Κεφάλαιο 2
Πραγματικά σκέφτηκε πως μετά από την συνάντηση που είχε με την δαίμονα, εκείνη η παράξενη αίσθηση θα εξαφανιζόταν. Για μια στιγμή, ίσως ως αφελής ή ανόητη, νόμιζε ότι ήταν εκείνη η κοπέλα που συνέχιζε να βρίσκεται σε κοντινή απόσταση. Φυσικά και έκανε λάθος. Όμως αν δεν ήταν εκείνη ούτε ο Αραέλ, τότε ποιος στο διάολο την παρακολουθούσε;
Κατάπιε με δυσκολία.
Μετά από αίτημα της μητέρας της, βρισκόταν σε ένα φαρμακείο αγοράζοντας μερικά φάρμακα, γιατί η καημένη ήταν άρρωστη και δεν μπορούσε ούτε να σηκωθεί για να φάει. Αν και, αυτή η βόλτα για ψώνια ήταν περισσότερο σαν μία καταδίωξη. Δεν έπαυε να παρατηρεί τριγύρω προσεκτικά, με τα μάτια δεκατέσσερα σε περίπτωση που κάποιος θα της φαινόταν αρκετά περίεργος. Ήταν πιθανόν όλοι όσοι την έβλεπαν να πίστευαν ότι ήταν μία τρελή, αλλά αυτή την στιγμή δεν της ένοιαζε πια η άποψη των ανθρώπων.
Αφού τελείωσε με τα ψώνια και βγήκε πάλι έξω στον δρόμο, κάτι ασυνήθιστο διαπέρασε από τις σκέψεις της. Ξαφνικά, ήταν ικανή να ακούσει την φωνή του Αραέλ σα σχεδόν να ήταν ο ίδιος που της ψιθύρισε στο αυτί:
Τώρα που ο τύπος γνωρίζεις για την ύπαρξη σου και για αυτό που κάνεις, δεν θα σε αφήσει ήσυχη...
Έξαφνα άρχισε να αναπνέει γρήγορα, σα να μην την αρκούσε ο αέρας στα πνευμόνια της. Ένα κύμα απελπισίας εισέβαλε μέσα της και έψαξε υποστήριξη στον τοίχο ενός κτηρίου για να μην καταρρεύσει. Η ανάσα της επιτάχυνε, και πρόσεξε πώς ο φόβος έκανε τις αισθήσεις της σιγά σιγά να θολώνουν.
Είχε ξεχάσει εντελώς τον Φόραξ.
Το μυαλό της πήρε ως δεδομένο ότι εκείνη την μέρα θα ήταν η τελευταία που θα τον έβλεπε, όμως κάτι μέσα της προειδοποίησε πως υπήρχε ένας λόγος για τον οποίο ο Αραέλ ενοχλήθηκε τόσο για την απρόβλεπτη διαφυγή του, και προφανώς είχε τους λόγους του που εκείνος της είπε αυτό.
Όμως ένας δαίμονας δεν θα της επιθετόταν σε ένα μέρος γεμάτο κόσμο, έτσι;
Άρχισε να βαδίζει με μεγάλες δρασκελιές, προσπαθώντας να μην συγκρουστεί με άτομα, καταβάλλοντας δύναμη να απομακρυνθεί αμέσως από εκεί. Ο Φόραξ δεν φαινόταν να είναι ο τύπος που θα περίμενε ψύχραιμα για να κάνει επίθεση, εκείνος έδινε την εντύπωση πως ήταν κάποιος που παρασυρόταν από τις παρορμήσεις του, όπως κι ο Αραέλ. Σύντομα βρήκε τον εαυτό της να ικετεύει να ήταν όλα στην φαντασία της, παρόλο που δεν υπήρχε πιθανότητα για κάτι τέτοιο. Ήταν σίγουρη, γνώριζε τόσο καλά εκείνο το συναίσθημα, που ήταν αδύνατον. Δεν είχε μαζί της καν τον σταυρό ή ένα καταραμένο μπουκάλι από αγιασμένο νερό, επομένως δεν είχε τίποτα για να προστατευτεί από ένα υπερφυσικό πλάσμα.
Εάν συναντιόταν τώρα με ένα από αυτούς του δαίμονες, θα είχε δημιουργηθεί το χάος.
Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, κατέληξε σε μία γειτονιά που δεν αναγνώριζε. Ήδη ένιωθε τον ιδρώτα στο κούτελο και στον αυχένα της λόγω της σωματικής προσπάθειας, και ταυτοχρόνως του φόβου που την κατέκλυζε. Η ανάσα της ήταν αρκετά λαχανιασμένη. Όποιος κι αν ήταν ο τόπος που είχε φτάσει, ήταν πολύ λιγότερο γεμάτος από άτομα σχετικά με την προηγούμενη τοποθεσία και αυτό την ανησύχησε ακόμη περισσότερο. Οι δρόμοι ήταν κάπως στενοί, και βρισκόταν περικυκλωμένη από ψηλά κτήρια που έκρυβαν το ελάχιστο φως του ήλιου, ο οποίος ήταν έτοιμος να κρυφτεί εντελώς.
Περπάτησε λίγο πιο αργά, προσπαθώντας να ανακτήσει τον φυσιολογικό ρυθμό της ανάσας της. Έκλεισε τα μάτια και εισέπνευσε βαθιά. Για τι στο διάολο της χρησίμευαν οι περίεργες ικανότητες της αν δεν μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει για να προστατευτεί από τους δαίμονες; Θέλησε πολύ να ήταν ικανή να κάνει κάτι περισσότερο, κάτι που δεν θα ήταν μονάχα να έχει μία αόρατη ψυχή και ένα μυαλό το οποίο δεν μπορούσαν να ελέγξουν. Ήθελε να ήταν ικανή να δει τον τύπο που δεν έπαυε να την παρακολουθεί.
Από ένστικτο, γύρισε το κεφάλι πίσω...Και σταμάτησε, την ίδια σχεδόν στιγμή που το έκανε ο νεαρός που περπατούσε πίσω της.
Είχε μία προμνησία. Κατάπιε με δυσκολία λόγω αυτής της αίσθησης και ο φόβος την αγκάλιασε αμέσως. Στο μυαλό της έφερε την ανάμνηση από την πρώτη φορά που είχε δει τον Αραέλ, ακολουθώντας την στον δρόμο, αλλά προσπάθησε να την απομακρύνει γιατί ήταν κάτι δυσάρεστο. Παρόλο που ο τύπος ήταν ντυμένος με παρόμοιο τρόπο-φορώντας μία μαύρη ζακέτα και παντελόνι- εκείνος δεν έκρυβε το πρόσωπό του. Στην πραγματικότητα, ούτε που την κοίταζε, τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο έδαφος.
Ο φόβος μετατράπηκε σε σύγχυση όταν τον είδε να αναστενάζει και ακολούθως να ακουμπάει την πλάτη επάνω στο τοίχο μιας ψηλής πολυκατοικίας. Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο.
Φαινόταν ένα φυσιολογικό άτομο, εξαιρώντας το απίστευτο χλωμό του πρόσωπο. Είχε μία εμφάνιση κάπως ακαλαίσθητη, δεν ακτινοβολούσε εκείνη την επιβλητικότητα ούτε την αλαζονεία του Αραέλ. Ωστόσο, η Κατρίνα ήξερε πως δεν ήταν θνητός. Κάτι διαφορετικό τον περικύκλωνε, ήταν σχεδόν ικανή να δει μία σκοτεινή ομίχλη να τον αγκαλιάζει, δεν μπορούσε να το αποδώσει στην φαντασία της.
Από απόσταση, μπόρεσε να δει ότι έκλεισε τα μάτια. Η οργή που είχε προηγουμένως, εκείνη που της είχε μείνει μετά από την συνάντηση με την δαίμονα εκείνη την μέρα, αναμείχτηκε με την ανικανότητα και τον εκνευρισμό που ένιωθε λόγω του ότι την παρακολουθούσαν εδώ και μερικές μέρες. Τώρα που ο Αραέλ είχε εξαφανιστεί, έπρεπε να υποφέρει ένα καινούργιο Γολγοθά με άλλους δύο δαίμονες.
Δεν ήταν δίκαιο. Όχι. Δεν θα τους το επέτρεπε.
Έτσι βάδισε προς εκείνον.
Ο δαίμονας δεν φάνηκε να αντιλήφθηκε την παρουσία της, μέχρι που κατέληξε να βρίσκεται σε επικίνδυνα κοντινή απόσταση. Τότε, άνοιξε τα μάτια απότομα. Σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο η έκπληξη εμφανίστηκε στο πρόσωπο του και οπισθοχώρησε μερικά βήματα. Η επιταχυνόμενη αναπνοή της Κατρίνας έκανε το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει, και κατά κάποιο τρόπο εκείνος επίσης φάνηκε να ταράζεται. Με τα χέρια σε γροθιές και με έντονα καρφωμένο βλέμμα, παρατήρησε τον τύπο μπροστά της.
Τα πορτοκαλί του μάτια, γουρλωμένα από την έκπληξη, βλεφάριζαν γρήγορα εξετάζοντας το πρόσωπό της. Δεν ήταν σίγουρη, όμως της φάνηκε να είναι λίγο πιο κοντός και ελαφρώς πιο λεπτός από τον Αραέλ. Τα σκουρόχρωμα ξανθιά μαλλιά του, τον έκαναν ακόμη πιο ελκυστικό και εντυπωσιακό.
Συνοφρυώθηκε.
«Μου είπαν πως δεν μπορούσες να το κάνεις αυτό» μουρμούρισε σιγανά, σα να...ξαφνιάστηκε; Η φωνή του ήταν βραχνή, όμως με μερικούς απαλούς τόνους.
Ήταν σειρά της να φανεί μπερδεμένη.
«Να κάνω τι;» ψιθύρισε, ανίκανη να ακουστεί λίγο πιο αυταρχική.
«Υποτίθεται ότι δεν μπορείς να με δεις σε αυτή την κατάσταση» προσπάθησε να εξηγήσει. Η έκφραση του δεν ήταν σαν αυτές των δαιμόνων που γνώριζε. Εκείνος σχεδόν φαινόταν...νευρικός, κατά κάποιο περίεργο τρόπο που το κορίτσι δεν κατάλαβε «Εκείνος είπε πως δεν είχες αυτή την ικανότητα».
Τα τελευταία του λόγια της προκάλεσαν ένα τσίμπημα φόβου.
«Εκείνος;»
Ο δαίμονας έγνεψε θετικά, πολύ ήρεμος. Ο τρόμος εξαπλώθηκε σαν πάγος στις φλέβες της και εξόντωσε την έντονη οργή που ένιωθε προηγουμένως.
«Σ-σου το είπε ο...Φόραξ;» ψιθύρισε τρομοκρατημένη.
Έσμιξε τα φρύδια. Φάνηκε αποπροσανατολισμένος.
«Όχι» είπε σοβαρός και, για κάποιο λόγο, αυτός που φαινόταν τόσο ανεξήγητα ακίνδυνος την αναστάτωνε.
Εκείνο το συναίσθημα αναμείχτηκε με τον θυμό, ο οποίος όλο κι αυξανόταν.
«Ποιος στο διάολο είσαι;» ξεστόμισε.
Ο δαίμονας έδωσε σημεία θυμού λόγω του τόνου φωνής της.
«Δεν με έστειλε ο Φόραξ, αν αυτό νομίζεις».
«Τότε ποιος...;» Σούφρωσε τα φρύδια. Η εναλλακτική της φάνηκε απίθανη, αλλά ήταν το μόνο που σκέφτηκε όταν το πλάσμα αναφέρθηκε σε εκείνον «Ο Αραέλ σε έστειλε;»
Έγνεψε θετικά.
Μία ανάμειξη από ταραχές της πίεσαν το στήθος και δυσκόλεψαν την αναπνοή της.
Το περίεργο βλέμμα μίας ηλικιωμένης που πέρασε από δίπλα της, την αποσυντόνισε. Η γυναίκα την παρατήρησε με πλάγιο βλέμμα, με σμιγμένα φρύδια, καθώς απομακρυνόταν με γοργά βήματα.
Γιατί με κοιτάει έτσι; Σκέφτηκε η Σμιθ.
«Ένα λεπτό, περίμενε λίγο» μουρμούρισε ο δαίμονας. Δίχως να περιμένει απάντηση, έκλεισε τα μάτια, ανακτώντας μία έκφραση πολύ σοβαρή, και τα άνοιξε μετά από λίγα δευτερόλεπτα «Τώρα οι άνθρωποι δεν θα πιστεύουν πως μιλάς μόνη σου».
Τα μάγουλα της βάφτηκαν με ένα απαλό ροζ χρώμα λόγω της ντροπής που ένιωσε και η οργή έγινε ακόμη πιο έντονη.
«Οι άλλοι μπορούν να σε βλέπουν τώρα;» ρώτησε αν και δεν μπορούσε να δει κάτι διαφορετικό σε εκείνον, κάτι που να της έδειχνε πως πλέον δεν ήταν αόρατος στους υπόλοιπους.
«Ναι».
«Τότε θέλω να φύγεις» διέταξε μέσα από τα δόντια της.
Εκείνος πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλλιά του, και ανήσυχος έξυσε την μύτη του, στρέφοντας το βλέμμα αλλού.
«Λυπάμαι» ψιθύρισε χωρίς να την κοιτάξει, μεταφέροντας ένα ίχνος ντροπής στην έκφραση του «Δεν θα κάνω κάτι τέτοιο».
Η κοπέλα έμπηξε τα νύχια στο δέρμα των χεριών της, αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον εαυτό της από το να νιώσει λιγάκι ξαφνιασμένη με τον τρόπο του. Αυτός ο δαίμονας ήταν ακόμη πιο παράξενος από τον Αραέλ.
«Άφησε με ήσυχη» γκρίνιαξε, «και μπορείς να πεις στον Αραέλ να πάει στον διάολο».
Ο δαίμονας βλεφάρισε, ξαφνιασμένος.
«Θα του το πω...» μουρμούρισε «Όταν τον δω. Μέχρι τότε, θα συνεχίσω να βρίσκομαι κοντά σου».
Που να πάρει.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro