Κεφάλαιο 24
Συγγνώμη για την καθυστέρηση. Για αυτό, ανέβασα ένα μεγάλο κεφάλαιο :)
~°~
Οι επόμενες μέρες ήταν ένα μαρτύριο.
Η Κατρίνα νόμιζε πως οι ώρες δεν περνούσαν στο νηπιαγωγείο. Η Νοέλια κατάλαβε πια ότι η Έλενα δεν της μιλούσε, την πλησίασε μόνο όταν εκείνη ήταν μόνη. Ωστόσο, όσο και να προσπάθησε, δεν κατάφερε να νιώσει εντελώς άνετη μαζί της, και να δείχνει πως την συμπαθεί ήταν το πιο δύσκολο που μπορούσε να κάνει. Μετά από τον καυγά της Δευτέρας, η Κατρίνα μα ούτε η Έλενα έκαναν μια προσπάθεια να συζητήσουν έστω και κάτι, ούτε να διορθώσουν την κατάσταση.
Αν και την πονούσε, αποφάσισε ότι το καλύτερο ήταν να μείνουν έτσι, απομακρυσμένες. Δεν είναι και λίγο το γεγονός πως κοιμόταν με τον αδερφό της στα κρυφά.
Αφετέρου, το τελευταίο και το πιο ανυπόφορο από τα βασανιστήρια της, ο Αραέλ, δεν εμφανίστηκε όλη την εβδομάδα. Ήταν αρκετά αναστατωμένη με τα προβλήματά της για να τον έχει και εκείνο πάνω από το κεφάλι της και, βαθιά μέσα της, ένιωθε ευγνώμων για αυτό.
Ήταν σα να την άφηνε να αναπνεύσει, αν και στοιχημάτιζε το οτιδήποτε πως δεν το έκανε από ευγένεια, αλλά γιατί ήταν απασχολημένος με αυτό που έκανε εκεί, σε εκείνο το άθλιο μέρος από όπου ερχόταν.
Δεν ήθελε να σκέφτεται άλλο αυτό το θέμα, μονάχα χαιρόταν που δεν τον έβλεπε.
Έφτασε στο διαμέρισμα της και όταν μπήκε μέσα, πρόσεξε πως το φως του σαλονιού ήταν αναμμένο. Το είχα σβήσει, είμαι σίγουρη.
Έτσι ξαφνικά, ένιωσε μία περίεργη αύρα και το στομάχι της δέθηκε κόμπο.
«Κατρίνα Σμίθ» η βραχνή φωνή του γνωστού γείτονα την έκανε να ταραχτεί από την θέση της και γύρισε απότομα προς το μέρος του.
«Με τρόμαξες!» το ένα της χέρι μεταφέρθηκε στο μέρος όπου χτυπούσε ανεξέλεγκτα η καρδιά της «Τι γυρεύεις εδώ, πώς μπήκες;»
«Τι είσαι;» την ρώτησε. Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια. Εκείνη την συγκεκριμένη ερώτηση της την έκαναν χιλιάδες φορές. Όπως εκείνη την μέρα στο νηπιαγωγείο, με το παιδί...
«Δ-δεν καταλαβαίνω...» τραύλισε. Ήταν ένα πλάσμα σαν τον Αραέλ; Πώς και ο δαίμονας δεν αντιλήφθηκε την παρουσία αυτού που στεκόταν μπροστά της κάθε φορά που ερχόταν έξω ή μέσα από το διαμέρισμά της;
«Καταλαβαίνεις, και πολύ καλά μάλιστα» είπε μέσα από τα δόντια του.
Κατάπιε με δυσκολία και πήρε την απόφαση να τον αντιμετωπίσει: «Ποιος είσαι;»
«Νομίζεις είμαι τόσο ηλίθιος που θα σου πω το όνομά μου;» μούγκρισε «Τι στο διάολο συμβαίνει στην ψυχή σου; Φαίνεσαι σαν μία κουφάλα δέντρου» Το αίμα εγκατέλειψε το πρόσωπό της. Είχε επίσης αρχίσει να ιδρώνει «Γιατί δεν μπορώ να διαβάσω το μυαλό σου;»
Όταν δεν απάντησε, ο δαίμονας με μία υπεράνθρωπη ταχύτητα γράπωσε το μπράτσο της για να την τραβήξει προς το μέρος του.
«'Άφησέ με» προσπάθησε να ζητήσει δείχνοντας του πως δεν την τρόμαζε η επιβλητική του φιγούρα, όμως ακούστηκε σαν ικεσία.
«Να σε αφήσω;» γέλασε κοφτά «Ποτέ, Κατρίνα. Όταν τελειώσω με αυτό το άθλιο σώμα του γείτονα σου, το οποίο μου ανήκει, θα έρθω κατευθείαν σε σένα...» είχε εισέλθει στο κορμί ενός αθώου ανθρώπου; Νόμιζα πως ήταν η φιγούρα του δαίμονα «Στην αρχή λογάριαζα να παίξω λίγο με αυτό το σώμα και μετά να τον κάνω να σαπίσει στην κόλαση. Όμως από την στιγμή που σε γνώρισα, το μόνο που θέλω είναι να καταβροχθίσω αυτή την αόρατη ψυχή σου η οποία μυρίζει τόσο...νόστιμη.
Με ένα απότομο τράβηγμα του χεριού της, απομακρύνθηκε από εκείνον.
Κοίταξε το βάζο δίπλα της, που βρισκόταν διακοσμημένο επάνω στο έπιπλο.
Κατάφερε μόλις να το αγγίξει με τα δάκτυλά της, όταν εκείνος όρμησε κατά πάνω της ρίχνοντας την κάτω στο πάτωμα με τον ίδιο να βρίσκεται επάνω της. Μία κραυγή πόνου βγήκε από τα χείλη της την στιγμή που η πλάτη της συγκρούστηκε με το χαλί. Οι παλάμες των χεριών του βρέθηκαν δίπλα στο κεφάλι της και εκείνη προσπάθησε να απομακρυνθεί. Μάταια. Ήταν πολύ πιο δυνατός από την Κατρίνα.
Τότε, ένιωσε τα δόντια του να καρφώνονται δίχως έλεος επάνω στο πήχη χεριού.
Άφησε μία κραυγή από τον ανυπόφορο πόνο και προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τα πόδια για να του δώσει οποιοδήποτε χτύπημα που θα τον έκανε να απομακρυνθεί.
«Μείνε ακίνητη, βρώμικη σκύλα!» ξεφώνισε ενοχλημένος «Θα καταβροχθίσω εδώ και τώρα αυτή την υπέροχη ψυχή σου!»
Με αρκετή δυσκολία κατάφερε με το ένα χέρι να αρπάξει τον σταυρό που ευτυχώς κουβαλούσε στην τσέπη της και το τοποθέτησε αμέσως στο πρόσωπο του.
Σηκώθηκε απότομα κρατώντας το πρόσωπο του και ουρλιάζοντας από πόνο. Έτρεξε προς το παράθυρο του σαλονιού και πετάχτηκε από τον όροφο του κτηρίου. Λίγα δευτερόλεπτα άρκεσαν για να τον δει να απομακρύνεται πετώντας, με τα μεγάλα μαύρα του φτερά να κουνιούνται με δύναμη.
Η κοπέλα στάθηκε στα πόδια της και έριξε μια ματιά στο μπράτσο της. Την πονούσε που να πάρει!
Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν να σηκώσει το χέρι το οποίο δεν ήταν τραυματισμένο για να το πλησιάσει προς τα χείλη της. Δεν ήξερε πώς να το κάνει και το μόνο που της ήρθε στο μυαλό ήταν το επόμενο...
«Έχω ένα πρόβλημα» ψιθύρισε κοντά στο βραχιόλι «Σ-σε χρειάζομαι. Σου ζητάω να έρθεις, Αραέλ... Σε παρακαλώ» πρόσθεσε στο τέλος όταν θυμήθηκε ότι ο δαίμονας μισούσε να του δίνουν διαταγές.
Ένα απαλό αεράκι ανακάτεψε τα μαλλιά της και ανατρίχιασε. Τα είχε καταφέρει; Το βραχιόλι έμενε όπως ήτανε και πριν, δεν είχε αλλάξει τίποτα. Κανένας περίεργος ήχος, κανένα περίεργο φως.
Η απογοήτευση και η ντροπή την κατέκλυσαν. Αγκάλιασε τον εαυτό της.
Ξαφνικά, από μια στιγμή στην άλλη, η ατμόσφαιρα έγινε πιο παγερή.
«Τι είναι αυτό που θέλεις;»
Ξαφνιασμένη γύρισε προς το μέρος όπου προερχόταν η φωνή του. Η εικόνα που εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια της, την αποσυντόνισε.
Ο Αραέλ ήταν ημίγυμνος, το μόνο που κάλυπτε το κορμί του ήταν ένα μαύρο παντελόνι. Σούφρωσε τα φρύδια όταν πρόσεξε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει λόγω της γρήγορης αναπνοής του...Καθώς επίσης μπόρεσε να προσέξει τις σταγόνες ιδρώτα που τον κάλυπταν. Ωστόσο, αντί να φαίνεται κουρασμένος, φαινόταν πιο επιβλητικός από ποτέ.
«Πίστευα πως κινδύνευες και τότε έρχομαι κι σε βρίσκω στο διαμέρισμα μόνη σου».
Κούνησε το κεφάλι σιωπηλή για να απομακρύνει τις ιδέες που είχαν μαζευτεί στο μυαλό της σχετικά με το τι έκανε πριν από λίγο ο δαίμονας. Σχετικά με αυτό που εκείνη διέκοψε...
«Λ-λυπάμαι» ψιθύρισε αναστατωμένη, «α-αλλά δεν ήξερα πότε θα σε έβλεπα ξανά και χρειαζόμουν...»
«Σε προειδοποίησα να μην με καλούσες για ασήμαντα πράγματα» ο τόνος της φωνής του ήταν τόσο παγερός που της πάγωσε το αίμα.
Τον είδε να κλείνει τα χέρια σε γροθιές και, χωρίς να το θέλει, τα μάτια της κατέβηκαν στα πόδια του. Ξαφνιάστηκε όταν παρατήρησε ότι δεν φορούσε παπούτσια. Σύντομα, διάφορες σκέψεις άρχισαν να στροβιλίζονται στο κεφάλι της σχετικά με το τι έκανε. Δεν ήξερε γιατί, όμως αυτή η εικόνα της προκάλεσε μία καινούργια αντίδραση, τόσο σφοδρή που δεν πρόλαβε να την αναγνωρίσει.
«Λυπάμαι που διέκοψα ότι κι αν έκανες» Η πικρία στην φωνή της ξάφνιασε ακόμη και την ίδια «Όμως, στα αλήθεια ήταν ανάγκη να σου μιλήσω».
«Σχετικά με τι;» ο τόνος του ήταν τόσο κοφτός, που έκανε στάχτες το λίγο θάρρος που απέμενε.
«Χρειάζομαι...βοήθεια με κάτι» κατάπιε με δυσκολία «Με κάποιον».
«Βοήθεια με κάποιον;» της φάνηκε πως άκουσε ένα μουγκρητό από το στόμα του «Τι σε κάνει να νομίζεις πως μπορείς να με καλείς για κάτι τέτοιο;»
«Εγώ σε βοηθάω».
«Και εγώ σου προσέφερα οτιδήποτε θα ήθελες, εκείνη την στιγμή. Εσύ ήσουν που αποφάσισες να μην δεχτεί τίποτα για αντάλλαγμα, θυμάσαι;»
«Όμως θα πεθάνει ένας άνθρωπος αν δεν κάνω κάτι!» φώναξε όταν η απελπισία την κατέκλυσε.
«Για ποιο πράγμα μιλάς;» σούφρωσε τα φρύδια μπερδεμένος.
Η Κατρίνα έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια, ξεφύσησε, και μετά τα άνοιξε πάλι.
«Υπάρχει ένας άντρας...,ο γείτονας απέναντι που...έχει στην κατοχή του το σώμα του...» μουρμούρισε, ανίκανη να τον κοιτάξει στο πρόσωπο.
«Τι; Πώς...;» κούνησε το κεφάλι «Κοίτα, δεν έχω χρόνο για κάτι τέτοιο. Πρέπει να επιστρέψω. Με κάλεσες την χειρότερη στιγμή».
«Πρέπει να σώσουμε εκείνο τον άντρα».
«Να τον σώσουμε;» επανέλαβε τα λόγια της.
Τότε, άρχισε να γελάει, όμως σταμάτησε απότομα όταν πρόσεξε την σοβαρή έκφραση της. Αναστέναξε και σήκωσε το ένα χέρι για να αγγίξει την άκρη της μύτης με τον αντίχειρα και τον δείκτη.
«Κοίτα, αν αυτό που λες είναι αλήθεια, θα δω τι μπορώ να κάνω για να σε αφήσει ήσυχη, όμως με εκείνον δεν μπορώ να κάνω τίποτα».
«Γιατί;» ρώτησε.
«Γιατί έτσι. Και ακόμα κι αν μπορούσα να σε βοηθήσω, δεν μπορώ. Δεν μπορώ να μπλεχτώ στην δουλειά άλλου δαίμονα, Κατρίνα».
Της κόπηκε η ανάσα.
«Θα τον σκοτώσει αν δεν κάνουμε κάτι!»
«Δεν με ενδιαφέρει. Απομακρύνσου από εκείνον και εγώ θα δω τι θα κάνω για να μην σε πλησιάσει ξανά» έκανε ένα βήμα πίσω «Τώρα, με συγχωρείς...».
«Μου επιτέθηκε!»
Σήκωσε το δεξί της χέρι, καταβάλλοντας προσπάθεια να αγνοήσει τον πόνο. Όταν ήρθε αντιμέτωπη με το στρογγυλό σημάδι, σαν δύο μισοφέγγαρα, δεν μπόρεσε να αποφύγει το συναίσθημα της έκπληξης...και του φόβου. Η σκοτεινή σκιά που περικύκλωνε την πληγή, μπλεγμένη με το αίμα, την άφησε άφωνη.
Ο Αραέλ γούρλωσε τα μάτια. Έκανε ένα βήμα μπροστά και έσκυψε προς το μέρος της, αρπάζοντας το χέρι της για να δει καλύτερα το σημάδι. Όπως συνέβαινε πάντα, η κοντινή απόσταση του της προκάλεσε νευρικότητα. Κατάφερε να μην το δείξει. Μία λάμψη μελαγχολίας εμφανίστηκε στο βλέμμα του όταν γλίστρησε τον αντίχειρα πολύ προσεκτικά στην σχισμή του δέρματος της. Η Κατρίνα μόρφασε από πόνο.
Τότε, απελευθέρωσε το μπράτσο της και πίεσε τα δόντια του με τόση δύναμη που εκείνη φοβήθηκε πως θα έσπαζε κανένα δόντι.
«Θα μιλήσω μαζί του» είπε δίχως κανένα συναίσθημα στον τόνο της φωνής του, χωρίς ακόμη να πάρει τα μάτια από την πληγή.
«Και τι θα γίνει με τον γείτονα μου;»
«Τι;» ρώτησε σα να το είχε ξεχάσει «Μιλάς για τον άντρα εκείνο; Σου το είπα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα».
Η απάντηση του προκάλεσε ένα σφίξιμο στο στήθος, στην ιδέα πως δεν μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτα για να απομακρύνει τον δαίμονα που βρισκόταν μέσα στον Μαξιμιλιάνο.
«Δεν είναι δίκαιο...» ψιθύρισε.
«Στα αλήθεια είσαι έτσι για εκείνο τον τύπο;» Ο τόνος του Αραέλ ήταν τόσο αδιάφορος στον πόνο των άλλων, που το θάρρος την πήρε στην κατοχή του σε μονάχα μία στιγμή.
«Ο Μαξ θα πεθάνει διότι ένας από τους δικούς σου...» Πίεσε τα χείλη «Γιατί εκείνος ο ηλίθιος θα τον σκοτώσει, και δεν το αξίζει».
«Πώς το ξέρεις; Εγώ δεν νομίζω να ήταν ένα αθώο πλάσμα, ίσως εκείνος να φταίει για την κατάληξή του» Η απάντηση του την έκανε να του δώσει ένα βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση. Ο Αραέλ αναστέναξε όταν πρόσεξε την αλλαγή της έκφρασής της «Στα αλήθεια σε ενδιαφέρει τόσο; Ένας απλός γείτονας είναι. Έτσι;»
«Φυσικά και στις δύο ερωτήσεις» απάντησε δίχως δεύτερη σκέψη.
«Και τι θα ήσουν πρόθυμη να μου δώσεις για να τον σώσω;»
«Σε βοηθάω με το δικό σου θέμα, με αυτό που θέλεις να μάθεις για μένα, έτσι;»
Σοβάρεψε.
«Και στα αλήθεια με κάλεσες για βοήθεια, χωρίς να έχεις τίποτα για αντάλλαγμα;»
«Όχι» παραδέχτηκε, χαμηλώνοντας το βλέμμα «Ήθελες να κάνεις την συμφωνία, ή όχι;»
«Και θα το δεχτείς για να σώσω την ζωή εκείνου του θνητού;»
«Ναι» είπε σιγανά, εντελώς αβέβαιη.
«Τι είσαι πρόθυμη να μου δώσεις για να τον σώσω;»
«Η-η συμφωνία δεν σου φτάνει;» Ένα μοχθηρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του, και η Κατρίνα κατάπιε με δυσκολία «Τι; Εσύ το ζητούσες...!»
«Δεν είναι αρκετό» την διέκοψε «Όχι τώρα. Δεν έχω ιδέα με ποιον δαίμονα θα έρθω αντιμέτωπος, Κατρίνα. Ίσως να είναι υψηλότερης βαθμίδας, και δεν θα ρισκάρω την ζωή μου για μία συμφωνία ειλικρίνειας. Χρειάζομαι κάτι περισσότερο».
«Και τι θέλεις τότε;»
«Απάντησε αυτό που σε ρώτησα πρόσφατα».
Έκλεισε τα μάτια με δύναμη. Τι ήταν πρόθυμη να του δώσει για να σώσει τον Μαξ; Ούτε η ίδια δεν ήξερε. Δεν ήταν κάτι που μπορούσε να εκφράσει φωναχτά, γιατί δεν είχε ιδέα πόσο μακριά ήταν ικανή να φτάσει.
«Τι είναι αυτό που εσύ θέλεις;» έθεσε την ερώτηση με ένα ψίθυρο που έσταζε φόβο.
Η σιωπή έκανε την εμφάνιση της ανάμεσά τους. Τα γκριζωπά του μάτια κουνήθηκαν από πάνω μέχρι κάτω, περνώντας από όλο το κορμί της, και για μια στιγμή το κορίτσι μπόρεσε να ανιχνεύσει μία περίεργη, σκοτεινή και άγνωστη λάμψη, την οποία δεν μπόρεσε να καταλάβει.
Μέχρι που μίλησε.
«Θέλω την ψυχή σου».
Για μια στιγμή, έμεινε ακίνητη, πιστεύοντας πως είχε φανταστεί τα λόγια του. Ωστόσο, η έκφραση του της έδωσε την απάντηση. Δεν υπήρχε ούτε λιγοστό ίχνος ανασφάλειας επάνω του. Δεν την κορόιδευε. Ο Αραέλ μιλούσε σοβαρά.
Ξαφνικά, ένα υστερικό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη της.
«Τι;» ρώτησε, γελώντας ακόμη. Ο δαίμονας βλεφάρισε ξεφυσώντας «Ε-είπες ότι δεν την ήθελες».
Έκλεισε τα μάτια και μετάφερε τα χέρια στο κεφάλι της, νιώθοντας πως από στιγμή σε στιγμή θα ανατιναζόταν από την απελπισία.
«Μου είπες ψέματα...» ψέλλισε.
«Φυσικά και σου είπα ψέματα. Αυτό είναι που κάνω, Κατρίνα».
Η Σμιθ πίεσε τα δόντια, μην μπορώντας ακόμη να ανοίξει τα μάτια.
«Σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν οργάνωσες εσύ όλο αυτό».
«Φυσικά και όχι» ο τόνος του ήταν λιγότερο σοβαρός από πριν «Ο εκβιασμός τέτοιο είδους δεν είναι του στυλ μου. Δεν γνωρίζω ποιος δαίμονας βρίσκεται μέσα στον άντρα, και πιθανόν να μην τον ξέρω καν».
Τόλμησε να τον κοιτάξει, μονάχα για να ψάξει στην έκφραση του κάποιο ίχνος κοροϊδίας. Όμως εκείνος της έδωσε ένα σοβαρό, σκοτεινό και εκφοβιστικό βλέμμα. Δεν έπαιζε μαζί της. Όχι αυτή την φορά.
«Είσαι τρελός» μουρμούρισε «Δεν θα σου δώσω την ψυχή μου».
Ανασήκωσε τους ώμους.
«Όπως θες» Άρχισε να απομακρύνεται, αλλά σταμάτησε «Μην πλησιάσεις ξανά τον γείτονα σου, καταλαβαίνεις; Σου το απαγορεύω» διέταξε, και τότε ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του «Προσκάλεσε με στην κηδεία, ναι;»
Και τότε, εξαφανίστηκε.
Τι να κάνω;
•
•
•
•
Πλησίασε το αριστερό της χέρι αργά. Έκλεισε σφικτά τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Μην το κάνεις!
«Κέρδισες» ψιθύρισε πολύ κοντά στο βραχιόλι «Μονάχα...σώσε τον».
«Είσαι τόσο πρόθυμη να τον σώσεις που θα μου παραδώσεις την ψυχή σου;»
Εκείνη η βραχνή φωνή πίσω της, της προκάλεσε ένα περίεργο σφίξιμο στο στομάχι.
«Γιατί υπάρχει κάτι άλλο που θες;»
Γέλασε «Είναι το μόνο που με ενδιαφέρει, Κατρίνα».
«Καλά...» Γύρισε για να τον αντιμετωπίσει «Μονάχα ελπίζω πραγματικά να μην ήσουν εσύ που οργάνωσες όλο αυτό».
«Σου το ορκίζομαι» Το χαμόγελο του δεν την έπεισε «Τώρα, πες το».
Σούφρωσε τα φρύδια «Τι να πω;»
«Ζήτησε το φωναχτά» εξήγησε «Πες μου ότι θα μου παραδώσεις την ψυχή σου με αντάλλαγμα να σώσω τον Μαξιμιλιάνο».
«Αλήθεια τώρα;» ρώτησε θυμωμένη με τον ίδιο της τον εαυτό. Που έχω μπλέξει;
«Λέγοντας το ονοματεπώνυμο σου».
Δεν υπήρχε επιστροφή.
«Εγώ, η Κατρίνα Σμιθ, σου παραδίνω την ψυχή μου, Αραέλ, με αντάλλαγμα να σώσεις την ζωή του Μαξιμιλιάνου Άνταμ».
Χαμογέλασε.
«Τώρα δώσε μου το χέρι σου» ζήτησε τείνοντας το αριστερό του χέρι προς εκείνη.
«Και αυτό είναι όλο;»
«Απλά δώσε μου το χέρι σου» επανέλαβε ανυπόμονα.
Κοίταξε την ανοιχτή παλάμη του για μερικά δευτερόλεπτα, πριν να τείνει το δικό της χέρι αργά και διστάζοντας. Στο πρώτο άγγιγμα ένιωσε ένα ηλεκτρισμό και το μόνο που σκέφτηκε ήταν να απομακρυνθεί. Ωστόσο, αντί ο Αραέλ να κάνει το ίδιο, εκείνος έσφιξε το χέρι της δυνατά.
Το συνηθισμένο μυρμήγκιασμα αντικαταστάθηκε από ένα παράξενο κάψιμο, το οποίο άρχισε να εξαπλώνεται.
Γούρλωσε τα μάτια όταν πρόσεξε τα μαύρα σημάδια που άρχισαν να μεγαλώνουν μετά από το άγγιγμα του δαίμονα. Λεπτές και σκοτεινές γραμμές, που φαίνονταν να έχουν την μορφή αγκαθιών, ζωγραφίζονταν και περιπλέκονταν στο αντιβράχιο της, για να χαθούν μετά κάτω από την μπλούζα της. Κραύγασε από πόνο και προσπάθησε να οπισθοχωρήσει, όμως ο Αραέλ πίεσε ακόμη περισσότερο τον καρπό της.
Και τότε, ένιωσε το κάψιμο να κατευθύνεται κατευθείαν στο κέντρο του στήθους της, όπου άρχισε να καίει.
Ήταν σαν οι πνεύμονες να είχαν σταματήσει να λειτουργούν.
Επιτέλους άφησε ελεύθερο το χέρι της. Δεν φαινόταν καθόλου επηρεασμένος από όλο αυτό. Το μόνο που έκανε ήταν να κλείσει τα μάτια για ένα δευτερόλεπτο και να βγάλει ένα βαθύ αναστεναγμό από το στόμα, πριν να περάσει από δίπλα της.
Πλησίασε το χέρι στο στήθος, κοιτάζοντας τα μαύρα αγκάθια τα οποία βρίσκονταν ζωγραφισμένα στο δέρμα της είχαν αρχίσει λιγάκι να εξαφανίζονται. Η αίσθηση καψίματος, όμως, παρέμεινε στην καρδιά της για λίγο ακόμη.
Και ευχαρίστησε τον σωματικό πόνο που της απέσπασε την προσοχή, γιατί διαφορετικά θα συντριβόταν αν έμενε μονάχα με την αίσθηση μετάνοιας. Εκείνη που νιώθεις ακριβώς μετά που συνειδητοποιείς ότι έπραξες λάθος.
Τι σκατά έκανες; Άκουσε την φωνή της λογικής.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro