Κεφάλαιο 15
«Δεν είναι ωραίο που τα γενέθλια σου φέτος είναι Τρίτη, Άλεξ» Ο τόνος της φωνής της Έλενας, η οποία μιλούσε από το τηλέφωνο, φαινόταν να οφείλεται από δύο επιλογές: «ή το σήμα χανόταν και για αυτό ακουγόταν τόσο πολύ, ή ήθελε η Κατρίνα να άκουσε την συζήτηση που είχε με τον αδερφό της «Θα μπορούσαμε να σου είχαμε κάνει ένα πάρτι. Τέλος πάντων, δεν πειράζει, Άλεξ» συνέχισε «Σου υπόσχομαι πως θα έχουμε πάρτι στο τέλος της εβδομάδας».
Η Σμιθ έσμιξε τα φρύδια. Δεν θα έμενε εκεί για να ακούσει όλη τη συζήτηση. Όλο αυτό την πλήγωνε, έτσι αποφάσισε να αρχίσει να κατευθύνεται προς τη στάση λεωφορείου.
Ένα γελάκι τράβηξε την προσοχή της καθώς περπατούσε, και γύρισε από την άλλη. Μία μπερδεμένη ανάμειξη συναισθημάτων την κατέκλυσε όταν είδε τον Κάλεμπ με ένα χαμόγελο στα χείλη να κατευθύνεται προς το μέρος της. Έφτασε μπροστά της και χαμήλωσε το βλέμμα στο δάπεδο. Ο τρόπος που έκρυψε τα χέρια μέσα στις τσέπες του παντελονιού του της τράβηξε την προσοχή.
«Συμβαίνει κάτι, Κάλεμπ;»
«Απ' ότι ξέρω σήμερα είναι τα γενέθλια σου».
«Α, ναι» Ανασήκωσε τους ώμους. Δεν ήταν ένα θέμα που ήθελε να συζητήσει με ένα δαίμονα «Και;»
«Δεν είμαι σίγουρος τι θες να κάνεις τώρα» είπε με περισσότερη αβεβαιότητα από το κανονικό «Θέλεις να πας...να γιορτάσεις τα γενέθλια σου ή κάτι τέτοιο».
Τα μάτια της γούρλωσαν. Πραγματικά δεν περίμενε μία πρόσκληση από εκείνον για να βγούνε. Στην πραγματικότητα, γνωρίζοντας πως η ίδια με την Έλενα δεν μιλούσαν πλέον μεταξύ τους, δεν περίμενε ένα χαιρετισμό από κανένα άλλο εκτός από την οικογένεια της και τον Αντρέα, ο οποίος της είχε τηλεφωνήσει πολύ νωρίς το πρωί.
«Μείνε ήρεμος» του χάρισε ένα αδύναμο χαμόγελο «Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα από αυτά».
Ο δαίμονας μισόκλεισε τα μάτια και για μια στιγμή μελέτησε την έκφρασή της.
«Εντάξει...Λοιπόν» Είπε διστακτικά. Τότε, έτεινε ένα χέρι και έδωσε μερικά ελαφρά χτυπήματα στον ώμο της, «Χρόνια Πολλά».
«Μμ...ευχαριστώ;» Έσμιξε τα φρύδια, παρατηρώντας τον. Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές ότι υπήρχε κάτι ασυνήθιστο επάνω του «Τι συμβαίνει με σένα; Γιατί νιώθω ότι αντιδράς κάπως παράξενα;»
«Επειδή...επειδή θα έπρεπε να αντιδράς εσύ παράξενα, αλλά αντιθέτως αντιδράς σα να μην έγινε τίποτα» Κάρφωσε το βλέμμα στο δάπεδο, αποφεύγοντας τα μάτια της «Λες και εγώ δεν σου έχω πει τίποτα».
Το κορίτσι έγειρε το κεφάλι και έμεινε σιωπηλή για ένα λεπτό, προσπαθώντας να καταλάβει σε τι αναφερόταν. Όταν ο Κάλεμπ την κοίταξε ξανά και εκείνη πρόσεξε την έκφραση του, γεμάτη από κάτι που της φάνηκε νοσταλγία, κατάλαβε για ποιο πράγμα μιλούσε.
«Κάλεμπ, δεν σκέφτομαι άσχημα για σένα» είπε σιγανά «Αυτό που έκανες... ήταν πριν πολύ καιρό, και δεν μπορώ να σε κρίνω. Ούτε ξέρω τι θα έκανα εγώ αν ήμουν στην θέση σου».
«Αυτό είναι το θέμα» απάντησε με ένα τόνο πιο ανησυχητικό «Με τον καιρό, καταλαβαίνω πως εκείνοι οι καταραμένοι...» Πίεσε τα χείλη μέχρι που έγιναν μία ευθεία γραμμή, «ακόμη και με όλα όσα έκαναν, εγώ δεν είχα λόγο να τους αφαιρέσω την ζωή. Εκείνη η πράξη με οδήγησε σε αυτό που είμαι τώρα» Κοίταξε τα χέρια του και τα έκλεισε σε γροθιές, τόσο δυνατά που η Κατρίνα ήταν ικανή να αντιληφθεί το τρεμούλιασμα λόγω της οργής.
«Ήτανε κάποιοι άθλιοι που έκαναν κάτι φρικτό, απαράδεκτο...Και εσύ επίσης έκανες ένα φρικτό λάθος» είπε και εκείνος την κοίταξε, συνοφρυωμένος από λύπη. Η Σμιθ τοποθέτησε ένα χέρι επάνω στα δικά του για να σταματήσει το τρεμούλιασμα, νιώθοντας την ασυνήθιστη αίσθηση καψίματος του δέρματός του «Όμως είμαι σίγουρη ότι πληρώνεις για αυτό το λάθος. Δεν σε βλέπω διαφορετικά, μόνο που τώρα σε καταλαβαίνω περισσότερο».
Παρατήρησε για λίγα δευτερόλεπτα τα χέρια τους, σμίγοντας ακόμη περισσότερο τα φρύδια, σαν κάτι να είχε τραβήξει την προσοχή του.
«Αν δε θες να μιλήσεις ξανά για αυτό, είναι εντάξει» μουρμούρισε εκείνη.
Ο Κάλεμπ σήκωσε τα μάτια, και χαμογέλασε.
«Το εκτιμώ πολύ» ψιθύρισε. Ένα δευτερόλεπτο μετά έκανε ένα βήμα μπροστά, αναποφάσιστος «Θ-θα ήταν...καλά αν...;»
Δεν κατάλαβε αυτό που το πλάσμα ήθελε να την ρωτήσει, μέχρι που τον είδε να υψώνει αργά τα μπράτσα προς το μέρος της. Τότε, χαμογέλασε δίνοντας έτσι την έγκρισή της.
Η αγκαλιά ήταν περίεργη. Το κορμί του ήτανε διαφορετικό, το ένιωθε διαφορετικό από αυτό ενός φυσιολογικού ανθρώπου, εκτός αυτού πήγαζε αρκετή θερμότητα. Η μυρωδιά που έκπεμπε ήταν ευχάριστη, αν και ιδιόμορφη, σαν εκείνη του Αραέλ. Δεν μπορούσε να την συγκρίνει με τίποτα άλλο στον κόσμο.
Ένα μέρος του εγκεφάλου της διαμαρτυρόταν, ικέτευε να μην ένιωθε έτσι, πως αυτό ήτανε λάθος. Πως το πλάσμα το οποίο αγκάλιαζε ανήκε στην Κόλαση και πως, όσο συμπαθητικός και να ήταν, δεν μπορούσε να θρέψει στοργικά συναισθήματα για αυτόν. Πως, όσο και να ήθελε, δεν μπορούσε να τον δει ως ένα φίλο.
Ούτε την Άρια. Πολύ λιγότερο τον Αραέλ.
Με αυτή την σκέψη στο μυαλό, απομακρύνθηκε από εκείνον και αγκάλιασε τον εαυτό της με τα χέρια. Τον είδε να γέρνει το κεφάλι προς τα εμπρός και να σμίγει τα φρύδια με μία έκφραση μπερδέματος. Ήταν σίγουρη ότι θα την ρωτούσε για την αντίδραση της, όμως, εκείνη την στιγμή, κάποιος μακριά από τους δύο της τράβηξε την προσοχή και οπισθοχώρησε, ενώ γούρλωνε τα μάτια. Ένιωσε ένα κόμπο στο στομάχι.
Η Νοέλια ερχόταν από την ίδια κατεύθυνση που η Κατρίνα το είχε κάνει. Όταν τα μάτια της συναντήθηκαν με αυτά της φίλης της, για ένα δευτερόλεπτο δίστασε, όμως συνέχισε να προχωράει με μεγάλες δρασκελιές μέχρι που έφτασε κοντά τους.
Η γκριμάτσα θυμού που είχε στο πρόσωπό της έκανε την Σμιθ να γελάσει, και περισσότερο όταν η Νοέλια έκλεισε τα χέρια σε γροθιές.
«Κατρίνα, για ποιο λόγο έχεις το τηλέφωνο αν δεν απαντάς στα μηνύματα;» ρώτησε εκνευρισμένη, αγνοώντας εντελώς τον Κάλεμπ «Σου έγραψα επίσης ένα τεράστιο μήνυμα στο instagram και δεν μου απάντησες ούτε με μία καρδούλα. Είσαι μία κακιά φίλη!»
Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στον θυμό της φίλης της. Ήταν αρκετά ανήσυχη και ξαφνιασμένη επειδή την είχε μπροστά της...και δίπλα σε ένα δαίμονα.
«Νοέλια, εγώ...» Προσπάθησε να βρει ένα γρήγορο ψέμα, αλλά κανένα δεν ερχόταν στο μυαλό της. Έτσι έγινε ειλικρινής «Δεν κοίταξα το κινητό όλη την μέρα. Και δεν χρησιμοποιώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
Πλέον μπορούσε να νιώσει τον ιδρώτα στο κούτελό της. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έριξε μια ματιά στον δαίμονα, αλλά εκείνος έστρεψε το βλέμμα αλλού.
«Είσαι μία ηλικιωμένη είκοσι ετών;» την ρώτησε «Ποιος στο διάολο έχει instagram και δεν το χρησιμοποιεί;»
«Έφτιαξα το προφίλ και ποτέ δεν το χρησιμοποίησα ποτέ» απάντησε με πικρία, ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Αστειεύεσαι, έτσι;» στροβίλισε τα μάτια «Μάλιστα. Λοιπόν, έχασες μία όμορφη και συναισθηματική δημοσίευση» Σταύρωσε τα χέρια, προσποιώντας την αγανακτισμένη. Τότε, το βλέμμα της καρφώθηκε στον δαίμονα με τα σκουρόχρωμα ξανθά μαλλιά «Ποιος είναι ο σιωπηλός;»
Η Κατρίνα κατάπιε με δυσκολία. Ο κόμπος στο στομάχι της έγινε ακόμη πιο ισχυρός.
«Α-αυτός...» Δάγκωσε το κάτω χείλος.
Ο Κάλεμπ την κοίταξε και μισόκλεισε τα μάτια με καχυποψία. Τον πλησίασε ώστε η Νοέλια να μην τους άκουγε.
«Πριν δεν ονομαζόσουν Κάλεμπ, έτσι;» ψιθύρισε. Ο δαίμονας κούνησε το κεφάλι αρνητικά «Τι να της πω; Διάλεξε γρήγορα ένα όνομα».
Πρόσεξε την αβεβαιότητα στο πρόσωπο του καθώς έσμιγε τα φρύδια.
«Τόμας» είπε σιγανά.
Γύρισε προς το μέρος της Νοέλιας. Εκείνη ανασήκωσε το ένα φρύδι.
«Νοέλια, αυτός είναι ο Τόμας. Είναι φίλος του Άλαν».
«Χμμ...έτσι εε...φίλος του Άλαν» χαμογέλασε, κλείνοντας το ένα μάτι στην Κατρίνα, η οποία απλά αγνόησε αυτή την κίνηση «Από εκεί που έρχεστε δεν έχει καυτό ήλιο πολλές ώρες, ε;»
«Όχι» απάντησε κοφτά εκείνος. Ευτυχώς που η Νοέλια δεν κατάλαβε πως δεν του άρεσε το σχόλιο της.
«Τέλος πάντων. Πρέπει να φύγουμε, Κατρίνα».
«Π-περίμενε» τραύλισε εκείνη, «πού πάμε;»
«Σε ένα μπαράκι για να γιορτάσουμε τα γενέθλια σου».
«Θα σε δω μετά, Κατρίνα» μπήκε μέσα στη συζήτηση ο Κάλεμπ.
«Τι; Δεν θα έρθεις μαζί μας;» τον ρώτησε η Νοέλια.
«Όχι» Ήταν το μόνο που απάντησε, και ούτε που την κοίταξε.
«Έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις από το να γιορτάσεις τα γενέθλια της Κατρίνας;»
Η ερώτηση της αποσυντόνισε τον δαίμονα, και βλεφάρισε αρκετές φορές. Εκείνη την στιγμή, χαμήλωσε το κεφάλι και έκανε μερικά βήματα προς το μέρος τους.
«Κά...Τόμας» διόρθωσε τον εαυτό της, νευρική, «δεν χρειάζεται να έρθεις αν δεν θες».
«Όχι, εντάξει είναι» απάντησε κοφτά. Αλλά τότε, χάρισε στην Σμιθ ένα χαμόγελο «Δεν γιορτάσεις κάθε μέρα τα εικοστά γενέθλια σου».
Η Νοέλια την άρπαξε από το μπράτσο καθώς άρχιζαν να περπατάνε στο πεζοδρόμιο. Ο δαίμονας βρισκόταν λίγο μακριά τους.
«Και ο Άλαν είναι απασχολημένος;» έθεσε το ερώτημα, με περιέργεια.
«Αυτό νομίζω» Ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα, αν και το ενδιαφέρον για αυτή την αμφιβολία ακόμη την έκανε να νιώθει κάπως περίεργα «Τις περισσότερες φορές δεν έχω ιδέα τι κάνει».
Ο Κάλεμπ πλησίασε λιγάκι, μονάχα για να γείρει προς το μέρος της Κατρίνας.
«Υποθέτω πως ο Άλαν είναι ο Αραέλ» ψιθύρισε στο αυτί της.
Η κοπέλα έγνεψε θετικά και εκείνος έπνιξε ένα γέλιο, κουνώντας το κεφάλι αρνητικά.
«Εκείνος το επέλεξε;»
«Εγώ» είπε, δολοφονώντας τον με το βλέμμα.
~°~
Στην επιστροφή από το μπαρ στην περιοχή όπου διέμενε...
«Η Νοέλια σου προκάλεσε νευρικότητα;» ρώτησε προσεχτικά, προσπαθώντας να σπάσει τον πάγο μεταξύ τους. Οι απανωτές ερωτήσεις της Νοέλιας μέσα στο μπαρ, τον είχε αφήσει σιωπηλό.
«Στην φίλη σου συνέβη το ίδιο που συνέβη στην μητέρα και στην αδερφή μου» μουρμούρισε ξαφνικά, αρκετά σοβαρός. Τόσο που, για ένα δευτερόλεπτο, δεν φάνηκε να ήτανε εκείνος.
Η έκπληξη την κατέκλυσε.
«Ω, ναι» Χαμήλωσε το κεφάλι, νιώθοντας νοσταλγία και θυμό «Ο πατριός της...» ξέφυγε από τα χείλη της, αν και δεν θα μιλούσε στον δαίμονα για αυτό το θέμα. Ωστόσο, ένιωσε κάπως ανήσυχη όταν τον είδε να κλείνει τις παλάμες σε γροθιές «Κάλεμπ, είσαι καλά;»
Εκείνος έγνεψε θετικά, με το βλέμμα καρφωμένο στο παράθυρο του οχήματος.
Όταν ο ταξιτζής στάθμευσε μπροστά από την πολυκατοικία όπου διέμενε η Κατρίνα, οι δύο κατέβηκαν από αυτό μένοντας σιωπηλοί. Κάτι που ο Κάλεμπ είδε στο μυαλό της Νοέλιας, προκάλεσε την αλλαγή της αντίδρασης του. Δεν μου αρέσει όταν είναι τόσο κλειστός τύπος, διότι μου θύμιζε τον Αραέλ. Την χαιρέτησε με ένα απλό αντίο, και μετά, όταν η κοπέλα γύρισε για να τον δει, πλέον δεν βρισκόταν εκεί. Είχε φύγει.
Παρόλα αυτά, συνέχιζε να νιώθει την δική του παρουσία κοντά. Όπως πάντα. Αν δεν ήτανε η παρουσία αυτού, ήτανε της Άριας. Ο Αραέλ συνήθιζε να είναι πιο...άμεσος.
Δεν ήταν σίγουρη αν έφταιγε η κούραση, ή το αλκοόλ στο σύστημα της. Μόλις εισήλθε στο διαμέρισμα, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να φορέσει πιτζάμες και να κοιμηθεί.
Το υπνοδωμάτιο της ήταν εντελώς σκοτεινό όταν τα βλέφαρα της άνοιξαν αργά. Δεν είχε ιδέα τι ώρα ήταν, αλλά λογικά ακόμη πρωί θα ήταν. Έτριψε τα μάτια, νιώθοντας περίεργα με την αίσθηση κρύου στην ατμόσφαιρα. Γύρισε από την άλλη πλευρά για να φτάσει το κινητό που βρισκόταν επάνω στο κομοδίνο, όμως τότε τινάχτηκε.
Μία κραυγή έφραξε στον λαιμό της την στιγμή που είδε ένα ζευγάρι γκριζωπά μάτια να λάμπουν στο σκοτάδι.
«Σκατά!» ψιθύρισε με κομμένη την ανάσα «Θα με πεθάνεις μία από αυτές τις μέρες, αλήθεια».
Ο Αραέλ δεν απάντησε. Προτίμησε να συνεχίσει να την κοιτάει με μία σοβαρή έκφραση-ή αυτό πίστευε, δεν ήταν και εύκολο να διακρίνει τις εκφράσεις του-από εκεί που βρισκόταν, καθισμένο στην καρέκλα γραφείου της. Σούφρωσε τα φρύδια. Γιατί την ξυπνούσε με αυτό τον τρόπο;
Έτεινε το μπράτσο μέχρι το κομοδίνο και άναψε το φωτιστικό. Ένιωσε ένα κόμπο στο στομάχι όταν είδε πως η έκφραση του δεν ήταν μονάχα σοβαρή, αλλά φαινόταν επίσης έξαλλη.
«Πρόσεξα δύο καινούργια πράγματα επάνω σου» είπε ξαφνικά, με την βραχνή φωνή του, σχεδόν σαν μουρμουρητό «Αρχικά, ένα ίχνος αλκοόλ. Παραδέχομαι ότι αυτό με εκπλήσσει πολύ. Αν και δεν είναι αυτό που με ενοχλεί» ψιθύρισε μισοκλείνοντας τα μάτια. Για κάποιο λόγο, έγινε νευρική, «αλλά το δεύτερο πράγμα: η μυρωδιά του Κάλεμπ. Που σημαίνει ότι βρισκόταν υπερβολικά κοντά σου».
Η Κατρίνα κατάπιε με δυσκολία. Κάθισε πιο καλά στο κρεβάτι, κοιτώντας τον κατευθείαν στα μάτια.
«Και;»
Εκείνος ύψωσε το ένα φρύδι.
«Ποιον να τιμωρήσω;» Ξαφνικά, τα χείλη του τραβήχτηκαν σε ένα χαμόγελο που, χάρη στο λιγοστό φως, φάνηκε αρκετά μοχθηρό «Εκείνον ή εσένα;»
«Τιμωρία;» έθεσε το ερώτημα γουρλώνοντας τα μάτια. Χωρίς να το θέλει, της ξέφυγε ένα κοφτό γέλιο λόγω της έκπληξης «Αστείο είναι; Και γιατί τιμωρία;»
«Επειδή εγώ το λέω».
«Και εσένα τι σε ενδιαφέρει».
Και τώρα γιατί ήταν ενοχλημένος; Οι ξαφνικές αλλαγές στην διάθεσή του με εκνεύριζαν.
«Είσαι έτσι για αυτό που συνέβη στο δάσος;» πήρε το θάρρος να τον ρωτήσει.
Σήκωσε το ένα φρύδι με υπεροψία.
«Τι συνέβη στο δάσος;»
Βλεφάρισε, ξαφνιασμένη από την απαθής στάση του. Αμέσως, σούφρωσε τα χείλη και μισόκλεισε τα μάτια.
«Σοβαρολογείς τώρα;» είπε μέσα από τα δόντια της.
«Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς» Σταύρωσε τα χέρια και ακούμπησε την πλάτη στην καρέκλα «Δεν θυμάμαι να έγινε κάτι κακό στο δάσος».
Η οργή της μεγάλωσε σε μία στιγμή και, ταυτόχρονα, ένιωσε ένα οδυνηρό τσίμπημα στο στήθος. Δεν ήξερε σε τι οφειλόταν, αλλά δεν ήθελε να αναλύσει τα ίδια της τα συναισθήματα.
«Είσαι ένας βλάκας» ψιθύρισε. Η ίδια η φωνής της έσταζε δηλητήριο και αυτό την ξάφνιασε.
«Δεν ήθελες να προσποιηθούμε ότι δεν θυμόμαστε;» Φάνηκε ενοχλημένος, αλλά μετά, ακόμη ένα ύποπτο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του «Ή μήπως δεν μπορείς να το ξεχάσεις;»
«Δεν θα κάνεις τίποτα στον Κάλεμπ» απάντησε κατευθύνοντας τη συζήτηση στο προηγούμενο θέμα. Δεν ήθελε να τσακωθεί μαζί του για αυτό που συνέβη σε εκείνο το μέρος.
Εκείνος έσφιξε το σαγόνι του και η έκφραση του γέμισε πάλι με θυμό.
«Γιατί σε ενδιαφέρει τι θα πάθει; Ό,τι και να του κάνω, δεν είναι θέμα δικό σου. Εκείνος βρίσκεται εδώ για να αποτρέψει τον Φόραξ από το να σε πλησιάσει, όχι για να βγαίνει να διασκεδάζει μαζί σου».
Το κορίτσι δάγκωσε το εσωτερικό μέρος του μάγουλου της. Δεν ήξερε πώς, δίχως να χρησιμοποιεί το βραχιόλι, ακόμη γνώριζε τι ακριβώς εκείνη έκανε όταν ο δαίμονας έλειπε. Αποφάσισε να μην δώσει αρκετή σημασία σε αυτό το θέμα. Αν ήταν ικανός να μετατρέπεται σε ένα μαύρο καπνό, τότε μπορούσε εύκολα να βρει άλλους τρόπους για να με κατασκοπεύει.
Ωστόσο, δεν μπορούσε να το αποδεχτεί.
«Θα τον αναγκάσω να μπει μέσα σε ένα ποτάμι λάβας» μουρμούρισε κοφτά. Η Κατρίνα ήξερε ότι αναφερόταν στον Κάλεμπ.
«Ούτε που να το σκεφτείς».
«Μισώ να ανησυχείς τόσο για εκείνον» είπε με ένα τόνο γεμάτο οργή, αν και ήταν κάπως διαφορετικό από αυτό που πάντα χρησιμοποιούσε.
Γούρλωσε τα μάτια. Ήθελε να του πει ότι είχε άδικο, αλλά αν το έκανε, θα έλεγε ψέματα στον ίδιο τον εαυτό της. Ο Κάλεμπ της προκαλούσε ένα περίεργο συναίσθημα, και πλέον δεν μπορούσε ούτε να το αρνηθεί φωναχτά.
«Ήρθες να με ξυπνήσεις για κάτι συγκεκριμένο;» ρώτησε αλλάζοντας θέμα «Διότι αν ήρθες μόνο για να με ενοχλήσεις, τότε θα προτιμούσα να το αναβάλλω. Ξυπνάω νωρίς, το γνώριζες;»
Ο Αραέλ μισόκλεισε τα μάτια. Η Σμιθ ήξερε ότι το σχόλιο της δεν του άρεσε, αλλά η κούραση που ένιωθε την έκανε να μην την νοιάζει ο θυμό του. Ήταν έτοιμη να ξαπλώσει μέσα στα παπλώματα για να συνεχίσει να κοιμάται, όταν τον είδε να σηκώνεται όρθιος.
Τότε, το αίμα πάγωσε στο κορμί της την στιγμή που, από την τσέπη του παντελονιού του, έβγαλε ένα μαχαίρι. Από πότε είχε αυτό το πράγμα μαζί του;
Ένα μαχαίρι...Έφερε ένα καταραμένο μαχαίρι!
«Π-περίμενε...» τραύλισε, σηκώνοντας τα χέρια της προς το μέρος του.
Ο Αραέλ χαμογέλασε, αλλά δεν απάντησε.
Η Κατρίνα κάλυψε το στόμα της, πνίγοντας μία κραυγή πανικού όταν γλίστρησε στην κοφτερή άκρη του μαχαιριού στην παλάμη του. Αμέσως, ένα μαύρο πυκνό υγρό βγήκε από το δέρμα του.
«Πας καλά;» ψιθύρισε με κομμένη την ανάσα «Για...γιατί το έκανες αυτό;»
Εκείνος παρατήρησε το αίμα στην παλάμη του για μια στιγμή, πριν να κλείσει το χέρι του με δύναμη σε γροθιά. Το άνοιξε πάλι, και τότε, με τα μάτια γουρλωμένα, η κοπέλα είδε το ίδιο αίμα που έβγαινε από το δέρμα του να κινείται, οπισθοχωρώντας λες και είχε δική του ζωή. Η πυκνή ροή άρχισε να συμπυκνώνεται και υψώθηκε στον αέρα-πάνω από το χέρι του δαίμονα-κάνοντας μικρές στροφές.
Βλεφάρισε, έντρομη. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε.
Όταν το σκουρόχρωμο υγρό έπαψε να σχηματίζεται, είχε πάρει μία στερεά μορφή, μία που, ακόμα και με το ελάχιστο φως, μπόρεσε να διακρίνει με ευκολία.
Ήταν ένα είδος μαύρου λουλουδιού, σαν ένα τριαντάφυλλο. Ο Αραέλ πλησίασε προς το μέρος της και έτεινε το ένα χέρι για να της το προσφέρει. Εκείνη έγειρε το κεφάλι, και δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον εαυτό της από το να νιώσει υποψία. Ωστόσο, έτεινε αργά το χέρι για να φτάσει το λουλούδι. Αρχικά άγγιξε τα πέταλα, πιστεύοντας πως η αφή του θα ήταν περίεργη, αλλά η αλήθεια ήτανε απαλή λες και χάιδευες οποιοδήποτε πραγματικό λουλούδι.
Το πήρε στα χέρια της, αγγίζοντας ένα-ένα τα πέταλα «Γιατί μου έδωσε ένα λουλούδι;» ρώτησε ψιθυριστά.
Το πλάσμα προχώρησε λιγάκι ακόμα και τότε κάθισε στο κρεβάτι, κοντά της.
Κάτι μέσα της την μπέρδεψε. Δεν ήταν τρομαγμένη, αλλά ναι ξαφνιασμένη. Αλλά δεν καταλάβαινε γιατί η καρδιά της είχε αρχίσει να σφυροκοπάει με τόση δύναμη μέσα στο στήθος.
«Για όλα» είπε σιγανά, συνοφρυωμένος, με το βλέμμα ακόμη καρφωμένο στην δημιουργία του «Επειδή με υποστηρίζεις με όλο αυτό το θέμα. Οποιοσδήποτε άλλος θνητός θα απέφευγε να βοηθήσει» Τα μάτια του ταξίδεψαν στο πρόσωπό της «Επειδή άντεξες χιλιάδες δυσκολίες που αν ήταν άλλος στην θέση σου, θα είχε τρελαθεί ήδη...Και επειδή ξέρω πως δεν είμαι "εύκολος" στην αντιμετώπιση, και εσύ...έχεις υπομονή μαζί μου».
Κοίταξε το λουλούδι στα χέρια της, και πλησίασε το πρόσωπο για να το μυρίσει. Θα μπορούσε να ήταν μία κακιά ιδέα, αφού το αίμα δεν μυρίζει ωραία, αλλά δεν ήταν έτσι. Μύριζε σαν αυτόν, το άρωμα που κάθε φορά βρισκόταν αρκετά κοντά του...
«Είναι μία ανακωχή;»
Εκείνος γέλασε.
«Είναι για τα γενέθλια σου, Κατρίνα, Απλά ήθελα να σου δώσω κάτι».
Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο, μονάχα για να συνεχίσει με ένα ρυθμό πιο επιταχυνόμενο από πριν.
Δεν ήξερε τι να κάνει. Να τον κοιτάξει εκείνον ή το τριαντάφυλλο. Οι παλμοί ηχούσαν στα αυτιά της και δεν της επέτρεπαν να σκεφτεί καθαρά. Δεν της επέτρεπαν να ξεκαθαρίσει τον ανεμοστρόβιλο μπερδεμένων σκέψεων που έκαναν ζημιά στο μυαλό της.
Είχε αρχίσει τέλεια η μέρα της όταν οι γονείς, της έστειλαν ένα δώρο στην πόρτα της μετά που της είχαν τηλεφωνήσει για να της πούνε χρόνια πολλά. Το τηλεφώνημα του Αντρέα άλλαξε εντελώς την διάθεση της. Χάρηκε με την αγκαλιά του Κάλεμπ και με την έξοδο στο μπαράκι για τον εορτασμό των γενεθλίων της. Ήταν χαρούμενη με κάθε κίνησή τους, με κάθε ένδειξη αγάπης, αλλά αυτή την στιγμή την κατέκλυζε ένα συναίσθημα διαφορετικό, ένα που δεν μπόρεσε να καταλάβει, επειδή δεν μπορούσε να θυμηθεί αν κάποιος την έκανε να νιώσει έτσι πριν.
Μία χαρά που δεν θυμόταν να είχε νιώσει ποτέ.
Ο ίδιος έντονος και αόρατος ηλεκτρισμός που την κατέκλυσε στο δάσος εμφανίστηκε πάλι την στιγμή που τα μάτια της συναντήθηκαν με τα γκριζωπά τα δικά του. Δεν είπα τίποτα, δεν υπήρξαν ερωτήσεις. Μονάχα η αβεβαιότητα που βρέθηκε καλυμμένη με ένα συναίσθημα πιο σκοτεινό, πιο έντονο, πιο παράφορο.
Ο Αραέλ τύλιξε τα δάκτυλα στο πηγούνι της και πλησίασε το πρόσωπο στο δικό της. Τα μάτια της Κατρίνας έκλεισαν όταν ένιωσε το φλογερό άγγιγμα των χειλιών του επάνω στα δικά της. Και τότε, δίχως να δώσει χρόνο στον εαυτό της να σκεφτεί, μηδένισε την μικρή, αλλά βασανιστική απόσταση.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro