Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 20

Θέλω να την σκοτώσεις...

Το αίμα στο κορμί της έφτασε μέχρι τα πόδια της. Η συντριπτική ζέστη διασκορπίστηκε και μονάχα μπόρεσε να νιώσει το κρύο που την περιέβαλε.

«Νάιμα...» είπε εκείνος με κομμένη την ανάσα.

«Κάλεμπ, δεν θέλω να το επαναλάβω».

Πρόσεξε πως η αναπνοή του δαίμονα είχε αρχίσει να επιταχύνει.

«Σε παρακαλώ, Νάιμα» ψιθύρισε, τόσο σιγανά που μόλις μπόρεσε να τον ακούσει «Αυτή όχι, σε εκλιπαρώ».

«Θα με παρακούσεις;»

Η δαίμονας μισόκλεισε τα μάτια προς κατεύθυνση του, συνοφρυωμένη και με τα χέρια κλειστά σε γροθιές. Και, εκείνη την στιγμή, ο Κάλεμπ άρπαξε το κεφάλι λες και, από το πουθενά, είχε εμφανιστεί μία φοβερή ημικρανία.

Εκείνος έγειρε προς τα εμπρός και άρθρωσε ένα γρύλισμα πόνου.

«Κάλεμπ!» Η κοπέλα τρόμαξε. Τοποθέτησε ένα χέρι επάνω στον ώμο του, αλλά εκείνος ταρακουνήθηκε απότομα. Άκουσε τον ήχο του γέλιου της, και η Κατρίνα σήκωσε το βλέμμα προς το μέρος της δαίμονα «Είσαι μία...» απάντησε μέσα από τα δόντια της, ρίχνοντας της ένα δολοφονικό βλέμμα. Ωστόσο, εκείνος πιάστηκε από το μπράτσο της με δύναμη και την διέκοψε. Το χέρι του την έσφιξε τόσο που πραγματικά άρχισε να την πονάει. Από τα χείλη της Σμιθ ξέφυγε μία κραυγή πόνου καθώς προσπαθούσε να ελευθερωθεί από το κράτημά του «Ά-άκουσε με...»

Δεν φάνηκε να την ακούει. Πίεσε το σαγόνι έχοντας τα μάτια κλειστά, κρατώντας το κεφάλι του λες και πονούσε πολύ, και με το άλλο έσφιγγε το μπράτσο της.

Τότε, έπνιξε την επόμενη κραυγή. Εκείνος ο ήχος, που για την ίδια ήταν διαπεραστικός, για την Νάιμα ήταν σα να της είχαν πει ένα αστείο.

«Κάλεμπ!» φώναξε «Άκουσε με! Πρέπει να αντιδράσεις!» Τον είδε να καταπίνει με δυσκολία, ακόμη με τα βλέφαρα κλειστά «Σε παρακαλώ, Κάλεμπ, μην την ακούς» ικέτευσε, αλλά εκείνος έδινε την εντύπωση πως ήταν ανίκανος να δώσει προσοχή στα λόγια της «Πρέπει να με αφήσεις, πρέπει να αντιδράσεις».

«Δεν...μπορώ...» της είπε μετά βίας, με σφιγμένα δόντια και με όλο το πρόσωπό τραβηγμένο από πόνο.

«Ναι, φυσικά μπορείς» επέμεινε με σιγανό τόνο φωνής «Εκείνη είναι υπεύθυνη για το ότι βρίσκεσαι εδώ, για αυτό που είσαι».

«Τ-της...χρωστάω...»

«Δεν της χρωστάς τίποτα!» τον διέκοψε «Δεν είσαι ένα σκλάβος. Ούτε εκείνης, ούτε του Αραέλ. Κανενός! Μπορείς να πάρεις μία απόφαση από μόνος σου!»

«Φτάνει!» μίλησε το θηλυκό πλάσμα, με ένα αυταρχικό τόνο «Κάλεμπ, είναι μία γαμημένη διαταγή. Θέλω να σκοτώσεις την Κατρίνα. !ΤΩΡΑ!»

Ο δαίμονας δίπλα στην θνητή έβγαλε από το στόμα του ακόμα μία κοφτή κραυγή, την ίδια στιγμή που τύλιγε το μπράτσο του με πιο πολύ δύναμη από πριν.

«Κάλεμπ, σε παρακαλώ...» ήταν αρκετά αναστατωμένη.

Το πλάσμα έσκυψε μέχρι το ένα γόνατο του να αγγίξει το έδαφος, αναγκάζοντας έτσι την Κατρίνα να κάνει το ίδιο. Άνοιξε τα πορτοκαλί του μάτια, τα οποία φαίνονταν να λάμπουν με μία οργή που ποτέ δεν είχε δει σε αυτόν. Και, παρόλα αυτά, η κοπέλα μπόρεσε να αντιληφθεί μέσα σε αυτά την μάχη που είχε αρχίσει μέσα του.

Έπρεπε να καλέσει εκείνη την συγκεκριμένη πλευρά του.

«Μην την υπακούσεις, δεν είσαι αναγκασμένος να το κάνεις» είπε με ένα ψίθυρο «Μπορείς να πάρεις τις δικές σου αποφάσεις, δεν πρέπει να υπακούς κανένα, Κάλεμπ. Δεν της χρωστάς απολύτως τίποτα, εσύ δεν ζήτησες να είσαι αυτό που εκείνη σε μεταμόρφωσε. Το μόνο που πρέπει να ακούς είναι τον εαυτό σου».

Οι κόρες των ματιών του καρφώθηκαν στα δικά της, και τότε τα φρύδια του έσμιξαν σε μία έκφραση βαθιάς σύγχυσης. Η θνητή έκλεισε τα μάτια όταν δεν ένιωθε πια πόνο. Ο Κάλεμπ είχε τόση δύναμη που, για ένα δευτερόλεπτο, εκείνη νόμιζε πως θα της έσπαγε το χέρι. Από τα χείλη της ξέφυγε ένας αναστεναγμός ενώ ένιωθε πώς τα δάκρυα της συσσωρεύονταν κάτω από τα βλέφαρά της. Άρχισε να αμφιβάλλει αν στην πραγματικότητα ο δαίμονας την άκουγε, ή αν ήταν ικανός να παραβιάσει την εντολή της δαίμονας.

Μέχρι τώρα, δεν είχε ιδέα ότι εκείνος μοιραζόταν ένα δεσμό τόσο μανιώδη σαν κι αυτόν που η Νάιμα ανέφερε, αλλά φαινόταν να είναι κάτι το αναμφισβήτητο. Αν εκείνη ήταν η υπεύθυνη του θανάτου της ψυχής του, και για την μετατροπή του σε δαίμονα, τότε ίσως μπορούσε να έχει κάποιου είδους εξουσίας επάνω του.

Πίεσε τα δόντια, με την απελπισία κι την δυσφορία να διαπερνάνε από κάθε μέρος του κορμιού της. Βαθιά μέσα της ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ενάντια στην σωματική του δύναμη. Αν πραγματικά ο Κάλεμπ θα την υπάκουγε, εκείνη ζητούσε από τον Θεό να ήταν κάτι πολύ, πολύ γρήγορο.

Ωστόσο, τα δευτερόλεπτα πέρασαν, και το μόνο που ένιωσε ήταν πώς τα δάκτυλα του που έκοβαν την κυκλοφορία αίματος του μπράτσου της είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν.

Άνοιξε τα βλέφαρα και σήκωσε το βλέμμα. Αμέσως ήρθε αντιμέτωπη με το πρόσωπό του. Η έκφραση του είχε μαλακώσει ελαφρώς, όμως ακόμη ήταν συνοφρυωμένο και με το μαρτύριο να βάφει τα χαρακτηριστικά του.

«Μοιάζεις τόσο στην Λίλη...» είπε με ένα μουρμουρητό.

Η Κατρίνα κατάπιε με δυσκολία. Δεν ήξερε τι να απαντήσει σε αυτό, για αυτό απλά έμεινε να τον κοιτάει. Το μπράτσο της το ένιωσε περίεργο και ένα τσίμπημα έγινε αισθητό όταν εκείνος ελευθέρωσε το κράτημά του.

«Εσύ, άχρηστε μπάσταρδε!» φώναξε η Νάιμα απευθυνόμενη στον Κάλεμπ «Υπάκουσε με αυτή τη στιγμή!» Ο δαίμονας έσφιξε το σαγόνι και για ακόμη μια φορά άγγιξε το κεφάλι του. Στην συνέχεια, το βλέμμα του θηλυκού πλάσματος ταξίδεψε μέχρι το πρόσωπό της, και το ίχνος ενός σκοτεινού συναισθήματος σπινθηροβόλησε στα μάτια της «Εσύ, καταραμένη θνητή...» είπε μέσα από τα δόντια της, με τον θυμό να είναι προφανές στον τόνο της «Τι σκατά του έκανες;»

Το σώμα της διασκορπίστηκε, αφήνοντας στο πέρασμα της τον γνωστό μαύρο καπνό, με αυτό τον τρόπο εξαφανίστηκε από το οπτικό της πεδίο. Η αναταραχή την κατέκλυσε ξαφνικά μόλις κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να την βρει πουθενά.

Όμως, εκείνη την στιγμή, ένα μπράτσο τυλίχτηκε γύρω από τον λαιμό της, κάτι που δυσκόλεψε την αναπνοή της Σμιθ.

Μπροστά της, το μόνο που μπόρεσε η θνητή να δει ήταν το πρόσωπο του Κάλεμπ να μεταμορφώνεται σε μία έκφραση τρόμου.

«Νάιμα» είπε εκείνος με ένα τρομαγμένο ψίθυρο, κοιτώντας την πάνω από το κεφάλι της Κατρίνας, «μην...»

«Σώπα, ανίκανε» ψέλλισε κοντά στο αυτί της, και μετά απευθύνθηκε σε εκείνη: «Ίσως να έχω κάνει λάθος μαζί σου, Κατρίνα. Φαίνεται να έχεις περισσότερη δύναμη από αυτή που δείχνεις» Το κράτημα στον λαιμό της σφίχτηκε ακόμη περισσότερο, και o λάρυγγας της πόνεσε «Και μονάχα για αυτό, δεν θα έπρεπε να υπάρχεις».

Τα μάτια της έκλεισαν από μόνα τους λες και προσπαθούσαν να προστατευτούν. Ένας υπερβολικός φόβος και ένας ανεμοστρόβιλος απελπισίας γοήτευσαν κάθε ένα από τις αισθήσεις τα, και ήταν αδύνατο για εκείνη να σκεφτεί. Οι πνεύμονες της άρχισαν να καίνε ζητώντας οξυγόνο.

Και ακριβώς εκείνη την στιγμή, τον άκουσε:

«Απομάκρυνε τα χέρια σου από εκείνη, Νάιμα».

Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο, και τότε άνοιξε τα βλέφαρα.

Αναγνώρισε εκείνη την φωνή αμέσως.

Τα μάτια της συνάντησαν την επιβλητική φιγούρα του Αραέλ, ο οποίος είχε σκοτεινό βλέμμα και μία έκφραση όπου υπήρχε χαραγμένη η οργή. Και μαζί με εκείνον, η κομψή φιγούρα της Άριας, η οποία είχε μία ανεξιχνίαστη έκφραση.

Ακούστηκε ένα γρύλισμα από μέρους της Νάιμα. Αμέσως, το μπράτσο της έπαψε να σφίγγει τον λαιμό της. Η Σμιθ άνοιξε το στόμα για να πάρει μια βαθιά ανάσα και χάιδεψε το μέρος όπου πριν από λίγο ήταν φυλακισμένο από το χέρι της δαίμονα. Στο επόμενο όμως δευτερόλεπτο, χωρίς να της δώσει χρόνο για τίποτα άλλο, ένα από τα χέρια της άρπαξε τα μαλλιά της με δύναμη και μία κραυγή πόνου ξέφυγε από τα χείλη της θνητής. Την ανάγκασε να οπισθοχωρήσει μαζί της, σα να χρησιμοποιούσε το σώμα της ως ασπίδα.

«Με κοροϊδεύετε έτσι;!» Η Νάιμα γέλασε δύσπιστη «Και εσύ με το μέρος της θνητής, Άρια;»

«Σου αρέσει να ντύνεσαι σαν τσουλάκι, έτσι δεν είναι, Νάιμα;» απάντησε η δαίμονας, χαμογελώντας, καθώς άρχιζε να προχωράει προς το μέρος τους «Καλύψου λιγάκι, δεν καταλαβαίνεις πως μου χαλάς την όραση;»

«Περίμενα περισσότερα από σένα» είπε μέσα από τα δόντια της.

«Απομακρύνσου από το κορίτσι τώρα, αλλιώς σου ορκίζομαι ότι θα το μετανιώσεις, σκύλα» Η έκπληξη εμφανίστηκε στο πρόσωπο της Κατρίνας όταν αισθάνθηκε τον παγερό και απειλητικό τόνο της Άριας.

«Θα το μετανιώσω;» Η Σμιθ μούγκρισε από πόνο όταν ακόμη ένα τράβηγμα στα μαλλιά την ανάγκασε να κάνει μερικά βήματα πίσω «Μην με κάνεις να γελάω!»

Η αναπνοή της επιτάχυνε υπερβολικά. Ήθελε να κάνει κάτι, ήθελε πραγματικά να μπορέσει να της προκαλέσει πόνο, αλλά ήταν σίγουρη πως κάτι τέτοιο ήτανε αδύνατον, πως οποιοδήποτε χτύπημα από μέρους της δεν θα της ήταν αισθητό.

Ένα μουρμουρητό, αλλά αυτή την φορά από τα χείλη της Νάιμα, έφτασε στα αυτιά της Κατρίνας. Ένας βραχνός ήχος που φάνηκε να είναι γεμάτο από οργή.

«Τι συμβαίνει με εσάς;» ρώτησε με ένα τόνο ο οποίος έδειχνε την αναστάτωση της, και αμέσως η Σμιθ μπόρεσε να ανιχνεύσει την επιταχυνόμενη αναπνοή της, λόγω της μικρής απόστασης που τις χώριζε «Δεν σας καταλαβαίνω. Αυτό το πράγμα δεν θα έπρεπε να υπάρχει! Δεν είναι κάτι άλλο πέρα από ένα καταραμένο λάθος. Πηγαίνει ενάντια στη φύση και παρόλα αυτά εσείς την προστατεύεται. Τι στο διάολο σας έκανε; Είναι μία ασήμαντη θνητή! Τίποτα άλλο!»

Υπήρξε μία απότομη κίνηση πίσω της και επιτέλους ελευθερώθηκε από το κράτημα της δαίμονας. Ωστόσο, όταν έκανε στροφή εκατό ογδόντα μοιρών, είδε τον Κάλεμπ να σφίγγει τον λαιμό της Νάιμα. Το πρόσωπο του γεμάτο οργή, που της φάνηκε αγνώριστο, και το θηλυκό πλάσμα του ανταπέδιδε ένα βλέμμα αντιπάθειας.

«Κάλεμπ, όχι!» φώναξε ο Αραέλ.

Η Σμιθ δεν του έριξε ούτε ένα βλέμμα. Γιατί την προστατεύει τόσο πολύ;

Τα νύχια της Νάιμα έγδαραν το μπράτσο του Κάλεμπ, ενώ στο χλωμό κούτελό του άρχιζε να γίνεται εμφανής μία παχιά φλέβα. Ο πανικός στην πιθανότητα να δει πώς ο δαίμονας που γνώριζε μπορούσε να ήταν ικανός να σκοτώσει κάποιον, ακριβώς μπροστά της, ήταν τόσο δυσβάστακτος. Ούτε καν αν ήταν εκείνη. Μόνο στην ιδέα η Κατρίνα είχε καταφέρει να επιταχύνει τους παλμούς της.

«Κάλεμπ...» ψιθύρισε, και αμέσως εκείνος γύρισε να την κοιτάξει.

Τα πορτοκαλί του μάτια μισόκλεισαν και μεταφέρθηκαν μεταξύ των δύο δαιμόνων, και τότε άφησε ελεύθερη την Νάιμα. Μία έντονη οργή έκανε την εμφάνιση της στα χαρακτηριστικά της.

«Μπάσταρδε...» είπε ενώ τον κοιτούσε με απέχθεια. Ο Κάλεμπ οπισθοχώρησε καθώς χαμήλωνε το βλέμμα στο έδαφος «Έπρεπε να είχα στείλει να σε σκοτώσουν όταν κατάλαβα πως δεν μου χρησίμευες. Ούτε καν μπόρεσες να υπακούσεις στην απλή εντολή που σου έδωσα, άχρηστε, ανίκανε...»

Η θνητή δεν μπόρεσε να μείνει άλλο με τα χέρια σταυρωμένα ακούγοντας την Νάιμα. Ο θυμός είχε συσσωρευτεί σε ένα ανυπόφορο σημείο, και, σα να μην ήταν αυτό αρκετό, το να ακούσει πώς εκείνο το θηλυκό πλάσμα υποτιμούσε τον Κάλεμπ, την έκανε να ξεπεράσει τα όρια της.

Ήταν πιο έντονο από την κοινή λογική της. Όλα συνέβησαν αρκετά γρήγορα.

Το ένστικτο της αντέδρασε και έκλεισε το χέρι σε γροθιά. Η Νάιμα βρισκόταν τόσο κοντά που μόλις έκανε ένα βήμα μπροστά, και τότε η γροθιά της κατέληξε να συγκρούεται με την μύτη της με όλη την δύναμη που η οργή της Κατρίνας της επέτρεψε. Αμέσως, ένιωσε ένα οδυνηρό τσίμπημα στον καρπό.

Η δαίμονας κάλυψε την μύτη και το στόμα με τα δύο χέρια κι μετά κοίταξε την θνητή με γουρλωμένα μάτια.

Τον ένιωσε; Αναρωτήθηκε έκπληκτη. Στα αλήθεια την πόνεσα;

Δεν μπόρεσε να ήταν σίγουρη, επειδή την επόμενη στιγμή το βλέμμα της φάνηκε να σκοτεινιάζει. Μετατράπηκε σε δυσοίωνο και τρομαχτικό σε χρόνο μηδέν. Έχασε εκείνη την υπέροχη, άψογη και κομψή αύρα που την περικύκλωνε, και τότε φάνηκε το είδος πλάσματος που ήτανε στην πραγματικότητα. Το λευκό μέρος των ματιών της έγινε βαθύ κόκκινο, και η Κατρίνα είδε τον αληθινό δαίμονα που βρισκόταν μπροστά της.

Εκείνη την στιγμή, άρπαξε το κεφάλι της θνητής με το ένα χέρι και σήκωσε το πόδι για να καταλήξει το γόνατό της στο κούτελο της Σμιθ. Ένας εκκωφαντικός ήχος ακούστηκε μέσα στο κρανίο της, καθώς ένας διαπεραστικός πόνος εξαπλωνόταν. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει άλλο το βάρος του κορμιού της και έπεσε στο έδαφος. Μερικές μαύρες κηλίδες θόλωσαν την όραση της και της απέτρεψαν να ανιχνεύσει το χάος που ξέσπασε γύρω της.

Αντιλήφθηκε ότι κάποιος όρμησε επάνω στην Νάιμα, λόγω των ασαφή σκιών που συγκρούστηκαν μπροστά της, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει ποιος ήτανε.

Τότε, συνέβη κάτι αφύσικο. Εκείνη την στιγμή, κάτι άλλαξε μέσα της. Κάτι άνθισε από μία σκοτεινή και ξεχασμένη γωνιά του μυαλού της. Κάτι που δεν θα έπρεπε ποτέ να βγει στην επιφάνεια, ή που ίσως-μονάχα ίσως-κάποιος θέλησε να κρύψει. Δεν γνώριζε. Το μόνο που της ήταν ξεκάθαρο, ήταν πως το χτύπημα, το οποίο της είχε δώσει η δαίμονας προκάλεσε μία ρωγμή σε οτιδήποτε και αν έκρυβε ο εγκέφαλος της, και που επέτρεψε στην Κατρίνα να δει ένα κομμάτι από αυτό που όσο ζούσε δεν ήταν σε θέση να το κάνει.

Έκλεισαν τα βλέφαρά της, κι ξαφνικά δεν βρισκόταν πια στην μέση της διαμάχης μεταξύ των δαιμόνων.

Ήταν σε ένα πάρκο, γεμάτο από μικρά παιδιά τριγύρω. Το σώμα της δεν ήτανε αυτό που είχε τώρα, αλλά ενός μικρού κοριτσιού. Γνώριζε το μέρος, το φύλαγε σαν μία από τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας της. Βρισκόταν στην πόλη όπου γεννήθηκε, και ήξερε ότι ήταν η στιγμή πριν να μετακόμιζε με τους γονείς της. Ο Αλέξανδρος-το μικρό αγοράκι με τα γαλάζια μάτια κι ένα πλατύ χαμόγελο-της μιλούσε και έπαιζε με κάτι αυτοκινητάκια στο γρασίδι, όμως εκείνη δεν μπορούσε να έχει την προσοχή επάνω του επειδή αυτή ήταν αλλού: σε ένα άντρα, ο οποίος τους παρατηρούσε έντονα από μία μακρινή πλευρά του πάρκου. Μία ψηλή φιγούρα, με δέρμα πολύ χλωμό, μαύρα μαλλιά μέχρι τους ώμους, που φορούσε μία μαύρη καμπαρντίνα. Σε εκείνη την ασαφή ανάμνηση, η Κατρίνα ήτανε αρκετά ταραγμένη, αλλά όχι από τα περίεργα του ρούχα, ούτε από τον τρόπο που την κοίταζε. Όχι.

Ήταν λόγω του έντονου μαύρου χρώματος των ματιών του.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro