Κεφάλαιο 10
Δεν ήταν και πολύ καλά, όχι μετά από την συζήτηση που είχε με τους γονείς της όταν αυτοί την επισκέφτηκαν την προηγούμενη νύχτα.
Άρχισε την κουβέντα πριν εκείνοι να επέστρεφαν στο πατρικό σπίτι για να κοιμηθούν, με το πρόσχημα πως η Κατρίνα είχε ψάξει στο διαδίκτυο γράφοντας το όνομά της από περιέργεια και βρήκε φωτογραφίες εκείνης της πληροφορίας κατά τύχη. Η συζήτηση δεν ήταν πολύ διαφορετική από αυτό που διάβασε στο παλιό κομμάτι χαρτιού, τουλάχιστον όσον αφορούσε την αποκάλυψη πληροφοριών. Φυσικά, ήταν πολύ πιο ευσυγκίνητη. Ένιωσε μία πίεση στην καρδιά όταν η μητέρα της δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα την στιγμή που θυμήθηκε την μέρα που κρατούσε στην αγκαλιά το παιδάκι της, ένα μικροσκοπικό σώμα που δεν είχε παλμούς, και που φαινόταν πως ποτέ δεν θα είχε. Ο πατέρας της, από την άλλη, συγκινήθηκε όταν επικάλεσε την στιγμή που οι γιατροί τους ειδοποίησαν ότι το μικρό τους βρέφος είχε αρχίσει να κλαίει. Η Κατρίνα είχε μάθει επιπλέον, πως εκείνη ήταν ο λόγος που η μητέρα της αφοσιώθηκε πλήρως στην εκκλησία, διότι για εκείνη αυτό που συνέβη με το μικρό της κοριτσάκι δεν μπορούσε να εξηγηθεί αλλιώς, ήταν ένα θαύμα. Για τον πατέρα της, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ιατρική αμέλεια, κάτι που, ως δικηγόρος, ενημέρωσε το νοσοκομείο για αυτό.
Πέρα από το γεγονός ότι γεννήθηκε χωρίς παλμούς ούτε αναπνοές, και ότι μετά από δύο ώρες «αναστήθηκε» χωρίς προφανή εξήγηση, οι γονείς της δεν γνώριζαν περαιτέρω πράγματα σχετικά με αυτό. Ωστόσο, κάτι που όντως φάνηκε χρήσιμο, ήταν να ανακαλύψει ότι, δύο μήνες μετά τη γέννηση του αδερφού της και της ίδιας, το νοσοκομείο υπέστη μία τρομερή πυρκαγιά, χάνοντας περιουσίες, μηχανήματα, αρχεία και, δυστυχώς, πολλές ζωές. Η μόνη εξήγηση που άκουσε από τα στόματα τους, για ποιο λόγο δεν της είχαν μιλήσει ποτέ για όλα αυτά της προκάλεσε καχυποψία. Είχαν πει, επειδή ήταν πολύ οδυνηρό. Παρόλο που δεν τους πίστεψε εντελώς, δεν συνέχισε την συζήτηση.
Έξαφνα, ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της, την στιγμή που η Άρια πέρασε από την πόρτα του νηπιαγωγείου.
Ο πανικός την κατέκλυσε και σαν πάγος εξαπλώθηκε σε όλο το σώμα της. Για ένα δευτερόλεπτο, έμεινε ακίνητη, κοιτώντας την δαίμονα η οποία παρατηρούσε τριγύρω με περιέργεια. Όμως, στο επόμενο λεπτό, ο ίδιος φόβος την ώθησε να τρέξει περνώντας ανάμεσα από τα τραπεζάκια των παιδιών, μέχρι να φτάσει κοντά της για να την αντιμετωπίσει.
Τα μωβ της μάτια γούρλωσαν, και μετά χαμογέλασε. Η έκφραση της μπέρδεψε την θνητή και βίωσε έναν παράξενο συνδυασμό ανάμεσα στην χαρά, την έκπληξη...και ένα τρομερό θυμό.
«Άρια» σιγομουρμούρισε μέσα από τα δόντια της, «τι στο διάολο κάνεις εδώ;»
«Σε προστατεύω, τι περισσότερο μπορώ να κάνω. Όμως βαριόμουν εκεί έξω» μουρμούρισε, σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από το στήθος και σουφρώνοντας τα φρύδια ταυτοχρόνως «Παρεμπιπτόντως, δεν θα έπρεπε να μιλάς μαζί μου, Κατρίνα. Μόνο εσύ μπορείς να με δεις αυτή την στιγμή».
«Ω...» ψιθύρισε. Έκανε δύο αργά βήματα πίσω, παρατηρώντας τριγύρω με προσοχή. Ανακάλυψε ότι δεν την κοιτούσε κανείς όση ώρα μιλούσε με την δαίμονα, παρόλα αυτά της ήταν αδύνατο να χαλαρώσει.
«Φύγε» έκφρασε απευθυνόμενη σε εκείνη, η οποία μόλις άκουσε αυτή την λέξη χαμογέλασε.
Κατευθύνθηκε προς ένα παιδάκι που ζητούσε την βοήθεια της για μία ζωγραφιά. Είδε με πλάγιο βλέμμα την Άρια να την ακολουθεί.
Δεν μπόρεσε πια να δουλέψει όπως θα έπρεπε, φυσιολογικά, όχι όταν την είχε περικυκλώσει η απελπισία. Η αναπνοή της επιτάχυνε και άρχισε να ιδρώνει. Όταν κατάφερε να κάνει ένα μικρό διάλειμμα, βάδισε με δρασκελιές στο δωμάτιο του μπάνιου και περίμενε μέχρι η δαίμονας να εισέλθει. Μετά, κλειδώθηκαν και οι δύο μέσα. Έλεγξε τις δύο τουαλέτες για να επιβεβαιώσει πως βρίσκονταν μόνες, και τότε απότομα γύρισε προς το μέρος της.
Ωστόσο, εκείνη μίλησε πριν από την Κατρίνα.
«Δεν μπορώ να πιστέψω πως κάνεις αυτό κάθε μέρα» κλαψούρισε σταυρώνοντας τα χέρια «Είμαι εδώ μονάχα δέκα λεπτά και ήδη έχω βαρεθεί».
«Άρια δεν μπορείς να έρχεσαι εδώ και να κάνεις ό,τι θέλεις!» αναφώνησε, σφίγγοντας τα χέρια σε γροθιές «Δουλεύω, που να πάρει!»
«Δεν μπορείς να κάνεις ένα διάλλειμα μεγάλης διάρκειας; Βαριέμαι!»
«Η δουλειά μου δεν είναι να σε κρατάω απασχολημένη, εντάξει; Αν στα αλήθεια ήρθες για να με προσέχεις, τότε φύγε από εδώ και κάνε το από έξω».
Έμεινε να την κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια, μέχρι που μισόκλεισε τα βλέφαρα και έξυσε το πηγούνι σκεπτόμενη.
«Φαίνεσαι νευρική» της είπε το πλάσμα, «θες να σου κάνω μασάζ».
Πριν η Σμιθ προλάβει να πει όχι, σε λιγότερο απ' όσο διαρκεί ένα τρεμόσβυμα, η Άρια βρισκόταν ήδη πίσω της. Ένιωσε τα χέρια της στον ώμο της, και μετά μετακίνησε τα δάκτυλα με ένα απαλό, ρυθμικό τρόπο. Η θνητή δεν απομακρύνθηκε αμέσως, μόνο επειδή το χάδι ήταν ευπρόσδεκτο στους μυς της.
«Άρια...» μουρμούρισε σαν προειδοποίηση.
«Ξέρεις τι είναι καλό για το στρες;» άρχισε να λέει αγνοώντας την προειδοποίηση της «Το σεξ. Μπορώ να πάρω και την μορφή ενός αρσενικού, το γνωρίζεις αυτό; Σου το λέω σε περίπτωση που δεν σου αρέσουν τα κορίτσια...»
Απομακρύνθηκε τόσο γρήγορα που η πλάτη της χτύπησε στον τοίχο. Δεν έδωσε κι πολλή σημασία στον πόνο που ένιωσε. Οι παλμοί της καρδιάς της μέσα σε ένα δευτερόλεπτο επιτάχυναν.
«Τι στο διάολο νομίζεις ότι κάνεις;» ψιθύρισε με γουρλωμένα μάτια, ανίκανη να υψώσει τον τόνο της φωνής της λόγω του φόβου που την είχε κατακλύσει.
Κόλλησε επάνω στο κρύο υλικό του τοίχου όσο πιο πολύ μπόρεσε. Η δαίμονας γέλασε με την έκφραση της.
«Μονάχα ήταν ένα παιχνίδι, Κατρίνα» είπε, χαμογελώντας «Χαλάρωσε, ναι;»
«Πώς θες να χαλαρώσω;» μούγκρισε «Μου μένει μία ώρα για να τελειώσω. Θα μπορούσες να συμπεριφερθείς σωστά μέχρι να βγω από το νηπιαγωγείο;»
Στροβίλισε τα μάτια και έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, δραματικά «Εντάξει».
Ο χρόνος που έμενε για να τελειώσει η δουλειά, της φαινόταν σαν το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ολόκληρης της εβδομάδας. Εκτός από την εκπλήρωση των καθηκόντων της, να βοηθάει τα παιδιά με ζωγραφιές, να τους διαβάζει παραμύθια, έπρεπε επίσης να προσέχει την Άρια ώστε να μην έκανε κάτι απερίσκεπτο ή να τραβούσε την προσοχή των μικρών και των υπαλλήλων. Ήταν σα να προσέχει ένα μισητό κορίτσι. Χειρότερη από μισητή, στην πραγματικότητα.
Ενοχλούσε τις νηπιαγωγούς τσιμπώντας το μπράτσο τους, προκαλώντας τους το τρόμο με αυτό. Όλα γίνονταν δίχως κανείς να γνώριζε πως τους πείραζε ένας αληθινός δαίμονας. Κάθε φορά που το πλάσμα έβλεπε την Κατρίνα να βαδίζει εκνευρισμένη προς το μέρος της, απομακρυνόταν γρήγορα καθώς η έκφραση της μετατρεπόταν σε μία αθώα.
Δεν ήξερε αν ήταν θυμωμένη με την Άρια ή αν, βαθιά μέσα της, την ευχαριστούσε που της αποσπούσε την προσοχή από το συμβάν με την Έλενα. Μετά από αυτό που έγινε δεν μιλούσαν. Η καθεμία έκανε την δουλειά της, όπως έπρεπε, και απλά έριχναν δολοφονικές ματιές η μία στην άλλη. Δεν έφτανε που την βρήκε στο δωμάτιο της μαζί με τον αδερφό της, χθες την βρήκε στο πατρικό σπίτι των γονιών της όταν πήγε επίσκεψη.
Πώς μπορούσαν οι δυο τους να κάνουν σεξ ενώ η οικογένεια Σμιθ την ίδια στιγμή βρισκόταν στο σαλόνι;
Αναστέναξε. Τα παιδιά είχαν αρχίσει σιγά σιγά να φεύγουν με τους γονείς τους. Η δαίμονας την περίμενε στην έξοδο, παρατηρώντας τριγύρω τον κόσμο που περπατούσε ανέμελος-δίχως να γνωρίζει για την υπερφυσική παρουσία δίπλα τους.
«Μπορείς να γίνεις ορατή;» ψιθύρισε όταν πέρασε από δίπλα της.
«Όπως διατάξετε» απάντησε χαρούμενα, αν και η Σμιθ δεν μπόρεσε να ανακαλύψει κάποια διαφορά επάνω της.
Ωστόσο, η λίγη ηρεμία που ένιωθε άρκεσε ελάχιστα.
Κάτι βαρύ ένιωσε στο στομάχι της την στιγμή που είδε το μοναδικό άντρα νηπιαγωγό που δούλευε σε εκείνο το μέρος να την περιμένει απέξω.
Η Κατρίνα γύρισε να κοιτάξει την δαίμονα, και ξαφνιάστηκε όταν δεν την είδε δίπλα της. Την ένιωθε κοντά, κάπου, αλλά δεν μπορούσε να την δει.
«Καιρό να μιλήσουμε, Κατρίνα» άρχισε να λέει με ένα χαμόγελο στα χείλη αλλά αυτό εξαφανίστηκε όταν παρατήρησε κάτι πίσω από την κοπέλα «Γνωρίζεις εκείνους τους δύο που βρίσκονται εκεί;» ψιθύρισε και με ένα κούνημα του κεφαλιού έδειξε τους δαίμονες πίσω της.
Γύρισε από την άλλη, μόνο και μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπη με τις φιγούρες του Κάλεμπ και της Άριας, οι δύο με τις πλάτες ακουμπισμένες σε ένα τοίχο, ενώ τους παρατηρούσαν με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος. Φυσικά, με σοβαρές εκφράσεις. Όταν όμως τα μάτια τους συναντήθηκαν με αυτά της Σμιθ, χαμογέλασαν.
Εκείνη ξεφύσησε.
«Περίμενε εδώ, εντάξει;» του ζήτησε.
«Τους ξέρεις;»
«Έρχομαι».
Ο νηπιαγωγός, με το όνομα Αντρέας, την άρπαξε από τον καρπό με σκοπό να την αναγκάσει να τον κοιτάξει.
«Κατρίνα, αυτοί οι τύποι είναι πολύ τρομακτικοί» είπε σιγανά «Τι θα κάνεις;»
«Είναι γνωστοί μου» πρόφερε ελευθερώνοντας το χέρι της με ένα τράβηγμα «Περίμενε, έρχομαι».
Χωρίς να περιμένει μία απάντησή του, περπάτησε με μεγάλες δρασκελιές προς το μέρος των πλασμάτων. Όταν στάθηκε μπροστά τους, κανένας από τους δύο δεν ταράχτηκε με την θυμωμένη έκφρασή της.
«Δεν μπορείτε να πάτε αλλού;» ρώτησε μέσα από τα δόντια της.
Ο πρώτος που αντέδρασε ήταν ο Κάλεμπ, ο οποίος σούφρωσε τα φρύδια. Η Άρια μονάχα χαμογέλασε ακόμη περισσότερο, πονηρά.
«Γεια» μουρμούρισε εκείνος.
Η θνητή τον αγνόησε.
«Τρομάζετε τον Αντρέα!»
«Δεν φταίμε εμείς» Ο δαίμονας έστρεψε το βλέμμα αλλού, κακοδιάθετος.
«Κατρίνα...» η Άρια δάγκωσε τα χείλη και συνέχισε με μία τρεμάμενη φωνή, «ο φίλος σου είναι παρθένος».
Το στόμα της άνοιξε ελαφρά. Δεν περίμενε να έλεγε κάτι τέτοιο.
«Α-αυτό δεν...» Καθάρισε τον λαιμό της «Δεν με ενδιέφερε να το μάθω αυτό, Άρια».
«Δεν καταλαβαίνεις» επέμεινε, κουνώντας ανήσυχα τα χέρια πέρα δώθε «Λατρεύω τους παρθένους! Είναι τόσο αθώοι και άπειροι. Εγώ θα μπορούσα να του δείξω τόσα πράγματα...» Τα μωβ μάτια της έλαμψαν.
Η Κατρίνα σούφρωσε τα φρύδια.
«Τι πάει λάθος μαζί σου;» ρώτησε.
Όμως η δαίμονας δεν φαινόταν να την ακούει. Είχε το βλέμμα καρφωμένο στον Αντρέα, ο οποίος βρισκόταν λίγο πιο μακριά κοιτώντας τους με πλάγιο βλέμμα. Ένιωθε άβολα.
«Θ-θέλω...» μουρμούρισε εκείνη.
Και τότε άρχισε να κάνει βήματα προς το μέρος του.
Η Σμιθ την άρπαξε από τους ώμους και βάδισε μέχρι που στάθηκε πάλι μπροστά της.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» φώναξε. Η Άρια έγειρε το κεφάλι για να συνεχίσει να παρατηρεί τον Αντρέα. Η θνητή γύρισε προς τον Κάλεμπ «Δεν θα με βοηθήσεις;»
Εκείνος χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Σε παρακαλώ!»
«Ηρέμησε, Κατρίνα» είπε σιγανά, αρκετά σοβαρός «Τίποτα δεν θα συμβεί, άφησε την».
«Τι;» έκανε την ερώτηση «Δεν βλέπεις τι θέλει να κάνει;»
Η δαίμονας με ένα τράβηγμα, ελευθερώθηκε από το κράτημα της κοπέλας και περπάτησε γρήγορα προς τον Αντρέα. Εκείνος είχε μείνει κοκκαλωμένος.
«Άρια, που να πάρει!» μούγκρισε.
Δίχως να πει κάτι, εκείνη άρπαξε τον Αντρέα από το μπράτσο και άρχισε να τον τραβάει μαζί της. Ο θνητός δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε αρνήθηκε.
Δεν θα του έκανε κακό έτσι; Δεν θα σημάδευε την ψυχή του με το να περνούσε μία νύχτα μαζί του έτσι;
Καθώς απομακρύνονταν, η Άρια γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω για να της χαρίσει ένα χαμόγελο. Μετά, πρόφερε ένα συγγνώμη με τα χείλη.
«Γιατί δεν με βοήθησες; Δεν βλέπεις ότι...;»
Την διέκοψε.
«Ξέρω πολύ καλά τι θα κάνει στον φίλο σου» απάντησε, με ένα διασκεδαστικό ύφος «Και δεν νομίζω να μην το χαρεί».
«Ό-όμως...» δίστασε, εντελώς μπερδεμένη, «αυτό δεν θα τον καταδικάσει στην Κόλαση;»
«Τι; Όχι!» αναφώνησε, χαμογελώντας «Πίστεψε με, τίποτα δεν θα του συμβεί».
«Είσαι σίγουρος;»
«Ναι, εμπιστεύσου με. Και, παρόλο που ξέρω ότι δεν είναι βάσιμο, σου ζητώ συγγνώμη εκ μέρους της. Αλλά, στα αλήθεια, δεν μπορεί να το αποφύγει. Εκείνη έχει ανάγκη να το κάνει αυτό συχνά, αλλιώς αρχίζει να νιώθει άσχημα αν περάσει αρκετός καιρός χωρίς...» Πίεσε τα χείλη «Με καταλαβαίνεις».
Σούφρωσε τα φρύδια όταν θυμήθηκε κάτι.
«Σήμερα προσπάθησε να με πλησιάσει...ξέρεις...αυτό που εκείνη κάνει».
Όταν τον κοίταξε, τον είδε να χαμηλώνει το κεφάλι.
«Πόσο λυπάμαι» ψιθύρισε «Υποθέτω ότι ήταν θέμα χρόνου για να συνέβαινε. Αλλά, όπως είπα, δεν μπορεί να το αποφύγει».
Το κορίτσι έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή και αναστέναξε.
«Όμως θα μπορούσε να το κάνει με άτομα που εγώ δεν γνωρίζω; Είναι...πολύ περίεργο».
«Θα μιλήσω μαζί της σχετικά με αυτό» υποσχέθηκε.
Απλά έγνεψε θετικά.
Έκανε μία προσπάθεια να αλλάξει θέμα.
«Ακόμη δεν μάθατε τίποτα για τον Φόραξ;»
Πήρε μια βαθιά ανάσα και κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Πόσο καιρό μπορεί να σας πάρει;»
«Η Κόλαση δεν είναι όπως η Γη, Κατρίνα» απάντησε σοβαρός «Εσείς έχετε γήινα όρια, εκεί δεν υπάρχουν. Εκείνος θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε, καθώς επίσης θα μπορούσε να μην έχει φύγει ποτέ και να είναι ακόμη εδώ...»
Έξαφνα, σήκωσε το χέρι για να τον διακόψει, επειδή αυτή η αποκάλυψη την έκανε να νιώσει ζαλισμένη. Είχε αρκετή περιέργεια να μάθει για την Κόλαση, αλλά ταυτοχρόνως, να έχει την ευκαιρία να τα μάθει όλα της προκαλούσε ένα απερίγραπτο φόβο. Ίσως να οφειλόταν στο γεγονός ότι, σαν θνητή, της ήταν πιο εύκολο να υπομείνει αυτό που δεν γνώριζε.
Θέλησε να συγκεντρωθεί σε κάτι άλλο για να απομακρύνει τον φόβο, έτσι τον κοίταξε. Τότε, θυμήθηκε την προηγούμενη μέρα, όταν συναντήθηκε με τον Αραέλ. Εξέτασε το πρόσωπο, μετά τα ρούχα του.
«Τι έχω;» ρώτησε εκείνος όταν πρόσεξε πως τον παρατηρούσε.
«Τίποτα...Απλά κοίταζα αν είχες κάποιο σημάδι ή κάτι παρόμοιο».
«Για ποιο λόγο να έχω σημάδια;» ανασήκωσε το φρύδι.
«Νόμιζα ότι ο Αραέλ σου έκανε κάτι».
«Α, όχι» Χαμογέλασε και πρόσθεσε: «Τι νόμισες πως μου έκανε;»
«Δεν ξέρω, εσύ ο ίδιος έχεις πει ότι είναι διαταραγμένος» Ανασήκωσε τους ώμους και εκείνος γέλασε «Και αφού ενοχλήθηκε μαζί σου χθες» πρόσθεσε.
«Σύντομα θα μάθεις πως δεν πρέπει να πιστεύεις όλα όσα λέει ο Αραέλ. Μιλάει περισσότερο απ' όσα κάνει. Το χειρότερο που μπορεί να μου κάνει, είναι να μην μου μιλάει για μερικές μέρες. Εκτός όταν είναι πραγματικά θυμωμένος, εκεί είναι καλύτερα να απομακρύνεσαι» Το τελευταίο ακούστηκε σαν μία προειδοποίηση που η Κατρίνα έπρεπε να θυμάται καλά.
«Μάλιστα» μουρμούρισε «Έπρεπε να μου το είχες πει αυτό».
Ο δαίμονας γέλασε.
«Έχω μία απορία σχετικά με σένα» άρχισε να λέει, αλλάζοντας πάλι ξαφνικά θέμα «Όταν γνωριστήκαμε μου είπες ότι ίσως εσύ ήσουν ο μοναδικός δαίμονας που δεν θα έκανες κακό σε ένα θνητό, και ο Αραέλ χθες ανέφερε το ίδιο πράγμα. Πως είσαι ξεχωριστός, με τον τρόπο σου».
Ο Κάλεμπ σούφρωσε τα φρύδια και κάρφωσε το βλέμμα στην άσφαλτο. Ακόμη μου προκαλούσε περιέργεια το γεγονός πως δεν περπατούσε με εκείνη την υπεροψία που ο Αραέλ-ακόμη και η Άρια-είχε. Με τα χέρια κρυμμένα στις τσέπες και με την στάση που τώρα είχε πάρει, θα μπορούσες εύκολα να τον μπερδέψεις με ένα κοινό θνητό, αν δεν ήταν από τα λαμπερά του πορτοκαλί μάτια.
«Δεν είμαι ξεχωριστός σε τίποτα» μουρμούρισε, «μονάχα...σκέφτομαι διαφορετικά».
«Τι εννοείς;»
«Δεν ξέρω αν πρέπει να στο πω».
«Ω, σε παρακαλώ» ξεφύσησε, στροβιλίζοντας τα μάτια «Μην μου πεις πως ούτε εσύ μπορείς να μου μιλήσεις για το παρελθόν σου, πως είναι ένα περίπλοκο θέμα για σένα».
«Δεν είναι αυτό....Είναι κάτι για το οποίο δεν μου αρέσει να μιλάω» είπε νιώθοντας άβολα «Με ανησυχεί να το μάθεις επειδή μπορεί να είναι επικίνδυνο για σένα».
«Γιατί να είναι επικίνδυνο;»
«Δεν ξέρω» Ανασήκωσε τους ώμους «Ίσως, υπέρβαση πληροφοριών;»
«Δεν καταλαβαίνω» είπε, εκνευρισμένη.
Έκλεισε τα βλέφαρα ενώ έπαιρνε μία βαθιά ανάσα.
«Καλά, θα σου μιλήσω για αυτό. Αλλά υποσχέσου μου ότι, αν στο πω, δεν θα αλλάξεις γνώμη για μένα. Δεν έχει σημασία αν γνωρίζεις την καταγωγή μου, αυτό δεν αναιρεί το είδος πλάσματος που είμαι, εντάξει; Το καταλαβαίνεις;»
«Εντάξει» μουρμούρισε, όχι πολύ σίγουρη «Αν κι...πρέπει να ξέρεις ότι έχω την καλύτερη γνώμη για σένα».
Μία θλιμμένη έκφραση έκανε την εμφάνισή της «Δεν θα έπρεπε».
«Θα μου μιλήσεις;» ζήτησε ανυπόμονα «Πες μου γιατί δεν θα πλήγωνες ένα θνητό. Μήπως δεν...; Δεν μας μισείς;» Ο Κάλεμπ απότομα έστρεψε τα μάτια αλλού και σιωπηλός κούνησε το κεφάλι «Γιατί; Δ-δεν το καταλαβαίνω».
Εκείνος έκλεισε τα μάτια για ακόμη μια φορά, για μια στιγμή, και ανέπνευσε βαθιά.
Ξαφνικά ένιωσε πως τον καταπίεζε.
Πέρασαν μερικά λεπτά.
Το κορίτσι άρχισε να νιώθει πως έχανε την υπομονή της, αλλά τότε εκείνος άνοιξε το στόμα του.
«Επειδή κάποτε, πριν πολύ καιρό, ήμουν και εγώ ένας θνητός».
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro