Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 23

«Είσαι καλά;»

Ο Αλέξανδρος αναστέναξε καθώς βρισκόταν ξαπλωμένος στον καναπέ. Η Κατρίνα επέμεινε να μείνει όλη την μέρα μαζί της μιας και που φοβόταν να τον αφήσει μόνο. Οι γονείς της δούλευαν και ήταν λίγες οι φορές που κατάφερναν να βρουν χρόνο για να τον περάσουν με τα παιδιά τους. Άλλωστε, δεν ήθελε να τον αφήσει να απομακρυνθεί από κοντά της, τουλάχιστον όχι για σήμερα...μέχρι να σιγουρευόταν πως ο Αραέλ δεν θα έκανε τίποτα άλλο που μπορεί να τον έβλαπτε.

«Για ακόμα μια φορά, σου λέω ναι» είπε αγανακτισμένος «Δεν έχω πονοκέφαλο, δεν νιώθω ζαλισμένος ή μπερδεμένος, ούτε θέλω να κάνω εμετό. Με ρωτάς το ίδιο πράγμα όλη την μέρα».

«Λυπάμαι» Μουρμούρισε.

«Είμαι πολύ καλά. Έχεις αρχίσει να μοιάζεις στην μαμά» Έκανε ένα μορφασμό τρόμου «Και, πίστεψε με, αυτό με τρομάζει».

«Το πρωί δεν θυμόσουν πως έφτασες στο κρεβάτι σου, για αυτό ανησυχώ».

«Κατρίνα, τις περισσότερες φορές δεν θυμάμαι πως φτάνω στο σπίτι» έσμιξε τα φρύδια για λίγα δευτερόλεπτα και μετά αργά κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε «Αλλά, ούτως ή αλλιώς, δεν έπρεπε να έρθεις από την δουλειά για να σιγουρευτείς πως είμαι καλά. Μπορούσες να μου τηλεφωνήσεις, τρελή».

«Ήρθα για να σου μαγειρέψω» του θύμισε σα να ήταν ένα μικρό παιδί που δεν ήξερε να μαγειρεύει.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά, κάνοντας μία γκριμάτσα αηδίας.

«Δεν θα φάω τίποτα από αυτά που μαγειρεύεις εσύ! Θα δω τι θα παραγγείλω. Εσύ βγες με την υποτιθέμενη φίλη σου».

Ο Αλέξανδρος δεν την πίστεψε όταν του είπε πως θα έβγαινε με μία φίλη που δεν ήταν η Έλενα, αλλά ούτε ενδιαφέρθηκε να μάθει περισσότερα και ευτυχώς δηλαδή.

«Όπως θέλεις» απάντησε, προσπαθώντας να φανεί θυμωμένη.

«Θα αργήσεις να έρθεις;» Έθεσε την ερώτηση με ένα ξαφνικό ενδιαφέρον.

Σούφρωσε τα φρύδια. Η αλήθεια, δεν ήταν σίγουρη. Η Νοέλια μονάχα της είχε δώσει την διεύθυνση όπου θα πήγαιναν, τίποτα άλλο. Της είπε, μέσω ενός σύντομου τηλεφωνήματος, πως σε εκείνο το μέρος θα έτρωγαν κάτι και θα συζητούσαν.

«Νομίζω πως ναι».

Ο αδερφός της απλά έγνεψε θετικά, χωρίς να προσθέσει κάτι άλλο.

Το κορίτσι φόρεσε την ζακέτα της, έλεγξε για Τρίτη φορά πως είχε μαζί της λεφτά, το κινητό και τα κλειδιά, και έφυγε από το διαμέρισμα αφήνοντας τον Άλεξ μόνο. Αύριο θα έφευγε για το σπίτι των γονιών τους, εκείνη του είπε να μείνει ακόμα μία μέρα αλλά όπως πάντα αρνήθηκε.

Όταν κατάφερε να βρει ταξί, μπήκε μέσα και αμέσως ένιωσε νευρική. Πάει πολύς καιρός από τότε που βγήκε για να διασκεδάσει. Φυσικά και εκείνες οι φορές ήταν μονάχα με την Έλενα. Από την πρώτη μέρα που γνωρίστηκαν στο νηπιαγωγείο ήταν η πρώτη φορά που δεν μιλιόντουσαν για μία ολόκληρη ημέρα. Το πολύ, αντάλλασσαν μερικά βλέμματα, αλλά εκείνη έπαιρνε ένα ύφος αδιαφορίας και συνέχιζε με την δουλειά της. Ούτε η Κατρίνα προσπάθησε πολύ για να καλυτερέψει την κατάσταση, αλλά ο πόνος που της άφησαν τα λόγια της ακόμη έκαιγε τα σωθικά της.

«Ούτε που βγαίνεις μαζί μου και θα το κάνεις με εκείνη την παράξενη».

«Τα πράγματα πάντα γίνονται όπως θες εσύ, και αν δεν είναι ένα μέρος που σου αρέσει μονάχα εσένα, ούτε καν κάνεις μία προσπάθεια να βρεις κάτι άλλο που μου αρέσει εμένα».

«Εσένα τίποτα δεν σου αρέσει!» Ούρλιαξε «Το μόνο που κάνεις είναι να διαβάζεις βιβλία και να βλέπεις τηλεόραση! Και τις υπόλοιπες ώρες τις περνάς κλεισμένη στο διαμέρισμα σου, τόσο βαρετή είσαι!»

Βαθιά μέσα της, ήξερε πως, κάποια στιγμή, τα πράγματα θα διορθώνονταν, όπως γινόταν πάντα.

Όμως, για σήμερα, δεν θέλησε να ήταν εκείνη που να άρχιζε να λέει συγγνώμη.

Όταν έφτασε στο μέρος που η Νοέλια της είπε, το βλέμμα της πρόσεξε την μικροσκοπική φιγούρα έξω από το μαγαζί. Ένα πλατύ χαμόγελο χαράκτηκε στα χείλη της νηπιαγωγού και έτρεξε προς το μέρος της. Αγκάλιασε την Κατρίνα και η κοπέλα της ανταπέδωσε την αγκαλιά.

«Πάμε!» είπε χαρούμενη.

Όμως η Κατρίνα σταμάτησε απότομα για να κοιτάξει με προσοχή το μέρος.

«Δεν είμαστε σε ηλικία που μπορούμε...» πήγε να της θυμίσει αλλά η Νοέλια την διέκοψε.

«Κατρίνα, σε παρακαλώ. Κανείς δεν θα σε δαγκώσει εκεί μέσα. Εμπιστεύσου με».

Με κλειστά μάτια πήρε μια βαθιά ανάσα, και την άφησε να την καθοδηγήσει μέχρι το εσωτερικό του μπαρ. Μόλις μπήκε μέσα δάγκωσε τα χείλη. Ήταν ακριβώς όπως εκείνη φανταζόταν. Μικρά κίτρινα φωτάκια υπήρχαν κρεμάμενα σα να ήταν χριστουγεννιάτικη διακόσμηση, υπήρχαν τετράγωνα ξύλινα τραπέζια και άνθρωποι διάφορων ηλικιών που συζητούσαν και γελούσαν με την παρέα τους.

Οι δυο τους κάθισαν σε μία γωνία του μπαρ, και ο μπάρμαν πλησίασε. Νοέλια είχε δίκαιο, εκείνος δεν της είπε απολύτως τίποτα όταν ζήτησε μία μπύρα, όμως σήκωσε το ένα του φρύδι όταν η Κατρίνα παράγγειλε μία μαργαρίτα χωρίς αλκοόλ.

Για ένα μικρό χρονικό διάστημα μιλούσαν, καθώς περίμεναν να τους φέρουν τα ποτά. Και όμως η συζήτηση πήρε την κατηφόρα...

«Τον Άλαν τον γνωρίζεις από το σχολείο;»

Να μιλάει για εκείνον σε άλλο άτομο, λέγοντας τον με ένα απλό όνομα και αναφέροντας τον σα ένα θνητό, ήταν κάτι που δεν φανταζόταν πως θα έκανε. Μονάχα η ιδέα της φάνηκε παράξενη και ενοχλητική, ειδικά γιατί έπρεπε να κρύψει την αλήθεια. Η Νοέλια τον είχε δει μονάχα μια φορά όταν εμφανίστηκε στο νηπιαγωγείο, την φορά που η Έλενα τον συνάντησε.

«Όχι, τον γνωρίζω εδώ και λίγες εβδομάδες» Κούνησε το κεφάλι αρνητικά «Αλλά εκείνος δεν μετράει στα καινούργια άτομα που γνωρίζω.

«Για ποιο λόγο;» Ο τόνος της φωνής της για μια στιγμή άλλαξε, και η κοπέλα κατάλαβε πως είχε σκεφτεί λάθος. Η Νοέλια πίστεψε πως τον έκρινε για κάτι.

Κάρφωσε το βλέμμα στο ποτήρι της και άρχισε να πειράζει την φράουλα που υπήρχε διακοσμημένη στην άκρη.

«Δεν είναι ένας φίλος».

«θα μου πεις επιτέλους τι είσαστε;»

«Δεν είμαστε τίποτα» μουρμούρισε, και δεν ήταν σίγουρη αν την είχε ακούσει λόγω της μουσικής «Μονάχα τον βοηθάω σε κάτι».

«Τον βοηθάς;» Σήκωσε τον ένα φρύδι, αλλά μετά η έκφραση της άλλαξε. Έγινε σκεπτική «Τότε, ποτέ δεν συνέβη κάτι μεταξύ σας».

Στο μυαλό της άρχισε να στροβιλίζεται μία ανάμνηση αλλά απότομα την έδιωξε.

«Όχι» Είπε ρητά.

«Σε παρακαλώ Κατρίνα» Επέμεινε χαμογελώντας, «είναι προφανές πως κάτι υπάρχει μεταξύ σας. Εκείνη την μέρα όταν ήρθε στο νηπιαγωγείο...»

«Νοέλια...»

«Πίστεψε με, είμαι σίγουρη για αυτό που σου λέω».

Η Κατρίνα αναστέναξε. Πώς μπορούσε να της δώσει εξηγήσεις δίχως να της πει την αλήθεια;

«Ο Άλαν είναι...» μουρμούρισε, καταβάλλοντας προσπάθεια για να βρει την σωστή λέξη που θα τον περιέγραφε «μπερδεμένος. Πιστεύει ότι υπάρχει κάτι...διαφορετικό σε εμένα σχετικά με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Όταν καταλάβει πως είμαι η πιο φυσιολογική κοπέλα στον κόσμο, το ενδιαφέρον του θα εξαφανιστεί σαν καπνός».

Εκείνη έγνεψε θετικά, αλλά δεν φαινόταν να το πιστεύει πραγματικά.

«Όλοι είμαστε διαφορετικοί, με τον δικό μας τρόπο».

«Πίστεψε με, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα μεταξύ μας».

Δεν συνέχισε την συζήτηση, η Νοέλια προτίμησε να συγκεντρωθεί στο να αδειάσει το περιεχόμενο του ποτηριού. Ευτυχώς που μετά από μισή ώρα δέχτηκε να πάνε σπίτι, δεν ήθελε να μείνει άλλο σε εκείνο το θορυβώδες μέρος. Ούτε καν μπόρεσε να πιει το ποτό με την ησυχία της, αφού συνεχώς ένιωθε ένα ζεστό καρφωμένο βλέμμα επάνω της.

Οι δυο νηπιαγωγοί μιλούσαν για διάφορα θέματα μέχρι να φτάσουν στο σπίτι της Κατρίνας με το ταξί. Η Νοέλια πλήρωσε τον ταξιτζή, μετά από ένα λεπτό καβγά με το ποια θα το πλήρωνε και κατέβηκαν από το όχημα.

«Θες να ανέβεις;» Ρώτησε ευγενικά.

«Καλύτερα όχι, είναι αργά και σίγουρα θα θες να ξεκουραστείς».

«Δίκαιο έχεις. Τα λέμε». Την χαιρέτησε και μπήκε στην πολυκατοικία. Η Νοέλια έμενε λίγα τετράγωνα πιο κάτω και δεν ανησυχούσε που θα κυκλοφορούσε μόνη τέτοια ώρα στους δρόμους. Η γειτονιά ήταν πολύ ήσυχη, αν εξαιρέσεις τους δαίμονες που περιτριγύριζαν στα σοκάκια.

Όταν πια έφτασε στον όροφο του διαμερίσματος με την βοήθεια του ανελκυστήρα, κατευθύνθηκε προς την πόρτα και βγάζοντας τα κλειδιά άνοιξε. Φωνές ακούγονταν από το υπνοδωμάτιο της...όχι ακριβώς φωνές...ήταν σαν βογγητά. Θεέ μου! Όχι στο σπίτι και στο δωμάτιο μου βρε Άλεξ! Αφού έσπρωξε την πόρτα να κλείσει, με βιαστικά βήματα προχώρησε προς το υπνοδωμάτιο της. Άνοιξε την πόρτα και πάγωσε, μένοντας ακίνητη στην θέση της.

Άργησε λίγα δευτερόλεπτα που φάνηκαν αιωνιότητα για να αντιδράσει. Στην αρχή δεν κατάλαβε ποια κοπέλα βρισκόταν γυμνή κάτω από το γυμνασμένο σώμα του αδερφού της, όμως όταν το συνειδητοποίησε, της κόπηκε η ανάσα και έκλεισε την πόρτα απότομα.

Δεν έπρεπε να φιλοξενήσει τον Αλέξανδρο. Δεν έφταιγε το γεγονός πως είχε φέρει κάποια κοπέλα στο σπίτι, μπορεί και να μπορούσε να του συγχωρέσει που πήρε την βιαστική απόφαση να κάνει ότι ήθελε να κάνει στο δικό της δωμάτιο αλλά αυτό που ποτέ δεν θα του συγχωρούσε ήταν με το ποια είχε τυλιγμένα τα πόδια της γύρω από την πλάτη του.

Στάθηκε μπροστά από τον διθέσιο καναπέ, περιμένοντας τους να βγουν. Όταν άκουσε το όνομα της προερχόμενο από τα χείλη του αδερφού της, πήρε μια βαθιά ανάσα. Ηρέμησε Κατρίνα, ήρεμα.

«Που να πάρει Κατρίνα! Είπες πως θα αργούσες να επιστρέψεις» Ένας αναστατωμένος Άλεξ βγήκε από το δωμάτιο, ντυμένος πια και από πίσω του ακολουθούσε εκείνη...

«Θέλω να φύγεις από το διαμέρισμα μου» Η φωνή της ακούστηκε σοβαρή και παγερή. Ποτέ δεν την είχε δει τόσο θυμωμένη, σε σημείο που πίστευε πως από στιγμή σε στιγμή θα του έριχνε το φωτιστικό στο κεφάλι.

«Κατρίνα, για περίμενε λίγο, να σου εξηγήσω» Άρχισε να την πλησιάζει όμως το κορίτσι με μία έκφραση λες και ο άνθρωπος που στεκόταν απέναντι της ήταν ένας άγνωστος που ήθελε να κλέψει, οπισθοχώρησε.

«Μην πλησιάζεις!»

«Άκουσε τον αδερφό σου μια φορά» Μπήκε στην συζήτηση εκείνη που της το έπαιζε αθώα.

Της έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα και μέσα από τα δόντια είπε: «Εσύ σώπα. Δεν θέλω να σας βλέπω ούτε να σας ακούω άλλο, δεν καταλαβαίνετε;!»

«Κατρίνα, σε παρακαλώ» Δάκρυα άρχισαν να τσούζουν τα μάτια της «μην θυμώνεις».

«Πώς να μην θυμώνω, Έλενα;» Ένα γέλιο γεμάτο πίκρα ξέφυγε από τα χείλη της, και ούτε κατάλαβε το γιατί «Από πότε συμβαίνει όλο αυτό;» Ρώτησε κοιτώντας μια την υποτιθέμενη φίλη και μια τον αδερφό της.

«Κατρίνα...»

«Από πότε;» Επέμεινε.

«Μην της πεις τίποτα» Ο Άλεξ φαινόταν ενοχλημένος, πιθανόν διότι η αδερφή του τον διέκοψε από κάτι πολύ ενδιαφέρον... «Δεν χρειάζεται να ανακατεύεται».

Η Έλενα χαμήλωσε το κεφάλι νιώθοντας μία απέραντη ντροπή και από το στόμα της ξέφυγε ένας λυγμός.

«Από την τελευταία χρονιά του Λυκείου».

Ένας ήχος έκπληξης ακούστηκε από τα χείλη της Κατρίνας.

«Ποτέ δεν μου το είπες...»

«Δεν θα το καταλάβαινες».

Εκείνη την στιγμή η οργή ξεπέρασε τα όρια της.

Πλησίασε τον αδερφό της και την πλέον πρώην φιλενάδα της και αρπάζοντας και τους δυο από το μπράτσο, τους έβγαλε με το ζόρι έξω από το διαμέρισμα. Χωρίς να δει αν όντως έφυγαν, έκανε την κίνηση για να κλείσει την πόρτα όμως, πριν το κάνει, είδε τον απέναντι γείτονα να στέκεται με την πλάτη ακουμπισμένη στο κάσωμα της πόρτας του δικού του διαμερίσματος, με ένα περίεργο χαμόγελο στα χείλη.

Αφού η πόρτα έκλεισε, κατευθύνθηκε στον καναπέ όπου ξάπλωσε για να ηρεμήσει τον εαυτό της. Έπρεπε να πάει να κοιμηθεί στο δωμάτιο αλλά απόψε δεν μπορούσε να το κάνει, όχι εκεί μέσα που πριν λίγα λεπτά ο αδερφός της έκανε...Αναστέναξε και δίχως να το καταλάβει αποκοιμήθηκε.

Ο Μαξιμιλιανός χαμογελώντας εισήλθε στο εσωτερικό του σπιτιού και αφού έκλεισε την πόρτα, ψιθύρισε: «Σύντομα Κατρίνα, σύντομα».

Πού να ήξερε όμως πως ο Αραέλ λογάριαζε να πάει να τον γνωρίσει και με αυτό τον τρόπο θα χαλούσε τα σχέδια του...Θα προλάβει να πάει ο δαίμονας ή ο γείτονας θα προλάβει να προχωρήσει στο δικό του σχέδιο; 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro