλάκας που είπε κάτι τέτοιο. Όμως, ειλικρινά, την ενόχλησε πολύ περισσότερο η δική της αντίδραση, επειδή ήξερε ότι πριν δεν θα την ενδιέφερε. Τώρα, ωστόσο, αντιλήφθηκε πώς το στομάχι της σφίχτηκε βίαια στα λόγια του.
Την τάραζε αρκετά το γεγονός πως η πλάτη της βρισκόταν τόσο κοντά στο στέρνο του, γι' αυτό αποφάσισε να γυρίσει προς το μέρος του. Όμως, μόλις το έκανε, το μετάνιωσε. Το πρώτο πράγμα που τα μάτια της είδαν ήταν το γυμνό δέρμα του στήθους του, και δεν μπόρεσε να αποτρέψει εκείνη την εικόνα να της προκαλέσει μία ακανόνιστη κίνηση στην καρδιά της. Σήκωσε το βλέμμα, και ό,τι κι αν ήταν αυτό που ο δαίμονας πρόσεξε στο πρόσωπό της τον έκανε να εμφανίσει ένα μικρό χαμόγελο χωρίς να χωρίσει τα χείλη του.
Η Σμιθ κατάπιε με δυσκολία, ελπίζοντας εκείνος να μην ήταν ικανός να προσέξει τις αλλαγές που το σώμα της πρόδιδε.
«Σ-σε πειράζει να απομακρυνθείς;» ρώτησε με ένα τρεμάμενο τόνο «Δ-δεν σέβεσαι τον προσωπικό μου χώρο».
«Γιατί;» Πλησίασε λίγο ακόμη και η ζέστη του κορμιού του την χτύπησε λες και ο ίδιος να ήταν φτιαγμένος από φωτιά «Μήπως σου προκαλώ νευρικότητα;»
«Ούτε λίγη» είπε ψέματα χωρίς να περιμένει ούτε ένα δευτερόλεπτο για να δώσει την απάντηση, αλλά δυστυχώς δεν ακούστηκε καθόλου πειστική.
«Τότε, αν δεν σε πειράζει, θα μείνω έτσι για λίγο ακόμη».
Συνοφρυώθηκε λόγω της σύγχυσης που της προκάλεσε η συμπεριφορά του. Πριν ένα λεπτό ακουγόταν ενοχλημένος, όμως τώρα φαινόταν παιχνιδιάρης. Δυσκολευόταν πολύ να συμβαδίσει μαζί του. Ήταν αρκετά απρόβλεπτος για να μπορέσει το κορίτσι να φανταστεί τι περνούσε από το κεφάλι του.
«Θ-θυμήσου αυτό που είπαμε...» ψιθύρισε με σιγανή φωνή.
«Τι υποτίθεται προσπαθούσες όταν με κάλεσες τέτοια ώρα;» ρώτησε με ένα ψίθυρο, γέρνοντας προς το μέρος της και αγνοώντας τα λόγια της.
Οι διαφορετικές γκρι αποχρώσεις των ματιών του φάνηκαν να σκουραίνουν.
«Αραέλ, εγώ δεν...» Το βλέμμα του χαμήλωσε για ένα δευτερόλεπτο στα χείλη της και δεν μπόρεσε να συνεχίσει.
Χωρίς να μπορέσει να το αποτρέψει, ένας αναστεναγμός μετά βίας αντιληπτός ξέφυγε απ' το στόμα της.
«Τι ήθελες;» επέμεινε, κάνοντας μια απότομη κίνηση με το κεφάλι. Από μια στιγμή στην άλλη, η έκφραση του έγινε πιο αυστηρή. Ξαφνικά έδινε την εντύπωση πως είχε ανακτήσει την οργή που είχε πριν «Σου είπα από την αρχή να μην με καλείς για ανοησίες, και έρχεσαι κι το κάνεις αυτό. Δεν ανέχομαι αυτό από κανένα, Κατρίνα. Από κανένα. Εσένα είναι την μόνη που...»
«Δεν το έκανα» τον διέκοψε.
«Τι;»
«Εγώ δεν σε κάλεσα. Κοιμόμουν, ξύπνησα, ήρθα για να πιώ νερό και ξαφνικά εμφανίστηκες εσύ. Κοίτα» υπέδειξε, γλιστρώντας το μανίκι της μπλούζας προς τα πίσω, «ούτε καν φορώ το βραχιόλι».
«Δεν το χρειάζεσαι πια» Οι παλμοί της καρδιάς της επιτάχυναν απότομα όταν ένα ακόμη χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του «Έχουμε μία συμφωνία, Κατρίνα. Αρκεί να πεις το όνομά μου φωναχτά για να ακούσω εκεί και να έρθω εδώ».
«Γιατί θα το έκανα αυτό;» Κούνησε το κεφάλι «Εγώ δεν σε φώναξα».
«Σε άκουσα καθαρά, Κατρίνα» είπε μέσα απ' τα δόντια του «Είμαι περισσότερο από σίγουρος πως αισθάνθηκα ότι με κάλεσες. Μήπως πιστεύεις ότι είμαι τρελός;
«Πρέπει να απαντήσω;» ρώτησε χωρίς να το σκεφτεί. Ένα ίχνος οργής εμφανίστηκε στο βλέμμα του και εκείνη απλά ανασήκωσε τους ώμους, χάνοντας το λίγο θάρρος που είχε κερδίσει.
Τα μάτια του δαίμονα ταξίδεψαν σε όλο το μήκος του σώματος της, και τα μάτια του έμειναν καρφωμένα στο μπράτσο που του είχε δείξει, με το μανίκι διπλωμένο. Σούφρωσε τα φρύδια, αλλά με ένα τρόπο διαφορετικό, με έκπληξη. Έγειρε το κεφάλι, την ίδια στιγμή που άρπαζε το χέρι της χωρίς δισταγμό. Η θερμή επαφή του δέρματος του την έκανε να καταπιεί με δυσκολία, όμως εκείνος δεν το πρόσεξε. Άρχισε να εξετάζει το μπράτσο της και, τότε, η Κατρίνα κατάλαβε τι ήταν αυτό το οποίο του τράβηξε την προσοχή: τα λεπτά, μεγάλα σημάδια με ένα αχνό μωβ χρώμα, προκαλούμενα από τα δάκτυλα του Κάλεμπ κατά την διάρκεια της διαμάχης του με την Νάιμα.
Η έκφραση του άλλαξε πάλι, και η κοπέλα κατάλαβε πώς ο θυμός σκλήρυνε τα χαρακτηριστικά του.
«Δεν ήταν δικό του φταίξιμο» βιάστηκε να πει, όμως η φωνή της ήταν αδύναμη για να ακουστεί πειστική.
«Φυσικά και ήτανε» ξεστόμισε χωρίς να την κοιτάξει.
«Μην του κάνεις τίποτα» Ο ικετευτικός τόνος της την άφησε έκπληκτη, και μία φωνή στο μυαλό της την επίπληξε. Δεν έπρεπε να ανησυχεί για ό,τι συνέβαινε στον Κάλεμπ. Ήταν πεπεισμένη πως εκείνος ήταν αρκετά δυνατός για να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Ήταν ένα ηλίθιο ένστικτο, το ήξερε. Προσπαθώντας να τον υπερασπιστεί, τώρα είχε μία τρομερή πληγή στο δεξί της φρύδι, και που σίγουρα θα της άφηνε μία ουλή ακόμη χειρότερη. Δεν μπορούσε να συνεχίσει να κάνει το ίδιο, αλλά, για κάποιο λόγο, δεν μπορούσε ούτε να σταματήσει.
Ο Αραέλ την κοίταξε, χωρίς ακόμη να αφήσει το χέρι της.
«Αυτό δεν είναι δικό σου πρόβλημα» ξεστόμισε σκληρά.
«Μιλάω σοβαρά, Αραέλ» επέμεινε, και χάρηκε που ακούστηκε πιο αυστηρή.
«Και γιατί σε ενδιαφέρει τόσο; Ό,τι κι να συμβαίνει σε εκείνο δεν έχει να κάνει με το δικό σου θέμα» απάντησε μέσα απ' τα δόντια του «Ο Κάλεμπ είναι ο υφιστάμενος μου, μπορώ να κάνω ό,τι θέλω με εκείνον».
Τον κοίταξε με όλο τον θυμό που μπορούσε να νιώσει, σφίγγοντας τις γροθιές και το σαγόνι της.
Υφιστάμενος..., επανέλαβε στο μυαλό της. Η εικόνα του δαίμονα με τα κίτρινα μάτια, που τις περισσότερες φορές είχε ένα μελαγχολικό ύφος, της ήρθε απότομα. Ο Κάλεμπ της είχε πει πως ο Αραέλ δεν ήταν φίλος του, αυτό πάει να πει ότι απλά ακολουθούσε τις οδηγίες του-απ' ότι φαίνεται-, και της Νάιμα, η οποία ούτε εκείνη φαινόταν να νιώθει την παραμικρή εκτίμηση προς εκείνον. Ακόμη και η Άρια, την πρώτη φορά που την γνώρισε, της έδωσε την εντύπωση πως επίσης ώρες-ώρες τον αντιμετώπιζε σα να τον θεωρούσε άχρηστο. Του το έλεγε ακόμη κι συνεχώς. Απ' ότι μπορούσε να δει, ο Κάλεμπ ήταν αρκετά μόνος.
Και, με αυτή την απόφαση που είχε πάρει, η Κατρίνα κολάκευε την μοναξιά του.
«Θέλω να μιλήσω μαζί του» είπε εκείνη.
Ο Αραέλ μισόκλεισε τα μάτια και, λες κι αυτό που έκφρασε ήταν κάτι παράλογο, σούφρωσε τα φρύδια. Αμέσως, ίσιωσε το πάνω μέρος του κορμιού του και έτσι ελευθέρωσε την Σμιθ από την πίεση που ένιωθε αφού βρισκόταν τόσο κοντά της.
«Για ποιο λόγο;»
«Απλά...» μουρμούρισε και κούνησε το κεφάλι «Θέλω να δω πώς είναι. Και εκείνον δεν μπορώ να τον καλέσω, γι' αυτό, θα μπορούσες να του πεις;»
«Μήπως νομίζεις ότι είμαι ο ηλίθιος αγγελιοφόρος σου;» απάντησε με ένα τόνο σχεδόν επιθετικό.
Της γύρισε την πλάτη για να βγει από την κουζίνα και να κατευθυνθεί προς το σαλόνι. Πριν όμως το κάνει, η κοπέλα πρόσεξε πως το ύφος του ήταν κάπως άγριο. Όταν άρχισε πλέον να απομακρύνεται, κατάφερε επίσης να προσέξει τα μεγάλα και ακανόνιστα σημάδια του δέρματος του, εκείνα που τα φτερά ή τα ρούχα συνήθιζαν να κρύβουν. Το μόνο ελάττωμα του σώματος του.
«Δεν θα το κάνεις;» ρώτησε, σπεύδοντας να τον ακολουθήσει.
«Όχι».
«Γιατί όχι;»
«Επειδή δεν θέλω» Ήταν έτοιμη να απαντήσει, όμως εκείνος γύρισε για να την αντιμετωπίσει και συνέχισε: «Εκτρέπεσαι από το θέμα μας. Δεν ήρθα εδώ για να μιλήσω για τον Κάλεμπ. Πες μου γιατί στο διάολο με κάλεσες» απαίτησε, αυτή την φορά με ένα τόνο πιο επιθετικό.
Θέλησε να στροβιλίσει τα μάτια, αλλά τελευταία στιγμή συγκράτησε αυτή την επιθυμία.
«Για τελευταία φορά, εγώ δεν σε κάλεσα».
Ο Αραέλ άφησε να ξεφύγει ένα βαθύ αναστεναγμό από τα χείλη του, γεμάτο ενόχληση, πριν να πέσει στον καναπέ. Μετέφερε το ένα χέρι στο πρόσωπο για να ακουμπήσει την άκρη της μύτης του με τα δάκτυλα αντίχειρας και δείκτης.
«Χάνω την υπομονή μου, Κατρίνα...» είπε με ένα βραχνό μουρμουρητό...Σχεδόν απειλητικό.
Ομοίως, η οργή της κοπέλα άρχισε να εξαπλώνεται μέσα της. Έσφιξε τις γροθιές, προχωρώντας προς το μέρος του.
«Για όνομα του...!» μούγκρισε και ανέπνευσε βαθιά σε μια της προσπάθεια να ηρεμήσει, αλλά ο ίδιος ο θυμός την εξανάγκασε να συνεχίσει «Είναι τέσσερις το πρωί, Αραέλ. Για ποιο λόγο θα σε καλούσα τέτοια ώρα;»
«Εσύ να μου πεις» ξεστόμισε και μισόκλεισε τα μάτια.
Έφτασε στην άκρη του καναπέ όπου εκείνος βρισκόταν καθισμένος με ανοιγμένα τα πόδια σε μία χαλαρή στάση.
«Σου το έχω πει ήδη: κοιμόμουν, είχα ένα καταραμένο εφιάλτη και...» Εκείνη την στιγμή, οι εικόνες του τρομακτικού ονείρου την χτύπησαν μεμιάς. Και τότε το θυμήθηκε. Έστρεψε το βλέμμα στο έδαφος, απορροφημένη στην ανάμνηση του Φόραξ της συνείδησης της. Τρομακτικό, βίαιο, σκληρό... Κυνηγώντας την και εκείνη, μέσα στην απελπισία της, είπε το όνομα του Αραέλ στο όνειρο της. Ναι, τον κάλεσε επειδή, ενστικτωδώς, μέσα σε εκείνο το σκοτεινό, τρομακτικό ονειρικό μέρος, δεν μπορούσε να σκεφτεί τι άλλο να κάνει.
Η σύγχυση εμφανίστηκε στο πρόσωπό του, την ίδια στιγμή που η δική της άρχιζε να φλέγεται λόγω του συσσωρευμένου αίματος.
«Πάλι έχεις εφιάλτες;» ρώτησε έχοντας ακόμη εκείνο τον θυμωμένο τόνο στην φωνή του, αλλά λίγο πιο έκπληκτο.
Εκείνη έγνεψε θετικά, αν και δεν ήταν πια συγκεντρωμένη σ' αυτό. Είχε κοκαλώσει επειδή ο δαίμονας είχε δίκαιο.
«Ναι το έκανα» είπε με ένα ψίθυρο μόλις αντιληπτό «Νομίζω...πως όντως σε κάλεσα».
Το πρόσωπο του έδειξε ενόχληση μέχρι που, αργά, η αντίληψη κατάφερε να κατακτήσει πλήρως τα χαρακτηριστικά του.
«Με κάλεσες ενώ κοιμόσουν;» έκανε την ερώτηση σουφρώνοντας περισσότερο τα φρύδια.
«Έτσι...νομίζω» ψιθύρισε, και τότε άρχισε να νιώθει το πρόσωπό της να κοκκινίζει από ντροπή. Έκλεισε τα μάτια, ανίκανη να τον βλέπει. Ζήτησε, από μέσα της, η γη να άνοιγε κάτω απ' τα πόδια της και να την κατάπινε ώστε να μην έπρεπε να αντιμετωπίσει τέτοια άβολη κατάσταση «Λυπάμαι» ψέλλισε, χωρίς να ξέρει τι άλλο να πει.
Έσφιξε τις γροθιές, νιώθοντας ένα παράξενο βάρος να μεγαλώνει στο στομάχι της. Δεν άργησε πολύ να τον κοιτάξει όταν μια αμήχανη σιωπή εξαπλώθηκε η οποία την αισθάνθηκε μακροχρόνια. Ο δαίμονας ήταν συνοφρυωμένος, με μία έκφραση μπερδέματος, και είχε γείρει λίγο προς τα εμπρός, σχεδόν εγκαταλείποντας την προηγούμενη στάση χαλαρότητας.
«Με βλέπεις...στα όνειρα σου;» Η Κατρίνα μπόρεσε να διακρίνει ένα ίχνος αμηχανίας στην φωνή του, εκείνη που τις περισσότερες φορές συνήθιζε να είναι βραχνή και αυταρχική.
«Όχι!» της ξέφυγε τρομαγμένη αφού δεν ήταν αλήθεια, και επειδή ο τρόπος που το είπε εκείνος την απέλπισε «Τον Φόραξ είδα στο ό-όνειρο μου».
Πιθανόν να είχε διακόψει κάτι σημαντικό. Ή ίσως να βρισκόταν και με παρέα, και εκείνη να παρέμβηκε σ' αυτό μονάχα από λάθος. Ο Αραέλ ήταν εκεί διότι, βυθισμένη στον τρόμο του ονείρου της, πρόφερε το όνομά του. Επειδή ζήτησε την βοήθεια του.
Το πλάσμα κατέβασε το βλέμμα και έγνεψε θετικά, κάπως ενοχλημένος ακόμη. Η απάντηση της δεν φάνηκε να τον είχε ηρεμήσει ούτε λίγο.
«Έκανες κάτι στις ρούνες;» ρώτησε χωρίς να την κοιτάξει.
Τον είδε με έκπληξη, σουφρώνοντας τα φρύδια.
«Τις ποιες;»
«Τα σύμβολα που ήταν χαραγμένα στο κεφαλάρι του κρεβατιού σου» εξήγησε με ένα αδιάφορο τόνο.
Ρούνες... Η λέξη αντήχησε στο μυαλό της, και υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα έβρισκε τον όρο αργότερα. Ο Αραέλ δεν φαινόταν να βρίσκεται σε θέση για μία ανάκριση.
Η Κατρίνα κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Δεν τις άγγιξα».
Η κοπέλα προχώρησε μερικά βήματα και, προσεχτικά, κάθισε στην μία γωνία του καναπέ, όσο το δυνατόν πιο μακριά του. Το κεφάλι του γύρισε προς το μέρος της, με ένα ύφος περιέργειας χαραγμένο στο πρόσωπό του.
«Με τι συνηθίζεις να ονειρεύεσαι;» Η ερώτηση του ήταν τόσο επιθετική, που φάνηκε περισσότερο να δείχνει αδιαφορία παρά ενδιαφέρον.
Ξαφνικά, δάγκωσε το κάτω χείλος της και κάρφωσε το βλέμμα στο έδαφος, με το αίμα να αρχίζει να ανεβαίνει πάλι στο πρόσωπό της. Μονάχα στην ιδέα να του μιλήσει για τους νυχτερινούς τρόμους που την περικύκλωναν, εκείνους που μερικές φορές τις φαίνονταν τόσο τρομαχτικοί που προτιμούσε να μείνει ξύπνια παρά να προσπαθήσει να κοιμηθεί ξανά, να του πει για κάτι που της φαινόταν τόσο προσωπικό..., δεν της άρεσε και πολύ.
«Δ-δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω» δίστασε, κοιτώντας τα χέρια της που βρίσκονταν επάνω στους μηρούς της «Μμ...Συνήθως με πράγματα χωρίς νόημα και που δεν ξέρω πώς να ερμηνεύσω. Πολλές φορές εντοπίζω κάτι σαν σκιές με ανθρώπινες μορφές, χωρίς χαρακτηριστικά, από τις οποίες δεν διακρίνεις τίποτα. Και άλλες φορές, βλέπω μονάχα διαφορετικά μέρη που ποτέ δεν έχω πάει. Ν-νομίζω...» Κατάπιε με δυσκολία, κοκκινίζοντας πιο πολύ με κάθε λέξη «Είμαι σχεδόν σίγουρη πως είδα την Άρια και τον Κάλεμπ στα όνειρα μου, πριν να τους γνωρίσω» Φοβήθηκε για την αντίδραση του, έτσι πρόσθεσε γρήγορα: «Όμως αυτές τις μέρες έβλεπα τον Φόραξ περισσότερο στα όνειρά μου».
Ο Αραέλ δεν απάντησε, γι' αυτό το κορίτσι αναγκάστηκε να σηκώσει το βλέμμα προς εκείνον. Η έκφραση του είχε γίνει σοβαρή για ακόμη μια φορά, αλλά δεν φαινόταν να κατευθύνεται ειδικά στην Κατρίνα. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα σε κάποιος μέρος του εδάφους, βυθισμένος στις δικές του σκέψεις.
«Πες μου σε παρακαλώ ότι είναι κάτι φυσιολογικό» παρακάλεσε με ένα ψίθυρο.
Δεν μπορούσε πια να αντέξει και άλλα πράγματα, δεν μπορούσε να ανεχτεί το γεγονός πως υπήρχε η πιθανότητα να έχει μία καινούργια κρυμμένη ικανότητα για την οποία δεν είχε ιδέα. Εκείνος έγειρε ελαφρώς το κεφάλι προς το μέρος της και μελέτησε τα λόγια της για ακόμη ένα λεπτό.
«Είσαι σίγουρη ότι είδες την Άρια και τον Κάλεμπ στα όνειρα σου;» ρώτησε ήρεμος. Χωρίς να αναστατωθεί.
Για κάποιο λόγο, αυτό την έκανε να αμφιβάλλει ακόμη και για τον ίδιο τον εαυτό της.
«Νομίζω πως ναι».
Ο δαίμονας τοποθέτησε την ράχη πάλι επάνω στην πλάτη του καναπέ, την ίδια στιγμή που άφηνε να ξεφύγει από τα χείλη του ένας βαθύς αναστεναγμός.
«Υπάρχουν θνητοί που μπορούν να έχουν προαισθήσεις» εξήγησε σιγανά, χωρίς να σηκώσει ακόμη το βλέμμα προς το πρόσωπό της «Δεν είναι κάτι συνηθισμένο, αλλά συνηθίζεται να συμβαίνει» Το στόμα της άνοιξε ελαφρά, χωρίς να την νοιάζει αν φαινόταν τόσο έκπληκτη. Ώστε προαισθήματα; Αυτό ήταν οι εφιάλτες της δίχως νόημα. Επιτέλους, σήκωσε τα μάτια για να την δει «Πότε άρχισαν;» ρώτησε, βγάζοντας την απ' τους συλλογισμούς της.
«Περίπου όταν εσύ εμφανίστηκες» απάντησε με απόλυτη σιγουριά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro