Κεφάλαιο 14
Θα σε ανακαλύψει. Μην το κάνεις. Εξαφανίσου από το γραφείο του πριν εμφανιστεί!
Η Κατρίνα αγνόησε την λογική της όπως έκανε τις περισσότερες φορές. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και βάδισε μέχρι το γραφείο του καινούργιου διευθυντή. Έτσι ξαφνικά, σήμερα μόλις είχε πάει στο νηπιαγωγείο έμαθε πως όλη την επιχείρηση θα την αναλάμβανε πια ένας διευθυντής και όχι η προηγούμενη. Τι είχε συμβεί στην προηγούμενη; Την έπαιρνε εδώ και ώρες τηλέφωνο αλλά δεν απαντούσε. Για αυτό τον λόγο εισήλθε στο γραφείο του διευθυντή, που μέχρι τώρα δεν είχε συναντήσει, για να μαζέψει πληροφορίες για εκείνον. Κανείς από τους εργαζόμενους δεν ήξερε ποιος ήταν, και από πού προήλθε. Μονάχα γνώριζαν το όνομα του. Τζορτζ.
Τίποτα άλλο. Και αυτό γέμιζε τα σωθικά της με ένα αίσθημα περιέργειας.
Όταν έφτασε μπροστά από την περιστρεφόμενη καρέκλα, την έκανε πέρα για να μπορέσει να πλησιάσει περισσότερο το γραφείο έτσι ώστε να ανοίξει τα συρτάρια. Έψαξε για αρκετά λεπτά μέσα σε αυτά με την ελπίδα να μειώνεται σιγά σιγά αφού δεν έβρισκε τίποτα. Κανένα έγγραφο ή έστω μία φωτογραφία που να της έδειχνε ποιος στην πραγματικότητα ήταν ο μυστηριώδης διευθυντής. Ήθελε απεγνωσμένα να μάθει το παρελθόν του.
Πετάχτηκε από την θέση της τρομαγμένη όταν απότομα άνοιξε η πόρτα. Έμεινε να κοιτάει με ντροπαλό βλέμμα τον γοητευτικό νεαρό άντρα που βρισκόταν απέναντι της. Η φιγούρα του ήταν επιβλητική και με μονάχα ένα του βήμα με σκοπό να σε πλησιάσει σπάραζε τον τρόμο. Το βλέμμα του; Τόσο έντονο που νόμιζες ότι ήθελε να σε σκοτώσει...Η Κατρίνα κατάπιε με δυσκολία έχοντας τα μάτια καρφωμένα επάνω στα μυώδης μπράτσα του νέου διευθυντή της. Γιατί αντιδρούσε έτσι; Την πρώτη φορά που ένιωσε κάπως περίεργα ήταν όταν συνάντησε τον γείτονα της που μόλις πριν λίγες μέρες μετακόμισε στην πολυκατοικία. Εκείνος ο άντρας που έμενε στο διαμέρισμα που βρισκόταν απέναντι από το δικό της. Ο τρομακτικός που λεγόταν Μαξιμιλιάνος.
<<Τι κάνεις ψάχνοντας τα πράγματα μου, δεσποινίς Σμίθ.>> Ανατρίχιασε στο άκουσμα του επώνυμου της. Η φωνή του ήταν βραχνή και σταθερή. Την τρόμαζε και...εκείνη την φωνή κάπου την είχε ακούσει ξανά.
<<Εγώ δεν...>> Για μια στιγμή κόμπλαρε προκαλώντας ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη του άντρα. Καθάρισε τον λαιμό της και αφού πήρε μία βαθιά ανάσα, συνέχισε: <<Απλά χάθηκα. Έψαχνα το γραφείο μου. Είμαι καινούργια εδώ και μου είναι δύσκολο να προσαρμοστώ.>> Είπε ψέματα ελπίζοντας πως δεν θα το καταλάβαινε.
<<Γιατί μου λες ψέματα Σμίθ; >> Έκανε δύο βήματα μπροστά μα δεν προχώρησε άλλο προς το μέρος της. Δεν ήθελε να την τρομάξει, όχι ακόμη.
<<Την αλήθεια σας λέω κύριε διευθυντά.>> Μουρμούρισε και παρόλα αυτά εκείνος την άκουσε. Τον κοίταξε και ξαφνιάστηκε. Πότε την είχε πλησιάσει τόσο πολύ; Ήταν τόσο κοντά της, σε σημείο που ένιωθε την καυτή του ανάσα να χτυπάει στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της.
<<Σήμερα ήρθα αλλά έχω τα προσωπικά στοιχεία όλων. Ξέρω πολύ καλά ποια είσαι Σμιθ και δεν μου αρέσουν καθόλου τα ψέματα. Δουλεύεις εδώ και πολύ καιρό σε αυτό το νηπιαγωγείο, άρα δεν χάθηκες όπως μου είπες πριν. Το καλό που σου θέλω να μου πεις για ποιο λόγο εισήλθες σαν το κλέφτη στον γραφείο μου, και χωρίς την άδεια μου.>> Ο τόνος της φωνής του σκλήρυνε και το χέρι του τυλίχτηκε γύρω από την μέση της με σκοπό να την τραβήξει προς το μέρος του.
<<Τι κάνετε; >> Κατάφερε να πει μέσα από την σύγχυσή της.
<<Να σας δώσω ένα μάθημα...>> Ψιθύρισε πάνω από τα χείλη της και στην συνέχεια, χωρίς να την δώσω ούτε ένα δευτερόλεπτο για να αντιδράσει, τα χείλη του συγκρούστηκαν βίαια και λαίμαργα με τα δικά της.
Η Κατρίνα παράλυσε. Άρχισε να νιώθει τα χείλη του να προσπαθούν να κινηθούν με μανία επάνω στα δικά της. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, Τζορτζ απομακρύνθηκε απότομα από εκείνη. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε σε τρελούς ρυθμούς και στο πρόσωπο του είχε μία έκφραση γεμάτη έκπληξη και φαινόταν κάπως...φοβισμένος;
<<Κύριε...>>
<<Σας ζητώ συγγνώμη, δεσποινίς μου. >> Μίλησε ανασαίνοντας βαριά. Απέφευγε να την κοιτάξει στα μάτια. <<Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Δεν ήθελα, δηλαδή, ήθελα, αλλά δεν...δεν θα...! >> Τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν και έμεινε σιωπηλός, χωρίς να ξέρει τι να πει.
Το μπέρδεμα την κατέκλυσε. Όλο αυτό ήταν αρκετά...περίεργο. Στην αρχή ο διευθυντής φαινόταν τόσο πονηρός σαν να ήθελε να την φιλήσει και μετά, όταν απομακρύνθηκε ήταν τρομαγμένος;
Τότε, μπόρεσε να το καταλάβει. Ένα δευτερόλεπτο μετά, ήταν ικανή να το αντιληφθεί.
Ξαφνικά, άρχισε να νιώθει κάτι απόμακρο, άβολο και...βαρύ. Μία αίσθηση παγερή, την οποία μόνο εκείνη την ένιωσε γιατί ο κύριος Τζορτζ συνέχιζε να ζητάει συγγνώμη. Η Κατρίνα δάγκωσε τα χείλη και έκλεισε τα μάτια με δύναμη. Είχε αρχίσει να συνηθίζει εκείνη την αίσθηση. Άρχισε να αναγνωρίζει την παρουσία του.
Ήξερε ότι εκείνος βρισκόταν εκεί.
Κοίταξε τριγύρω της, ψάχνοντας τον, αλλά στο δωμάτιο του γραφείου μονάχα βρίσκονταν εκείνη και ο καινούργιος διευθυντής.
<<Πρέπει να φύγω...>> Είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση από εκείνον, έτρεξε προς την έξοδο. Όταν βρέθηκε στον διάδρομο, έκλεισε την πόρτα του γραφείου. Τότε ήταν που μπόρεσε να αναπνεύσει.
Από την άλλη, καθώς η Κατρίνα περπατούσε στον διάδρομο, ο Τζορτζ είχε πλησιάσει τα συρτάρια και κοιτούσε παράξενα τα έγγραφα. Γιατί ήταν ανοικτά τα συρτάρια; Για ποιο λόγο μπορεί να τα είχε ανοίξει εκείνη η νεαρή κοπέλα που δεν γνώριζε ούτε το επώνυμο της;
<<Από ποιον προσπαθείς να ξεφύγεις, καλή μου; >> Η βραχνή φωνή που ακούστηκε από πίσω της την τρόμαξε. Παρόλα αυτά, δεν ξαφνιάστηκε και πολύ αφού ήξερε σε ποιον ανήκε εκείνη η φωνή...
Σταμάτησε να περπατάει. Πίεσε τα δόντια και έκλεισε τις παλάμες των χεριών της σε γροθιές.
<<Απέφευγε να με λες έτσι.>> Είπε νευριασμένη.
Εκείνος χαμογέλασε.
<<Σε παρακαλώ, πες μου ότι εκείνο δεν ήταν το πρώτο σου φιλί. Γιατί αν είναι έτσι, λυπάμαι για σένα.>>
<<Φυσικά κι δεν ήταν το πρώτο μου.>> Είπε σχεδόν προσβαλλόμενη.
<<Δεν ξέρω γιατί δεν σε πιστεύω.>>
Αναστέναξε κουρασμένη.
Γύρισε από την άλλη για να τον αντικρίσει. Όταν τον είδε έπρεπε να παραδεχτεί πως η εικόνα την οποία αντίκρισε κατάφερε να την εντυπωσιάσει. Τα κόκκινα μαλλιά του ήταν λίγο ανακατεμένα και αρκετές τούφες έπεφταν επάνω στο μέτωπό του.
<<Για να καταλάβω κάτι.>> Συνέχισε. <<Αφήνεις ένα άγνωστο να σε φιλήσει και εγώ που προσπάθησα θύμωσες και μετά έφυγες; >>
Προσπάθησα;
Δηλαδή εκείνη την ημέρα στο στενό δρομάκι προσπάθησε να με φιλήσει;
Μία ανατριχίλα απέχθειας διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της.
<<Εκείνος είναι θνητός.>>
Ο Αραέλ σήκωσε το ένα του φρύδι.
<<Και γιατί είναι θνητός τον αφήνεις να σε φιλήσει με την βία; >>
Τον αγνόησε και γύρισε από την άλλη για να συνεχίσει να κάνει την διαδρομή που έκανε πριν εκείνος εμφανιστεί.
<<Τι σου συμβαίνει; Μήπως το φιλί που σου έδωσε ο διευθυντής σου σε άφησε με κακή διάθεση; >> Ρώτησε με φανερή κοροϊδία στο τόνο της φωνής του.
Εκείνη την στιγμή τα πόδια της παρέλυσαν. Ξαφνικά, αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί και ο θυμός μεγάλωσε μέσα της.
Τον κοίταξε για ακόμη μια φορά.
<<Εσύ ανάγκασες τον διευθυντή μου να με φιλήσει; >>
<<Δεν τον ανάγκασα εντελώς, μονάχα τον έσπρωξα λιγάκι. Βαθιά μέσα του, εκείνος το ήθελε.>> Το χαμόγελο του ήταν φτιαγμένο από καθαρή κακία <<Υποθέτω πως δεν σου άρεσε.>>
<<Πώς...; >> Άρχισε να λέει αλλά δεν μπόρεσε να τελειώσει την φράση της.
<<Μπορώ να κάνω πράγματα που δεν μπορείς να φανταστείς. >> Το χαμόγελο του εκείνη την στιγμή έχασε δυνάμεις <<Τώρα, πες μου, γιατί δεν απομάκρυνες τον διευθυντή σου και εμένα ναι; >>
Μια ιδέα μπήκε στο μυαλό της και δεν έλεγε να βγει. Μήπως όλο αυτό ήταν ένα πείραμα για να δει αν θα απομάκρυνε τον διευθυντή όπως το έκανε με εκείνον;
<<Γιατί το έκανες; >>
<<Απάντησε. >> Επέμεινε σοβαρός.
<<Νομίζω πως δεν είδες καλά την σκηνή, γιατί τον απομάκρυνα.>>
<<Αλλά δεν θύμωσες.>>
<<Τι σε ενοχλεί; >> Ρώτησε. <<Το γεγονός πως σε άφησα μόνο στο στενό δρομάκι ή ότι δεν έπεσα στα πόδια σου; >>
<<Και τα δύο.>>
<<Καλά! >> Φώναξε <<Λυπάμαι. Πίστευα πως η συζήτηση μας είχε τελειώσει για αυτό και έφυγα, εντάξει; Μπορείς να το ξεπεράσεις επιτέλους; >>
<<Δεν θέλω τις ηλίθιες συγγνώμες σου. >> Είπε με σκληρό τόνο <<Χρειάζομαι να καταλάβω για ποιο λόγο δεν επηρεάζεσαι από τις ικανότητες μου. >>
<<Δεν έχω ιδέα! Και μακάρι να το ήξερα για να έφευγες επιτέλους από την ζωή μου! >>
Την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα. Η Κατρίνα δεν ήταν ικανή να προσθέσει κάτι άλλο. Πρόσεξε πως πίεζε τα νύχια του στο δέρμα του και η οργή άρχισε να προκαλεί αναταραχή στην αναπνοή της.
<<Ξέρεις; >> Ρώτησε ενώ ένα μισό χαμόγελο χαρασσόταν στο πρόσωπό του <<Αν εγώ σε φιλούσα, στοιχηματίζω ό,τι θες περισσότερο πως στα αλήθεια θα το απολάμβανες.>>
Τα μάτια της γούρλωσαν και το στόμα της άνοιξε ελαφρά.
<<Τι...; >> Ψιθύρισε εμβρόντητη. Γέλασε αμήχανα.
<<Δεν σε κοροιδευω. >> Επέμεινε <<Εγώ θα μπορούσα να σε κάνω να νιώσεις πράγματα που κανένας θνητός ποτέ δεν θα μπορούσε.>>
Βλεφάρισε, γιατί δεν μπορούσε να πιστέψει πως η συζήτηση τους είχε φτάσει τόσο μακριά...είχε ξεφύγει. Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι, αρκετά μπερδεμένη.
<<Δεν νιώθεις περιέργεια; >> Σήκωσε το ένα φρύδι <<Εσύ; Η προσωποποίηση της περιέργειας; >>
<<Με τίποτα.>>
<<Τι νομίζεις πως θα συνέβαινε; >> Ρώτησε καχύποπτος.
<<Δεν ξέρω. >> Ομολόγησε <<Όμως δεν με ενδιαφέρει καθόλου να το ανακαλύψω.>>
<<Εμένα όμως ναι.>>
<<Τι; >>
Τότε, την άρπαξε από τον καρπό του χεριού της και την τράβηξε προς το μέρος του. Όταν συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, βρισκόταν ήδη φυλακισμένη ανάμεσα στα μπράτσα του. Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να απομακρυνθεί, αλλά τα χέρια του την έσφιγγαν προς το κορμί του.
<<Άφησε με! Θα αρχίσω να φωνάζω αν δεν με αφήσει τώρα αμέσως...>>
<<Κάνε το. >> Το κοροϊδευτικό χαμόγελο του έκανε την εμφάνισή του <<Θέλω να δω όλο τον κόσμο που βρίσκεται στο κτήριο να βγαίνει από τις αίθουσες και να δει πόσο τρελή είσαι που φωνάζεις. Νομίζεις πως θα βρεθεί κάποιος να σε βοηθήσει; >> Κούνησε το κεφάλι αρνητικά <<Οι θνητοί νοιάζονται μονάχα για τον εαυτό τους. Κανείς δεν θα 'ρθει να σε βοηθήσει. >>
<<Ποιο είναι το πρόβλημα σου μαζί μου;! Άφησε με ήσυχη! >>
Δύο νεαρές κοπέλες που πέρασαν από δίπλα τους γέλασαν σιγανά βλέποντας την σκηνή. Σίγουρα θα νόμιζαν πως κάτι συνέβαινε μεταξύ τους...
<<Μου αρέσει να είσαι αβοήθητη. >> Μουρμούρισε ο δαίμονας, ο οποίος δεν την άφηνε να κουνήσει ούτε το μικρό της δακτυλάκι.
<<Ηλίθιε! >>
Γέλασε δυνατά.
<<Αυτό είναι η χειρότερη βρισιά που βρήκες; >>
Εκείνη γκρίνιαξε. Άρχισε να κουνιέται μήπως και έβρισκε κάποια φυγή αλλά ήταν μάταιο. Τα μπράτσα του ήταν σαν να είχαν φτιαχτεί με σίδερο.
<<Σε συμβουλεύω να μην κινείσαι έτσι. >> Είπε με βραχνή φωνή <<Μπορώ να νιώσω όλο το στήθος σου. >>
Τα μάγουλά της πήραν ένα απαλό κόκκινο χρώμα λόγω της ντροπής αλλά και του θυμού.
<<Μπάσταρδε...>>
<<Επιτέλους! >> Η έκπληξη και η διασκέδαση εμφανίστηκαν στο πρόσωπό του <<Ποτέ δεν σε άκουσα να λες τέτοια λόγια. Πες κι άλλα, έλα. >>
<<Φτάνει! >> Μούγκρισε <<Τι στο καλό θες τώρα; >>
<<Δεν μπορείς να το φανταστείς; >.
Τον είδε να χαμηλώνει το βλέμμα προς τα χείλη της.
<<Ούτε που να το σκέφτεσαι...>>
Ξαφνικά, ένα από τα χέρια του βρέθηκε στα μαλλιά της. Το κορίτσι προσπάθησε να απομακρυνθεί αλλά πάλι δεν τα κατάφερε.
Αραέλ άρχισε να τραβάει ελαφρά τις τρίχες των μαλλιών της, αλλά η Κατρίνα απότομα κατέβασε το κεφάλι και αυτή η κίνηση της προκάλεσε ένα ελαφρύ πόνο. Τότε, εκείνος έγειρε προς το μέρος της μέχρι να βρει το αυτί της.
<<Μην είσαι φοβιτσιάρα. >> Ψιθύρισε κοντά στο αυτί της. Η Κατρίνα ανατρίχιασε <<Γιατί δεν σηκώνεις το κεφάλι; >>
Οι παλμοί της καρδιάς της χτυπούσαν σαν τρελοί μέσα στο στήθος της.
Σήκωσε αργά το πρόσωπο και βρέθηκε αντιμέτωπη με τα μάτια του, τα οποία την κοίταζαν με σοβαρότητα και συνοφρυωμένος. Ήταν σα να προσπαθούσε να δει βαθιά μέσα στο μυαλό της. Η κοπέλα δεν είχε ιδέα τι είδε στο ύφος της που έκαναν τα χαρακτηριστικά του Αραέλ να γεμίσουν με δυσπιστία. Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά, σα να απαντούσε μία ερώτηση του εαυτού του.
<<Ά-φ-η-σ-έ μ-ε. >> Είπε μέσα από τα δόντια του.
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά για ακόμη μια φορά.
<<Δεν μπορώ να καταλάβω. Πώς είναι δυνατόν να μην νιώθεις τίποτα; >> Μουρμούρισε με βραχνή φωνή λόγω ενός συναισθήματος που δεν ήταν ικανή να ανιχνέψει. Τα μάτια του μετακινήθηκαν στο πρόσωπό του, σα να έψαχναν κάτι σε εκείνο. Ένας αναστεναγμός σχεδόν ανεπαίσθητο ξέφυγε από τα μισάνοικτα χείλη του, και για μια στιγμή φάνηκε βαθιά μπερδεμένος. <<Τι σόι πλάσμα είσαι εσύ; >>
Το μπέρδεμα κατάκλυσε τα σωθικά της. Ο χαρακτήρας που εκείνος είχε ήταν τόσο άστατος που την αποπροσανατόλιζε. Πώς μπορούσε να την κοιτάει με ένα σκοτεινό θυμό, και μετά από ένα δευτερόλεπτο σα να ήταν το πιο ενδιαφέρον πλάσμα στον πλανήτη;
<<Είμαι θνητή! Και εσύ είσαι ένας δαίμονας διαταραγμένος! >>
Ένα γέλιο ξέφυγε από το στόμα του, χωρίς πολύ διάθεση.
Κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε. Ένωσε τα βλέφαρα με δύναμη και όταν τα άνοιξε ξανά, την κοίταξε πάλι με την ίδια ένταση με πριν.
<<Άφησε με να δοκιμάσω κάτι. >> Ψιθύρισε.
Έγειρε λίγο ακόμη προς τα εμπρος και, όταν προσπάθησε να χαμηλώσει το κεφάλι, το χέρι του άρπαξε πιο δυνατά τα μαλλιά της. Όταν συνειδητοποίησε τι έγινε ήταν πια αργά, βρισκόταν ήδη τόσο κοντά όσο ήταν εκείνη την φορά στο στενό δρομάκι, τόσο κοντά όσο ήταν και εκείνη την μέρα που την σήκωσε από το έδαφος οργισμένος μετά που η Κατρίνα του επιτέθηκε με τον σταυρό.
Η κοπέλα ήταν τόσο εκνευρισμένη όμως το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τον κοιτάει. Για μια στιγμή, στο μόνο πράγμα που μπορούσε να συγκεντρωθεί ήταν στο τεταμένο ασήμι των ματιών του δαίμονα.
Κατάπιε με δυσκολία.
<<Μην διανοηθείς, Αραέλ. >> Είπε εξασθενημένα.
Η μύτη του άγγιξε την δική της.
<<Γιατί τι θα κάνεις; >> Η απειλή του που έφτασε στα αυτιά της σαν ψίθυρος ούτε αυτή την φορά την τρόμαξε.
Η ζεστή και ελκυστική ανάσα του, πλημύρισε τις αισθήσεις της.
<<Άφησε με, αλλιώς σου ορκίζομαι πως...>>
Και τότε η μάταια προειδοποίηση του κοριτσιού έμεινε στον αέρα, όταν τα χείλη του ενώθηκαν με τα δικά της.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro