Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 22

Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος καθώς παρατηρούσε τη ραγισμένη οθόνη του κινητού της. Το μήνυμα της Νοέλιας ήταν κάτι που δεν καταλάβαινε. Ήταν ξεκάθαρο, ναι. Σύντομο και ακριβής, και αυτό ήταν που την τάραζε. Η φίλη της ποτέ δεν έγραφε τέτοιους είδους μηνύματα.

Δεν έμαθε τίποτα για εκείνη μέχρι τα μέσα της εβδομάδας, όταν αποφάσισε να της απαντήσει. Και το έκανε με ένα ιδιαίτερο γραπτό μήνυμα. Ένα που της προκάλεσε ένα τσίμπημα πόνου.

Ήτανε απλές λέξεις: Νομίζω δεν πρέπει να βρεθούμε ξανά.

Μόνο αυτό. Τίποτα άλλο.

Πίεσε τα χείλη, τα οποία είχαν ήδη αρχίσει να τρέμουν. Τα μάτια έτσουζαν εξαιτίας της επιθυμίας να αρχίσει να κλαίει, μέσα στην αίθουσα. Παρόλα αυτά δεν το έκανε, διότι υπήρχαν παιδιά και οι υπόλοιποι υπάλληλοι.

Η μεταμέλεια την τύλιξε σαν μια παχιά ομίχλη καθώς συνέχιζε να κοιτάει το κινητό σαν ηλίθια. Δεν έπρεπε να είχε αφήσει την Νοέλια μόνη σε εκείνο το σπίτι όπου βρισκόταν η Νάιμα και ο Φόραξ. Δεν έπρεπε να την αφήσει να φύγει με τον Κάλεμπ. Βαθιά μέσα της, αμφέβαλλε πολύ αν εκείνος της έκανε κάτι κακό, αλλά, εκείνος δεν έπαυε να είναι δαίμονας, γι' αυτό δεν μπορούσε να αποκλείσει εκείνο το ενδεχόμενο. Ή μήπως ήταν πιθανόν η Νοέλια να είχε δει κάτι; Δεν ένιωσε κανένα από τους δαίμονες εδώ κι τέσσερις μέρες, έτσι δεν μπορούσε να το ξέρει. Δεν κατάφερνε να καταλάβει αν αυτό την έκανε χαρούμενη ή αν την βασάνιζε. Δεν είχε ιδέα τι ακριβώς έκαναν εκείνα τα πλάσματα και δεν μπορούσε να νιώσει την παρουσία τους κοντά της, αλλά την ενοχλούσε πάρα πολύ.

Δεν έμεινε ούτε ένα λεπτό παραπάνω στο νηπιαγωγείο όταν η δουλειά τελείωσε, έφυγε από εκεί σαν κυνηγημένη. Ούτε σταμάτησε την στιγμή που η Έλενα θέλησε να μιλήσουν σχετικά με το αγόρι που φίλησε την Σμιθ στο πάρτι. Την αγνόησε με ένα τρόπο κάπως-αρκετά-αγενή, και έτρεξε μακριά της. Ήξερε ότι κάθε φορά που ήταν μόνη στους δρόμους πιθανότατα να της συνέβαινε κάτι κακό, όπως, ο Φόραξ επιτέλους να την είχε βρει, ή εκείνη η Νάιμα. Όμως αν τώρα όντως και οι δύο την παρακολουθούσαν, προτιμούσε να το έκαναν όταν ήταν μόνη και όχι με κάποιο άτομο της οικογένειας της.

Περπατούσε στους δρόμους χαλαρά, με τα ακουστικά να καλύπτουν τα αυτιά της. Η μουσική δεν κατάφερνε να της αποσπάσει την προσοχή πλήρως. Η λύπη για αυτό που συνέβαινε, ήταν ακόμη εκεί. Όλα συνέχιζαν να συσσωρεύονται και να τα νιώθει σαν ένα βαρύ φορτίο. Φοβόταν επειδή ίσως η Νοέλια να είχε μάθει κάτι και να μην ήθελε πια να την βλέπει, την απέλπιζε να μην ξέρει τίποτα για τον Κάλεμπ ή την Άρια. Για τον Αραέλ...

Διότι, πάνω απ' όλα, ένιωθε πολύ μόνη.

Ο ουρανός βάφτηκε με ένα μπλε με βιολετί αποχρώσεις, και τα αστέρια είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται καθώς η Κατρίνα περπατούσε στην άκρη του ποταμού. Μία φρικτή ανακάλυψη την έκανε να ανατριχιάσει, όταν συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να νιώθει αρκετή...στοργή, αν μπορούσες να το ονομάσεις έτσι. Πρώτο, πως δεν την ένοιαζε αν περνούσαν ώρες συζητώντας πράγματα που σχετίζονταν με το να μάθουν τι ήταν εκείνη. Δεύτερο, άρχιζε να τους έχει ανάγκη και προφανώς δεν είχε καμία σχέση με τις ικανότητες της. Και αυτό ήτανε τρομαχτικό.

Έπρεπε να πάρει τον έλεγχο των πραγμάτων, να τους αναγκάσει να εμφανίζονται μπροστά της μονάχα για οτιδήποτε ήταν σημαντικό. Όχι για να την παρηγορούν, όπως το είχε κάνει η Άρια, ούτε για να τους θεωρεί φίλους, όπως τον Κάλεμπ. Πολύ λιγότερο για να είναι ένας από εκείνους το ρομαντικό της ενδιαφέρον..., όπως με τον Αραέλ.

Ειδικά, όχι με εκείνον.

Τινάχτηκε όταν είδε μία τριχωτή μαύρη μπάλα να τρέχει προς το μέρος της, ακριβώς την στιγμή που ήταν έτοιμη να διασχίσει μία γέφυρα για πεζούς η οποία περνούσε πάνω από το στενό χείμαρρο ποταμού. Την είχε ξαφνιάσει που δεν τον είχε δει στο νηπιαγωγείο, αν και δεν έδωσε πολλή σημασία. Τώρα καταλάβαινε ότι ο καημένος σκύλος την έψαχνε. Ο Μπλακ, το κουτάβι, ανάσαινε λαχανιασμένος όταν βρέθηκε μπροστά της, έτσι το πήρε στα χέρια της και άρχισε να περνάει από την γέφυρα. Ωστόσο, σταμάτησε στην μέση αυτής διότι η προσοχή της αποσπάστηκε από την ίδια την αντανάκλαση της που βρισκόταν επάνω στο νερό, από τα φώτα της πόλης τα οποία έδιναν χρώμα και ζωή. Όμως η φιγούρα της φαινόταν να θαμπώνει το τοπίο.

Δεν είχε προσέξει το πόσο ταραγμένη φαινόταν. Τώρα καταλάβαινε για ποιο λόγο η μητέρα της όλη την εβδομάδα την ρωτούσε αν ήταν καλά, ή αν της συνέβη κάτι κακό στην δουλειά. Ήταν αρκετά δύσκολο να τους πείσει πως η πληγή στο κούτελο έγινε από μία πτώση ενώ βρισκόταν στο πάρτι. Ο πατέρας της θύμωσε όταν η Κατρίνα είπε ψέματα, ότι είχε πει υπερβολικά και για αυτό έπεσε κι χτύπησε. Ωστόσο, ένα κήρυγμα ήταν χίλιες φορές καλύτερο από το να τους πει την αλήθεια.

Εκείνη την στιγμή, ενώ περπατούσε κοιτώντας τον εαυτό της στο νερό, ένιωσε μία ψυχρή παρουσία. Μία που αμέσως της προκάλεσε ένα ανατρίχιασμα, αλλά δεν την τρόμαξε επειδή την αναγνώρισε. Ήταν οικεία.

Γιατί νιώθω ξαφνικά την καρδιά μου σα να θέλει να ξεριζωθεί από το στήθος μου;

Δεν χρειάστηκε να κοιτάξει πίσω της για να καταλάβει ότι ο Αραέλ βρισκόταν εκεί, κοντά της. Ούτε ήθελε να το κάνει, και συνειδητοποίησε πως, παρόλο που οι μέρες περνούσαν, η οργή απέναντι του δεν είχε μειωθεί. Ίσιωσε τους ώμους και κάρφωσε το βλέμμα μπροστά, πιέζοντας ελαφρά το μαύρο κουτάβι το οποίο ξεκουραζόταν ανάμεσα στα χέρια της.

«Όμορφα πόδια» είπε, και εκείνη έσμιξε τα φρύδια. Έριξε μια ματιά επάνω της για να καταλάβει πως το έλεγε για την καινούργια στολή που ο διευθυντής έδωσε σε όλους του υπαλλήλους. Φορούσε μία στενή μαύρη φούστα μέχρι το γόνατο, μία ενδυμασία που ποτέ δεν την είχε δει να φοράει. Η Σμιθ πάντα φορούσε παντελόνια αφού δεν της άρεσαν κι πολύ οι φούστες ή τα φορέματα. Αυτή την φορά όμως αναγκάστηκε μιας και που ήτανε διαταγή. Αντί να νιώσει τα μάγουλά της να καίγονται, το μόνο που μπόρεσε να νιώσει ήταν μία δυσάρεστη πίεση στο στήθος. Κοίταξε ξανά τα φώτα τα οποία έλαμπαν μακριά σε όλη την έκταση του νερού, χωρίς να είναι σίγουρη τι να απαντήσει στον δαίμονα. Άκουσε ένα αναστεναγμό από μέρους του, πριν συνεχίσει: «Πώς είναι η πληγή σου;»

Τα βλέφαρα της έκλεισαν ενώ, ταυτοχρόνως, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα. Δεν ήθελε να του απαντήσει. Πραγματικά δεν ήθελε να μιλήσει μαζί του.

«Μια χαρά είναι...» μουρμούρισε απρόθυμα «Ώρες-ώρες με πονάει λίγο, αλλά δεν είναι τίποτα» Άκουσε τα βήματα του καθώς την πλησίαζε, και η καρδιά της φτερούγισε «Δεν έχω δει τα παιδιά» μίλησε βιαστικά, μονάχα επειδή είχε ανάγκη να αλλάξει το θέμα της συζήτησης. Προσπάθησε η φωνή της να έδειχνε αδιαφορία, όμως δεν πίστεψε ότι τα κατάφερε «Έχουν ήδη βαρεθεί να με προστατεύουν συνεχώς;»

Εκείνος άφησε να ξεφύγει από το στόμα του ένα γελάκι, ίσως επειδή η Κατρίνα είπε παιδιά τους δαίμονες.

«Βρήκαμε άλλο τρόπο να σε...προστατεύουμε» πρόφερε την λέξη με ένα τρόπο κάπως περίεργο «Σκεφτήκαμε ότι θα σου έκανε καλό να έχεις λίγες στιγμές ηρεμίας, μετά από όλα αυτά που συνέβησαν».

«Πώς;»

«Δεν έχει σημασία» Ξαφνικά, βρέθηκε ακριβώς δίπλα της και τοποθέτησε τα χέρια επάνω στο μεταλλικό κάγκελο «Είναι ένας τρόπος λιγότερα άβολος, αν και όχι τόσο σίγουρος, για αυτό δεν μου πολύ αρέσει».

Η απάντηση του δεν την άφησε ικανοποιημένη, παρόλα αυτά δεν έδωσε περαιτέρω σημασία σε αυτό.

«Έχετε μάθει κάτι για τον Φόραξ;»

Εκείνος έμεινε σιωπηλός, για αυτό μετά από λίγα δευτερόλεπτα, η κοπέλα τόλμησε να σηκώσει το βλέμμα προς το μέρος του. Μόνο που τον είδε, το στομάχι της σφίχτηκε. Με το σαγόνι σφιγμένο, παρέμεινε με το βλέμμα καρφωμένο προς τα εμπρός, χωρίς να την κοιτάξει.

«Ο Φόραξ έχει μειώσει την συμμετοχή του με κάθε έννοια» απάντησε σιγανά, προσεχτικά «Κανείς δεν το είδε, κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται. Κρύβεται από όλη την Κόλαση και δεν έχουμε ιδέα για ποιο λόγο».

Το βάρος εκείνων των λέξεων εγκαταστάθηκε στο στομάχι της. Αμέσως ένιωσε το αίμα να εγκαταλείπει το πρόσωπό της.

«Σχεδιάζει κάτι» Η φωνή της μετά βίας βγήκε σαν ψίθυρος. Εκείνος έγνεψε θετικά, αν και δεν ήταν μία ερώτηση. Ο φόβος που η Κατρίνα ένιωθε αφού δεν γνώριζε τι θα έκανε ο δαίμονας, την έκανε να κλείσει σφικτά τα μάτια. Οι συνέπειες των πράξεων της μπορούσαν να είναι αναπάντεχες και άγνωστες. Η αβεβαιότητα και ο φόβος κατέστρεφαν τις λίγες ελπίδες που είχε «Και η Νάιμα;»

Τον κοίταξε. Το πλάσμα γύρισε το κεφάλι προς το μέρος της και έσμιξε τα φρύδια. Ένας ίχνος σύγχυσης εμφανίστηκε στα χαρακτηριστικά του.

«Τι συμβαίνει με εκείνη;»

«Πρέπει να προσέχω και από εκείνη τώρα;» ρώτησε με πικρία «Ή τρόμαξε με το χτύπημα που η Άρια της έδωσε;»

Κάρφωσε το βλέμμα στο νερό για ακόμη μια φορά και για ένα λεπτό μελέτησε τα λόγια της.

«Δεν είναι σίγουρο αν θα σου επιτεθεί ξανά» είπε, «Όμως, θα συνεχίσω να έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα».

Η κοπέλα έγνεψε θετικά, στρέφοντας πάλι το βλέμμα μπροστά.

Το κουτάβι στα χέρια της έβγαλε ένα ελαφρύ μουγκρητό, αλλά δεν ανησύχησε αφού αμέσως πρόσεξε ότι εκείνο κοιμόταν. Με πλάγιο βλέμμα, είδε τον Αραέλ να κοιτάει το σκυλί κάπως παράξενα, αν και δεν είπε απολύτως τίποτα σχετικά με αυτό. Η θνητή υπέθεσε ότι κάποιος από τους δαίμονες θα του το είχε αναφέρει ήδη, ή ίσως μονάχα να μην τον ενδιέφερε να μάθει.

Πέρασε σχεδόν ένα λεπτό-ή ίσως περισσότερα-απόλυτης σιωπής. Μία άβολη και φορτωμένη σιωπή. Ήξερε ότι έκανε μικρές προσπάθειες για να ξεκινήσει μια συνομιλία, και πως συμπεριφερόταν με επιφυλακτικό τρόπο, αλλά δεν μπορούσε να το αποφύγει. Δεν με νοιάζει κιόλας. Αλήθεια, δεν τον θέλω κοντά μου αυτή την στιγμή.

Ήταν έτοιμη να γυρίσει προς το μέρος του για να τον χαιρετήσει και να φύγει, όταν ο Αραέλ μίλησε:

«Κατρίνα...» μουρμούρισε σιγανά, σχεδόν προσεκτικά. Τον κοίταξε περιμένοντας να συνεχίσει, ενώ εκείνος πίεσε τα χείλη. Γύρισε προς το μέρος της την στιγμή που το κορίτσι ανασήκωσε το ένα φρύδι γεμάτη περιέργεια, «μπορούμε να μιλήσουμε για αυτό που είδες στο πάρτι;»

Δεν είχε συνηθίσει να τον βλέπει...νευρικό; Όχι. Γιατί να ήταν νευρικός; Ήταν συνηθισμένη στο αλαζονικό και γεμάτο σιγουριά ύφος του, που διερωτήθηκε μήπως ερμήνευε λάθος την έκφραση του.

Για μια στιγμή η Σμιθ σούφρωσε τα φρύδια, αλλά μετά χαμήλωσε το κεφάλι στην αντανάκλαση των κτηρίων επάνω στο νερό του ποταμού.

«Δεν χρειάζεται».

Μία φωνή στο κεφάλι της παραπονέθηκε, αλλά την αγνόησε.

«Κατρίνα...» είπε με ένα βραχνό ψίθυρο. Εκείνη γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του, δίχως να μπορεί να αποτρέψει τον εαυτό της από το να νιώσει δυσπιστία καθώς μιλούσε. Τα μάτια του Αραέλ έκλεισαν σφικτά «Η Νάιμα..., εκείνη είπε ότι θα σκότωνε κάθε άνθρωπο σε εκείνο το καταραμένο μέρος...Και εσύ ήσουν εκεί!» άρθρωσε αυτό το τελευταίο με ένα ελαφρύ τρέμουλο στην φωνή του, με πραγματική ανησυχία. Τότε, άνοιξε τα μάτια. Στις γκριζωπές του κόρες πυροδοτούσε ένα ισχυρό και αναπόφευκτο συναίσθημα, ένα που εκείνη δεν ήταν ικανή να αναγνωρίσει «Σκατά, ακόμα κι ο ηλίθιος αδερφός σου βρισκόταν σε εκείνο το μέρος. Δεν μπορούσα να επιτρέψω κάτι τέτοιο. Και να είσαι σίγουρη πως δεν ήταν μια απλή απειλή από μέρους της Νάιμα. Δεν της είναι καθόλου δύσκολο να εξολοθρεύσει θνητούς, Κατρίνα» είπε με σιγουριά, κουνώντας το κεφάλι αρνητικά, με μία σοβαρότητα χαραγμένη στην έκφρασή του «Εκείνη θα τους σκότωνε όλους αν δεν...»

«Φτάνει...» ζήτησε, τα βλέφαρα της έκλεισαν μόλις η σκέψη σχηματίστηκε με μία γρήγορη ταχύτητα στο μυαλό της. Κούνησε το κεφάλι για να απομακρύνει τις απαίσιες εικόνες «Κοίτα, Αραέλ, δεν μου χρωστάς καμία εξήγηση. Δεν με νοιάζει τι έγινε, εντάξει;»

Τον κοίταξε και πρόσεξε πως η έκφραση του άλλαξε αμέσως. Τα μάτια του γούρλωσαν από την έκπληξη, για να μισοκλείσουν μετά με καχυποψία.

«Αλήθεια λες;»

«Αλήθεια» έγνεψε θετικά και ο τόνος φωνής ήταν αδύναμος. Δάγκωσε τα χείλη όταν ένιωσε ένα κόμπο στο στομάχι, αλλά ανάγκασε τον εαυτό της να συνεχίσει «Στην πραγματικότητα..., με βοήθησε να καταλάβω ότι αυτό πρέπει να σταματήσει».

Η καχυποψία στην έκφραση του εξαφανίστηκε, και τότε η ανησυχία κατέκτησε το πρόσωπό του.

«Τι ακριβώς πρέπει να σταματήσει;»

«Αυτό...» μουρμούρισε, χαμηλώνοντας το βλέμμα και με μία κίνηση χεριού έδειξε εκείνο και την ίδια «Αυτό που συνέβαινε μεταξύ μας. Εγώ πρέπει να...»

«Τι;» την διέκοψε απότομα «Αλλά αφού... μόλις σου εξήγησα...!» Πίεσε τα χείλη. Πέρασε τα χέρια από το πρόσωπο και τα μαλλιά, και η κοπέλα μπόρεσε να ανιχνεύσει πώς η εξόργιση άρχιζε να γίνεται φανερή στην έκφραση του «Κατρίνα, γαμώ την Κόλαση μου, δεν σήμανε τίποτα, εντάξει; Ήταν μόνο...»

«Ήταν μόνο ένα φιλί» ψιθύρισε.

Τον είδε να κλείνει τα χέρια σε γροθιές. Με τόση δύναμη, που άρχισαν να τρέμουν, λες και μετά βίας άντεχε να μην χτυπήσει οτιδήποτε βρισκόταν μπροστά του. Τα βλέφαρά του ενώθηκαν και ταυτοχρόνως έπαιρνε μια βαθιά ανάσα από τη μύτη.

«Κοίτα» αναστέναξε, αφήνοντας τον αέρα να βγει από τους πνεύμονες και για ακόμη μια φορά κοίταξε το κορίτσι, «δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει να στο πω αυτό, αλλά θα το κάνω» Η αυστηρή έκφραση του βούλιαξε και στην επιφάνεια μία αμφιβολία έκανε την εμφάνιση της. Ωστόσο, πίεσε τα χείλη με αποφασιστικότητα και συνέχισε: «Η Νάιμα και εγώ...Πριν πολύ καιρό, είχαμε κάτι. Ήταν τόσο σύντομο που ποτέ δεν έφτασε να σημάνει κάτι για μένα, μονάχα βλεπόμασταν για να...» Σταμάτησε απότομα όταν η Κατρίνα σήκωσε το ένα χέρι.

Ήξερε ότι ήθελε να της εξηγήσει. Θα της επιβεβαίωνε κάτι το οποίο η ίδια είχε ήδη προαισθανθεί, αλλά που, παρόλα αυτά, δεν ήθελε να ακούσει. Κούνησε το κεφάλι αριστερά-δεξιά.

«Δεν θέλω να ξέρω» απάντησε σηκώνοντας τα μάτια, εντελώς πεπεισμένη για αυτό «Δεν με ενδιαφέρει. Ό,τι κι να συνέβη μεταξύ σας...είναι δικό σου θέμα, καταλαβαίνεις; Δεν έχει καμία σχέση με αυτό που στα αλήθεια έχει σημασία εδώ. Εγώ...θέλω να είμαστε όπως πριν. Θέλω όλο αυτό μεταξύ μας να υπάρχει μόνο κι μόνο για να ανακαλύψετε γιατί στο καλό εσείς δεν μπορείτε να δείτε την ψυχή μου, ούτε να ακούσετε τις σκέψεις μου, και για να μάθετε αν υπάρχει τρόπος να το αποτρέψουμε ώστε όλο αυτό να τελειώσει επιτέλους».

Το στόμα του άνοιξε ελαφρά, και η έκφραση του ταράχτηκε.

«Όμως...» είπε σιγανά, συνοφρυωμένος «Δεν το καταλαβαίνω...»

«Είχες ένα σαφή στόχο στην αρχή, έτσι;» τον διέκοψε «Συγκεντρώσου σε αυτόν τότε».

Τον είδε να σφίγγει τις γροθιές.

«Αλήθεια τώρα, το κάνεις αυτό επειδή της έδωσα ένα ασήμαντο φιλί;» ξεστόμισε.

Για κάποιο λόγο, μόλις το άκουσε αυτό ήταν σα να ένιωσε ένα τσίμπημα στο στήθος. Αλλά, περιέργως, ένα κοφτό γέλιο γεμάτο πικρία βγήκε από τα χείλη της. Εκείνος έγειρε το κεφάλι ελαφρά προς την μια μεριά, με τη σύγχυση χαραγμένη στα χαρακτηριστικά του.

«Δεν είναι μονάχα αυτό» είπε με ένα βραχνό ψίθυρο «Αραέλ, εσύ...που να πάρει, σημάδεψες την ψυχή μου, για όνομα του Θεού...» Και μόνο τότε, λες και πρόσφατα είχε καταλάβει τι στο καλό έκανε, ψιθύρισε περισσότερο για τον εαυτό της: «Χριστέ μου, τι σκεφτόμουν;»

«Σου το εξήγησα στο δάσος!» ξεστόμισε απότομα, κάπως ταραγμένος. Η ανάσα του επίσης επιτάχυνε από την οργή η οποία άρχιζε να κάνει την εμφάνιση της «Σου είπα γιατί στο διάολο το έκανα! Ήταν το μόνο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, εγώ...» Η οργή του μειώθηκε, και η ανασφάλεια κατάκτησε τον τόνο του «Ήταν ένας τρόπος για να σε προστατεύσω».

Η Σμιθ κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

«Και, ακόμη κι έτσι...»

Αναστέναξε βαθιά, για να περάσει μετά τα χέρια από τα μαλλιά του, απελπισμένος. Έκλεισε τα μάτια την ίδια στιγμή που έσφιγγε πάλι τις γροθιές.

«Κατρίνα, σε παρακαλώ» Η λέξη βγήκε με δυσκολία από τα χείλη του, λες και μόνο που τις πρόφερε ήταν μία τρομερή προσπάθεια, ανυπόφορη για εκείνον. Άνοιξε τα μάτια, και σε αυτά η θνητή μπόρεσε να προσέξει κάτι αβυσσαλέο και καταστροφικό, αλλά που ήταν ανίκανη να καταλάβει τι ήταν ακριβώς «Σε παρακαλώ...»

Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί φαίνεται...σαν στα αλήθεια να τον επηρεάζει;

«Όχι...» Δεν μπόρεσε να το αποτρέψει. Η φωνή της έσβησε, και εκεί τον έκανε να καταλάβει πόσο συντετριμμένη ένιωθε «Δεν θέλω να το κάνω. Ε-εγώ...» θρόισε και καθάρισε τον λαιμό για να μιλήσει πιο δυνατά «Τα παιδιά και εσύ να με ψάξετε μόνο όταν είναι αναγκαίο, ή αν έχετε νέα από τον Φόραξ. Αν όχι, τότε δεν θέλω να σας βλέπω».

Το μπέρδεμα εμφανίστηκε στην έκφραση του, όμως αμέσως έσφιξε το σαγόνι και την κοίταξε όπως το έκανε πριν, όταν μόλις είχαν γνωριστεί: με περιφρόνηση, λες και ένιωθε μία αντιπάθεια για εκείνη.

«Ούτε με εκείνους θες να είσαι;» Ένα ειρωνικό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του «Ούτε με τον αγαπημένο σου;»

Της πήρε ένα δευτερόλεπτο για να καταλάβει ότι αναφερόταν για τον Κάλεμπ.

Η κοπέλα χαμήλωσε το βλέμμα ενώ άφηνε ένα κοφτό γέλιο να ξεφύγει από το στόμα. Κούνησε το κεφάλι αργά, κάπως ενοχλημένη και διασκεδάζοντας με το συμπέρασμα του.

«Συμπαθώ πιο πολύ τον Κάλεμπ» ομολόγησε «Και ναι, τον εκτιμώ. Στην πραγματικότητα τον εκτιμώ πολύ, αλλά δεν είναι ο αγαπημένος μου» Χρησιμοποίησε την λίγη θέληση που της απέμενε, και τόλμησε να τον κοιτάξει «Εσύ ήσουν».

Κάτι μέσα της ράγισε με τα ίδια της τα λόγια.

Το πρόσωπό του φάνηκε χλομιάζει. Δεν τον είδε να γουρλώνει τα μάτια ούτε να κάνει οποιαδήποτε άλλη έκφραση, αλλά ούτε θα έμενε να περιμένει για αυτό. Γύρισε από την άλλη πριν να επιτρέψει να συμβεί κάτι άλλο, πριν εκείνος να της απαντούσε ή να την έπειθε να αλλάξει γνώμη. Ήξερε ότι ο Αραέλ μπορούσε να εμφανιστεί μπροστά της αμέσως και να κάνει την απόσταση που η ίδια προσπαθούσε να βάλει μεταξύ τους να ήταν, στο τέλος, ανώφελη.

Όμως δεν το έκανε.

Έσφιξε ανάμεσα στα χέρια της το κουτάβι με τα κόκκινα μάτια, πιέζοντας το επάνω της, σα να αγκάλιαζε ένα αρκουδάκι αντί ένα ζωντανό πλάσμα. Σαν εκείνο να ήταν η παρηγοριά της, καθώς έλεγε στον εαυτό της ότι έκανε το σωστό.

Είχε ανάγκη να το πράξει έτσι. Χρειαζόταν να βάλει μια απόσταση με εκείνους, ειδικά με τον Αραέλ. Επειδή, αν δεν το έκανε, θα πληγωνόταν, περισσότερο απ' όσο μπορούσε να φανταστεί. Ακριβώς όπως αυτό το καταραμένο φιλί την πλήγωσε σε εκείνο το πάρτι.

Και ήταν σίγουρη πως, αν έδινε συνέχεια σε όλο αυτό, θα γίνονταν χειρότερα τα πράγματα. Πολύ χειρότερα.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro