
Κεφάλαιο 3
Έβρεχε και οι σταγόνες της βροχής έπεφταν ορμητικά επάνω μου. Τα ρούχα μου είχαν μουσκέψει και έκανε πολύ κρύο. Δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση αφού το Λονδίνο ήταν φημισμένο για το μουντό και συννεφιασμένο καιρό.
Έσφιξα περισσότερο το μπουφάν επάνω μου και έτρεξα γρήγορα προς το σπίτι. Σκούπισα τα πόδια μου στο χαλί της εξώπορτας και βγάζοντας τα κλειδιά από τη τσέπη μου, ξεκλείδωσα τη πόρτα. Ένα κύμα ζέστης με χτύπησε, κάνοντας το σώμα μου να ανατριχιάσει.
"Κόλτον!" η Μαρία εμφανίστηκε μπροστά μου και στα χέρια της βρισκόταν το κινητό του πατέρα μου.
"Πήρε ξανά αυτός ο κύριος και του είπα ότι θα τον πάρεις πίσω" μου είπε και εκείνη τη στιγμή ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Χωρίς να της απαντήσω, κατευθύνθηκα στο χλιδάτο σαλόνι και άφησα το σώμα μου να βουλιάξει σε έναν από τους αφράτους καναπέδες. Κάλυψα τα μάτια μου με τις παλάμες μου και προσπάθησα να ηρεμήσω.
Άκουσα τα βήματα της να με πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο και κατάλαβα ότι δεν μπορούσα άλλο πλέον να της τον κρατάω κρυφό. Εξάλλου ήταν μέλος της οικογένειας. Μπορεί να μην είχαμε συγγένεια εξ αίματος αλλά για εμένα πάντα θα είναι η μητέρα που ποτέ δεν είχα.
Η θέση δίπλα μου βούλιαξε και γύρισα να την αντικρίσω. Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα, παρά την ώριμη ηλικίας της. Ο πατέρας μου είχε κάνει πολύ σωστή επιλογή. Ήταν μαζί της εδώ και δεκαέξι χρόνια.
"Μιλήστε μου. Ίσως μπορώ να βοηθήσω..." είπε γλυκά και την κοίταξα άγρια.
"Σου έχω πει να μην μου μιλάς στο πληθυντικό! Για όνομα του Θεού σε νιώθω σαν μητέρα μου, μην με κάνεις να αισθάνομαι άβολα..." φώναξα κι εκείνη μετανιωμένη δάγκωσε νευρικά το χείλος της, κουνώντας το κεφάλι της καταφατικά.
"Καταλαβαίνω τι περνάς Κόλτον αλλά δεν είσαι μόνος σου σε όλο αυτό." μου έπιασε το χέρι και ως ανταπόδοση το έσφιξα γερά. Επικράτησε για λίγο σιωπή.
"Ο κύριος που ξαναπήρε πριν ήταν ο συνεργάτης του μπαμπά στην εταιρία. Όπως ξέρεις τους τελευταίους μήνες ανέλαβε ο Φίλιπ τη διαχείρηση του μεριδίου που αντιστοιχεί σε αυτόν και χωρίς να είναι ο ίδιος παρόν τα πράγματα χειροτέρεψαν. Χρεοκοπήσαμε Μαρία..." της είπα με μια ανάσα και βάρεσα τη γροθιά μου στο τραπεζάκι του καφέ. Εκείνη ανεπηρέαστη με κοίταξε για λίγο σκεπτική.
"Όλα τα χρήματα που είχε αποταμιεύσει ο μπαμπάς στη τράπεζα από το ιατρείο τα ξόδεψα στους γιατρούς για εκείνον. Έσοδα από την εταιρία δεν υπάρχουν και ο Φίλιπ έχει εξαφανιστεί. Όλα καταρρέουν και δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω..." συνέχισα απελπισμένος και τότε χτύπησε το κινητό μου. Η οθόνη του φωτίστηκε και το όνομα του Τάι με έκανε να το σηκώσω αμέσως.
"Κόλτον, όλα καλά εκεί;" με ρώτησε και μπορούσα να διακρίνω την ανησυχία στη φωνή του.
"Τάι ευχαριστώ για το ενδιαφέρον...πήγα και τον είδα πριν, δοκιμάζουν κάποιες ενέσεις και θα ξέρουν άμα έχουν αποτέλεσμα σε λίγες ημέρες...εσύ όλα καλά; Η Κρίστη;"
"Αυτά είναι πραγματικά καλά νέα! Δεν την έχω δει η αλήθεια είναι εδώ και μέρες στη σχολή μήπως είναι άρρωστη;"
"Εμένα μου είπε το πρωί ότι πήγε κανονικά..." απάντησα παραξενευμένος.
"Μπορεί εγώ να μην την είδα...τελοσπάντων πρέπει να κλείσω, έχω εργαστήρια τα λέμε, να προσέχεις!" και με αυτά τα λόγια τερμάτισε τη κλήση. Ξανακάθισα στο καναπέ και ξεφύσηξα.
Έπρεπε να βρω λύση.
Ωστόσο δεν είχα τη δικαιοδοσία να πάρω την απόφαση μόνος μου.
_________
"Ξέχασέ το. Δεν στο επιτρέπω. Τι αηδίες σκέφτεσαι! Γιός μου είσαι εσύ; " τα λόγια του με εξόργισαν αλλά πήρα μια βαθιά ανάσα κι έκανα μια ακόμη προσπάθεια.
"Μπαμπά, μόνο έτσι θα καταφέρουμε να ξεπληρώσουμε τον Μαξ. Εξάλλου σε λίγο καιρό θα μπορώ να έχω το δικό μου ιατρείο ή να δουλεύω σε κάποιο νοσοκομείο. Η εταιρία πρέπει να δωθεί σε αυτόν για να μπορέσουμε να πάρουμε μια ανάσα..." το βλέμμα του συνέχιζε να κοιτάει τον κενό και ήξερα ότι αδυνατούσε να με δει.
Ήλπιζα ότι θα κατανοούσε τη δύσκολη θέση στην οποία είχαμε βρεθεί εξαιτίας της αρρώστιας του αλλά το πείσμα και ο εγωισμός τους παρέμεναν αμετάβλητα.
"Δεν πρόκειται να πουλήσω την επιχείρηση που με έκανε να φτάσω εδώ Κόλτον! Και δεν ξέρεις πώς τα φέρνει η ζωή...μπορεί να μην τελειώσεις ποτέ την ιατρική και να χρειαστείς να δουλέψεις κάπου! Τότε θα με ευγνωμονείς που δεν συμφώνησα σε αυτή τη τρέλα!" αποκρίθηκε και γέλασε, χωρίς να μπορεί να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε.
"Ωραία και πώς υποτίθεται ότι θα ξεχρεώσω τον Μαξ μπαμπά; Ο Φίλιπ το έσκασε κι εσύ είσαι στο νοσοκομείο κανείς δεν την διαχειρίζεται πλέον! Τα χρήματα που είχες στη τράπεζα τα ξόδεψα όλα για τη νοσηλεία και τις θεραπείες σου! ..." του φώναξα απελπισμένος αλλά εκείνος με αγνόησε.
Η πόρτα του θαλάμου χτύπησε και το κεφάλι της Μαρίας ξεπρόβαλε από αυτήν. Με αργά βήματα τον πλησίασε και κάθισε δίπλα του, ψιθυρίζοντάς του καθησυχαστικά λόγια. Πετάχτηκα έξω και σωριάστηκα στη πρώτη καρέκλα που βρήκα. Κοίταξα απέναντι το τοίχο, όπου βρισκόταν τοποθετημένη μια σύγχρονη τηλεόραση.
"Πλέον είναι γεγονός ότι η Χέινς&Μπαρκς, η πασίγνωστη αλυσίδα ιατρικού εξοπλισμού παγκοσμίως ανακοινώνει επίσημα πτώχευση. Φημολογείται βέβαια η εξ ολοκλήρου διαχείρηση των επιχειρήσεων από τον ευρέως γνωστό Μαξ Μπάρκς, όμως τίποτα δεν είναι σίγουρο ακόμη καθώς..."
Δεν άντεξα να ακούσω άλλο και βάλθηκα να περπατάω προς την έξοδο του τεράστιου νοσοκομείου. Πολλά βλέμματα ήταν στραμμένα επάνω μου και φάνηκαν να με αναγνωρίζουν οι περισσότεροι. Τους αγνόησα και με γρήγορο βήμα, βγήκα έξω.
Συνέχιζε να βρέχει ακατάπαυστα και καταρρακτωδώς αλλά δεν με ενδιέφερε. Ακολούθησα το μονοπατάκι που οδηγούσε στο πίσω μέρους του κτηρίου κι έπειτα από λίγο περπάτημα στη βροχή, έφτασα στον πίσω κήπο. Ένα μεγάλι πεύκο δέσποζε περήφανο σε μια γωνία και τρέχοντας, για να αποφύγω τη βροχή, βρέθηκα ακριβώς από κάτω του.
Κλότσησα με δύναμη μια πέτρα και γρύλισα από τα νεύρα μου. Έσφιξα τις γροθιές μου και τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια μου, μπερδεύοντάς τα με τις πικρές σταγόνες της βροχής.
"Γαμώτο!" ψέλισα και εκείνη τη στιγμή έβγαλα το κινητό από τη τσέπη μου και ψάχνοντας στις επαφές, κάλεσα το νούμερο της Κρίστη.
Έπρεπε να ηρεμήσω με κάποιον τρόπο. Και ο μόνος τρόπος ήταν εκείνη.
Έκλεισα τα μάτια μου και συνέχιζα να ακούω το σπαστικό "μπιπ" που σήμανε ότι την καλούσα, μέχρι που βγήκε ο τηλεφωνητής. Νευριασμένος το πέταξα στο έδαφος, γεμίζοντάς το με λάσπες και τότε συνειδητοποίησα μια γυναικεία παρουσία να στέκεται κάτω από το διπλανό δέντρο.
Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο επάνω μου αλλά εξαιτίας της βροχής δεν είχα τη δυνατότητα να διακρίνω καθαρά τα χαρακτηριστικά της. Η λάμπα που βρισκόταν από την άλλη μεριά δίπλα μου τρεμόπαιζε, κινδυνεύοντας να σβήσει.
"Προβλήματα;" με ρώτησε με μια απαλή χροιά και έφερε το τσιγάρο στο στόμα της. Δεν της απάντησα κι εκείνη με πλησίασε, κάνοντας θόρυβο με τα τακούνια της καθώς διέσχιζε τις λάσπες του κήπου. Βρέθηκε λίγα μέτρα μακριά μου και πλέον βρεχόταν ολόκληρη, καθώς δεν υπήρχε δέντρο να την καλύπτει.
Την κοίταξα καλύτερα. Πλέον η λάμπα φώτιζε τη μέχρι τότε σκοτεινή φιγούρα της. Φορούσε ένα στενό μαύρο παντελόνι και μια μαύρη τιραντέ μπλούζα, η οποία άφηνε εκτεθειμένο το πλούσιο στήθος της και από πάνω μια αθλητική ζακέτα. Στη περιοχή του στήθους της είχε ζωγραφισμένη σε τατουάζ μια καρδιά με φτερά αγγέλου, η οποία ήταν εμφανής. Τα μακριά μαλλιά της είχαν μια πορτοκαλί φλογερή απόχρωση και τα μεγάλα μάτια της είχαν το χρώμα του φουντουκιού.
"Δεν σου έχει πει κανείς ότι το να κοιτάς τον άλλον επίμονα είναι αγένεια;" είπε ειρωνικά και πέταξε το πλέον βρεγμένο και σβησμένο τσιγάρο της κάτω. Ένιωσα ντροπή και αμηχανία αλλά δεν το έδειξα.
"Πραγματικά δεν έχω όρεξη." αποκρίθηκα κουρασμένα και πήρα το κινητό μου από κάτω, σκουπίζοντάς το από τις λάσπες με ένα πανί πο έτυχε να είχα στη τσέπη μου.
"Βασικά ούτε εγώ." έκανε να φύγει αλλά έπειτα σταμάτησε καθώς η βροχή είχε δυναμώσει αρκετά και ήρθε ακριβώς δίπλα μου, κάτω από την προστασία του μεγάλου πεύκου. Για λίγο δεν μιλούσε κανείς μας.
"Κόλτον." είπα και της έτεινα το χέρι για χειραψία αλλά δεν ανταπέδωσε.
"Ξέρω ποιος είσαι."
Μα φυσικά και ήξερε!
"Τι σε φέρνει εδω;" ρώτησα αυθόρμητα και μούτζωσα τον εαυτό μου από μέσα μου. Γύρισε προς το μέρος μου και με κάρφωσε με τα μεγάλα μάτια της.
Ήταν πραγματικά από τις λίγες γυναίκες που έχω συναντήσει στη ζωή μου, με τέτοια σπάνια ομορφιά.
"Τι σε νοιάζει;" το βλέμμα της ήταν άγριο και αποφάσισα να μην ασχοληθώ άλλο μαζί της. Δεν απάντησα και απλώς κοιτούσα ευθεία μου, την κάθε στάλα βροχής να πέφτει και να γίνεται ένα με το χώμα.
Όλα μπορούν να αλλάξουν σε μια στιγμή. Εκεί που όλα σου πάνε καλα, εκεί που νιώθεις ευτυχισμένος, όλο και κάτι μπορεί να σου ταράξει την ευτυχία. Από το πιο ασήμαντο και μικρότερο πράγμα έως και το πιο σημαντικό. Λέγεται ζωή. Και δεν παύει να συμβαίνει όσο πορεύεσαι μαζί της .
"Περιμένω μια φίλη μου, η οποία διαγνώστηκε με Aids." με διέκοψε από τις σκέψεις μου η άγνωστη κοπέλα και γύρισα να την κοιτάξω. Το σκουλαρίκι στη μύτη της γυάλιζε κάτω από το φως του φεγγαριού. Πλέον είχε νυχτώσει για τα καλά.
"Ωω..λυπάμαι αλήθεια..." είπα απλά κι εκείνη γέλασε.
"Ήταν αναμενόμενο! Τελοσπάντων, εσύ τι κάνεις εδώ;"
Έκανα να της απαντήσω αλλά τότε χτύπησε το κινητό μου. Νομίζοντας πως ήταν η Κρίστη το σήκωσα απευθείας, νιώθοντας την ανάγκη να της μιλήσω.
"Κόλτον! Πού είσαι; Πρέπει να έρθεις γρήγορα ο πατέρας σου μπήκε στα επείγοντα!" ακούστηκε η ταραγμένη φωνή της Μαρίας και χωρίς καν να χαιρετήσω τη κοπέλα, βάλθηκα να τρέχω μέσα στη βροχή, λασπώνοντας τα ρούχα μου.
Κράτα γερά πατέρα. Όλα θα πάνε καλά. Πρέπει. Το εύχομαι.
________
Αλοο! (2j one love 😍) τι κάνετε, πώς είστε; Πώς τα πήγατε με τις εξετάσεις; Ελπίζω καλά 😙
Πώς σας φάνηκε το σημερινό κεφάλαιο; Λίγο χαμός στη ζωή του Κόλτον μας ε...και πού είστε ακόμα χαχα 👿😇χρεοκοπία,νέα γνωριμία και έκτακτη κατάσταση για τον πατέρα του... Πόσα να αντέξει κι αυτός...😢
Παρακαλώ πολύ πατάτε το αστεράκι, με βοηθάτε πολύ και έτσι ξέρω ότι σας αρέσει η ιστορία μου. Δεν κοστίζει κάτι. Μην είστε ghost readers. Βοηθείστε με να συνεχίζω να κάνω αυτο που αγαπάω. 😊❤
Ερώτηση: χειμώνας ή καλοκαίρι;⛄🌊 εγώ καλοκαίρι obviously🌈
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro