Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 16

Η έλλειψη οξυγόνου τους χώρισε. Ωστόσο, ο Αραέλ δεν απομακρύνθηκε, αλλά ένωσε το κούτελο στο δικό της. Η ζεστή του ανάσα και της Κατρίνας αναμειγνύονταν.

«Π-περίμενε...» ψιθύρισε με σιγανό τόνο, ανίκανη να μπορέσει να μιλήσει πιο δυνατά. Άκουσε τον εαυτό της και παραξενεύτηκε. Ακουγόταν αρκετά λαχανιασμένη, αρκετά βραχνή.

Εκείνος δεν έμεινε να περιμένει. Τα χείλη του δεν ξεκόλλησαν από το πρόσωπό της ούτε όταν το κορίτσι έτεινε το χέρι για να αφήσει το λουλούδι επάνω στο κομοδίνο. Τα χείλη του γλίστρησαν από το περίγραμμα της κάτω γνάθου κατεβαίνοντας, και τότε, ένιωσε τα δόντια του στο λοβό του αυτιού της. Ένα βογγητό της ξέφυγε. Δεν ήταν επώδυνο, αλλά κάτι στο στομάχι της σφίχτηκε.

Ένιωθε αρκετή ζέστη. Όλο το κορμί της έκαιγε.

Δεν άντεχε άλλο.

«Περίμενε» είπε με κομμένη την ανάσα. Καταλάβαινε πως μεγάλο μέρος του σώματος του ήταν επάνω της, και αυτό δεν έκανε κάτι άλλο από το να την αναστατώνει περισσότερο «Δ-δεν μπορώ...»

«Δεν θα κάνουμε τίποτα, Κατρίνα» υποσχέθηκε κοντά στο αυτί της, με μία μακρινή φωνή «Μονάχα θέλω να σε φιλήσω».

Ταράχτηκε μόνο και μόνο που άκουσε την τελευταία πρόταση.

«Εγώ...» κατάπιε με δυσκολία.

Εκείνος απομακρύνθηκε λιγάκι, αρκετά για να παρατηρήσει το πρόσωπό της. Μάλλον αντιλήφθηκε τον τρόμο στην έκφραση της, επειδή συνοφρυώθηκε και αναστέναξε βαθιά πριν ξαπλώσει δίπλα της. Τοποθέτησε το δεξί μπράτσο κάτω από το κεφάλι του για να το κρατήσει υψωμένο.

Όλο αυτό ήτανε παράξενο. Βρισκόταν αρκετά κοντά. Ήταν ακριβώς δίπλα της, στο κρεβάτι της, όπως δεν ήταν ποτέ πριν.

Ασυναίσθητα, προσπάθησε να απομακρυνθεί.

«Όχι. Έλα εδώ» ζήτησε με ένα βραχνή τόνο, αλλά ταυτοχρόνως απαλό.

Γλίστρησε το αριστερό του χέρι από τα μαλλιά της μέχρι να φτάσει στον αυχένα της και την οδήγησε μέχρι το στέρνο του. Η κοπέλα έκλεισε τα χέρια σε γροθιές, ανίκανη να μπορέσει να χαλαρώσει. Η καρδιά της σφυροκοπούσε μανιωδώς, νιώθοντας την στα αυτιά της, ίσως ακόμη περισσότερο από πριν, επειδή τώρα βρισκόταν με το κεφάλι τοποθετημένο επάνω στο στήθος του, κάτι που ποτέ δεν πίστευε πως θα μπορούσε να συμβεί.

Εκείνος δεν συμπεριφερόταν σαν μαλάκας, και η εγώ...Σκατά, δεν ήθελα να απομακρυνθώ.

Έμειναν λίγα λεπτά σιωπηλοί, μία σιωπή που της φάνηκε άβολη, καθώς η ανάσα και οι παλμοί της προσπαθούσαν να βρουν τους φυσιολογικούς ρυθμούς. Βρισκόταν βυθισμένη σε μία θάλασσα ανασφάλειας. Και τώρα τι θα έκανε; Έπρεπε να του μιλήσει; Τι θα μπορούσε να του πει μετά από κάτι σαν αυτό;

Ευτυχώς ο Αραέλ μίλησε, σπάζοντας την άβολη σιωπή που είχε κυριεύσει την ατμόσφαιρα.

«Στην αρχή όλων αυτών» άρχισε με σιγανή φωνή, και το κορίτσι σήκωσε το κεφάλι προς το μέρος του, «νόμιζα ότι μπορούσα να ανακαλύψω αυτό που ήσουν μονάχα με το να σε παρακολουθώ από κοντά. Ξέρεις, σαν εσάς, που πειραματίζεστε με τα ζώα βλέποντας την συμπεριφορά τους» Γέλασε κοφτά και εκείνη δεν ήξερε αν ένιωσε ή όχι προσβεβλημένη «Ωστόσο, η ζωή σου δεν είχε κάτι το ασυνήθιστο. Με την πάροδο των ημερών, κατάλαβα πως έπρεπε να σε πλησιάσω, έπρεπε να σε γνωρίσω, να ψάξω για την οικογένεια σου, και πίστεψα ότι με αυτό τον τρόπο θα τα κατάφερνα...Αλλά και σε αυτό έκανα λάθος» Σούφρωσε τα φρύδια με ένα έντονο συναίσθημα που η ίδια δεν κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει και ο Αραέλ αναστέναξε «Ίσως αυτό να ήταν το λάθος μου».

Ήταν η σειρά της να φανεί μπερδεμένη.

«Που με πλησίασες;»

Ο δαίμονας έγνεψε θετικά.

«Νόμιζα πως θα μπορούσα να σε δω σαν οποιοδήποτε άλλο θνητό, πως θα σε μισούσα τόσο όπως τους υπόλοιπους. Όμως...όσο περνούσε ο καιρός, με ξάφνιαζες κάθε φορά όλο κι περισσότερο...» Έκανε μία σύντομη παύση ενώ τα μάτια του μισόκλεισαν γεμάτα από καχυποψία που δεν ήταν κατευθυνόμενη ακριβώς προς την Σμιθ «Ήταν δύσκολο να συνεχίσω να έχω την ίδια σκέψη σχετικά με εσάς».

Για κάποιο λόγο, η καρδιά της άρχισε πάλι να επιταχύνει. Στα αλήθεια ήθελε να ακούσει όλο αυτό;

Στηρίχτηκε επάνω στον αγκώνα της για να μπορέσει να δει καλά την έκφρασή του. Εκείνος παρέμεινε απαθής.

«Τι θες να πεις;»

«Στην πραγματικότητα δεν είμαι σίγουρος».

Ένιωσε ένα τσίμπημα απογοήτευσης. Πίεσε τα χείλη την ίδια στιγμή που κουνούσε το κεφάλι από την μια πλευρά στην άλλη.

«Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται» είπε σιγανά.

«Πρέπει να το κάνεις;»

Παρατήρησε πώς η έκφραση του γινόταν ελαφρώς ανήσυχη.

«Θα μου άρεσε, ναι» Κάρφωσε τα μάτια στο ύφασμα του πουκαμίσου του, δίχως να έχει το θάρρος να συνεχίσει να βλέπει το πρόσωπό του «Αυτό...Εγώ...»

Τα δύο δάκτυλά του, ο δείκτης και ο αντίχειρας, άρπαξαν το πηγούνι του και την ανάγκασαν να σηκώσει το βλέμμα για ακόμη μια φορά.

«Πιστεύεις πως αυτό είναι κακό;» ρώτησε συνοφρυωμένος, με μία έκφραση που φάνηκε κάπως συγκεχυμένη, σαν στα αλήθεια να μην καταλάβαινε ότι όλο αυτό, αυτό που μόλις συνέβη, δεν ήταν κάτι ανησυχητικό.

«Νομίζω...ότι σε εκτρέπει από το αρχικό σου σχέδιο».

Γέλασε «Ναι, το κάνει» κούνησε το κεφάλι καταφατικά χαμογελώντας, ένα χαμόγελο που έκανε κάτι μέσα της να ταραχτεί.

Η θνητή κατάπιε με δυσκολία.

«Αλλά...γιατί;»

«Θα μου άρεσε να έχω μία απάντηση και για αυτό» Το χαμόγελο του σβήστηκε «Να βρίσκομαι κοντά σου είναι διαφορετικό από το να είμαι με οποιοδήποτε άλλο άτομο».

«Μα πώς;»

Το μπράτσο που δεν στηριζόταν κάτω από το αυχένα του ξαφνικά βρισκόταν να τυλίγεται γύρω από τη μέση της, πλησιάζοντας την περισσότερο προς το μέρος του.

«Για μένα όλοι οι θνητοί είναι ίδιοι» είπε αποφεύγοντας την οπτική επαφή «άθλιοι, διεστραμμένοι, κακοήθης, εγωιστές, τεμπέληδες...Ήδη ξέρω ότι μερικοί από εσάς, πολύ λίγοι σε σύγκριση, δεν είναι όλα αυτά που έχω πει πριν. Όμως, παρόλο που το γνωρίζω αυτό, ποτέ δεν έχω νιώσει κάτι διαφορετικό σχετικά με εσάς. Όταν τους βλέπω, μπορώ να δω τις σκοτεινές, διεφθαρμένες, βρώμικες ψυχές τους, φθαρμένες από την αμαρτία και αγνοώντας όλα αυτά που τους δόθηκαν μονάχα για αυτούς. Πάντα λαχταρώντας περισσότερα. Ακούω τις σκέψεις τους, τις πιο σκοτεινές τους επιθυμίες...και τις περισσότερες φορές με αηδιάζουν» Γύρισε το κεφάλι για να κατευθύνει το βλέμμα προς το μέρος της. Τότε, η αυστηρότητα στο βλέμμα του μειώθηκε «Αντιθέτως, όταν σε κοιτάζω, δεν υπάρχουν σκέψεις, δεν βλέπω την ψυχή σου...Μονάχα σε βλέπω εσένα».

Η καρδιά της έκανε ακόμη μία κίνηση τόσο αφύσικη που την πόνεσε. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, ούτε τι να απαντήσει σε κάτι σαν αυτό. Το μυαλό της θόλωσε μόνο κι μόνο επειδή είπε τέτοια λόγια, αυτά που έλεγε όταν γινόταν ειλικρινής. Ειδικά, γιατί εκείνη θεωρούσε τον εαυτό της διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο άτομο. Το ότι οι δαίμονες δεν μπορούσαν να δουν το χρώμα της ψυχής της ή να ακούσουν τις επιθυμίες και τις σκέψεις της, για την Κατρίνα, δεν ήταν ιδιαίτερες ικανότητες. Δεν την έκαναν καλύτερο άνθρωπο, ούτε συνείσφεραν κάποια βοήθεια σε κάποιον.

Μονάχα φαίνονταν να την βάζουν σε κίνδυνο, λες και το κορίτσι κουβαλούσε ένα είδος κατάρας.

Έκλεισε τα χέρια σε γροθιές, νιώθοντας ένα τσίμπημα αβεβαιότητας, και έκρυψε το κεφάλι στο στέρνο του για να μην έβλεπε στις εκφράσεις της το πόσο ανήσυχη την έκανε να νιώσει εκείνη η σκέψη. Το στέρνο του ήτανε θερμό, σκληρό και όχι ακριβώς άνετο, αλλά το σφυροκόπημα που ήταν ικανή να ακούει της έδινε μία ηρεμία.

Μετά από λίγα λεπτά σιωπής, εκείνος αναστέναξε βαθιά.

«Με εκνευρίζει τόσο να μην ακούω αυτά που σκέφτεσαι» μουρμούρισε με ένα τόνο κάπως απόμακρο «Μπορώ να εισχωρήσω στο μυαλό όλων των θνητών, εκτός από το μυαλό της μόνης που πραγματικά με ενδιαφέρει».

Δάγκωσε το κάτω χείλος. Τα μάγουλά της άρχισαν να καίνε και ευτυχώς που δεν την κοίταζε κατευθείαν στο πρόσωπο, γιατί διαφορετικά θα καταλάβαινε πόσο πολύ την επηρέασε το τελευταίο που είπε.

«Τι ατυχία για σένα».

«Γιατί πάντα το κάνεις αυτό;» θέλησε να μάθει, γεμάτος περιέργεια «Γιατί δεν λες αυτό που στα αλήθεια σκέφτεσαι;»

«Δεν μπορείς να ξέρεις αν αυτό που λέω είναι αλήθεια ή όχι» είπε η Κατρίνα, κάπως κοροϊδευτικά «Δεν ξέρεις αν ψεύδομαι».

Ένα από τα χέρια του την άρπαξε από τον ένα ώμο για να την απομακρύνει, την ίδια στιγμή που ο εκείνος έκανε λιγάκι πίσω, μονάχα για να σιγουρευτεί πως η κοπέλα θα τον κοίταζε.

«Ξέρω πολύ καλά ότι ψεύδεσαι. Και αρκετά μάλιστα» ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Τόση υπεροψία υπήρχε στην έκφραση του που για μια στιγμή θέλησε να τον χτυπήσει «Ακόμη και στον εαυτό σου λες ψέματα».

Πίεσε τα βλέφαρα με δύναμη. Στην πραγματικότητα, εκείνο δεν ήταν ένα θέμα που η ίδια ήθελε να συζητήσει, όχι με εκείνον. Όχι με κάποιο που ακόμη δεν ήξερε αν μπορούσε να τον εμπιστευτεί.

«Δεν είναι αυτό» ψιθύρισε πικρά «Το παίρνεις προσωπικά, και εγώ πάντα συμπεριφέρομαι έτσι».

«Τότε τι είναι; Δεν με εμπιστεύεσαι;» ρώτησε, και το χαμόγελο του εξαφανίστηκε. Δεν ήταν αρκετά σίγουρη, αλλά της φάνηκε πως είχε κάτι περισσότερο από επίπληξη στον τόνο του. Ωστόσο, δεν ήξερε τι ακριβώς ήτανε «Τι πρέπει να κάνω για να μιλήσεις μαζί μου όπως το κάνεις με τον Κάλεμπ;»

Ο Κάλεμπ δεν θυμώσει όπως εσύ. Θέλησε να πει. Όμως, όταν μελέτησε αυτή την σκέψη, κατέληξε πως θα ήταν κάτι ηλίθιο και εκτός θέματος. Ο Κάλεμπ ήταν συμπαθητικός και συζητούσε με ευκολία μαζί του. Ο Αραέλ δεν ήταν έτσι, αλλά δεν είχε ούτε λόγο να είναι έτσι. Εκείνος ήταν κάπως διαφορετικός και δεν ήθελε να τον αλλάξει, όπως δεν ήθελε η ίδια να την αλλάξουν.

Πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Κάποτε συνήθιζα να είμαι ειλικρινής και ευθύς» είπε με ένα μουρμουρητό «Αλλά κατάλαβα ότι τα λόγια μπορούσαν να πληγώσουν, και πως μερικά άτομα δεν τους αρέσει να ακούνε την αλήθεια, αλλά να τους λες μονάχα αυτό που εκείνοι θέλουν να ακούσουν. Και εγώ...» δίστασε να συνεχίσει «Νομίζω ότι συνήθισα να μην εκφράζω αυτό που πραγματικά σκεφτόμουν. Ήταν πιο εύκολο να αντιμετωπίζω τους ανθρώπους με αυτό τον τρόπο».

Όταν τον κοίταξε ξανά, η δυσφορία εγκαταστάθηκε στο στήθος της, διότι η έκφραση του ήταν αρκετά σοβαρή. Και, βυθισμένοι σε εκείνο το σκοτάδι με λιγοστό φως, φαινόταν ελαφρώς...μοχθηρό.

Ο Αραέλ μελέτησε για ένα λεπτό τα λόγια της «Αλλά, ακόμη κι έτσι, οι άνθρωποι τείνουν να αισθάνονται κάπως παράξενα κοντά σου».

Αυτό δεν ήταν κάτι καινούργιο. Η Κατρίνα γνώριζε ότι οι άνθρωποι δεν την συμπαθούσαν και πολύ, πως τους φαίνονταν ένα φρικιό δίχως να τους ενδιαφέρει αν η ίδια προσπαθούσε να προσαρμοστεί. Και, στην πραγματικότητα, για ένα χρονικό διάστημα, πράγματι προσπάθησε...Μέχρι που κουράστηκε.

Πάντως, να το λέει ένα πλάσμα που ήταν ικανός να ακούει τις σκέψεις των ανθρώπων, ναι ήταν κάπως προσβλητικό.

«Υποθέτω πως, ό,τι κι να κάνεις, δεν μπορείς να αρέσεις σε όλο τον κόσμο» Ανασήκωσε τους ώμους, σαν αυτό να μην την επηρέαζε.

«Τότε, γιατί να μην είσαι εσύ η ίδια, και στο διάολο οι υπόλοιποι;» έθεσε το ερώτημα, εκπέμποντας εκείνη την έλλειψη ενσυναίσθησης, αν κι ένιωσε ότι ο δαίμονας αυτή την φορά δεν ήταν τόσο ιδιοτελής. Το είπε εν άγνοια του. Κατέβασε το βλέμμα, επειδή ξαφνικά το δικό του έγινε έντονο «Ξέρεις; Εμείς μοιάζουμε αρκετά με εσάς».

Το χέρι που βρισκόταν στον ώμο της κατέβηκε μέχρι την μέση της και την κόλλησε επάνω του. Εκείνη έκλεισε τα μάτια.

«Σε τι μοιάζουμε δηλαδή;»

«Απομονώνουμε όλα όσα είναι διαφορετικά» απάντησε.

Έσμιξε τα φρύδια μπερδεμένη. Ο τόνος φωνής του της τράβηξε την προσοχή.

«Σε τι είσαι εσύ διαφορετικός;» ρώτησε προσεκτικά «Δεν είσαι ένας δαίμονας;»

Η ερώτηση της τον έκανε να γελάσει.

«Ναι είμαι ένας δαίμονας. Μονάχα είμαι... λιγάκι διαφορετικός».

«Όμως σε τι;» Εκείνος δεν απάντησε. Η Κατρίνα τον κοίταξε πάλι. Ο δαίμονας πίεσε το σαγόνι και απέφυγε το βλέμμα της, συνοφρυωμένος. Δεν φαινόταν ενοχλημένος, αλλά ήταν σίγουρη ότι από την μια στιγμή στην άλλη μπορούσε να εκνευριστεί «Δεν είσαι ένας... έκπτωτος άγγελος, έτσι;» είπε όχι αρκετά πεπεισμένη.

Ένα χαμόγελο χαράκτηκε στα χείλη του, και ξαφνικά δεν ήταν τόσο σοβαρός.

«Με τίποτα».

«Τότε...δεν έχεις καμία σχέση με τους αγγέλους» Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά, κοιτάζοντας την ξανά. Η κοπέλα δεν θέλησε να τον ενοχλήσει πάλι, έτσι συνέχισε από άλλη κατεύθυνση: «Πώς είναι εκείνοι;»

«Οι άγγελοι;» ρώτησε σουφρώνοντας λιγάκι την μύτη, λες και ένιωθε αηδία. Η Σμιθ έγνεψε θετικά «Είναι μία ομάδα ηλιθίων, αλαζόνων, φαντασμένων που είναι ικανοί να σκέφτομαι μόνο τον εαυτό τους, που νομίζουν πως είναι τέλειοι».

Που να πάρει...τόσο πολύ;

Τον κοίταξε με καχυποψία. Ήταν μονάχα η άποψη του, ή ήταν η αλήθεια;

«Όλοι εκείνοι είναι έτσι;»

Ο Αραέλ ήταν ένας δαίμονας που μισούσε τους θνητούς και τους αγγέλους το ίδιο;

Η ερώτηση της άλλαξε την έκφραση του.

«Μία από αυτούς δεν ήτανε» είπε με ένα σιγανό τόνο.

Το κορίτσι γούρλωσε τα μάτια. Για κάποιο λόγο, μπόρεσε να διακρίνει στον τόνο του ένα πόνο που της προκάλεσε ένα περίεργο τσίμπημα.

«Ποια;»

Ένα αδύναμο χαμόγελο τράβηξε την άκρη των χειλιών του.

«Κάποια που δεν βρίσκεται πια στον κόσμο» ψιθύρισε.

«Την αγαπούσες;»

Ο Αραέλ έστρεψε το βλέμμα αλλού.

«Ναι» Μονάχα αυτό είπε. Αμέσως κατάλαβε πως μέχρι εκεί έπρεπε να φτάσουν οι ερωτήσεις της, αν και μέσα της είχε άλλες τόσες πολλές.

Ο Αραέλ είχε αγαπήσει μία άγγελο; Ήταν δυνατό εκείνος να είχε νιώσει τέτοιου είδους συναίσθημα στο παρελθόν; Και αν ακόμη το ένιωθε;

Ήθελε να συνεχίσει να ρωτάει, ακόμη και αν η απάντηση κατάφερνε να την κάνει να νιώσει περίεργα. Αλλά, τότε, τα δάκτυλά του άρχισαν να ζωγραφίζουν αόρατους κύκλους στην πλάτη της. Ανατρίχιασε.

«Συγκρατείς τα συναισθήματα μέσα σου» ψιθύρισε, με το στόμα πολύ κοντά στο αυτί της, τόσο που η ζεστή του ανάσα της προκάλεσε ακόμη ένα ανατρίχιασμα «Για να μην τους πληγώσεις, για να μην νιώθουν άσχημα, για να τους προστατεύσεις... Κάποια φορά έχεις κάνει κάτι που πραγματικά αρέσει σε σένα;» Η Κατρίνα δεν είπε τίποτα. Ήξερε τι προσπαθούσε να κάνει: ήθελε να της αποσπάσει την προσοχή. Ήθελε να την κάνει να ξεχάσει αυτό το ζήτημα. Όμως πόσο λίγο την γνώριζε. Αλλά τότε, ένιωσε τα δάκτυλά του να χαϊδεύουν την μέση της, πετυχαίνοντας τον σκοπό του. Το χέρι της σταμάτησε το δικό του, καθώς τον κοιτούσε με υποψία. Η έκφραση της τον έκανε να χαμογελάσει υπεροπτικά «Έχεις αγγίξει ποτέ τον εαυτό σου, Κατρίνα;»

Κατάπιε απότομα και τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Ήξερε πως εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν να την κάνει να ξεχάσει την προηγούμενη συζήτηση, αλλά δεν περίμενε πως θα της έλεγε κάτι τέτοιο. Ο δαίμονας έπαιζε βρώμικα.

«Και εσένα τ-τι σε ενδιαφέρει;» αναφώνησε, νιώθοντας το αίμα να ανεβαίνει στο πρόσωπό της.

«Αυτό θα το λάβω ως όχι».

«Μου αλλάζεις το θέμα συζήτησης».

Χαμογέλασε ακόμη περισσότερο.

«Δεν νιώθεις περιέργεια να μάθεις πώς είσαι η αίσθηση;»

Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Τα γκριζωπά του μάτια μισόκλεισαν, παρατηρώντας την έκφραση της.

«Δεν σε πιστεύω» απάντησε, και ένα ίχνος πονηριάς εμφανίστηκε στα χαρακτηριστικά του.

Εκείνη την στιγμή, τα δάκτυλά του άγγιξαν το λάστιχο της πιτζάμας της.

«Αραέλ...» δίστασε.

«Στα αλήθεια δεν θέλεις να προσπαθήσεις; Θα σταματήσω μόλις μου το ζητήσεις» Πλησίασε στον λαιμό της μέχρι που να μείνουν μερικά εκατοστά απόστασης μεταξύ τους «Αν και είμαι σίγουρος πως, όταν θα αρχίσω, δεν θα θέλεις να σταματήσω».

Η Κατρίνα έκλεισε τα μάτια και άνοιξε το στόμα για να αφήσει ένα αναστεναγμό, την στιγμή που ένιωσε το άγγιγμα των χειλιών του στο δέρμα της. Ένα καυτό φιλί που την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, και για ένα αναθεματισμένο δευτερόλεπτο θέλησε να δεχτεί, ξέροντας ότι εκείνος είχε δίκαιο και πως βαθιά μέσα της ήθελε να μάθει πόσο υπέροχη μπορούσε να είναι μία επαφή σαν αυτή. Για ένα επώδυνο δευτερόλεπτο, θέλησε να το κάνει.

Ωστόσο, τόσο έντονα και γρήγορα όπως η επιθυμία, έτσι γεννήθηκε και η αβεβαιότητα.

Ήθελε πρώτα να μπορέσει να τον εμπιστευτεί.

«Δ-δεν νομίζω...να είναι καλή ιδέα» αποφάσισε τελικά, με ένα ασταθή ψίθυρο.

Απομακρύνθηκε αργά, αρκετά για να μπορέσει να τον κοιτάξει. Εκείνος μισόκλεισε τα μάτια και της φάνηκε να είδε ένα ίχνος υποψίας στο βλέμμα του. Ακούμπησε το κεφάλι στο μαξιλάρι της Σμιθ, ξεφυσώντας.

«Καλώς, όπως θες. Αλλά χάνεις κάτι καλό» μουρμούρισε. Ο τρόπος που το είπε της προκάλεσε ένα κοφτό γέλιο. Μόλις την άκουσε, μία οργή φανερώθηκε στα μάτια του «Με κοροϊδεύεις;» ρώτησε μέσα από τα δόντια του.

Πριν εκείνη μπορέσει να αντιδράσει ή να πει κάτι για να το αποτρέψει, το πλάσμα ανέβηκε επάνω της και άρπαξε τους καρπούς των χεριών της για να τα τοποθετήσει δίπλα από το κεφάλι της. Με αυτό τον τρόπο την εμπόδιζε από το να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε άλλη κίνηση.

«Περίμενε, περίμενε...» ανησύχησε «Υ-υποσχέθηκες να μην το κάνεις πάλι αυτό».

«Σου είπα ότι είμαι κακός στο να τηρώ υποσχέσεις».

Δίχως να της δώσει χρόνο να απαντήσει, έγειρε προς τα εμπρός για να την φιλήσει. Η θερμότητα του δέρματος του και η οργή που πρόσεξε στην έκφραση του την ζάλισαν, παρόλα αυτά ανταπέδωσε στο φιλί.

Ο ρυθμός με τον οποίο τα χείλη του κινούνταν επάνω στα δικά της ήτανε φοβερός. Τα χέρια του, που πίεζαν τα δικά της, έπαψαν να έχουν τόσο γερό κράτημα και ένωσε τα δάκτυλά της με τα δικά του, καθώς απαλά δάγκωνε το κάτω χείλος της. Ίσως να ήταν επειδή ένιωθε αρκετά μπερδεμένη, αλλά για ακόμη μια φορά δεν έφερε τη παραμικρή αντίρρηση όταν εκείνος άνοιξε το στόμα της για να βρεθεί αντιμέτωπος με την γλώσσα της. Η Σμιθ δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον εαυτό της από το να αφεθεί στο απαλό χάδι που της χάριζε. Ο ρυθμός του στόματος του ήταν απαιτητικός, δεν της άφηνε ούτε χρόνο για δισταγμούς.

Μία ζέστη την κατέκλυσε, την στιγμή που το φιλί έγινε πιο έντονο.

Ένα από τα χέρια του άρχισε να κατεβαίνει αργά, περνώντας από το μπράτσο της, ένα μέρος του προσώπου, τον λαιμό της και από την κλείδα, χαϊδεύοντας το δέρμα με τα δάκτυλά του. Ένα συναίσθημα που ήταν ανίκανη να αναγνωρίσει έδεσε κόμπο το στομάχι της, όταν το ίδιο χέρι τοποθετήθηκε επάνω στο μάγουλό της. Μονάχα φορούσε μία μπλούζα λεπτού υφάσματος, δίχως τίποτα κάτω από αυτή, και η ασυνήθιστη θερμότητα που το δέρμα της έκπεμπε, ακόμη και χωρίς να την είχε αγγίξει εντελώς, της προκαλούσε παραζάλη.

Όταν κατάλαβε πια τι ήταν έτοιμη να κάνει, το μυαλό της θόλωσε. Ο Αραέλ την φιλούσε και η ίδια δεν τον απομάκρυνε...επειδή της άρεσε αρκετά εκείνη η επαφή. Μία αίσθηση που ποτέ δεν την είχε κατακλύσει πριν εγκαταστάθηκε στην κοιλιά της, ενώ κάθε μία από τις σκέψεις της εξαφανίζονταν. Δεν ένιωθε τίποτα άλλο από ένα έντονο πάθος για εκείνον.

Και ακριβώς εκείνη την στιγμή, διέκοψε την επαφή.

Δεν ήξερε τι συνέβη, αν η ίδια έκανε κάτι λάθος. Το πρώτο πράγμα που είδε καθώς άνοιγε τα βλέφαρα ήταν το δαίμονα συνοφρυωμένο. Ξαφνιάστηκε όταν πρόσεξε πως το στήθος ανεβοκατέβαινε στον ίδιο ρυθμό με το δικό της. Κατάπιε με δυσκολία την στιγμή που το χέρι του που βρισκόταν στο μάγουλό της απομακρύνθηκε. Έχοντας ακόμη μία έκφραση θυμού, γλίστρησε απαλά τις άκρες των δακτύλων του από το περίγραμμα της κάτω γνάθου, μετά από τα χείλη, και ακριβώς εκεί ήταν που πρόσεξε το πόσο την έκαιγαν και πρησμένα ήτανε. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του καθώς, ασυναίσθητα, το κορίτσι μετακίνησε το κεφάλι ακολουθώντας το χάδι του χεριού του.

Από τα χείλη του ξέφυγε ένα βραχνό γέλιο που, στη μέση εκείνης της σιωπής, ακούστηκε κάπως...

«Α, ήθελες να συνεχίσουμε;» ρώτησε πονηρά. Αφού παρατήρησε ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν θυμωμένος, του χάρισε ένα δολοφονικό βλέμμα «Δεν μου είπες ότι θα έπρεπε ήδη να κοιμηθείς;» συνέχισε.

Ναι, ήτανε σκληρός...και ταυτοχρόνως πολύ γλυκός.

Έγνεψε θετικά, και ο δαίμονας αμέσως ξάπλωσε πάλι δίπλα της, με τόση σιγουριά και ηρεμία λες και το μέρος του άνηκε. Γιατί τώρα τύλιξε το χέρι του γύρω από την μέση μου; Γιατί αμέσως μετά με τράβηξε προς το μέρος του; Θεέ και Κύριε.

Η καρδιά της συνέχιζε να σφυροκοπάει στο στήθος και όλα αυτά τα άγνωστα και αφιλόξενα συναισθήματα που υπήρχαν μέσα της, της έδιναν την εντύπωση πως ήτανε επικίνδυνα.

Η απελπισία σχεδόν έγινε αισθητή μέσα της όταν στην συνέχεια με το άλλο του μπράτσο περικύκλωσε τα στήθη της. Ένα παρορμητικό συναίσθημα την κατέκλυσε και την άφησε εντελώς εμβρόντητη, μόλις πρόσεξε πως ο Αραέλ την αγκάλιαζε.

Δίχως δεύτερη σκέψη, τοποθέτησε το κεφάλι επάνω στο στήθος του σε μία της προσπάθεια εκείνος να μην δει το μαρτύριο στο πρόσωπό της.

«Κοιμήσου» διέταξε με ένα ψίθυρο.

Η Κατρίνα γέλασε νευρικά. Πριν μερικά λεπτά ήταν ο ένοχος που η καρδιάς της σφυροκοπούσε στο στήθος της, και τώρα ήθελε εκείνη να ηρεμήσει και να κοιμηθεί, τόσο απλά;

«Πώς μπορείς να μου λες να κοιμηθώ μετά απ' αυτό;» παραπονέθηκε.

«Προτιμάς να κάνουμε κάτι άλλο; Επειδή μπορώ να το κάνω, εδώ κι τώρα».

Ω. Θεούλη μου.

Κούνησε το κεφάλι νευρικά. Μόνο η σκέψη πως κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβεί, την γέμιζε με φόβο. Τι κάνω; Γιατί δεν τον απομακρύνω αφού νιώθω τόσο άβολα; Γιατί, για αρχή, δεν πέταξα στα σκουπίδια το περίεργο λουλούδι που δημιούργησε; Γιατί τον άφηνα να με αγκαλιάζει στο ίδιο το κρεβάτι μου, μετά από όσα έκανε όλο αυτό τον καιρό;

Γιατί ήθελα ο δαίμονας να συνεχίσει να με φιλάει;

Τα χέρια της Σμιθ ήταν κλεισμένα σε γροθιές επάνω στο στήθος του, διότι ήταν ανίκανη να τον χαϊδέψει. Ένιωθε φοβερά νευρική μέσα στην αγκαλιά του, ή ίσως να ένιωθε ενθουσιασμένη, δεν ήξερε, δεν είχε τη παραμικρή ιδέα τι συνέβαινε μαζί της. Το κεφάλι της βρισκόταν βυθισμένο στο λαιμό του, και τον μόνο που μπορούσε να δει, να νιώσει και να μυρίζει, ήταν τον Αραέλ. Ήταν κάπως παράξενο...

Όμως, δυστυχώς, ένιωθε αρκετά κουρασμένη. Εξαντλημένη και μπερδεμένη, ήταν ίσως οι λέξεις που την περιέγραφαν καλύτερα αυτές τις ώρες. Και, επίσης, σε μια στιγμή βυθίστηκε τόσο στις μπερδεμένες τις σκέψεις, που δεν κατάλαβε πότε κατάφερε να την πάρει ο ύπνος.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro