Κεφάλαιο 21
Βλεφάρισε, και, αμφιβάλλοντας για την ίδια την ψυχική της υγεία, επέστρεψε στο παρόν.
Τα θολά σημεία άρχισαν να φεύγουν σιγά σιγά για να της επιτρέψουν να δει την εικόνα που ξεδιπλωνόταν αρκετά μέτρα μακριά της. Για να απεικονίσει την μάχη η οποία προήλθε από την ξανθιά δαίμονα και αυτή με τα μαύρα μαλλιά.
Η αναπνοή και οι παλμοί της καρδιάς της έτρεχαν ανεξέλεγκτοι, τόσο από την περίεργη ανάμνηση όσο από αυτό που παρατήρησε. Δεν ήταν σίγουρη πόση ώρα της πήρε να αντιδράσει, για την ίδια ήταν μονάχα ένα δευτερόλεπτο, αλλά κρίνοντας από το πόσο κατεστραμμένα ήταν τα ρούχα των δύο θηλυκών δαιμόνων, την οδήγησε να πιστέψει πως είχε περάσει αρκετή ώρα και έχασε αρκετές στιγμές από την μάχη. Οι σκληροί χιτώνες των ματιών τους ήταν βαμμένες με κόκκινο χρώμα εξαιτίας του υπερβολικού θυμού, ο οποίος τις κυριαρχούσε. Οι δυο τους φαίνονταν κουρασμένες, αλλά η Νάιμα, η οποία αιμορραγούσε από την μύτη και το στόμα, ήτανε πολύ πιο πληγωμένη. Τα μαλλιά της είχαν χάσει εντελώς το σχήμα τους, τώρα φαινόταν σαν ένα γκριζωπό κουβάρι.
Η Κατρίνα ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι η Άρια θα πολεμούσε. Πάντα την έβλεπε τόσο κομψή, τόσο περιποιημένη και όμορφη. Εκείνη την στιγμή, φάνηκε σαν το πλάσμα που πραγματικά ήτανε όταν άρπαξε την Νάιμα από τον λαιμό και έκανε το κορμί της να συγκρουστεί επάνω στο δέντρο.
«Ά-Άρια...» ψιθύρισε η θνητή.
«Κατρίνα!» Η έκπληξη του Κάλεμπ την έκανε να συνειδητοποιήσει πως εκείνος βρισκόταν δίπλα της, κρατώντας την από τους ώμους. Η Σμιθ κοίταξε τον εαυτό της, μονάχα για να επιβεβαιώσει πως ήτανε καθισμένοι στο έδαφος.
Ο Αραέλ βρισκόταν επίσης δίπλα της, από τα δεξιά, όρθιος, και παρατηρούσε με προσοχή και την μάχη έχοντας μία σοβαρή έκφραση χαραγμένη στο πρόσωπό του. Χαμήλωσε το κεφάλι και κοίταξε το κορίτσι, αλλά εκείνη επέστρεψε το βλέμμα προς τις δύο δαίμονες. Ένιωθε ότι έπρεπε να ανησυχεί για την Άρια. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο οι γροθιές της συγκρούονταν με το πρόσωπο της Νάιμα, και που εκείνη δεν φαινόταν να έχει ιδέα πώς να υπερασπιστεί τον εαυτό της, έδωσε στην Κατρίνα να καταλάβει ότι η δαίμονας με τα μωβ μάτια ήταν πολύ πιο δυνατή απ' ότι έδειχνε.
Ή ίσως η Νάιμα να ήταν κακή μαχήτρια και η Άρια το εκμεταλλευόταν αυτό.
«Γιατί....δεν την βοηθάτε;» τους ρώτησε με σιγανή φωνή, δίχως να κοιτάξει κανένα από τους δυο.
«Η Άρια μπορεί μόνη της» της απάντησε ο Κάλεμπ.
«Γαμώ το κέρατο σου ηλίθια!» φώναξε η Νάιμα ενώ βρισκόταν στο έδαφος, γυρνώντας για να μπορέσει να σηκωθεί. Έφτυσε ένα μαύρο και πυκνό υγρό. Η Άρια την πλησίασε και την τράβηξε απ' τα μαλλιά. Το πρόσωπο της δαίμονα τραβήχτηκε σε ένα μορφασμό πόνου «Φτάνει!»
«Τι σου συμβαίνει, όμορφη;» ρώτησε λαχανιασμένη, αλλά ακόμη κι έτσι ένα πονηρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της «Κουράστηκες ήδη; Δεν θες να συνεχίσουμε το παιχνίδι, Νάιμα;»
Μετά βίας σηκώθηκε, με όλο το κορμί της να τρέμει και τα μάτια μισόκλειστα, καρφωμένα στην Άρια.
«Δεν μπορείτε να προστατεύετε εκείνο το φρικιό από εμάς» είπε μέσα από τα δόντια της, με ένα θυμωμένο τόνο.
«Αυτό δεν είναι δική σου υπόθεση» μουρμούρισε η δαίμονας με τα μωβ μάτια, και σήκωσε την γροθιά στον αέρα για ακόμη μια φορά.
Το στομάχι της θνητής σφίχτηκε όταν αντίκρυσε εκείνη την εικόνα, την ίδια στιγμή που ένιωθε τα χέρια του Κάλεμπ να σφίγγουν λίγο περισσότερο τους ώμους της σα να προσπαθούσε να την προστατεύσει.
«Καλά, καλά!» σήκωσε τα χέρια για να καλύψει το πρόσωπό της «Δεν θα αγγίξω το κορίτσι! Αλλά άφησε με να φύγω, που να πάρει!»
«Δεν θέλω να μάθω ότι ακόμη τριγυρνάς εδώ γύρω, βλαμμένη» την προειδοποίησε εκείνη με ψυχρό τόνο.
Τότε, ελευθέρωσε την Νάιμα με μία απότομη κίνηση και εκείνη παραπάτησε προς τα πίσω, αλλά δεν κατέληξε πεσμένη στο έδαφος. Παρατήρησε την Άρια με μισόκλειστα μάτια, γεμάτα οργή, και με τα χέρια έφτιαξε το κόκκινο φόρεμά της, του οποίου το ύφασμα ήταν βρώμικο και γδαρμένο σε κάποια σημεία, αφήνοντας εκτεθειμένο το πληγωμένο από χτυπήματα και γρατζουνιές δέρμα της.
«Δεν ανήκετε σε αυτό το μέρος, και το ξέρετε» είπε η Νάιμα, με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη «Αργά ή γρήγορα, θα επιστρέψετε εκεί».
Η περιέργεια διέσχισε τον εγκέφαλο της όταν είδε την αλλαγή στο πρόσωπο της Άριας. Η έκφραση της, που προηγουμένως ήτανε γεμάτη από αυτοπεποίθηση, εξασθένισε και έσφιξε το σαγόνι. Δίπλα στην Κατρίνα, οι δύο δαίμονες επίσης φάνηκαν να αντιδρούν στα λόγια της, αλλά δεν ήταν κι απολύτως σίγουρη.
Η Νάιμα οπισθοχώρησε μερικά βήματα από την δαίμονα με τα μωβ μάτια, η οποία την σταμάτησε. Κατεύθυνε ένα τελευταίο βλέμμα με εκείνα τα παράξενα μάτια προς τον Αραέλ, και μετά στον Κάλεμπ, πριν να μετατρέψει το τραυματισμένο της σώμα σε ένα πυκνό μαύρο καπνό. Εκείνη την στιγμή, εκείνη η ανυπόφορη ψυχρή και βαριά παρουσία που φόρτωνε την ατμόσφαιρα εξαφανίστηκε μαζί της.
Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από το στόμα της Σμιθ, κάτι το οποίο δεν κατάφερε να την κάνει να χαλαρώσει, και τοποθέτησε τα χέρια επάνω στο έδαφος. Κατά κάποιο τρόπο, το γεγονός πως είχε φύγει μονάχα αυτό επιτάχυνε την ανησυχία της.
Η Άρια έπεσε στα γόνατα και έδωσε ένα χτύπημα στο δάπεδο, λες και οι γροθιές που έδωσε στην δαίμονα δεν έφτασαν για να απαλλαχτεί από την οργή.
«Βλαμμένη...» είπε μέσα από τα δόντια της, αναφερόμενη στην Νάιμα «Αν εκείνη δεν ήταν τόσο γνωστή, ορκίζομαι ότι...» Η πρόταση της διακόπηκε από ένα μουγκρητό που ξέφυγε από το στόμα της.
«Για...γιατί την άφησες να φύγει;» Η φωνή της βγήκε με ένα αδύνατο ψίθυρο.
«Κατρίνα, η Νάιμα είναι κάποια με πολύ επιρροή στην Κόλαση» απάντησε ο Αραέλ αντί η δαίμονας «Δεν μπορούμε έτσι απλά να την εξαφανίσουμε. Αυτό θα προκαλούσε αρκετή ταραχή».
«Και το γεγονός πως την χτυπήσατε, δεν θα προκαλέσει ταραχή;» ρώτησε με πικρία, δίχως να τολμήσει να σηκώσει το βλέμμα επάνω του.
«Όχι τόσο όσο νομίζεις» παρενέβη η Άρια καθώς σηκωνόταν απρόθυμα και καθάριζε με τα χέρια το φόρεμα της.
Δίπλα της, ο Κάλεμπ επίσης αναστέναξε. Η Σμιθ γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του, αλλά τα μάτια του ήταν κλειστά. Δεν ήταν τραυματισμένος, τίποτα επάνω του δεν έδειχνε πως είχε λάβει μέρος στην μάχη.
«Εκείνη δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για σένα» είπε σκεπτικός, περισσότερο για τον ίδιο «Ήθελε απλώς να σε...εξαλείψει».
Τον κοίταξε συνοφρυωμένη.
«Είσαι καλά, Κάλεμπ;» θέλησε να μάθει.
Εκείνος άνοιξε τα μάτια απότομα για να την κοιτάξει, με μία έκφραση μπερδέματος.
«Έχω ένα φοβερό πονοκέφαλο» Τα φρύδια του έσμιξαν «Και εσύ πώς είσαι;»
«Το ίδιο».
Μονάχα τότε η Κατρίνα πρόσεξε ότι το κούτελό της ήτανε βρεγμένο. Άγγιξε με προσοχή το σημείο όπου έλαβε το χτύπημα, και όταν είδε το χέρι της κατάλαβε ότι ήτανε αίμα.
«Ηλίθια» την επίπληξε η Άρια καθώς πλησίαζε προς το μέρος τους. Μία ανακούφιση την κατέκλυσε όταν πρόσεξε ότι τα μάτια της είχαν επιστρέψει στην φυσιολογική τους κατάσταση, «παραλίγο να σου σπάσουνε το κεφάλι. Τι σκατά σκεφτόσουν όταν προσπάθησες να χτυπήσεις ένα δαίμονα;»
Το κορίτσι έκλεισε τα μάτια, γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω. Πονούσε απερίγραπτα και της φαινόταν βαρετό, λες και της το είχαν αντικαταστήσει με ένα τσιμεντόλιθο..
«Δεν ξέρω» παραδέχτηκε με ένα ψίθυρο.
«Να σου δώσω και εσένα μία γροθιά;» συνέχισε εκείνη. Ο τόνος της ήταν γεμάτος επίπληξη, αλλά ταυτοχρόνως απαλός και ταραγμένος.
Η Κατρίνα κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Κάποιος θα μπορούσε να μου κάνει τη χάρη να δει αν η Νοέλια είναι καλά;» ψιθύρισε για να αλλάξει θέμα. Το λιγότερο που ήθελε αυτή την στιγμή ήταν μία επίπληξη «Την άφησαν μόνη σε εκείνο το πάρτι...»
«Όλα είναι μια χαρά εκεί» είπε ο Αραέλ με σιγουριά. Η φωνή του τραχιά, σα να συγκρατούσε τον θυμό του ή οτιδήποτε άλλο συναίσθημα.
«Σε παρακαλώ» ψέλλισε, πιέζοντας τα βλέφαρα με δύναμη όταν ένιωσε ένα δυνατό τσίμπημα στους κροτάφους, «είναι και ο αδερφός μου εκεί...»
«Κατρίνα» παρενέβη η Άρια, «δεν είσαι πώς κατέληξε εκείνη η τύπισσα; Τώρα πρέπει να βρίσκεται κουλουριασμένη σε μία γωνιά, κλαίγοντας. Μείνει ήσυχη, δεν θα συμβεί τίποτα σε εκείνους».
«Όμως κι ο Φόραξ βρισκόταν εκεί» επέμεινε.
Η δαίμονας αναστέναξε με πλήξη.
«Θα πάω να δω εγώ αν είναι καλά» προσφέρθηκε ο Κάλεμπ.
Όταν το άκουσε αυτό, ένιωσε ανακούφιση. Έκανε μία προσπάθεια να σηκώσει τα μάτια προς το μέρος του, και του χάρισε ένα μικρό χαμόγελο.
«Ευχαριστώ» ψιθύρισε.
Εκείνος έγνεψε θετικά και σηκώθηκε όρθιος.
«Α, και, Κατρίνα;» μουρμούρισε σιγανά «Σου ζητάω να μην με υπερασπιστείς ποτέ ξανά».
Κατάπιε με δυσκολία και απλά έγνεψε θετικά.
Στη συνέχεια, η ψηλή φιγούρα του δαίμονα με τα πορτοκαλί μάτια εξαφανίστηκε από μπροστά της, αφήνοντας πίσω του τον σκοτεινό καπνό που σύντομα διαλύθηκε.
Άρχισε να σηκώνεται όρθια με προσοχή. Ο Αραέλ προσφέρθηκε να την βοηθήσει τείνοντας το χέρι προς το μέρος της, αλλά το κοίταξε συνοφρυωμένη. Τον είδε να ανασηκώνει τα φρύδια, και στο τέλος δέχτηκε την βοήθεια του, μονάχα για να αφήσει απότομα το χέρι του όταν κατάφερε να σηκωθεί. Με πλάγιο βλέμμα είδε την έκφραση του να αλλάζει, αλλά δεν έδωσε σημασία.
«Πρέπει να σου θεραπεύσουμε αυτή την πληγή» τον άκουσε να της λέει.
«Είμαι καλά» μουρμούρισε απρόθυμα «Δεν είναι κάτι το σοβαρό. Θα το κάνω μόνη μου όταν πάω σπίτι».
«Θα σταματήσεις να λες μαλακίες;» ρώτησε μέσα από τα δόντια του και έτεινε το χέρι προς το μέρος της, αλλά αυτή την φορά η θνητή απομακρύνθηκε.
«Είπα: είμαι καλά» είπε ψέματα, με μία φωνή που δεν αναγνώρισε σαν δική της. Ακούστηκε αρκετά βραχνή. Αρκετά φορτωμένη με συναισθήματα...
Δεν ήξερε τι είδε το πλάσμα στο πρόσωπο της που, για μια στιγμή, έκανε την σοβαρή έκφραση του να αλλάξει σε μία έκφραση έκπληξης, όμως γρήγορα την ανάκτησε.
«Κατρίνα, θα έπρεπε να πας να ξεκουραστείς» έκρινε η Άρια.
Πραγματικά, πονούσε τόσο πολύ και ήταν επίσης κουρασμένη, που το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει και να ξεχάσει αυτό που είδε. Ωστόσο, επίσης είχε ένα ανεμοστρόβιλο σκέψεων ο οποίος βασάνιζε την ψυχή της, και δεν ήξερε αν εκείνες οι σκέψεις έφταιγαν για τον πονοκέφαλο.
«Δεν θέλω να πάω ακόμη σπίτι».
«Αυτό δεν είναι κάτι συζητήσιμο» παρενέβη ο Αραέλ, σκυθρωπός «Θα σε πάρω μέχρι το σπίτι σου».
Κάρφωσε τα μάτια στο δάπεδο για να αποφύγει το βλέμμα του.
«Δεν θα το προτιμούσα».
«Βρε κορίτσι μου, άφησε τη ζήλεια για άλλη φορά» απάντησε η δαίμονας, αν και ακούστηκε δεν ακούστηκε καθόλου αυστηρή «Τώρα πήγαινε σπίτι σου».
«Τι ζήλεια;» μίλησε κοφτά.
«Καλά, χαλάρωσε» είπε η Άρια, με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη «Διάολε, η ατμόσφαιρα έγινε βαρετή, έτσι δεν είναι;»
Η Σμιθ ανέπνευσε βαθιά. Άγγιξε με το ένα χέρι το κεφάλι, λες και θα της έπεφτε ανά πάσα στιγμή. Ο πόνος ήτανε επίμονος, έντονος και της είχε κάπως ταραγμένη, παρόλα αυτά δεν ήθελε η Άρια να φύγει. Μετά από όλα αυτά που συνέβησαν, το λιγότερο που ήθελε ήτανε να μείνει μόνη με εκείνον.
Άρπαξε το χέρι της δαίμονα. Εκείνη γούρλωσε τα μάτια και ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα άρχισε να λούζει το κούτελό της.
«Θέλω να φύγω μαζί σου» ζήτησε, νιώθοντας πώς το αίμα τύλιγε το πρόσωπό της. Ξέρω ότι έχω ακουστεί σαν ένα απελπισμένο κοριτσάκι, αλλά δεν με ενδιέφερε.
Οι μωβ κόρες των ματιών εξέτασαν με πολλή προσοχή την έκφραση της.
«Κατρίνα, η Άρια είναι εξαντλημένη» είπε ο Αραέλ «Εγώ θα σε πάω...»
«Όχι» τον διέκοψε το θηλυκό πλάσμα, κοιτώντας τον στα μάτια «Είμαι καλά, εγώ θα την συνοδεύσω. Ήταν μία δύσκολη μέρα για όλους. Πήγαινε, εγώ αναλαμβάνω» Του χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο και τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο.
Ο Αραέλ την κοίταξε μπερδεμένος για λίγα δευτερόλεπτα. Η κοπέλα δεν γνώριζε ποια ήταν η επόμενη του έκφραση, αφού χαμήλωσε το βλέμμα για να μην τον κοιτάει. Ήταν σίγουρη όμως ότι η δαίμονας του ψιθύρισε κάτι, τόσο σιγανά που ούτε η Σμιθ, που βρισκόταν πιο κοντά της, δεν μπόρεσε να ακούσει.
Τότε, ένιωσε την παρουσία του να εξαφανίζεται από εκείνο το μέρος. Και ήταν μία πολύ περίεργη αίσθηση, σαν κάτι μέσα της να είχε ταραχτεί για, αμέσως μετά, να νιώσει ένα οξύ τσίμπημα.
Το χέρι της Άριας άγγιξε το κούτελό της και εκείνη τινάχτηκε.
«Έχεις σκληρό κεφάλι, Κατρίνα» Δεν ξέρω αν αυτό το είπε για αστείο, ή με έκπληξη «Το καλό είναι ότι δεν νομίζω να χρειάζεσαι ράψιμο».
«Και τώρα τι;» ρώτησε, αγνοώντας εντελώς την πληγή της.
Τα φρύδια της δαίμονα σούφρωσαν. Ωστόσο, κατάλαβε σε τι αναφερόταν.
«Δεν έχω ιδέα» ψιθύρισε.
«Έχω βαρεθεί όλη αυτή την κατάσταση» απάντησε το κορίτσι, με σφιγμένο σαγόνι «Μισώ να μην γνωρίζω τι πρέπει να κάνω. Να μην γνωρίζω να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου από εκείνους...»
«Για αυτό είμαστε εμείς εδώ» Ο τόνος της προσπάθησε να ήταν ενθαρρυντικός, αλλά δεν τα κατάφερε. Ακόμη κι έτσι, της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο «Πάντως, έδωσες ένα καλό χτύπημα σε εκείνη την ηλίθια».
«Ναι..., και επίσης κατάφερα παραλίγο να μου ραγίσει το κρανίο».
«Κατρίνα...» δεν ήξερε τι να πει.
Η θνητή αναστέναξε για ακόμη μια φορά, και το πλάσμα τύλιξε το μπράτσο γύρω από τη μέση της για να της δώσει στήριξη. Άρχισαν να προχωράνε δίχως να βιάζονται.
Έβγαλε το κινητό όταν το ένιωσε να δονείτε, και άνοιξε το μήνυμα της Νοέλιας. Σούφρωσε τα φρύδια, παραξενευμένη, αφού δεν ήτανε από εκείνα τα μηνύματα που συνήθιζε να στέλνει, με περισσότερο από είκοσι λέξεις.
Μονάχα ήταν δύο λέξεις: Είμαι καλά.
Δεν ήξερε τι να σκεφτεί σχετικά με αυτό. Μήπως είχε ενοχληθεί; Της φάνηκε ένα απλό μήνυμα στο τέλος, αν και ένιωσε ένα τσίμπημα ανησυχίας, αλλά δεν γνώριζε τον ακριβή λόγο. Ήταν σαν ένα... προαίσθημα.
«Πάμε, κορίτσι» της είπε η Άρια με απαλό τόνο, που της φάνηκε περίεργα μητρικός «Ας ψάξουμε ένα καταραμένο ταξί».
Η δαίμονας την κατεύθυνε από το ίδιο χωματόδρομο που είχε περπατήσει ο Κάλεμπ, αλλά αυτή την φορά ήταν με αργό ρυθμό, σα να είχαν όλη την ημέρα μπροστά τους.
Η νύχτα τελείωσε εντελώς διαφορετικά απ' όσο άρχισε.
Αν και ποτέ δεν θα σκεφτόταν ότι ο Αραέλ θα πήγαινε σε εκείνο το πάρτι, το γεγονός ότι τον είδε εκεί την είχε ενθουσιάσει αρκετά. Και τώρα το μετάνιωνε. Δεν μπόρεσε να μην διερωτηθεί αν αυτό που συνέβη θα μπορούσε να το αποφύγει αν εκείνος δεν εμφανιζόταν εκεί. Ή αν, αντιθέτως, ίσως, να γίνονταν χειρότερα τα πράγματα.
Ένα άγνωστο βάρος στο στήθος άρχισε να την απελπίζει, και ξαφνικά ένιωσε πως δεν μπορούσε να αναπνεύσει με ευκολία. Η Άρια αυτό το πρόσεξε και τοποθέτησε ένα χέρι επάνω στην πλάτη της ενώ σταματούσαν στη μέση του πεζοδρομίου. Η Κατρίνα είχε αρκετά συσσωρευμένα πράγματα μέσα της, τόσα που δεν ήξερε να ξεχωρίσει το κάθε ένα από τα συναισθήματα τα οποία δυσκόλευαν την αναπνοή της, και που προκαλούσαν ένα επώδυνο σφίξιμο στην καρδιά.
«Ανάπνευσε, Κατρίνα».
«Άρια...» ψιθύρισε. Εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι μέχρι που τα βλέμματα τους συναντήθηκαν, αλλά τότε δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. Δεν ήταν σίγουρη αν στα αλήθεια ήθελε να κάνει εκείνη την ερώτηση, ή αν ήθελε να ακούσει την απάντηση. Τα μωβ μάτια εξέτασαν την θνητή, σα να έψαχναν κάτι, ή ίσως για να της δώσει το θάρρος να συνεχίσει «Πιστεύεις ότι ήταν κάτι ηλίθιο που σκέφτηκα, για μια στιγμή, ότι εκείνος και εγώ θα μπορούσαμε...;» Ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό, και δεν μπόρεσε να συνεχίσει.
Το πρόσωπό της υιοθέτησε μία απαλή έκφραση. Το χαμόγελο που εμφανίστηκε στα χείλη, γεμάτο με νοσταλγία, έφερνε μαζί του και μία ακόμη έκφραση, η οποία μονάχα την έκανε να νιώσει πιο ταπεινωμένη. Δεν ήτανε ένα μικρό κοριτσάκι, και δεν έπρεπε να ρωτάει τέτοια πράγματα.
Είχε σκεφτεί ότι όλα πήγαιναν στα αλήθεια μια χαρά. Είχε σκεφτεί, αφελώς, πως μπορούσε να κάνει στην άκρη τις διαφορές τους. Πως μπορούσε να αγνοήσει το ότι ήτανε ένας δαίμονας δίχως συναισθήματα, πως ήταν επίσης η ίδια προσωποποίηση του κακού, και πως ξεχνούσε ότι εκείνη δεν ήτανε κάτι άλλο πέρα από μία ασήμαντη θνητή.
Ήταν κάτι πολύ χαζό.
Η Άρια δεν απάντησε. Μονάχα έμεινε να την κοιτάει, και η Σμιθ κατάλαβε ότι τα μάτια της είχαν αρχίσει να βουρκώνουν. Έκλεισε τα βλέφαρα με δύναμη, σε μία προσπάθεια να μην κλάψει...Όμως δεν μπόρεσε. Όσο κι να ήθελε, δεν τα κατάφερε. Περιφρονώντας την αξιοπρέπεια της, τα καυτά δάκρυα γλίστρησαν στα μάγουλά της. Η δαίμονας κατεύθυνε το κεφάλι της Κατρίνας μέχρι τον ώμο της.
Νιώθω τόσο αδύναμη, πληγωμένη τόσο στο κορμί όσο και στη ψυχή.
Τύλιξε τα χέρια γύρω της. Η επαφή της, η αγκαλιά που της έδωσε, αν και εκείνη ήταν ένα πλάσμα της Κόλασης, ένα ον το οποίο υποτίθεται ότι δεν ήταν κάτι άλλο πέρα από κακία, την κράτησε μέσα στα χέρια της και απέτρεψε τα κομμάτια που απειλούσαν να σπάσουν μέσα της να παραμείνουν ενωμένα.
Τουλάχιστον, για ακόμη λίγο καιρό.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro