Κεφάλαιο 16
Η αίσθηση ήδη είχε αρχίσει να την εκνευρίζει. Πριν λίγες εβδομάδες θα τρόμαζε με αυτό το προαίσθημα, αλλά τώρα μονάχα την ενοχλούσε.
Το βλέμμα της περιπλανήθηκε σε όλη την επέκταση της μεγάλης αίθουσας όπου βρίσκονταν όλα τα παιδιά του νηπιαγωγείου. Ήταν η ώρα διαλείμματος. Μερικά παιδιά ζωγράφιζαν, άλλα παρίσταναν τους μάγειρες και τα περισσότερα έπαιζαν στο κουκλοθέατρο. Το προαίσθημα έγινε ακόμη πιο έντονο όταν αντίκρυσε τον νέο διευθυντή. Αμέσως της κόπηκε η ανάσα αφού, χωρίς να μπορεί να το αποφύγει, στο μυαλό της άρχισε να περιφέρεται εκείνη η σκηνή του περίεργου φιλιού αλλά και...το φιλί με τον δαίμονα. Ήταν σίγουρα πως η αίσθηση που ένιωθε ήταν λόγω του Αραέλ για αυτό κι τον έψαξε ανάμεσα στα παιδιά και στις άλλες νηπιαγωγούς, όμως δεν κατάφερε να τον βρει. Θυμήθηκε τις πρώτες μέρες που λόγω εκείνου του δαίμονα είχαν γεμίσει τα σωθικά της με τρόμο και παράνοια, και ένιωσε ένα κόμπο στο στομάχι.
Το συναίσθημα της ήταν τόσο γνωστό και αυτό της έλεγε με σιγουριά πως όλο αυτό δεν ήταν παιχνίδια του μυαλού της. Η υποψία κινδύνου, η ψυχρή ατμόσφαιρα και η αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθούσε της ήταν αρκετά για να ξέρει ότι εκείνος βρισκόταν κοντά.
Αν κι δεν μπορούσε να τον δει πουθενά.
Και τότε κάτι πολύ παράξενο συνέβη.
Τα μάτια της συναντήθηκαν με δύο ζευγάρια μάτια πράσινου χρώματος και η καρδιά της άρχισε να πάλλεται στο στήθος της σε ρυθμούς που δεν ήταν καθόλου φυσιολογικοί. Είχε αναστατωθεί.
Ένα παιδί είναι, ένα απλό πεντάχρονο. Προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό της καθώς πλησίαζε προς το μέρος του. Ήταν το μόνο παιδί στην αίθουσα που καθόταν μόνο του σε ένα τραπέζι. Όταν η Κατρίνα στάθηκε ακριβώς από πάνω του, πρόσεξε την ζωγραφιά που είχε κάνει. Συνήθως τα μικρά έφτιαχναν μία ζωγραφιά που σου έδινε την αίσθηση χαράς, ευτυχίας, αγάπης. Το συγκεκριμένο αγοράκι, το μόνο που είχε φτιάξει ήταν ένα κατάμαυρο τοπίο. Η νηπιαγωγός κατάπιε με δυσκολία.
<<Γεια σου μικρέ, γιατί δεν κάθεσαι με τα άλλα παιδιά; >> Ρώτησε και πρόσεξε ένα χαμόγελο στα χείλη του σαν να την κορόιδευε. Σίγουρα θα ήταν της φαντασίας της.
<<Γιατί δεν είμαι μικρό παιδί...>> Μουρμούρισε ενοχλημένος, έχοντας όμως ακόμη το χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του.
Η Κατρίνα έμεινε σιωπηλή. Προτίμησε να αλλάξει θέμα, άλλωστε τί άλλο να έλεγε σχετικά με την απάντηση που της είχε δώσει; Η αλήθεια, είχε καταφέρει να την αποστομώσει.
<<Τι έχεις ζωγραφίσει; >> Έκανε την ερώτηση αλλά καμία απάντηση δεν έφτασε στα αυτιά της. Επέμεινε: <<Σου αρέσει το μαύρο για αυτό το μόνο χρώμα που έβαλες στο μπλοκ ζωγραφικής είναι αυτό; >>
<<Λατρεύω το μαύρο, φέρνει δυστυχία. >> Είπε περνώντας με αργές κινήσεις το χέρι του επάνω από το μαύρο φόντο.
<<Και τι σημαίνει η ζωγραφιά; >> Αν και προσπάθησε να μην δείξει στον μικρό πως τρόμαξε από την προηγούμενη απάντηση του, τον τόνο της φωνής της δεν κατάφερε να τον σταθεροποιήσει.
<<Είναι η άβυσσος...>> Ψιθύρισε και ο τόνος της φωνής του την έκανε να νιώσει άβολα.
Ξαφνικά, ένιωσε ένα κρύο να διαπερνά το κορμί της.
Κάποιος θα άλλαξε την θερμοκρασία της θέρμανσης. Σκέφτηκε το κορίτσι, όμως ο κρύος αέρας ερχόταν από τόσο κοντά, ήταν σαν να είχαν ανοίξει τον θάλαμο ενός ψυγείου ακριβώς μπροστά της.
Εκείνος θα βρισκόταν κάπου εδώ. Έπρεπε να προστατεύσει τα μικρά της.
Την στιγμή που ήταν έτοιμη να γυρίσει από την άλλη για να αρχίσει να απομακρύνεται από το παιδί, εκείνο την άρπαξε από τον καρπό του χεριού της. Γούρλωσε τα μάτια. Είχε ένα δυνατό κράτημα...
<<Πες μου, τι σοι πλάσμα είσαι εσύ; >> Η έκφραση του μετατράπηκε σε κάτι πιο σοβαρό καθώς την κοίταζε από την κορυφή ως τα νύχια.
Για δευτερόλεπτα κράτησε την ανάσα της. Ένιωσε ξαφνικά σαν μία αόρατη θηλειά να βρισκόταν γύρω από τον λαιμό της και την έσφιξε ολοένα κι περισσότερο.
Όλος ο κόσμος φάνηκε να παγώνει μονάχα σε μία στιγμή. Ήταν σα να, από μια στιγμή στην άλλη, ο χρόνος να είχε σταματήσει. Όμως όλα γύρω της συνέχιζαν την κανονική πορεία τους, η Κατρίνα ήταν που ένιωθε διαφορετική, εκτός τόπου κι χρόνου.
Ένιωσε σαν όλο της το αίμα να είχε στραγγίσει.
<<Τι; >> Ψιθύρισε εκείνη.
<<Αυτό που άκουσες. >> Έκανε μία κίνηση του κεφαλιού του προς το μέρος της. <<Με ενδιαφέρει πολύ να μάθω. >>
Το μυαλό της δεν φαινόταν να ήθελε να καταλάβει αυτό που συνέβαινε.
<<Είμαι...θνητή. >>
<<Είσαι σίγουρη; >> Σήκωσε το ένα φρύδι του. <<Η ψυχή σου δεν μυρίζει όπως ενός απλού θνητού. Να πω την αλήθεια, είναι η πιο λαχταριστή ψυχή που έχω αντιληφθεί ποτέ μου. Αλλά, ξέρεις τι είναι το περίεργο; >> Έμεινε να περιμένει την αντίδραση της, όμως το κορίτσι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά μόνο να τον κοιτάει. <<Πως δεν μπορώ να την δω καθόλου. Για αυτό, σε ξαναρωτάω. >> Τότε, η φωνή του έγινε πιο σκληρή: <<Τι στο διάολο είσαι;>>
Ανέπνευσε αργά σαν να της ήταν δύσκολο. Βρισκόταν σε μία κατάσταση ανάμεσα στο σοκ και την άρνηση. Στο μέτωπό της άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους μερικές σταγόνες ιδρώτα.
Ήθελε να λιποθυμήσει. Ήθελε να φύγει από εκεί. Ήθελε να πάει να αρπάξει τον σταυρό που υπήρχε στην τσάντα της και να τον χρησιμοποιήσει εναντίον του μικρού για να αποτρέψει το κακό που επρόκειτο να συμβεί. Αλλά, αντί για όλες εκείνες τις επιλογές, μονάχα μπορούσε να στέκεται ακίνητη, με τον φόβο να την έχει καταβροχθίσει.
Η σκέψη πως μπορεί να άκουγε τις σκέψεις της την έκανε να θέλει να τον ρωτήσει αλλά δεν βρήκε το θάρρος να το κάνει. Μονάχα η ιδέα πως εκείνος μπορούσε να διαβάζει τις σκέψεις της...την τρομοκρατούσε.
<<Δεν θα απαντήσεις; >> Επέμεινε. Και, αν και εξωτερικά ήταν ένα πεντάχρονο, ξαφνικά φάνηκε απειλητικός.
<<Σου το είπα...>> Οι λέξεις ίσα που ακούστηκαν. <<Είμαι θνητή.>>
<<Έτσι ε; >> Ένα μοχθηρό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. <<Και ποιος είναι ο τυχερός ηλίθιος που κατάφερε να σε βρει πριν από εμένα; >>
Η Κατρίνα βλεφάρισε.
<<Ποιος; >>
<<Μην κάνεις πως δεν ξέρεις για ποιο πράγμα σου μιλάω. Έχεις την μυρωδιά του επάνω σου. >> Παρατήρησε πάλι το κορμί της και το κορίτσι έκρυψε το στήθος της με τα χέρια της νιώθοντας άβολα. <<Αυτός το έκανε αυτό στην ψυχή σου; >>
Η μυρωδιά του επάνω της; Είχε να κάνει με το αηδιαστικό φιλί που της έδωσε;
Καθάρισε τον λαιμό της.
<<Δεν ξέρεις ποιος είναι; >>
<<Νομίζω πως ξέρω αυτό το άρωμα. >> Παραδέχτηκε με μισόκλειστα μάτια, αλλά μετά κούνησε το κεφάλι αρνητικά. <<Τέλος πάντων, δεν θα με ένοιαζε να διακινδυνέψω λιγάκι τον εαυτό μου για να δοκιμάσω αυτή την λαχταριστή ψυχή σου...Ή ακόμα θα μπορούσαμε να σε μοιραστούμε.>>
<<Δεν νομίζω να του αρέσει. >> Απάντησε τόσο γρήγορα που αμφέβαλε αν μπόρεσε να την καταλάβει. <<Είναι πολύ ζηλιάρης.>>
<<Αλήθεια; >> Χαμογέλασε πάλι, και η Κατρίνα κατάλαβε ότι δεν είχε πιστέψει τίποτα απ' όσα του έλεγε. <<Αν ήταν έτσι, δεν θα σε άφηνε να είσαι μακριά του ούτε ένα δευτερόλεπτο. >> Κούνησε το κεφάλι αργά, μεταφέροντας το ένα χέρι του στο πηγούνι του. <<Αν είναι έτσι, σίγουρα θα είναι ένας αδύναμος, και εγώ θα μπορούσα...>>
<<Δεν είναι αδύναμος. >> Τον διέκοψε, και ξαφνιάστηκε από το θάρρος που πήρε. <<Θα σου πω το όνομά του.>>
Το διακινδύνευε αρκετά. Δεν ήξερε τι θέση είχε Αραέλ σε εκείνο το περίεργο μέρος, και ούτε πόσο...ισχυρός ήταν. Πιθανόν να ήταν μονάχα ένας απλός δαίμονας και αυτός που βρισκόταν μπροστά της να μην τον ενδιέφερε καν να μάθει ποιος ήταν.
Έκανε ένα βήμα μπροστά και το κορίτσι οπισθοχώρησε. Ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο εμφανίστηκε στο παιδικό πρόσωπό του.
<<Πίστεψε με όμορφη, πως, αν σου είπε το όνομά του, είναι ψεύτικο. >> Ακόμη ένα κύμα τρόμου την κατέκλυσε όταν άκουσε τα λόγια του. <<Ή μου λες ψέματα, ή είσαι μία ηλίθια αφελής που πιστεύει κάθε πράγμα που...>>
<<Είναι ο Αραέλ. >>
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro