Κεφάλαιο 17
Δεν ήταν σίγουρη τι περίμενε, ή αν στην πραγματικότητα περίμενε κάτι, αλλά μία περίεργη αίσθηση κενού την κατέκλυσε όταν, πολύ νωρίς το πρωί, το ξυπνητήρι του κινητού ήχησε και παρατήρησε πως βρισκόταν μόνη στο υπνοδωμάτιο.
Πραγματικά δεν γνώριζε γιατί ένιωσε έτσι. Δεν κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει τις ίδιες τις σκέψεις της, ούτε να καταλάβει γιατί ένιωσε εκείνη τη συγκεκριμένη νοσταλγία, αφού βαθιά μέσα της υπέθετε ότι αυτό ήτανε μία ανακούφιση να μην είχε ξυπνήσει χωρίς εκείνον. Προσπάθησε να μην δώσει πολλή σημασία σε αυτό. Κατέβαλε προσπάθεια, όσο πιο πολύ μπορούσε, να μην συγκεντρωθεί σε εκείνο το σκοτεινό και άγνωστο νέο συναίσθημα, επειδή, για την ακρίβεια, αυτό την τρόμαζε.
Τις περισσότερες ώρες στη δουλειά της πέρασε, πετώντας στα σύννεφα, και αυτό δεν ήταν κάτι καλό. Δεν κατάφερνε να σκεφτεί καθαρά, ξεχνούσε τι της ζητούσαν τα παιδιά και τι πρόγραμμα είχαν για σήμερα, και η εργάσιμη μέρα κατέληξε να της φαίνεται πιο μεγάλη, πιο ανιαρή από ότι ήτανε πραγματικά.
Στο τέλος της ημέρας, βρήκε τον εαυτό της να βαδίζει προς την στάση λεωφορείου, όμως σταμάτησε να περπατάει την στιγμή που η κρύα και γνωστή παρουσία της Άριας την έβαλε σε επιφυλακή. Ένα μέρος του εγκεφάλου της χάρηκε που ήτανε ικανή να ξεχωρίζει την παρουσία του κάθε ενός. Ωστόσο, έβγαλε μία κραυγή έκπληξης όταν ήρθε αντιμέτωπη με την φιγούρα της δαίμονα, η οποία την περίμενε στον συνηθισμένο τόπο της Κατρίνας.
Δεν ήταν όμως η εμφάνιση της Άρια που την παραξένεψε, αλλά ο καλυμμένος με μία κουβέρτα όγκος που κρατούσε στα χέρια της.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε συνοφρυωμένη, ξαφνιασμένη. Και, ειλικρινά, κάπως αναστατωμένη. Δεν ήξερε ποτέ τι ακριβώς να περιμένει από εκείνους.
Το πλάσμα χαμογέλασε πλατιά.
«Είναι μία έκπληξη» είπε με προφανή αθωότητα, «για σένα».
«Ένα δώρο;»
«Λοιπόν...» μουρμούρισε σμίγοντας τα φρύδια, αν και δεν μπόρεσε να μην νιώσει πως η δαίμονας προσποιούνταν, «νομίζω ότι είσαι ακόμη θυμωμένη μαζί μου που έκανα σεξ με τον φίλο σου».
«Είμαι θυμωμένη μαζί σου» της επιβεβαίωσε.
Ύψωσε το ένα δάκτυλο για να την κάνει να σωπάσει.
«Για αυτό σου έφερα...αυτό!» Αποκάλυψε αυτό που κρατούσε στα χέρια της, τείνοντας το προς το μέρος της Σμιθ. Όταν εκείνη είδε μία μαύρη μπάλα από τρίχες, κραύγασε ξαφνιασμένη.
Η Κατρίνα έκανε ένα βήμα πίσω.
«Τι στο διάολο είναι αυτό;!» αναφώνησε.
Η Άρια ανασήκωσε το ένα φρύδι «Δεν αναγνωρίζεις ένα σκυλί;»
«Αυτό δεν είναι ένα σκυλί! Έχει κόκκινα μάτια!» Και δεν εννοούσε ότι το λευκό μέρος των ματιών του ήταν κόκκινο. Οι κόρες ήτανε βαμμένες με ένα έντονο και τρομαχτικό κόκκινο, σαν δύο σφαίρες σχηματισμένες από αίμα.
«Είναι απόγονος του Κέρβερου» εξήγησε ήρεμα, χαϊδεύοντας απαλά το τρίχωμα του «Η μητέρα του δεν το ήθελε γιατί έχει μονάχα ένα κεφάλι. Η ηλίθια θα το καταβρόχθιζε! Έπρεπε να το σώσω!» Έκανε ένα ψεύτικο μορφασμό φρίκης.
Στα αλήθεια η Άρια αναφερόταν στον Κέρβερο, το μυθολογικό πελώριο τέρας με τα τρία κεφάλια;
Η Κατρίνα έκλεισε τα μάτια και ανάπνευσε βαθιά, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να μην ταραχθεί. Όταν τα άνοιξε ξανά, σταύρωσε τα χέρια, αρνούμενη να κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια το περίεργο εκείνο ζώο.
«Και γιατί νομίζεις πως αυτό με ενδιαφέρει;»
Η δαίμονας ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα.
«Λοιπόν, από την στιγμή που σου αρέσει ο Αραέλ, υπέθεσα ότι θα σου άρεσαν όλα τα περιθωριοποιημένα φρικιά».
Τα μάτια της γούρλωσαν, ενώ το αίμα γρήγορα ανέβαινε στο κεφάλι της. Αναστατώθηκε. Πόσα γνώριζε εκείνη για αυτό που συνέβαινε μεταξύ της Σμιθ και του δαίμονα; Εκείνος της είχε πει κάτι; Ή μήπως ήταν...αρκετά φανερό;
Το χαμόγελο της μεγάλωσε, λες και η αντίδραση της θνητής μόλις να της είχε ανεβάσει ακόμη περισσότερο την διάθεση. Από την άλλη, η Κατρίνα δάγκωσε το κάτω χείλος, νιώθοντας να καταπατείτε η προσωπική της ζωή. Μετά που μελέτησε τα λόγια της δαίμονα για μερικά δευτερόλεπτα, αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερα να σταματήσουν εκεί αυτό το θέμα. Δεν ήθελε να αρχίσει μία συζήτηση μαζί της σχετικά με το πώς ένιωθε για τον Αραέλ. Ούτε η Κατρίνα η ίδια δεν είχε ξεκάθαρα ακόμη τα συναισθήματα της, και δεν είχε καμία πρόθεση να ανακαλύψει τι ακριβώς ένιωθε.
Κούνησε το κεφάλι «Άρια, πρέπει να πάρεις μακριά μου αυτό το πράγμα» απάντησε με πικρία.
Τα φρύδια της έσμιξαν σε μία έκφραση λύπης, αλλά μετά ένα ίχνος έκπληξης εμφανίστηκε στα χαρακτηριστικά της.
«Α, τώρα καταλαβαίνω» είπε ξαφνιασμένη «Είσαι μία κοπέλα που της αρέσουν οι γάτες».
«Λοιπόν...» δίστασε, σουφρώνοντας τα φρύδια «ναι, μου αρέσουν περισσότερο, όμως...αυτό είναι ήδη πολύ περίεργο! Δεν θα έχω ένα δαιμονισμένο σκυλί στο σπίτι μου!»
«Γιατί όχι;» Τα χείλη της σούφρωσαν «Σε παρακαλώ, Κατρίνα! Δεν θα έχεις καλύτερη προστασία από αυτή που θα σου προσφέρει το συγκεκριμένο ζώο».
Κούνησε λιγάκι το σκυλί, το οποίο σήκωσε το κεφάλι προς το μέρος της δαίμονα και αμέσως μετά κατέβασε τα μυτερά του αυτιά.
«Μόλις φτάνει τα τριάντα εκατοστά σε ύψος» είπε μέσα από τα δόντια της «Ούτε τον γάτο μου θα μπορούσε να τρομάξει.
«Πρέπει να χαρίζονται όταν ακόμη είναι κουταβάκια, γιατί διαφορετικά ποτέ δεν θα δέχονταν άλλο ιδιοκτήτη» αναστέναξε, λες και είχε κουραστεί ήδη που η θνητή επέμεινε με αυτό «Έλα τώρα, Κατρίνα, δώσε του μία ευκαιρία» ζήτησε με ένα πιο σοβαρό τόνο «Αν δεν καταφέρεις να τον συνηθίσεις, τότε δεν θα χρειαστεί να το δεις ξανά».
Η Σμιθ αναστέναξε και στροβίλισε τα μάτια.
Την δολοφόνησε με το βλέμμα ενώ, απρόθυμα, έτεινε τα χέρια για να πάρει το σκυλί. Ήταν κάπως βαρετό για το μέγεθος του, το δέρμα του καλυμμένο από μαύρες τρίχες έκαιγε σα να είχε πυρετό, και αναρωτήθηκε αν αυτό ήτανε αλήθεια. Το παρατήρησε με προσοχή, λες και φοβόταν ότι από στην στιγμή σε στιγμή θα την δάγκωνε, αλλά εκείνο το σκυλί μονάχα κατέβασε το κεφάλι με ένα ύφος κάπως λυπηρό. Γνώριζε λίγα πράγματα σχετικά με τις ράτσες σκύλων, όμως από τα μικρά αιχμηρά αυτιά και τη μουσούδα ελαφρώς μακριά της θύμισε τα κουταβάκια ράτσα λύκου.
Αν και ήταν αλήθεια ότι δεν της άρεσαν πολύ τα σκυλιά, δεν μπορούσε να αρνηθεί πως το συγκεκριμένο ήτανε αξιολάτρευτο... Αφού συνηθίσεις τα κόκκινα μάτια, φυσικά.
«Είναι χοντρούλης» μουρμούρισε, δίχως να μπορέσει να κρύψει ένα χαμόγελο.
Είδε με πλάγιο βλέμμα την Άρια που χαμογελούσε θριαμβευτικά, για να της δώσει μετά την κουβέρτα που πριν κάλυπτε το κουτάβι.
«Έλα» είπε περνώντας το ένα χέρι από το μπράτσο της Σμιθ.
«Πού πάμε;»
«Να βρούμε τον άχρηστο τον Κάλεμπ».
Η θνητή έγνεψε θετικά, χαμηλώνοντας το βλέμμα στο κουτάβι που βρισκόταν ανάμεσα στα χέρια της, το οποίο έκλεισε τα μάτια.
Να περπατάει δίπλα στη δαίμονα δεν ήταν κάτι δυσάρεστο. Συνήθισε τόσο γρήγορα στην αφύσικη αύρα που η Άρια έκπεμπε όπως όταν βρισκόταν με τον Κάλεμπ, και ξαφνικά βρέθηκε ξαφνιασμένη με τον ίδιο της τον εαυτό, την στιγμή που συνειδητοποίησε πως απολάμβανε την παρουσία εκείνου του πλάσματος περισσότερο απ' όσο πραγματικά έπρεπε. Αλλά ήτανε αρκετά εύκολο. Εκείνη μιλούσε πολύ, φλυαρούσε σχετικά με τα άτομα τριγύρω τους, για αυτά που σκέφτονταν, και σε ορισμένες περιπτώσεις γελούσε μαζί της. Δεν ήξερε γιατί το έκανε αυτό, γιατί απολάμβανε να περνάει τον χρόνο της με μία δαίμονα καθώς σχολίαζαν τις σκέψεις των ανθρώπων που τους περικύκλωναν. Ήξερε πολύ καλά ότι όλο αυτό ήτανε λάθος. Η παρέα της. Όλα.
Η Άρια της έδειξε σε ποιο μέρος έπρεπε να πάνε. Η Κατρίνα πρόσεξε αμέσως πως εκείνη η διαδρομή θα της κατεύθυνε προς τις πράσινες περιοχές που περιέβαλλαν την όχθη του ποταμού.
Μπόρεσε να διακρίνει τον Κάλεμπ, καθισμένο στο γρασίδι με την πλάτη ακουμπισμένη στο κορμό ενός δέντρου, αρκετά συγκεντρωμένος με ένα βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του. Ο δαίμονας σήκωσε το κεφάλι όταν ένιωσε την παρουσία τους και ένα ζεστό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του.
«Όμορφο κουτάβι» είπε διασκεδαστικά, όταν η Άρια και η θνητή κάθισαν στο γρασίδι κοντά του. Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές πως ο Κάλεμπ γνώριζε την φύση του κουταβιού.
Η Κατρίνα έγνεψε θετικά, χαμογελώντας όπως εκείνος το είχε κάνει πριν, ασυναίσθητα. Δεν μπορούσε ποτέ να παραμείνει θυμωμένη περισσότερο από δέκα λεπτά όταν εκείνοι βρίσκονταν κοντά της.
«Τι διαβάζεις;» ρώτησε. Ο Κάλεμπ σήκωσε το βιβλίο με το ένα χέρι, με το εξώφυλλο γυρισμένο προς το μέρος της. Μόλις αναγνώρισε τον τίτλο Dictionnaire Infernal, το χαμόγελο που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της εξαφανίστηκε «Αυτό είναι δικό μου» είπε, δίχως να κρύψει το θυμό που την κατέκλυσε.
Τα φρύδια της έσμιξαν σε μία έκφραση μπερδέματος.
«Η Άρια μου το έδωσε. Νόμιζα πως...» ψιθύρισε, όμως σταμάτησε όταν γύρισε το κεφάλι για να κοιτάξει την δαίμονα.
Και οι δύο χάρισαν στην Άρια ένα δολοφονικό βλέμμα, αλλά εκείνη μονάχα ανασήκωσε τους ώμους, χωρίς να τους δώσει κι πολλή σημασία.
«Έψαχνα στα πράγματα σου για να δω αν θα έβρισκα κάτι χρήσιμο, ή τουλάχιστον κάτι περίεργο, και βρήκα αυτό» εξήγησε ήρεμα, λες και δεν είχε κάνει τίποτα κακό. Θα μπορούσε ακόμη και να πει πως έκπεμπε μία αύρα αθωότητας.
«Λυπάμαι, Κατρίνα» μουρμούρισε ο Κάλεμπ, με το κεφάλι σκυμμένο και με μία έκφραση ντροπής χαραγμένη στο πρόσωπό του «Δεν είχε ιδέα πως αυτή η θεοπάλαβη σου το είχε κλέψει».
«Δεν είναι καν δικό μου, είναι του Μαξ» απάντησε «Πρέπει να του το επιστρέψω, μπορεί να το χρειαστεί».
Ο Κάλεμπ γούρλωσε τα μάτια.
«Του...γείτονα σου;» ψιθύρισε εκείνος.
«Ω!» μπήκε μέσα στη συζήτηση η δαίμονας. Άρχισε να ψάχνει ξανά στην τσάντα που είχε μαζί της, και έβγαλε ακόμη ένα βιβλίο «Βρήκα και αυτό. Μου αρέσει, είναι ενδιαφέρον. Μιλάει για ένα εκατομμυριούχο που κάνει χιλιάδες πονηρά πράγματα σε μία φοιτήτρια...» Εκείνη την στιγμή, μόλις αναγνώρισε το εξώφυλλο, το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της. Άρπαξε απότομα το βιβλίο από τα χέρια της Άρια, αλλά είδε τον Κάλεμπ που είχε ήδη αντικαταστήσει την έκφραση ενοχής σε μία έκπληξης «Ακόμη δεν το έχω τελειώσει, Κατρίνα!» παραπονέθηκε.
«Και δεν θα το κάνεις» είπε η θνητή, βάζοντας το βιβλίο μέσα στη τσάντα της.
«Σου αρέσει η ερωτική λογοτεχνία;» ρώτησε ο Κάλεμπ, κοιτώντας την Κατρίνα έκπληκτος, καθώς ένα νέο χαμόγελο εξαπλωνόταν στο πρόσωπό του.
«Όχι!» αναφώνησε, ντροπιασμένη «Μ-μου το δάνεισε η Έλενα πριν λίγους μήνες και ξέχασα να της το επιστρέψω. Είπε ότι ήτανε υπέροχο βιβλίο και πως έπρεπε να το διαβάσω, αλλά δεν μου άρεσε καθόλου» τραύλισε.
«Έχεις προβλήματα με το να επιστρέφεις τα βιβλία στους ανθρώπους;» έθεσε το ερώτημα η Άρια σηκώνοντας τα φρύδια, κοιτώντας την κατευθείαν στα μάτια και κουνώντας το κεφάλι αρνητικά.
Έκανε ένα μορφασμό και ανάπνευσε βαθιά για να χαλαρώσει. Δεν ήταν τόσο τραγικό, αλλά ντράπηκε που οι δύο δαίμονες νόμισαν ότι εκείνο το βιβλίο της άρεσε.
Το χαμόγελο του Κάλεμπ δεν διήρκεσε πολύ, αφού στα λίγα δευτερόλεπτα έγινε σοβαρός και αποφάσισε να επιστρέψει στην προηγούμενη ερώτηση.
«Γιατί ο γείτονας έχει τέτοιου είδους βιβλία;» ρώτησε συνοφρυωμένος.
«Δεν ξέρω, μου το δάνεισε μια μέρα» είπε με ένα μουρμουρητό. Ακόμη τα μάγουλά της έκαιγαν. Ανασήκωσε τους ώμους, αλλά εκείνος δεν φάνηκε να πείθετε «Απ' ότι μου είπε του αρέσει ο μυστικισμός και το υπερφυσικό, όπως το θρίλερ και παράξενα πράγματα που μερικές φορές ούτε θέλω να ξέρω» Σούφρωσε λιγάκι τη μύτη, επειδή πραγματικά τα γούστα τους ήτανε αρκετά διαφορετικά.
Η δαίμονας του άρπαξε το βιβλίο και αμέσως η θνητή αναστατώθηκε, διότι η κατάσταση του δεν ήταν και η καλύτερη. Είχε τις γωνίες του κάπως φθαρμένες και δεν ήθελε να το επιστρέψει κατεστραμμένο στον Μαξ. Εκείνη άρχισε να ρίχνει μια ματιά, περνώντας τις σελίδες στα γρήγορα, την ίδια στιγμή που ένας μορφασμός αηδίας εμφανιζόταν στα χαρακτηριστικά της.
«Που το βρήκε;» ρώτησε ενοχλημένη. Η Σμιθ ανασήκωσε τους ώμους και κούνησε το κεφάλι αρνητικά, επειδή πραγματικά δεν είχε ιδέα για αυτό. Μισόκλεισε τα μάτια για ένα δευτερόλεπτο, αλλά μετά έκανε επίσης μία έκφραση αδιαφορίας «Λοιπόν, αρκετά από αυτά που γράφονται εδώ μέσα είναι αλήθειες. Τα περισσότερα βιβλία τέτοιου θέματος συνήθως γράφουν ηλιθιότητες, αλλά αυτό πράγματι είναι καλά γραμμένο».
Αποφάσισε λοιπόν, να αλλάξει θέμα: «Ο Αραέλ σας είπε τι συνέβη τη μέρα που γεννήθηκα;»
Τα μωβ μάτια της δαίμονα γούρλωσαν υπερβολικά και απλά έγνεψε θετικά, έκπληκτη. Ο Κάλεμπ, από την άλλη, μουρμούρισε ένα «ναι» και έκανε ένα μορφασμό.
«Η πληροφορία που έχουμε σχετικά με αυτό το θέμα είναι ανεπαρκής, για αυτό και δεν μπορούμε να έχουμε μία μόνιμη θεωρία» έκφερε εκείνος σιγανά, με το βλέμμα καρφωμένο στο δάπεδο.
«Δεν έχουμε τρόπο να μάθουμε αν ήτανε μία ιατρική αμέλεια ή αν υπήρξε κάτι πιο εμπλεκόμενο» πρόσθεσε η Άρια, κάνοντας την ίδια κίνηση με τον Κάλεμπ.
«Μμ...» Αμφέβαλε λιγάκι αλλά δεν έδωσε σημασία σε αυτό «Λοιπόν, εγώ έκανα μία έρευνα και έμαθα ότι αυτό μερικές φορές συμβαίνει, γεννιούνται βρέφη και τα δηλώνουν νεκρά και μετά...αυτό..., ζωντανεύουν».
«Ναι» συμφώνησε το θηλυκό πλάσμα, «αλλά στοιχηματίζω ότι κανείς από αυτούς δεν αντιστεκόταν στις δαιμονιακές ικανότητες και ούτε είχαν μία αόρατη ψυχή».
Σούφρωσε τα χείλη. Πέρασε τα δάκτυλα από το γρασίδι καθώς ένιωθε ένα τρομακτικό πυκνό σύννεφο αβεβαιότητας στο στήθος της. Άκουσε την Άρια να αναστενάζει, πριν την δει να ξαπλώνει επάνω στο γρασίδι. Μετέφερε το βλέμμα από την θηλυκή δαίμονα στον αρσενικό. Κανείς από τους δύο φάνηκε να έχει κάτι παραπάνω να προσθέσει. Αρκετά λεπτά βυθισμένα στη σιωπή πέρασαν καθώς η Άρια παρατηρούσε τον ουρανό με ένα σοβαρό και σκεπτικό ύφος, και ο Κάλεμπ έβλεπε πώς ο ήλιος κατέληγε να κρύβεται στον ορίζοντα.
Παρόλο που φαίνονταν να βρίσκονται σε ηρεμία, τα χαρακτηριστικά και των δυο αντανακλούσαν μία ανησυχία που έκανε την Κατρίνα να νιώσει παράξενα.
«Και αν προσπαθήσουμε να ζητήσουμε βοήθεια από κάποιον άλλο;» ρώτησε προσεκτικά, με σιγανή φωνή που, το πρώτο δευτερόλεπτο, κανείς δεν φάνηκε να την είχε ακούσει «Όπως...κάποιον από τους δικούς σας;»
Η δαίμονας σούφρωσε τα φρύδια και σήκωσε το πάνω μέρος του σώματος για να καθίσει πάλι «Ποιον εννοείς;»
«Κατρίνα, να μπλέξουμε κάποιο άλλο σε αυτό δεν είναι καλή ιδέα» απάντησε εκείνος προσεκτικά «Εμείς δεν ενδιαφερόμαστε να σου κάνουμε κακό ούτε να σου πάρουμε την ψυχή, αλλά, πίστεψέ με, πως οποιοσδήποτε άλλος δαίμονας ναι θα το θελήσει».
Εκείνη η δήλωση προκάλεσε στη θνητή μία ανατριχίλα.
«Ακόμη και αν είσαι ήδη σημαδεμένη» είπε η Άρια με απόλυτη σιγουριά.
Η Κατρίνα έκλεισε τα χέρια σε γροθιές. Άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια της δαίμονα.
«Έχω διαβάσει αρκετές φορές αυτό...» Έψαξε ανάμεσα στις σελίδες μέχρι που βρήκε το μέρος όπου εμφανιζόταν μία λίστα από δαίμονες, ο καθένας με την περιγραφή του, αλλά μετά δίστασε όταν είδε την σοβαρότητα με την οποία την κοιτούσαν «Νομίζω...Και αν έχω κάτι σαν κατάρα;»
Το καλό ήταν πως δεν γέλασαν, όπως η ίδια νόμιζε. Οι δυο παρέμειναν με την σοβαρή τους έκφραση.
«Αλλά...» μουρμούρισε ο Κάλεμπ, σουφρώνοντας περισσότερο τα φρύδια, «γιατί; Εννοώ, ποιος θα είχε κάτι εναντίον σου;»
«Δ-δεν ξέρω» παραδέχτηκε «Όμως... αν κάποιος είναι υπεύθυνος για αυτό, αν και δεν ξέρουμε ποιος, εκείνος θα μπορούσε να βοηθήσει, έτσι;» Γύρισε το βιβλίο προς το μέρος τους και έδειξε με το δάκτυλο μία γραμμή από την σελίδα που άφησε ανοιχτή, ακριβώς εκεί όπου ήταν γραμμένο το όνομα του δαίμονα. Στην περιγραφή του έλεγε πως ήταν ισχυρός σε μαύρη μαγεία, ειδικός σε ξόρκια και ήταν σε αυτόν που οι άνθρωποι πήγαιναν για να ρίξουν ή να αφαιρέσουν μία κατάρα. Σκέφτηκε εκείνον-ή εκείνη, ίσως- αρκετές φορές, αλλά ήταν η πρώτη φορά που το ανάφερε φωναχτά. Ούτε στον Αραέλ το είχε προτείνει.
«Όχι!» Η κοφτή απάντηση της Άρια έκανε το κορίτσι να ταρακουνηθεί από την θέση της και να την κοιτάξει μπερδεμένη «Όχι εκείνο τον άθλιο. Μην τολμήσεις ποτέ να τον καλέσεις, με άκουσες; Δεν θέλω να τον αναφέρεις ξανά».
«Αλλά για...;»
«Κατρίνα» την διέκοψε ο Κάλεμπ, με ένα τόνο πιο ήρεμο, «κατάλαβε πως υπάρχουν αρκετοί δαίμονες που δεν είναι σαν εμάς. Οι περισσότεροι είναι μαλάκες, οι οποίοι ούτε θα άντεχαν να βρίσκονται κοντά σε ένα θνητό χωρίς να θέλουν να του κάνουν κακό. Αυτός» είπε, πλησίασε και τοποθέτησε ένα δάκτυλο πάνω στο γραμμένο όνομα που η Κατρίνα πρότεινε «είναι ένας από αυτούς».
Κοίταξε την σελίδα του βιβλίου, ακριβώς εκεί που το δάκτυλο του δαίμονα έδειχνε το όνομα: Άλοθες.
«Μάλιστα» ψιθύρισε, κάπως δυσαρεστημένη. Η Άρια έστρεψε απότομα το βλέμμα προς το ποταμό, συνοφρυωμένη. Ήμουν σίγουρη ότι την έκανα να θυμώσει, αλλά δεν καταλαβαίνω τον λόγο «Λυπάμαι, δεν σκέφτηκα ότι θα σε ενοχλήσει» είπε σιγανά, απευθυνόμενη σε εκείνη «Μονάχα...προσπαθώ να δώσω μία λύση σε όλο αυτό».
Μόλις πρόσεξε τις τύψεις στην έκφραση της Σμιθ, το θηλυκό υπερφυσικό πλάσμα ανασήκωσε τα φρύδια έκπληκτη. Τα χείλη της τραβήχτηκαν προς τα επάνω σε ένα μικρό χαμόγελο και κούνησε το κεφάλι αρνητικά, τοποθετώντας ένα χέρι στον ώμο της θνητής.
«Ηρέμησε. Απλά εκείνο τον τύπο δεν τον συμπαθώ και δεν ξέρεις τι θα του έκανα αν τολμούσε να σε πληγώσει...Σε εκείνον και σε οποιοδήποτε» ξεκαθάρισε. Τα λόγια μπέρδεψαν την κοπέλα, αλλά προσπάθησε να μην δείξει στην δαίμονα πόσο την επηρέασαν. Εκείνη χαμογέλασε περισσότερο, και για να εξαφανίσει λιγάκι την σοβαρότητα, πρόσθεσε: «Επιπλέον, δεν φαντάζεσαι πόσο μισώ το καταραμένο πρόσωπό του. Δεν θα άντεχα να τον έχω κοντά δίχως να προσπαθήσω να του σκίσω το δέρμα».
Υπήρχαν αρκετά πράγματα για εκείνους που ακόμη δεν γνώριζα, και δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να μην επιμείνω να μάθω.
Ο Κάλεμπ δεν είπε τίποτα σχετικά με αυτό, λες και συμφωνούσε μαζί με την Άρια. Έτεινε το χέρι για να χαϊδέψει το μαύρο κουτάβι, το οποίο κοιμόταν στα πόδια του κοριτσιού.
«Α, ναι, πρέπει να το αφήσεις να γευτεί λίγο από το αίμα σου» είπε, δείχνοντας το σκυλί.
«Τι λες Άρια;» ρώτησε τρομαγμένη, με γουρλωμένα μάτια.
«Εμπιστεύσου με. Είναι μόνο μερικές σταγόνες, και το σκυλί ποτέ δεν θα απομακρυνθεί από σένα και θα μπορεί να σε βρει, ακόμα κι αν βρίσκεται στο άλλο άκρο του κόσμου».
Κοίταξε το κουτάβι, που κοιμόταν ήρεμα. Ξέρω ότι πρέπει να υπακούσω, αφού δεν έχω ιδέα τι είναι ακριβώς αυτό το ζώο.
«Αλλά μονάχα μία μικρή πληγή» προειδοποίησε την δαίμονα, η οποία χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι θετικά.
Η Άρια έψαξε κάτι στη τσάντα της. Αμέσως, έβγαλε ένα μαχαίρι παρόμοιο με αυτό που είχε ο Αραέλ, και η Κατρίνα έσμιξε τα φρύδια. Τι γίνεται; Όλοι έχουν από ένα μαχαίρι;
Της ζήτησε το χέρι και η θνητή δέχτηκε μουρμουρώντας κάτι σιγανά. Στο δείκτη του δακτύλου της, το πλάσμα βύθισε γρήγορα την αιχμηρή άκρη του μαχαιριού. Το τσίμπημα πόνου την έκανε να ταρακουνηθεί, και τότε το υπερφυσικό όν φύλαξε το αντικείμενο.
«Τώρα όλα μια χαρά» χαμογέλασε η Άρια.
Αναποφάσιστη, η θνητή πλησίασε το χέρι στη μουσούδα του κουταβιού. Εκείνη την στιγμή εκείνο ξύπνησε και το μύρισε, για να γλείψει το αίμα. Η μικρή του γλώσσα, απαλή και υγρή, ήτανε τόσο θερμή που της φάνηκε πιο οδυνηρή από την ίδια την πληγή. Κοίταξε το σκυλί κάπως περίεργα όταν εκείνο κοιμήθηκε ξανά σα να μην είχε γίνει τίποτα.
«Αυτό ήταν δική σου ιδέα;» ρώτησε τον δαίμονα δίπλα της.
«Είναι ένα ζώο πολύ προστατευτικό με τον ιδιοκτήτη του» απάντησε ο Κάλεμπ, ανασηκώνοντας τους ώμους «Θα σε προστατεύσει ακόμη και αν πρέπει να πεθάνει κατά την προσπάθεια» Η Σμιθ τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, με ένα τρόπο υπερβολικό, και τότε εκείνος γέλασε «Ναι, κατά ένα μέρος ήταν επίσης δική μου ιδέα».
Τον δολοφόνησε με το βλέμμα για μερικά λεπτά... αλλά, στο τέλος, κατέληξε να χαμογελάει.
~°~
Οι επόμενες μέρες πέρασαν φυσιολογικά. Ή, τουλάχιστον, εντός του πλαισίου για το τι σήμαινε το «φυσιολογικό» για εκείνη: να βλέπει δύο δαίμονες, να νιώθει τις παρουσίες τους να περιτριγυρίζουν κοντά της, και τώρα ένα κουτάβι με κόκκινα μάτια που, χωρίς να το νοιάζει αν η Κατρίνα τον κλείδωνε μέσα στο διαμέρισμα, πάντα εκείνο εμφανιζόταν έξω από την δουλειά της μόλις το κορίτσι τελείωνε.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κάτι βγήκε εκτός ορίων.
Ήταν μόλις μεσημέρι όταν η Έλενα βάδισε προς το μέρος της με ένα χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη της, ένα που της φάνηκε ύποπτο. Δεν την χαιρέτησε καν, απλά άρχισε να μιλάει για ένα θέμα.
«Ο αδερφός σου και εγώ οργανώσαμε ένα πάρτι για τα γενέθλια του» ανακοίνωσε χαρούμενα αλλά που ταυτοχρόνως ο τόνος της φωνής έσταζε περιφρόνηση.
Θα της έλεγε πως ήδη το γνώριζε. Οργάνωνε με τον αδερφό της το πάρτι μιλώντας στο τηλέφωνο.
Προτίμησε να μην της το αναφέρει.
«Είπε πως θα του άρεσε να πήγαινες».
Ένα κοφτό γέλιο της ξέφυγε: «Το αμφιβάλλω».
«Είναι στο σπίτι ενός φίλου του, θα πάει πολύς κόσμος, θα περάσουμε υπέροχα» Ακόμη ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό της «Θα έπρεπε να πας, με το αγόρι σου φυσικά».
Η Κατρίνα βλεφάρισε. Ήταν έτοιμη να διαψεύσει το τελευταίο που είπε, αλλά, η αλήθεια, τι νόημα είχε; Δεν με νοιάζει τι θα σκεφτόταν εκείνη.
Χαμογέλασε, νιώθοντας μία ικανοποίηση όταν η Έλενα φάνηκε αποπροσανατολισμένη.
«Θα το σκεφτώ, φιλενάδα» το τελευταίο το τόνισε, ειρωνικά, προκαλώντας ένα μορφασμό σε εκείνη.
Η Σμιθ γύρισε από την άλλη για να απομακρυνθεί, δίχως να περιμένει την απάντησή της. Σούφρωσε τα φρύδια καθώς κατευθυνόταν σε κάτι παιδιά που παίζανε. Μόνο στη πιθανότητα πως θα πήγαινε σε εκείνο το πάρτι της προκάλεσε ένα κόμπο στο στομάχι.
Δεν θέλω να κρύβομαι από εκείνη και τον αδερφό μου πια, αφού με προσκάλεσε, τότε, γιατί να μην παρευρεθώ;
Ίσως να περνούσα λίγο τον χρόνο μου «φυσιολογικά», χωρίς δαίμονες τριγύρω μου. Μονάχα θνητούς, μόνο άνθρωποι σαν κι εμένα.
Ή τουλάχιστον, σαν και εμένα εξωτερικά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro