Κεφάλαιο 19
Τα γκριζωπά μάτια του δαίμονα συναντήθηκαν με τα δικά της για μια στιγμή, η οποία της φάνηκε αιωνιότητα. Μια στιγμή που της κομμάτιασε την καρδιά, ενώ έβλεπε την ανάρμοστη εικόνα των χειλιών του επάνω σε αυτά της δαίμονα.
Στο επόμενο δευτερόλεπτο, με το μυαλό κενό, έκανε μία στροφή του εαυτού της.
Οι άνθρωποι δεν την εμπόδισαν. Έκανε στην άκρη κάθε άτομο που βρέθηκε στον δρόμο της, όποιον της απέτρεπε να κάνει το μόνο που ήθελε εκείνη την στιγμή. Δεν μπορούσε να ξεφύγει από την κεντρική είσοδο της οικείας, όχι δίχως να περάσει από δίπλα τους και να γίνει μάρτυρας του προηγούμενου συμβάν. Έτσι διέσχισε την κουζίνα σπρώχνοντας τον οποιοδήποτε και βγήκε στην πίσω αυλή, η οποία συνέχιζε να είναι γεμάτη από κόσμο, αγόρια και κορίτσια στην πισίνα και άλλοι μονάχα συζητώντας ή χορεύοντας γύρω από την πισίνα. Αυτό απλά την απέλπισε ακόμη περισσότερο.
Προχώρησε με δρασκελιές μέχρι που άνοιξε την πόρτα εκείνης της περιφραγμένης περιοχής. Η μουσική συνέχιζε να ακούγεται τόσο δυνατά που αντηχούσε στα αυτιά της και στο στέρνο, και, κατά κάποιο τρόπο, φαινόταν να χειροτερεύει εκείνο το περίεργο συναίσθημα το οποίο πίεζε το στήθος με ένα τρόπο οδυνηρό. Μονάχα ήθελε να φύγει από εκεί. Είχε ανάγκη να τρέξει σαν κυνηγημένη. Να απομακρυνθεί από εκείνον όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Εκείνη την στιγμή, κάποιος τράβηξε το μπράτσο της με αποτέλεσμα η Κατρίνα να τρομάξει. Ωστόσο, ένας αναστεναγμός δραπέτευσε από το στόμα όταν διέκρινε το πρόσωπο του Κάλεμπ. Θα έπρεπε να ήταν μία τεράστια ανακούφιση που εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια της, και θα είχε την ευκαιρία να απαλύνει τον πόνο της, αν δεν ήταν ο πανικός, τον οποίο είχε χαραγμένο στην έκφραση του.
«Πάμε» είπε τραβώντας την από το μπράτσο, με ένα τόνο φωνής τόσο ταραγμένο που ούτε φαινόταν να συνειδητοποιεί ότι της προκαλούσε πόνο.
Να φύγουμε; Τι στο καλό...;
«Περίμενε!» αναφώνησε εκείνη. Τον κοίταξε συνοφρυωμένη και μπερδεμένη «Πού είναι η Νοέλια;»
«Την άφησα με ένα αγόρι» απάντησε βιαστικά και έριξε μια φευγαλέα ματιά προς το σπίτι. Αμέσως η Σμιθ πρόσεξε πως η αναπνοή του είχε επιταχύνει «Εκείνη είναι καλά».
«Με ένα αγόρι; Με ποιον ακριβώς;»
«Δεν έχουμε χρόνο, Κατρίνα!» Την ανάγκασε να προχωρήσει μαζί του, τραβώντας την από το χέρι «Πρέπει να φύγουμε τώρα!»
«Κ-Κάλεμπ, τι συμβαίνει; Γιατί μόλις είδα...»
«Πρέπει να φύγουμε, εντάξει; Τώρα!» την διέκοψε. Η αναστατωμένη του φωνή την έκανε να τρομάξει «Υπάρχει κάποιος εκεί μέσα που δεν θέλω να δω, όχι με σένα εδώ».
Πρόσεξε τον φόβο του, ήταν τόσο έντονος στον τόνο του όπως και σε κάθε μέρος του σώματος του. Δεν θυμάται ποτέ να είδε τον Κάλεμπ τόσο αναστατωμένο ξανά, κι αυτό έκανε ένα κύμα τρόμου να εισβάλει μέσα της.
Άρχισε να περπατάει με μεγάλα βήματα, αν και από τον τρόπο που συνέχιζε να σέρνει τα πόδια της, δεν φαινόταν να ήταν αρκετή ταχύτητα για εκείνον.
«Εννοείς την ξανθιά;» επέμεινε «Ποια είναι;»
«Κατρίνα, που να πάρει, απλά πάμε!»
Τινάχτηκε από την θέση της λόγω του τόνου της φωνής του, με γουρλωμένα μάτια, παρόλα αυτά έγνεψε θετικά και τότε οι δυο άρχισαν να τρέχουν στο πεζοδρόμιο. Ευτυχώς που αποφάσισα να μην φορέσω γόβες.
Δεν είχε την παραμικρή ιδέα πού την οδηγούσε, αλλά ο Κάλεμπ εκείνη την στιγμή φαινόταν να είναι χαμένος στις σκέψεις του, για αυτό και η κοπέλα δεν έφερε αντίρρηση όταν έστριψαν απότομα στην γωνία του δρόμου. Δεν γνώριζε την ακριβής ώρα, αλλά στοιχημάτιζε ότι ήτανε σχεδόν μεσάνυχτα, κρίνοντας από τα ελάχιστα άτομα που περπατούσαν τριγύρω τους.
Ήταν εντελώς συγχυσμένη. Δεν αναγνώριζε τις οδούς, και πολύ λιγότερο διέκρινε το μεγάλο πάρκο στο οποίο εισήλθαν. Ούτε ο δαίμονας φαινόταν να είναι πολύ πεπεισμένος για το πού να κατευθυνθεί. Γυρνούσε το κεφάλι αριστερά-δεξιά συνοφρυωμένος, και αυτό μονάχα αύξανε την ανησυχία της. Ο χωματόδρομος όπου βάδιζαν, οι θάμνοι και το βαμμένο σκουρόχρωμο πράσινο έδαφος γύρω τους την έκανε να θυμηθεί τα μονοπάτια τα οποία σύνδεαν το απέραντο πάρκο.
«Πού θες να πάμε;» ρώτησε σιγανά, περιμένοντας ακόμα μία κραυγή από μέρους του.
Αλλά εκείνος απάντησε με ένα τόνο πιο σιγανό και από τον δικό της: «Προς το παρόν, είμαι ικανοποιημένος με το να πάμε όσο πιο μακριά γίνεται».
«Κάλεμπ, θέλω να μάθω τι συμβαίνει» ζήτησε με αγωνία «Ποια είναι εκείνη; Τι είναι αυτό που θέλει; Είναι επικίνδυνη;»
Ο δαίμονας έσφιξε περισσότερο το σαγόνι του και κάρφωσε το βλέμμα μπροστά. Η έκφραση του παρέμενε η ίδια, γεμάτη με ένα φόβο του οποίου τον λόγο δεν ήξερε.
«Εκείνη είναι...» Δεν τελείωσε την εξήγησή του. Έκλεισε τα μάτια με δύναμη και κούνησε το κεφάλι απότομα «Δεν είμαι σίγουρος τι σκοπεύει ακριβώς, όμως δεν θέλω να είσαι δίπλα της για να μπορέσω να το ανακαλύψω. Τουλάχιστον, τώρα είναι με τον Αραέλ και εκείνος καταφέρνει να την ηρεμήσει λιγάκι».
Κάτι μέσα της άρχισε να καίει και δεν ήταν με τίποτα καλό αίσθημα, για αυτό αποφάσισε να συγκεντρωθεί μόνο στον Κάλεμπ.
«Και τι στο διάολο θέλει από μένα;»
«Δεν είμαι σίγουρος» είπε μέσα από τα δόντια του «Εκείνη ούτε που συνηθίζει να έρχεται στη Γη, το μισεί αυτό. Πάντα στέλνει τους υφιστάμενους της. Δεν καταλαβαίνω γιατί στην ευχή θέλει...» Σταμάτησε και ξεφύσησε.
«Νόμιζα ότι η παρουσία που ο Αραέλ ένιωσε ήταν του Φόραξ...» Μόλις ανέφερε το όνομά του, ένιωσε ένα οδυνηρό τσίμπημα στο στήθος, αλλά πάλεψε για να το αφήσει στην άκρη «Έκανα λάθος».
«Όχι, δεν έκανες λάθος» μίλησε απότομα, χαμηλώνοντας το σοβαρό του βλέμμα προς την Κατρίνα «Ο Φόραξ βρισκόταν όντως εκεί μέσα».
Μία ανατριχίλα διαπέρασε ξαφνικά την ραχοκοκαλιά της. Δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον εαυτό της από το να γουρλώσει τα μάτια με τρόμο.
Ω, σκατά...
«Πιστεύεις πως δουλεύουν μαζί;» Ο φόβος στον τόνο της φωνής της ήταν φανερός «Ε-εκείνη και ο Φόραξ;»
«Είναι το πιο σίγουρο» άφησε ένα μουγκρητό εκνευρισμού «Ο άθλιος θα της μίλησε για σένα, και εκείνη ίσως θέλησε να το επιβεβαιώσει. Ή ίσως θέλει...» Δεν τελείωσε την πρόταση, λες και να την πει φωναχτά θα ήταν από μόνο του κάτι κακό.
«Τέλος πάντων, αλλά ο Αραέλ είναι μαζί της τώρα» Εκείνες οι λέξεις έφεραν ακόμη ένα οδυνηρό τσίμπημα, και πίεσε τα δόντια. Κατάλαβε το πόσο απότομο θα ακούστηκε αυτό, για αυτό μονάχα απέφυγε το βλέμμα του όταν ο Κάλεμπ σούφρωσε πάλι τα φρύδια. Δεν είπε τίποτα σχετικά με αυτό, μόνο συνέχισε να παρατηρεί τριγύρω.
Ο φόβος της αυξήθηκε όταν της φάνηκε πως είχαν αρχίσει να απομακρύνονται αρκετά.
Ξαφνικά, ο Κάλεμπ σταμάτησε. Είχαν φτάσει σε ένα μέρος πιο περικυκλωμένο από πελώρια δέντρα, μερικά ξύλινα παγκάκια και, λιγάκι πιο μακριά, υπήρχε ένα σιντριβάνι. Ούτε μία ψυχή δεν τριγύριζε εκεί γύρω και η ατμόσφαιρα, εκείνη την ώρα, έδινε μία ψευδαίσθηση λίγο ζοφερή. Άφησε να ξεφύγει μία σιγανή κραυγή από τα χείλη της όταν το φως όλων των φαναριών που βρίσκονταν κοντά τους άρχισαν να τρεμοπαίζουν. Άκουσε μία βλασφημία να φεύγει από το στόμα του. Το δεξί του χέρι την έσπρωξε για να σταθεί πίσω του και το μυαλό της Κατρίνας έμεινε εντελώς κενό. Τότε, μπόρεσε να νιώσει ξεκάθαρα την ανατριχίλα λόγω του ξαφνικού κρύου αέρα.
Η ίδια παγερή και βαριά παρουσία που ένιωσε στο πάρτι, κατά κάποιο τρόπο, τώρα βρισκόταν εκεί μαζί τους.
Τεντώθηκε για να μπορέσει να δει την ακριβής στιγμή που ένα μαύρο πυκνό σύννεφο στροβιλιζόταν στον αέρα μπροστά από το σιντριβάνι, για να πάρει μορφή. Η κοπέλα με μαλλιά χρώματος στάχτης φανερώθηκε αρκετά μέτρα μακριά από τους δυο, με εκείνο το πολύ κοντό κόκκινο φόρεμα και τις μπότες ίδιου χρώματος που έφταναν λίγο πιο πάνω από τα γόνατα. Από μακριά, η Σμιθ δεν κατάφερε να δει την έκφραση της λόγω της φράντζας, η οποία κάλυπτε μέρος του κούτελού της.
Μονάχα πρόλαβε να παρατηρήσει το γεμάτο κακία χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της.
«Κάλεμπ, αγαπητέ» είπε εκείνη, με εκείνη την μισητή βελούδινη χροιά, «μην κρύβεις την θνητή από μένα. Δεν θα της κάνω κανένα κακό» Εκείνος δεν απάντησε, και η δαίμονας φάνηκε να χάνει την υπομονή της ενώ ένας αναστεναγμός ξέφευγε από το στόμα της «Ω, σε παρακαλώ» ξεφύσησε, «γιατί την προστατεύετε τόσο; Ούτε σημαντική να ήταν».
Η περιφρόνηση στον τόνο της ήταν αρκετά φανερή για την Κατρίνα.
«Δεν έχεις ιδέα, Νάιμα» σιγομουρμούρισε εκείνος.
Το όνομα της δαίμονα αντήχησε στο κεφάλι της, αν και εκείνη δεν φάνηκε αναστατωμένη ούτε στο ελάχιστο που ο Κάλεμπ το πρόφερε.
«Αν είναι τόσο ιδιαίτερη, γιατί δεν με αντιμετωπίζει;» Αυτό έκανε την θνητή να νιώσει περίεργα. Ένιωσε την οργή που είχε αρχίσει να αυξάνεται γρήγορα μέσα της. Προσπάθησε να εμφανιστεί μπροστά της, αλλά ο Κάλεμπ την έσπρωξε πάλι με το μπράτσο του για να κρυφτεί πίσω του για ακόμη μια φορά. Μπόρεσε να ακούσει το σιγανό μουγκρητό του «Έλα τώρα, άφησε με να μιλήσω μαζί της» επέμεινε η κοπέλα. Η φωνή της ακούστηκε σε κάποιο πιο κοντινό μέρος, «και εγώ θέλω να καταλάβω τι είναι αυτό που σας τραβάει τόσο την προσοχή».
«Νάιμα, αυτό δεν χρειάζεται» Ο τόνος του έσταζε ικεσία παρά οτιδήποτε άλλο «Ξέρεις τι την κάνει διαφορετική».
«Οι ικανότητες της μονάχα με κάνουν να σκέφτομαι ότι αυτό το κορίτσι δεν θα έπρεπε να υπάρχει» Μόλις άκουσε αυτή την δήλωση, η Κατρίνα κατάπιε με δυσκολία και έσφιξε περισσότερο το μπράτσο του δαίμονα.
«Σε παρακαλώ, ας μην το συνεχίσουμε» ψιθύρισε εκείνος.
Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του Κάλεμπ και πρόσεξε πως η Νάιμα τους είχε πλησιάσει αρκετά.
«Να συνεχίσουμε τι; Μονάχα θέλω να συζητήσω» Ένα ύποπτο χαμόγελο εξαπλώθηκε στο πρόσωπό της «Πώς ήταν το όνομά σου; Είσαι η Κατρίνα, σωστά;» Η θνητή πίεσε τα χείλη και αρνήθηκε να την ακολουθήσει στο ηλίθιο παιχνίδι της «Δεν θα μου απαντήσεις; Τι απογοήτευση. Ο Φόραξ μου είπε ότι ήσουν γεμάτη ενδιαφέρον, αλλά εμένα δεν μου φαίνεται έτσι».
Πίεσε τα δόντια για να σηκώσει το βλέμμα μετά προς τον δαίμονα. Εκείνος φαινόταν αναστατωμένος, αρκετά σοβαρός, μέχρι και η αναπνοή του ήταν επιταχυνόμενη.
Γιατί φαίνεται να την φοβάται τόσο;
«Α, ξέρω» έγνεψε θετικά και ένα πονηρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της «Είσαι έτσι επειδή ο Αραέλ με φίλησε, σωστά;» Η έκπληξη στην έκφραση της θνητής έκανε την Νάιμα να γελάσει. Αμέσως, ένας συνδυασμός από πόνο και οργή κατέκλυσαν κάθε γωνιά της ύπαρξής της, τόσο που ένιωσε μία έντονη ώθηση να βγει από την κρυψώνα της, όμως ο Κάλεμπ τοποθέτησε το μπράτσο μπροστά της για να την εμποδίσει ξανά «Μην είσαι αφελής, κοριτσάκι, τι σε κάνει να πιστεύεις πως εκείνος ενδιαφέρετε πραγματικά για εσένα, όταν με έχει εμένα;»
Ο θυμός επισκιάστηκε από τον οδυνηρό τρόπο που η καρδιά της σφίχτηκε. Η δαίμονας φάνηκε να πρόσεξε αυτή την αντίδραση, αφού ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του.
«Αρκετά, Νάιμα» ο τόνος του τώρα ήτανε βραχνής και επιτακτικός, δίχως ίχνος τρόμου.
Εκείνη τον κοίταξε με ένα σοβαρό βλέμμα.
«Και εσύ γιατί την υπερασπίζεσαι;» είπε μέσα από τα δόντια της «Μην μου πεις πως αυτό το κοριτσάκι σημαίνει και για σένα κάτι».
«Αυτό δεν σε ενδιαφέρει».
«Α, όχι;» Σταύρωσε τα χέρια, παρόλα αυτά χαμογέλασε πάλι «Αυτό δεν μου αρέσει. Ξέρεις ότι είσαι υποχρεωμένος να με υπακούς. Αυτό που είσαι σήμερα είναι χάρη σε μένα, μου ανήκεις δικαιωματικά».
Η Κατρίνα κατάπιε απότομα όταν άκουσε τα λόγια της. Σήκωσε τα μάτια επάνω του, αλλά η μόνη αντίδραση του Κάλεμπ ήταν να χάσει οποιαδήποτε σιγουριά.
Η θνητή σούφρωσε τα φρύδια.
Άργησε μερικά δευτερόλεπτα να καταλάβει, καθώς θυμόταν την συζήτηση που είχε με τον Κάλεμπ όταν της μίλησε για την καταγωγή του. Όταν της είπε τι είδους δαίμονα ήτανε, και ποιος ήταν υπεύθυνος για αυτό. Είπε ότι ήτανε «μία κοπέλα», η οποία εμφανίστηκε μπροστά του.
Και τότε κατάλαβε για ποιο λόγο εκείνος φαινόταν τόσο φοβισμένος, γιατί δεν ήθελε να βρίσκεται κοντά στην δαίμονα από την στιγμή που η Κατρίνα ήτανε μαζί του. Κάτι αντέδρασε μέσα στο κεφάλι της, και ξαφνικά ήξερε. Ήξερε ποια ήταν.
Εκείνη η γυναίκα...Η Νάιμα ήταν η δολοφόνος του Κάλεμπ.
Ένα κύμα έντονης οργής καταβρόχθισε τα προηγούμενα συναισθήματα, ακόμη και τον πόνο.
«Εσύ...» ξεστόμισε. Το σώμα της έγειρε προς τα εμπρός ενστικτωδώς, αλλά το μπράτσο του δαίμονα δεν την άφησε να προχωρήσει ούτε ένα εκατοστό. Εκείνος την κοίταξε με τον πανικό χαραγμένο στα μάτια του «Αυτή είναι;» ρώτησε απευθυνόμενη στον Κάλεμπ «Αυτή σε σκότωσε, έτσι;»
Το πλάσμα έσφιξε το σαγόνι. Δεν απάντησε, αλλά ούτε την ένοιαξε που δεν πήρε απάντηση.
Ήδη ξέρω ότι έχω δίκαιο.
«Κάλεμπ» τον φώναξε η Νάιμα, απαιτώντας την προσοχή του, «θα σου το πω αυτό μόνο μια φορά και περιμένω πως, για το δικό σου καλό, να το κάνεις, εντάξει;» Αν και του μιλούσε εκείνου, τα γαλάζια μάτια της ήταν καρφωμένα σε αυτά της Κατρίνας «Θέλω να την σκοτώσεις».
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro